Πόσο απέχει η επιτυχία από την αποτυχία; Η κόλαση από τον παράδεισο;
Ένα σουτ, δύο ή τρεις πόντους. Ένα σουτ μπαίνει και σε στέλνει στον έβδομο ουρανό. Στο Παρίσι, στο κέντρο των Ολυμπιακών Αγώνων, ένα σουτ δεν μπαίνει και σε βάζει στο αεροπλάνο από τη Λιλ για την Αθήνα.
Η Ελλάδα μπήκε για να παίξει το παιχνίδι με την Αυστραλία έχοντας παραπάνω από ένα “πρέπει”. Δεν υπήρχε μόνο το “πρέπει” της νίκης αλλά και το “πρέπει” της διαφοράς, με βάση το αποτέλεσμα που ήδη γνώριζε, τη νίκη δηλαδή της Βραζιλίας επί της Ιαπωνίας.
Όταν η τύχη σου δεν εξαρτάται μόνο από τα δικά σου χέρια, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα.
Αλλά για σταθείτε. Ανάμεσα στον καταιγισμό των σχολίων στα social media και στις αναλύσεις των ειδικών τις προηγούμενες μέρες και μετά το 0-2 στις νίκες, κάπου διάβασα πως «όταν όλα αυτά τα χρόνια έχουμε τόσα μετάλλια, πώς να είμαστε χαρούμενοι, ακόμα κι αν πάμε στην 8άδα;».
Όχι, όχι, δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα έχει να επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια ΜΟΝΟ ένα μετάλλιο, Ασημένιο στην Ιαπωνία το 2006, μετά την επική νίκη επί των Αμερικανών. Έχει επίσης και δύο τέταρτες θέσεις σε Μουντομπάσκετ παλαιότερα.
Όσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτή είναι μόλις η πέμπτη μας συμμετοχή (χωρίς μετάλλιο φυσικά σε καμία, ούτε καν είσοδο στα ημιτελικά) και είναι η τέταρτη φορά από το 1996 και 16(!!!) χρόνια μετά την τελευταία μας εμφάνιση! Ήταν 20 Αυγούστου του 2008 στο Πεκίνο, όταν χάσαμε στον προημιτελικό με 80-78 από την Αργεντινή, καθώς το σουτ για τη νίκη του Βασίλη Σπανούλη βρήκε σίδερο.
Ο «Kill Bill» είναι εδώ, στο Παρίσι. Όχι για για να ξορκίσει τους δαίμονές του. Αλλά γιατί έχει βάλει στόχο αυτό που φαινομενικά έμοιαζε άπιαστο όνειρο.
Προσωπικά έλεγα, μετά την πρόκριση που πήραμε στο Προλυμπιακό του ΣΕΦ, ότι η Εθνική ομάδα επέστρεψε στην ελίτ του παγκόσμιου μπάσκετ. Ναι, επέστρεψε, το είπε και ο προπονητής της Εθνικής μετά τη νίκη επί της Αυστραλίας. Όταν μια ομάδα παίζει την πρόκρισή της στην οκτάδα σε ένα τουρνουά που συμμετέχουν μόλις πέντε ευρωπαϊκές ομάδες και βλέπει από το σπίτι του ο Λούκα Ντόνσιτς, ναι, επέστρεψε.
Και επέστρεψε σε έναν όμιλο που χαρακτηρίστηκε ο πιο δύσκολος του τουρνουά. Η Ελλάδα κοίταξε στα μάτια τον πανίσχυρο Καναδά των 10 παικτών του ΝΒΑ και έχασε στις λεπτομέρειες από τον κακό της δαίμονα, την Ισπανία, του Γιούλ και του Ρούντι. Οι ήττες φέρνουν γκρίνια. Γράφτηκαν πολλά μετά από αυτές τις δύο. Τα περισσότερα αρνητικά. Το έχουμε αυτό ως λαός, δυστυχώς.
Κι όμως. Σ’ αυτό τον όμιλο θα μπορούσαμε να πετύχουμε τρεις νίκες, το ίδιο εύκολα που θα μπορούσαμε να φύγουμε από τη Λιλ με τρεις ήττες. Το πλάνο δεν βγήκε. Όμως πλάνο υπήρχε.
Ένα σοφό ρητό λέει πως «ιστορία γράφουν οι παρόντες». Σωστό. Εγώ όμως θα πω ότι, αν σ’ αυτή την ομάδα υπήρχαν το μυαλό και το χέρι του Σλούκα αλλά και ένα ακόμα μεγάλο κορμί, αυτό του Κώστα Αντετοκούνμπο, αν ο προπονητής είχε δύο ακόμα επιλογές, είχε τη δυναμική να κάνει τρεις νίκες.
Το ελληνικό μπάσκετ επέστρεψε. Η Εθνική ομάδα επέστρεψε. Ας κρατήσουμε λοιπόν τα θετικά.
Την επιστροφή στη γαλανόλευκη του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ναι, θα τον βλέπουμε μόνο στα πολύ μεγάλα ραντεβού, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες πλέον, δύσκολα θα έρθει ο «Greek Freak» σε ένα Ευρωμπάσκετ. Αλλά το πάθος και η αυτοθυσία που έδειξε και στο Προλυμπιακό και στη Λιλ ήταν μοναδικά. Διάολε, είναι ένας από τους καλύτερους -αν όχι ο καλύτερος- στο ΝΒΑ!
Ας κρατήσουμε τη συγκινητική προσπάθεια του Νικ Καλάθη και του Τόμας Γουόκαπ, του δικού μας πλέον «Θωμά», την αυταπάρνηση και το ομαδικό πνεύμα του Κώστα Παπανικολάου και του Ντίνου Μήτογλου, το step up που κάνουν αυτό το καλοκαίρι στην καριέρα τους οι Βασίλης Τολιόπουλος, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και Παναγιώτης Καλαϊτζάκης. Για τους δύο πρώτους ειδικά, είναι πολύ δύσκολο να φτάνεις 27-28 χρόνων για να έρθει η αναγνώριση, ο δρόμος που ακολούθησαν ήταν μοναχικός και δύσκολος μέχρι την καθιέρωση. Ας κρατήσουμε και την ενέργεια που δίνει με το χειροκρότημά του από την άκρη του πάγκου ο Θανάσης Αντετοκούνμπο.
Ας κρατήσουμε τέλος το winning spirit, το πνεύμα μαχητή, του Βασίλη Σπανούλη. Ένα τόσο μικρό και συνάμα τόσο πλούσιο δείγμα γραφής ενός προπονητή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Με τα λάθη του; Με τα λάθη του, ναι, αλλά και με την αγάπη του για την Ελλάδα, για το εθνόσημο. Ο τελευταίος που ένωσε την Εθνική ομάδα ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ας είναι ο «Kill Bill» ο επόμενος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: