Στο βιβλίο του, «Happier: Learn the Secrets to Daily Joy and Lasting Fulfillment», ο Ταλ Μπεν Σαχάρ, καθηγητής θετικής ψυχολογίας και ηγεσίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ήταν ο πρώτος που περιέγραψε μία ξεχωριστή και σχετικά πρόσφατη έννοια στην ψυχολογία.
Την κατονόμασε ως «Πλάνη Άφιξης». Προσπαθώντας να την προσδιορίσει, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος ή θέσης θα οδηγήσει σε μόνιμη ευτυχία και εκπλήρωση. Ωστόσο, αυτή η πεποίθηση είναι μία κοινή παγίδα στην οποία πέφτουν οι άνθρωποι και αυτό μπορεί να συμβάλει σε μία κατ’ επέκταση αίσθηση απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, ακόμα και μετά την επίτευξη σημαντικών ορόσημων.
Η «Πλάνη Άφιξης» αναφέρεται στην ιδέα ότι η επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου ή ορόσημου θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαρκή ευτυχία και εκπλήρωση. Ταυτόχρονα όμως εξηγεί ότι είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος θα οδηγήσει σε μόνιμη κατάσταση ικανοποίησης. Στην πραγματικότητα της «Πλάνη Άφιξης» η ευτυχία είναι φευγαλέα. Και ακόμα και μετά την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, οι άνθρωποι μπορεί να βρεθούν ανικανοποίητοι, λαχταρώντας περισσότερα, ή, ακόμα χειρότερα, να αισθανθούν κορεσμένοι πολύ νωρίς.
Η προέλευση της «Πλάνη Άφιξης» μπορεί να αναχθεί στην έννοια του «ηδονικού διαδρόμου», η οποία αναφέρεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι προσπαθούν συνεχώς για περισσότερα, αλλά τελικά επιστρέφουν σε ένα βασικό επίπεδο ευτυχίας. Αυτός ο «ηδονικός διάδρομος» έχει τις ρίζες του στην ιδέα ότι η ευτυχία είναι ένας προορισμός και όχι ένα ταξίδι και ότι, μόλις επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος, τα άτομα μπορούν επιτέλους να ξεκουραστούν και να απολαύσουν τους καρπούς.
Στον Πάτρικ Κλάιφερτ τα πάντα συνέβησαν τρομερά νωρίς. Όσα ονειρεύτηκε είχαν εκπληρωθεί, πριν καν ξυπνήσει από την παιδική ηλικία.
Ήταν μόλις 18 ετών, 10 μηνών και 23 ημερών, όταν πήρε την μπάλα, έβαλε πλάτη τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν και άφησε τον πάντα ήρεμο θρυλικό Φράνκο Μπαρέζι να ωρύεται στο χορτάρι. Στα κλάσματα δευτερολέπτων που μεσολάβησαν έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία του Champions League και εξακολουθεί να διατηρεί αυτή την τιμή. Το 1-0 στη Βιέννη επί της Μίλαν κρίθηκε από το δικό του γκολ και χάρισε στον Άγιαξ την «κούπα με τα μεγάλα αφτιά». Όλα ήταν εκεί, δικά του. Ο κόσμος τού ανήκε. Πλέον έπρεπε να το κάνει κάτι όλο αυτό. Κρίνοντας όμως εκ των υστέρων, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις προσδοκίες…
Φαν Μπάστεν
Για τους μαύρους Ολλανδούς που προέρχονται από τις αποικίες, η ονομασία «Μολούκος» αποτέλεσε τον χρωματικό και γενετικό προσδιορισμό. Τέτοιοι είναι οι Ράικαρντ, Γκούλιτ, Ζέεντορφ, Ντάβιντς. Τέτοιος ήταν και ο Κένεθ Κλάιφερτ, ο οποίος γεννήθηκε στο Σουρινάμ της Νοτίου Αμερικής, αλλά και η μητέρα Λιντβίνα από το Κουρασάο της Καραϊβικής.
Απόγονοι σκλάβων της εποχής του δουλεμπορίου, βρήκαν διέξοδο από τη φτώχια μέσω του κάποιου ταλέντου που είχε ο Κένεθ. Κατάφερε να ξεχωρίσει κάπως στο ποδόσφαιρο και να παίξει ως εξτρέμ σε μικρές ομάδες της Ολλανδίας. Κάπως έτσι ο Πάτρικ βρέθηκε να κάνει το ίδιο στους δρόμους του Άμστερνταμ. Εκεί όπου τα λαγωνικά της ακαδημίας του Άγιαξ τον ανακάλυψαν σε ηλικία επτά ετών και τον πήραν εσώκλειστο.
Στη διάσημη -για τις ξεχωριστές μεθόδους της- ακαδημία ο πιτσιρικάς έμαθε το παιχνίδι από τη βάση του. Υπηρετώντας για πάντα το «Total Football» μέσω του DNA της, η εν λόγω ακαδημία δεν έχει αφήσει ποτέ τη φιλοσοφία που εγκαθίδρυσε ο θρυλικός Ρίνους Μίχελς. Ακολουθώντας αυτόν τον διάδρομο και ο Πάτρικ, χρειάστηκε να περάσει απ’ όλες τις θέσεις της 11άδας. Ξεκίνησε ως στόπερ, πέρασε στο κέντρο και τελικά βρήκε την κλίση του. Και αυτή αδιαμφισβήτητα ήταν το να γίνει ένας φανταστικός σκόρερ μέσα στο αντίπαλο ‘”κουτί”.
Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Το μεγάλο παιδικό και εφηβικό ίνδαλμά του άλλωστε είχε προκαθορίσει πού θα ήθελε να μοιάσει αγωνιστικά.
«Δεν έχανα παιχνίδι της Εθνικής και της Μίλαν. Κοιτούσα μόνο εκείνον, τις κινήσεις, τις τοποθετήσεις του σώματός του, τον τρόπο που τελείωνε τις φάσεις. Και μετά έβγαινα στον δρόμο και προσπαθούσα να τον μιμηθώ. Κάπως τα κατάφερνα, αλλά σαν και εκείνον δεν έχει υπάρξει κανείς ξανά».
Η αποθέωση του νεαρού για τον Μάρκο Φαν Μπάστεν δεν τύγχανε αμφισβήτησης. Και ήταν αλήθεια πως πάλευε να αναπαραγάγει το παιχνίδι του. Ψηλός, τεχνίτης, άριστα κοντρολαρισμένος, ταχύς για τον σωματότυπό του και με μία φανταστική αίσθηση του χώρου και του γκολ στην πρώτη επαφή, έπεισε από νωρίς ότι θα μπορούσε να αναλάβει τη δουλειά του Νο9 στον «Αίαντα».
Καλύτερος του Ρονάλντο
Ο πρώτος που τον πίστεψε ήταν ο Λούις Φαν Χάαλ. Ήταν καλοκαίρι του 1994 και το πρώτο όνομα στην κορυφή της μεταγραφικής λίστας για τη γραμμή κρούσης ανέφερε το όνομα ενός νεαρού Βραζιλιάνου. Ο Άγιαξ είχε έτοιμο τον Ρονάλντο, αλλά ο Φαν Χάαλ αντέδρασε. «Έχουμε καλύτερο παίκτη και θα το διαπιστώσετε άμεσα».
Καλύτερος δεν αποδείχθηκε γενικά, αλλά ο Ολλανδός προπονητής ήταν εύστοχος στο σχόλιο όσον αφορούσε στο «άμεσα». Σε αντίθεση με ό,τι κάνουν οι περισσότεροι τεχνικοί με τα πιτσιρίκια τους, οι οποίοι τα βάζουν να παίξουν αρχικά σε άπειρα φιλικά, ο Φαν Χάαλ τον έριξε πρώτη φορά στο Super Cup απέναντι στη Φέγενορντ. Και ο μικρός τον δικαίωσε με γκολ και το τρόπαιο.
Ήταν ένας ακόμα από τους πολλούς σπουδαίους που προωθήθηκαν σε εκείνη την εποχή. Μία τρομερή “χρυσή” φουρνιά, αποτελούμενη κυρίως από τους Φαν Ντερ Σάαρ, Ντάβιντς, Ζέεντορφ, Μέλχιοτ, Κανού και Λάντζαατ. Όλοι τους ρίχτηκαν στη φωτιά και έφτασαν μέχρι το απόλυτο επιστέγασμα στο τέλος της διαδρομής.
Ο Άγιαξ άρχισε να παίζει κάτι εκπληκτικό και ολοκληρωμένο. Κάτι μη αντιμετωπίσιμο, με τον Κλάιφερτ να εξελίσσεται σε πρώτο βιολί, σκοράροντας 18 γκολ στην παρθενική σεζόν του στο Πρωτάθλημα. Το σημαντικότερο όμως ήταν το γκολ του στον Τελικό με τη Μίλαν. Αντίθετα με ό,τι αναμενόταν, ο Φαν Χάαλ τον άφησε στον πάγκο και ξεκίνησε τον έμπειρο Ντε Μπουρ. Στο 70’ τον πέρασε στο χορτάρι. Χρειάστηκε 15 λεπτά για να βρει δίχτυα και να χαρίσει στο club την τέταρτη κούπα στον θεσμό και μάλιστα απέναντι στο απόλυτο φαβορί και κάτοχο.
Πλέον τον ήθελαν όλοι. Ο προπονητής του έμοιαζε να έχει δίκιο. Είχαν καλύτερο του Ρονάλντο. Και η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή έτσι έμοιαζε. Ήταν 19 ετών και διέθετε όλα τα προαπαιτούμενα της επιτυχίας. Κορμί, ποδοσφαιρική παιδεία, ταλέντο, τόλμη, θράσος αλλά και τύχη.
Η επιβεβαίωση ότι αποτελούσε το πιο σπουδαίο πιτσιρίκι της γενιάς του ήρθε την ακόλουθη σεζόν. Και πάλι κατάκτηση του Πρωταθλήματος με 15 δικά του γκολ. Και πάλι Τελικός στο Champions League με καταπληκτικές εμφανίσεις και γκολάρες (πέντε στην Ευρώπη) στα μεγάλα ραντεβού, όπως με τη Ρεάλ στη Μαδρίτη. Μόνο που στο φινάλε τον πρόδωσε το γόνατό του και στον χαμένο στα πέναλτι Τελικό με τη Γιουβέντους δεν μπόρεσε να παίξει στο 100% των δυνάμεών του.
Εφιάλτης
Εκεί άλλωστε είχε φτάσει πολύ βαρύς. Όχι σωματικά μα ψυχικά. Ήταν απλώς ένα παιδί, αλλά είχε εμπλακεί σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι θα του μαυρίζει για πάντα τις σκέψεις του. Λίγους μήνες μετά τον Τελικό του 1994 αγόρασε ένα ακριβό και γρήγορο αυτοκίνητο. Ένα βράδυ, κινούμενος με διπλάσια ταχύτητα από την επιτρεπόμενη σε αστικό ιστό, έπεσε πάνω σε ένα άλλο όχημα, με συνέπεια να σκοτωθεί ο οδηγός του. Ήταν ένας φανατικός οπαδός του Άγιαξ. Στο δικαστήριο ο Κλάιφερτ κρίθηκε ένοχος, αλλά η αμέλεια τον οδήγησε απλώς σε κοινωνική εργασία και όχι φυλάκιση.
«Πολλές φορές κλείνω τα μάτια μου και το ξαναβλέπω. Και αισθάνομαι τα ίδια συναισθήματα. Τρόμο, θλίψη και μία ανάγκη να γυρίσω τον χρόνο πίσω».
Πήγε στο Euro 96, έχοντας πάρει τα πάντα σε συλλογικό επίπεδο, κατακτώντας και το Ευρωπαϊκό Super Cup και το Διηπειρωτικό του 1995, ενώ στην ψηφοφορία της Χρυσής Μπάλας ψηφίστηκε στην -τρομερά τιμητική για την ηλικία του- πέμπτη θέση.
Στη διοργάνωση έπαιξε καλά, αλλά η επόμενη χρονιά τον βρήκε να ταλαιπωρείται σοβαρά από το γόνατό του και να παίζει ελάχιστα. Παρά την πτώση του, η Μίλαν τον είχε βάλει στο μάτι από τότε που την πλήγωσε. Τον έκανε δικό της το καλοκαίρι του 1997, μα η ιστορία δεν θα είχε αίσια κατάληξη. Οι «Rossoneri» βίωναν με σκληρό τρόπο το τέλος μίας επικής εποχής για την ιστορία τους. Ο Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος έκλεισε τη θητεία του με την ντροπιαστική 10η θέση, δεν εμπιστεύτηκε ποτέ το νέο απόκτημά του. Ο Ζορζ Γουεά παρέμενε ο αγαπημένος του και ο Κλάιφερτ ξέμεινε πολλές φορές στον πάγκο, σκοράροντας μόλις έξι φορές στο Campionato.
Αναμόρφωση
Ήταν η δεύτερη διαδοχική κακή χρονιά του και το αστέρι του έδειχνε ήδη ξεθωριασμένο. Εκείνο που θα τον έκανε να ανανεωθεί ήταν οι εμφανίσεις του με την Εθνική στο Μουντιάλ της Γαλλίας. Οι «Oranje» είχαν καταπληκτική ομάδα και χρειάστηκαν τα πέναλτι για να τους αποκλείσει η Βραζιλία στα ημιτελικά. Στο τουρνουά ο Κλάιφερτ αποβλήθηκε για αγκωνιά στην πρεμιέρα με το Βέλγιο, μα γύρισε με γκολ στα προημιτελικά με την Αργεντινή, για να σκοράρει και κόντρα στη «Seleção».
Η όλη του συμπεριφορά όμως ήταν εκείνη που ήρθε να υπενθυμίσει ότι παρέμενε ένας νεαρός με τρομερές δυνατότητες. Ένας ώριμος 22άρης που ανέμενε απλώς κάποιον που να ξέρει τι θα έπρεπε να πάρει από εκείνον. Εκείνος δεν θα ήταν άλλος από τον Φαν Χάαλ.
Η Μπαρτσελόνα εμφανίστηκε αμέσως και σε μία περίεργη αποστροφή της ποδοσφαιρικής μοίρας τον έκανε δικό της. Ήταν η στιγμή που θα βρισκόταν εκ νέου σε σύγκριση με τον Ρονάλντο, τον οποίον η «Μπάρτσα» μόλις είχε πουλήσει στην Ίντερ. Ο Βραζιλιάνος διέψευδε πανηγυρικά εκείνο το σχόλιο του Φαν Χάαλ και έχτιζε τον μύθο του «Φαινομένου».
Ο Ολλανδός φορ έπρεπε να φορέσει τα δικά του παπούτσια, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει με τον ίδιο τρόπο. Στο Camp Nou θα ρίζωνε για την επόμενη εξαετία. Σε αντίθεση με τη γενική ανάμνηση που αιωρείται σχετικά με την παρουσία του εκεί, ο Κλάιφερτ έκανε σημαντική καριέρα στη Βαρκελώνη, σκοράροντας στις πέντε από τις έξι χρονιές του από 15 γκολ και πάνω στη La Liga.
Με το “καλημέρα” τούς έδωσε 15 τέρματα και με τον Ριβάλντο να κάνει απίθανα πράγματα οδήγησαν την ομάδα στην κορυφή του Πρωταθλήματος. Μόνο που αυτός θα ήταν και ο μοναδικός τίτλος που θα κατακτούσε στην Ισπανία. Ήταν η εποχή που η «Μπάρτσα» δεν βίωνε καλά πράγματα και βρισκόταν σε μία αέναη μεταβατική και αβέβαιη περίοδο, βιώνοντας διαρκείς απογοητεύσεις.
Μέσα σε όλ’ αυτά εκείνος κατάφερνε να ξεχωρίζει και να βγάζει σταθερότητα. Για την επόμενη τριετία θα πρόσθετε συνολικά 25 γκολ ανά σεζόν, αλλά θα ήταν το καλοκαίρι του 2000 που θα ζούσε την μάλλον καλύτερη στιγμή της καριέρας του. Στο Euro που διοργάνωσε η χώρα του μαζί με το Βέλγιο, εκείνος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με πέντε τέρματα και βρέθηκε στην All Star 11άδα.
Μόνο που την κρίσιμη στιγμή αστόχησε και η Ιταλία τούς απέκλεισε στα πέναλτι στα ημιτελικά. Δύο χρόνια μετά το Μουντιάλ βίωνε και πάλι το ίδιο έργο και έχανε τον Τελικό από την άσπρη βούλα. «Αλήθεια, το πιστεύω ακόμη. Είχαμε τρομερή ομάδα και θα μπορούσαμε να έχουμε γράψει ιστορία. Αυτή η κατάρα των πέναλτι θεωρώ ότι είναι ιστορικό πρόβλημά μας και εμένα με πληγώνει ακόμη πολύ».
Αργά και νωρίς
«Το ταξίδι με την Μπαρτσελόνα μού αφήνει γλυκόπικρη αίσθηση. Νιώθω ότι πήγα αργά αλλά και νωρίς. Αργά, επειδή ήμουν στην εποχή μετά την “Dream Team” του Κρόιφ, και νωρίς, επειδή έφυγα πριν την εποχή του Ροναλντίνιο και του Μέσι». Ο ίδιος είχε ακριβώς τη σωστή ερμηνεία για τη λάθος τοποθέτησή του στον χωροχρόνο της ιστορίας του club.
Το 2003 οι τραυματισμοί τον βάραιναν πολύ. Έβαλε μόλις οκτώ γκολ και έγινε “θύμα” της ανανέωσης που θα ζητούσε ο νέος προπονητής. Μπορεί να κατέκτησαν μαζί το Champions League, αλλά ο Φρανκ Ράικαρντ εισηγήθηκε την απομάκρυνσή του. Η απόκτηση του Σάμουελ Ετό, η εμφάνιση του Λιονέλ Μέσι και τα μαγικά του Ροναλντίνιο δεν άφηναν καθόλου χώρο για εκείνον στο ρόστερ. Έφυγε με το εξαιρετικό νούμερο των 122 γκολ σε 257 αγώνες με τα «blaugrana».
Η Νιούκαστλ τον κάλεσε στην Premier League, μα εκεί επιβεβαιώθηκε ότι ήταν ήδη ξεπερασμένος. Στα 28 του δεν είχε δυνάμεις, όρεξη, ενέργεια. Τα μυϊκά προβλήματα αλλά και μία ξεκάθαρη απουσία κινήτρου τον έκαναν να δείχνει βαριεστημένος στο χορτάρι. «Είναι παλαίμαχος», διαπίστωσε πολλάκις ο αγγλικός Τύπος. Και είχαν δίκιο.
Ποιοτικά μπορούσε να σταθεί. Το έδειξε στα πιο σοβαρά παιχνίδια της Ευρώπης, όπου βρήκε δίχτυα πέντε φορές. Στα υπόλοιπα βαριόταν. Ήταν χορτάτος ποδοσφαιρικά και δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό.
Οι Άγγλοι τον άντεξαν έναν χρόνο. Το ίδιο και στη Βαλένθια, όπου σκόραρε μόλις μία φορά. Η επιστροφή στην πατρίδα για έναν χρόνο με την Αϊντχόφεν δεν έφερε αποτελέσματα και κανείς δεν θυμάται ότι έκλεισε την καριέρα του παίζοντας 13 φορές με τη φανέλα της Λιλ το 2008.
Ενδιάμεσα, λίγο πριν το φινάλε, έφτασε ακόμα μία φορά με τους «Oranje» κοντά στον μεγάλο πόθο, έναν τίτλο με τα πορτοκαλί. Τα ημιτελικά του Euro 2004 αποτέλεσαν ουσιαστικά και το κλείσιμο της καριέρας του, ασχέτως εάν το τυπικό ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Χρειάστηκε να τον αφήσει εκτός Εθνικής το μεγάλο ίνδαλμά του. Ο Φαν Μπάστεν δεν τον κάλεσε ούτε σε ένα ματς προκριματικών για το Μουντιάλ 2006 και αυτό τον πλήγωσε πολύ. Εκείνη την εποχή άλλωστε ήταν ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Ολλανδίας (40 γκολ σε 79 αγώνες), για να τον προσπεράσουν στο μέλλον ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι και ο Μέμφις Ντεπάι.
Προσπάθησε ανεπιτυχώς να παραστήσει τον προπονητή, ενώ βρέθηκε και σε διάφορες διευθυντικές ποδοσφαιρικές θέσεις. Ήταν όμως πράγματα που δεν του ταίριαξαν. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν ανέκαθεν έντονη και διόλου βολική για τους πάγκους ή τα τεχνοκρατικά ζητήματα των ομάδων.
Δεν υπήρξε όμως αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημά του. Η αλήθεια είναι ότι τα πέτυχε όλα πολύ γρήγορα. Άγγιξε τις κορυφές του χωρίς να έχει περιπλανηθεί. Και έπειτα πέρασαν χρόνια. Είναι και που οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα. Ακόμα και κοτζάμ Ρονάλντο χρειάστηκε την επιστροφή του 2002 για να θυμίσει στον κόσμο ποιος είχε υπάρξει. Αυτή η εξιλέωση, η λύτρωση, ένα είδος αναγκαίας αποκατάστασης, δεν ήρθε ποτέ για τον Ολλανδό.
Και κάπως έτσι η ανάμνηση εκείνου του υπέροχου νεαρού, ο οποίος εμφανίστηκε από το πουθενά για να γίνει ο ήρωας, κάπως ξεθώριασε γρήγορα. Σε μία «Πλάνη Άφιξης» που τελικά επισκίασε τα πάντα.
Ίσως και όχι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου