«Μέσα σε ένα γήπεδο 25.000 θέσεων, το οποίο πια του φαντάζει πολύ μικρό και δεν αισθάνεται άνετα, ο Παναθηναϊκός έκανε θαύματα.
Απέκλεισε τη Σλόβαν, την Έβερτον, τον Ερυθρό Αστέρα. Απόλυτα φυσιολογικό για τους γνωρίζοντες, αφού οι θαλάμες των όπλων του γεμίστηκαν από τον «καλπάζοντα Συνταγματάρχη», Φέρεντς Πούσκας, ο οποίος μετά από κορυφαίος ποδοσφαιριστής κάνει αίσθηση και ως προπονητής. Με την επιτυχία της πρόκρισης στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο Πούσκας είναι πλέον ο πιο δημοφιλής άνθρωπος στην Ελλάδα και, μόλις προ ολίγου καιρού, υπέγραψε ένα νέο τριετές συμβόλαιο που θα του αποφέρει 2.500 δολάρια τον μήνα.
Η φιλοδοξία του Πούσκας δεν είναι μόνο να φέρει τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ευρώπης, αλλά να δείξει σε όλον τον κόσμο την ποιότητα και τον μοντέρνο τρόπο παιχνιδιού του.
Η ομάδα του ΠΑΟ είναι 7 φορές Πρωταθλήτρια τα τελευταία 11 χρόνια, 2 φορές Κυπελλούχος, διαθέτει 9 διεθνείς με την Ανδρών κι ακόμη 2 διεθνείς με την Ελπίδων της Ελλάδας.
Ο διασημότερος παίκτης της ομάδας είναι ο 28χρονος αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας, Μίμης Δομάζος, εξαιρετικός μέσος με το προσωνύμιο «Στρατηγός» και σύζυγος της βεντέτας του ελληνικού τραγουδιού, Βίκυς Μοσχολιού.
Οι δυο κεντρικοί οπισθοφύλακες, οι διεθνείς Σούρπης και Καμάρας, οι οποίοι είναι γιατρός και δικηγόρος αντίστοιχα, το πρωί εξασκούν το επάγγελμά τους και το απόγευμα πηγαίνουν στην προπόνηση. Ο Πούσκας έχει καταφέρει μαζί με τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές του να δημιουργήσει ένα καταπληκτικό σύνολο, ένα ηφαίστειο πάθους που εκρήγνυται, αλλά έμαθε να οργανώνεται και παιχνίδι με το παιχνίδι μαθαίνει να κερδίζει. Η Ευρώπη -και όχι μόνο ο Άγιαξ- πρέπει να μάθει να τον υπολογίζει πολύ σοβαρά, διότι καμιά φορά ο μαθητής ξεπερνά και τον ίδιο το δάσκαλο».
Οι παράγραφοι που μόλις διαβάσατε, είναι μέρος από το αφιέρωμα της γαλλικής «Équipe», ίσως του ιστορικότερου αθλητικού εντύπου στην Ευρώπη, το οποίο από το 1946 αποτελεί σημείο αναφοράς στα πανευρωπαϊκά αθλητικά δρώμενα.
Παραμονές του Τελικού του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ στο Λονδίνο, είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο δισέλιδο στο «Ελληνικό θαύμα», είχε στείλει ανταποκριτή στην Αθήνα, μετά την απίστευτη ανατροπή και πρόκριση του «Τριφυλλιού» με τον Ερυθρό Αστέρα, όταν η ποδοσφαιρική Ευρώπη κατάλαβε ότι ο Παναθηναϊκός μπήκε και ανήκει στην ποδοσφαιρική ελίτ.
Δεν ήταν, βέβαια, εύκολο για τον Γάλλο ανταποκριτή να συλλέξει όλες τις σωστές πληροφορίες, η Ελλάδα το 1971 ήταν ακόμη στον γύψο, το καθεστώς, ειδικά μέσω του τότε παντοδύναμου ΓΓΑ, Κωνσταντίνου Ασλανίδη, προσπαθούσε να κεφαλαιοποιήσει στο έπακρο κάθε επιτυχία ελληνικής ομάδας, πολλώ δε μια επιτυχία του βεληνεκούς της συμμετοχής σε έναν Τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης.
Κι αυτό, διότι όλη η Ελλάδα γιόρταζε μαζί με τον Παναθηναϊκό, είχαν τεθεί στο περιθώριο αντιπαλότητες, οπαδικές μικρότητες, μίση και πάθη.
Η φρενίτιδα στη χώρα και ειδικά στην Αθήνα δεν είχε προηγούμενο, όλοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μια θέση στο θρυλικό Wembley, όπου επρόκειτο να διεξαχθεί ο Τελικός. Ο Παναθηναϊκός κατόρθωσε να εξασφαλίσει 32.800 εισιτήρια, τα οποία αποδείχτηκαν πάρα πολύ λίγα για τις ανάγκες των Ελλήνων που ήθελαν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Τελικός αντιμετωπίστηκε σαν ύψιστο κοσμικό γεγονός, ήθελαν λίγη από τη λάμψη της συμμετοχής του Παναθηναϊκού, ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, παράγοντες άλλων ομάδων, όλοι. Ο θρυλικός Γενικός Αρχηγός του Παναθηναϊκού, Μανώλης «Μπλούης» Διακάκης, σε πελάγη ευτυχίας προσπαθούσε να τους ικανοποιήσει όλους, είχε οργανώσει το ταξίδι άψογα. Όπως μόνο ο «Μπλούης» ήξερε.
Γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, αριστοκράτης, καλοφαγάς, κοινωνικός και συνδετικός κρίκος γενεών και γενεών Παναθηναϊκών, ο «Μπλούης» συνέδεσε τη ζωή του με το «Έπος του Γουέμπλεϊ».
Είχε τηλεφωνήσει και είχε συμφωνήσει με τον Στέλιο Πλάτωνος, ιδιοκτήτη του «Καλαμαρά», και τον έντυσε ολόκληρο στα πράσινα.
Ο «Καλαμαράς» ήταν ένα θρυλικό μαγαζί στο Μπεϊσγουότερ, την ελληνική παροικία του Λονδίνου, ένα κτίσμα χαμένο σε ένα στενό πίσω από την Κουινσγουέι. Το εστιατόριο είχε κάνει πάταγο, εκεί διασκέδαζε και έτρωγε το καλλιτεχνικό jet set, πέρασαν από τα τραπέζια του θρυλικές μορφές της εποχής, ο Ωνάσης (που είχε τάξει μάλιστα και πριμ κατάκτησης του Κυπέλλου στους παίκτες του Παναθηναϊκού), ο Πίτερ Σέλλερς, ο καινοτόμος αρχιτέκτονας Νόρμαν Φόστερ, η Μελίνα Μερκούρη με τον Ντασέν, ο Τέλης Σαβάλας, η Νταϊάνα Ριγκ με τον Όλιβερ Ριντ, ο ελληνοκυπριακής καταγωγής Δημήτρης Γεωργίου (in art «Cat Stevens»), ο Ντέιβιντ Μπόουι, ακόμα και μέλη των Beatles έτρωγαν στου «Καλαμαρά».
Όταν ο Παναθηναϊκός ταξίδεψε στο Λονδίνο, αυτό που γνώριζε ο «Μπλούης», ήταν ότι ο «Καλαμαράς» ήταν Παναθηναϊκός και, μάλιστα, και παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του! Ο Στέλιος Πλάτωνος, όταν ήταν πιτσιρικάς, θαμπωμένος από το νεότευκτο -και ήδη ανακαινισμένο από τον Δήμαρχο Αθηναίων, Κωνσταντίνο Κοτζιά- γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και γοητευμένος από τον μεγάλο Παναθηναϊκό του Ούγγρου θρύλου, Γιόζεφ Κιούνσλερ, είχε ενταχθεί στην εφηβική ομάδα του συλλόγου και, μάλιστα, ήταν καλός. Εκεί, είχε την τύχη να προπονείται δίπλα σε ιερά τέρατα της ιστορίας του «Τριφυλλιού», όπως ο Κρητικός, ο Μηγιάκης, ο Μπαλτάσης και, πάνω απ’ όλους, ο Μίμης Πιερράκος, ίνδαλμα των πιτσιρικάδων της εποχής και εμβληματική φυσιογνωμία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η φρίκη του πολέμου έβγαλε τον Πλάτωνος -μετά από πολλές περιπέτειες- στην Αγγλία και, εκεί, άνοιξε το εστιατόριο και έκανε την τύχη του.
Όταν, λοιπόν, ο «Μπλούης» του πρότεινε να γίνει στον «Καλαμαρά» η δεξίωση του «Τριφυλλιού», πέταξε τη σκούφια του. Έντυσε το μαγαζί στα πράσινα και υποδέχθηκε διοίκηση, δημοσιογράφους, γνωστούς φίλους του Παναθηναϊκού και όχι μόνο. Στο κεντρικό τραπέζι, μαζί με τον μεγάλο «Μπλούη», ο “Πατριάρχης” της ΑΕΚ, Νίκος Γκούμας, σε πιο δίπλα τραπέζι ο Διαμαντής Πατέρας με τον μικρό του γιο, τον Νικόλα, ο Παύλος Γιαννακόπουλος.
Όλος ο Παναθηναϊκός ξεφάντωσε εκείνη τη βραδιά στο Μπεϊσγουότερ, τραγουδώντας ξανά και ξανά το «Έχω στο Λονδίνο μια δουλειά» στους ρυθμούς του θρυλικού «Obladi-Oblada» των Beatles.
Ο μεγάλος Άγιαξ δεν φόβιζε τον Παναθηναϊκό, ήταν τέτοια η ευφορία και η άγνοια κινδύνου, ώστε η ελληνική αποστολή ζούσε το όνειρο, ένα όνειρο που το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν ξαναείδε ποτέ από τότε. Ο Παναθηναϊκός “ξεμούδιαζε” με τους ερασιτέχνες της Πένχιλ Στάνταρντ και ο Μίχελς είχε μαντρώσει τον Άγιαξ στο ξενοδοχείο και δίδασκε τακτική. Τεράστια η διαφορά επιπέδου και διαχείρισης/προετοιμασίας του αγώνα.
Ο Άγιαξ της δεκαετίας του ’70 είναι ο εκφραστής του «Total Football», αρχιτέκτονας στον πάγκο του ο Ρίνους Μίχελς, καλλιτέχνης στην ενδεκάδα του ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης όλων των εποχών, ο Γιόχαν Κρόιφ.
Ο Άγιαξ μετείχε σταθερά και αμείωτα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1966/67 είχε σκορπίσει στα προημιτελικά τη Λίβερπουλ με 5-1, το 1968/69 είχε φτάσει στον Τελικό, όταν έχασε από τη μεγάλη Μίλαν στη Μαδρίτη. Με λίγα λόγια, οι βάσεις υπήρχαν, το αμάλγαμα του Μίχελς είχε αρχίσει να αφομοιώνει το τακτικό σχέδιο, οι ποδοσφαιριστές -εκτός από το ταλέντο και τα φυσικά προσόντα– εξέφραζαν μια μαγική μετάβαση από το “ποδόσφαιρο του χτες” στο “ποδόσφαιρο του μέλλοντος”.
Η πορεία του Παναθηναϊκού είναι λίγο πολύ γνωστή, έχετε διαβάσει κατ’ επανάληψη για τα παιχνίδια με την Έβερτον, πιθανότατα έχετε δει και τα βιντεάκια με την επική ανατροπή εναντίον του θρυλικού Ερυθρού Αστέρα και το γκολ του Καμάρα που έδωσε το εισιτήριο για τον Τελικό.
Ο Άγιαξ;
Οι Ολλανδοί σκούπισαν 17 Νεντόρι και Βασιλεία στους δυο πρώτους γύρους και μπροστά τους ορθώθηκε το εμπόδιο της τότε κορυφαίας Σέλτικ. Οι Σκωτσέζοι προσκύνησαν, χάνοντας με το τιμητικό 3-0 στο Άμστερνταμ, και το μόνο εμπόδιο που έμεινε, ήταν η τρομακτική Ατλέτικο. Σε μια συναρπαστική δυάδα αγώνων, ο Άγιαξ ισοφαρίζει την ήττα με 1-0 στη Μαδρίτη πρώτα, με το γκολ του Κάιζερ, και, κατόπιν, με μια μαγική συνεργασία Σούρμπιερ–Νέεσκενς, κλείνει τα εισιτήρια για το Wembley.
Ο Μίχελς ασχολήθηκε ενδελεχώς με τον Παναθηναϊκό, εξέτασε κάθε πιθανό τρικ του Πούσκας, ο οποίος εξέφραζε το “παλιό” στο ποδόσφαιρο που πρέσβευε ο Ολλανδός δάσκαλος.
Ο Άγιαξ στον Τελικό του Wembley έπρεπε και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη δική του εποχή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Και αυτή η εποχή ξεκίνησε ένα βροχερό απόγευμα, στις 2 Ιουνίου του 1971, μπροστά σε 100.000 ανθρώπους, μέσα στο ιερότερο ποδοσφαιρικό παλκοσένικο στην Ευρώπη: το Wembley.
Φώτα… Αυλαία… Ξεκινάμε…
Άγιαξ-Παναθηναϊκός. Διαιτητής ο Τζακ Τέηλορ, ο οποίος θα ξαναβρεί τον Κρόιφ και τους περισσότερους από την ολλανδική παρέα και στον Τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1974 στο Μόναχο. Στην εξέδρα οι Έλληνες σε πελάγη ευτυχίας, ανεμίζουν σημαίες, πανό, τραγουδούν για το μεγάλο όνειρο του Παναθηναϊκού και της Ελλάδας.
Ο Μίχελς έχει κάνει την έκπληξη και αλλάζει την τακτική του Άγιαξ. Δεν επιτίθεται, όπως περίμεναν όλοι, “απλώνεται” και επιβάλλεται σε κάθε σπιθαμή του γηπέδου.
«Ο Πούσκας “μιλάει στον ενικό” στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, το ξέρει καλύτερα κι από σας κι απ’ τους πατεράδες σας κι από τους παππούδες σας. Θα τον κερδίσετε, μόνο αν ξεπεράσετε τον εαυτό σας», είχε πει σε μια από τις ομιλίες του στους παίκτες του, αποκλείοντας έτσι κάθε πιθανότητα υποτίμησης του Παναθηναϊκού.
Πήρε ελάχιστο χρόνο, πριν οι θεατές και οι παίκτες του Παναθηναϊκού συνειδητοποιήσουν ότι οι παίκτες του Άγιαξ, οτιδήποτε κι αν κάνουν στον αγωνιστικό χώρο, γίνεται με σχέδιο. Οι Ολλανδοί μπορούν να υπολογίσουν ακόμα και την αλλαγή της ταχύτητας της μπάλας επάνω στο βρεγμένο τεραίν, ο Πιτ Κάιζερ είναι ένας συγκλονιστικός τεχνίτης, ο Γιόχαν Κρόιφ τα κάνει όλα και παίζει παντού. Κυριολεκτικά παντού. Παίζει στην κορυφή της επίθεσης, αριστερά, στα χαφ, μπρος και πίσω στο μεγαλοφυές 4-3-3 του Μίχελς, τραβιέται δεξιά, σε κάποιο σημείο τον βλέπεις ακόμα και λίμπερο.
Το κοινό δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Ο Παναθηναϊκός, δυστυχώς, δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει σε κανένα σημείο του αγώνα, κανείς δεν θα μπορούσε να ανακόψει τον Κρόιφ εκείνο το βράδυ. Μοιραία λύγισε, μόλις στο πέμπτο λεπτό…
Άνοιγμα αριστερά του Χούλσχοφ στον Κάιζερ που αποφεύγει μαεστρικά τον Καμάρα, σεντράρει στον Βαν Ντάικ που με φαλτσαριστή κεφαλιά αφήνει άγαλμα τον Οικονομόπουλο. 1-0. Παγωμάρα στην κερκίδα, ο Παναθηναϊκός βρέθηκε να κυνηγά το σκορ πολύ νωρίς, το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Ο Πούσκας δίνει εντολή να πέσει το βάρος στην αριστερά πλευρά, εκεί όπου παίζει στη θέση του ταλαντούχου Ρουντ Κρολ ο Ράιντερς.
Ένας άλλος Γιόχαν, ο Νέεσκενς, θα κάνει την καλύτερη εμφάνισή του με τη φανέλα του Άγιαξ. Ήταν πιθανότατα ο πρώτος full back στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, “επινόησε” τη θέση εν έτει 1971.
Ο Παναθηναϊκός, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο, το πάλεψε, προσπάθησε, κυνήγησε το όνειρο. Ήταν, όμως, από εκείνες τις βραδιές που όλοι είχαν προδικάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Η άτυχη παρεμβολή του Άνθιμου Καψή στο σουτ του Χάαν, λίγο πριν την εκπνοή, απλώς επικύρωσε τον νικητή.
Κορυφαίος του αγώνα ο Νέεσκενς, καλλιτέχνης ο Κρόιφ, πολύ καλοί οι Κάιζερ, Βαν Ντάικ και Χούλσχοφ από τον Άγιαξ.
Από τον Παναθηναϊκό ξεχώρισαν ο «Στρατηγός» Μίμης Δομάζος με την απαράμιλλη κλάση του, το «Πουλί» Οικονομόπουλος που κάλλιστα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε κορυφαίο γκολκίπερ της διοργάνωσης εκείνη τη χρονιά, και ο Ελευθεράκης που “κατάπιε” χιλιόμετρα και είχε και ένα πολύ καλό σουτ, το οποίο “έβγαλε” ο Στούι.
Άτυχος ο Άνθιμος Καψής, κακός και σκιά του εαυτού του, ο πρώτος σκόρερ, Αντώνης Αντωνιάδης, ο οποίος τις λίγες -είναι η αλήθεια- φορές που τροφοδοτήθηκε, δεν έγινε απειλητικός, ούτε κατ’ ελάχιστον.
ROAD TO THE FINAL: 1971 | Deel 2 van de serie over het bereiken van tien Europese finales & de 1⃣e 🏆 ➡ https://t.co/S9PMFBetrZ pic.twitter.com/oscbfbMl6S
— AFC Ajax (@AFCAjax) May 16, 2017
Ίσως έτσι έπρεπε να πάνε τα πράγματα, ίσως να ήταν έτσι τα γραμμένα της μοίρας.
Ίσως το μοντέρνο ποδόσφαιρο του Μίχελς έπρεπε να νικήσει το ποδόσφαιρο του Πούσκας. Ίσως οι Έλληνες μπορούσαν να νικηθούν μόνο από μια ομάδα με αρχαιοελληνικό όνομα. Όπως ο Αίαντας ο Τελαμώνιος έκανε τη γη να τρέμει, όταν μπήκε στη μάχη στην Ιλιάδα, έτσι και ο Αίαντας από την Ολλανδία έπρεπε να στερήσει από τον Παναθηναϊκό το πιο μεγάλο επίτευγμα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Και επειδή πάντοτε η δόξα του ηττημένου δίνει αξία στον νικητή, όταν οι Ολλανδοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους για τα μεθεόρτια, ο μεγαλύτερος “Αίαντας” απ’ όλους, ο Γιόχαν Κρόιφ, χαρακτήρισε τη στιγμή «Απολύτως ιδιαίτερη» («Totally special»).
Όπως απόλυτο ήταν και το ποδόσφαιρο του Άγιαξ και γι’ αυτό ο Παναθηναϊκός άγγιξε, αλλά τελικά δεν ήπιε το νέκταρ από το Άγιο Δισκοπότηρο.
Ακόμα κι έτσι, η επιτυχία του τριφυλλιού ανήκει στη σφαίρα του υπέρλογου, το οποίο αποτελεί τη ρωγμή ανάμεσα στον άνθρωπο και την ίδια του την ύπαρξη. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, ακολουθούν το ένα το άλλο, οι συνήθειες, η εξοικείωση με τον κόσμο, η διατήρηση των σταθερών στη ζωή μας, βοηθούν να παραμείνουμε αρραγείς, να μη νιώσουμε ξένοι, να μην διαλυθούν οι ψευδαισθήσεις μέσα μας.
Η συνάντηση του συναισθήματος με το υπέρλογο είναι η αόρατη διασύνδεση του σήμερα με το χθες, η βεβαιότητα και το αξίωμα πως ό,τι γίνεται, ξαναγίνεται, ό,τι συνέβη νομοτελειακά θα ξανασυμβεί. Γιατί πάντοτε θα υπάρχει κάποιος να το εξιστορήσει, κάποιος που δεν θα το αφήσει να χαθεί στη λήθη, κάποιος που θα αναλάβει το χρέος ακόμα και να το ωραιοποιήσει.
Γιατί στο τέλος αυτό που μένει ακόμα και στο υπέρλογο, είναι ένα χαμόγελο, ένας αναστεναγμός, ένα συναίσθημα αδιόρατης ευτυχίας πασπαλισμένης με ένα μελαγχολικό πέπλο για εκείνους που πέρασαν, που έφυγαν, αλλά θα είναι για πάντα εδώ.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φέρεντς Πούσκας: οι Άγγλοι ασθενείς (του)
Η Αθήνα, πριν και μετά το σουτ του Καμάρα