Υπήρχε ως όρος στην Βρετανία των ’80s, στη χειμαζόμενη οικονομικά Βρετανία της συγκεκριμένης δεκαετίας, στην Βρετανία της φτωχοποίησης, της κοινωνικής αναταραχής, του ξεκινήματος του θατσερισμού.
Υπήρχε ως όρος πολύ πριν από το ξεκίνημα της επόμενης δεκαετίας, οπότε ο Σκωτσέζος συγγραφέας, Ίρβιν Γουέλς, τον χρησιμοποίησε για να τιτλοφορήσει το πρώτο του μυθιστόρημα και από εκεί αυτό να δώσει έμπνευση στον Ντάνι Μπόιλ ώστε να δημιουργήσει ένα από τα θρυλικά φιλμ της εποχής.
«Trainspotting» ήταν ένας όρος της τότε βρετανικής αργκό, ο οποίος παρέπεμπε σε εμμονές. Για οτιδήποτε, συνήθως δευτερεύον, όχι κυρίαρχο, ζήτημα και θέμα της καθημερινότητας, της ζωής. Αλλά για αυτούς που τις βίωναν, που τις ένιωθαν, αυτές ανάγονταν σε ζωής και θανάτου. Είτε ήταν η ηρωίνη, το συνεκτικό στοιχείο των ιστοριών του μυθιστορήματος και της ταινίας, είτε ήταν ο «007», είτε ήταν το ποδόσφαιρο.
Η νουβέλα που έκανε διάσημη τη συγκεκριμένη κατάσταση, ήταν χωρισμένη σε επτά κεφάλαια και περιλάμβανε μια συλλογή μικρών, σύντομων ιστοριών, διάφορων κατοίκων του Εδιμβούργου, χρηστών ηρωίνης ή εθισμένων σε λογιών-λογιών δραστηριότητες, οι οποίες ήταν ή κατέληγαν και αποδεικνύονταν αυτοκαταστροφικές.
Η αφήγηση των ιστοριών γινόταν σε α’ πρόσωπο, χωρίς να υπάρχει ενιαία γλώσσα (χρησιμοποιούταν είτε τοπική, σκωτσέζικη διάλεκτος, είτε σκωτσέζικα αγγλικά, είτε βρετανικά αγγλικά) και χωρίς καμία χρονική συνέχεια, έστω και ελάχιστη γραμμικότητα στην καταγραφή. Ήταν η φωνή της πανκ, ώριμης, μεγαλωμένης, σοφότερης και εύγλωττης, όπως η αξιολόγηση των «Sunday Times» είχε επισημάνει.
Ήταν όμως λες και η έμπνευση του Γουέλς και του Μπόιλ, ο πρωταγωνιστής αυτών των ιστοριών, ο αφηγητής τους, δεν ήταν κάποιος τυχαίος, κάποιος… οποιοσδήποτε από τους δεκάδες “Μαρκ Ρέντον” εκείνων των χρόνων, αλλά ένας ξεχωριστός, προβεβλημένος, με φώτα όλου του κόσμου πάνω του, ο οποίος ζούσε τα ίδια, αναλογικά, παράλληλα, στο προσκήνιο, όλα όσα κατέγραφε το βιβλίο και το φιλμ στο παρασκήνιο.
Ήταν, είναι ακόμη, λες και κάθε ένα από τα κεφάλαια, κάθε μια από τις σκηνές, αλλά και όσα και όσες δεν γράφτηκαν ή δεν γυρίστηκαν, αφορούσαν και αφορούν ακόμη στον Πολ Γκασγκόιν.
Κεφάλαιο 1: Τα μπλουζ της άγριας νιότης
Ο πατέρας του ήταν χειριστής κλαρκ σε οικοδομές. Η μητέρα του εργαζόμενη σε βιοτεχνία. Ζόρικη η βιοπάλη. Πρώτα αντιλήφθηκε τον κόσμο ζώντας με όλη του την οικογένεια σε ένα και μόνο δωμάτιο ενός κοινοτικού καταλύματος στο Γκέιτσχεντ, με κοινόχρηστο μπάνιο. Συνθήκη που σε επίπεδο διαβίωσης ίσως να ήταν και η καλύτερη από όσες συνόδευσαν τα παιδικά του χρόνια.
Χρόνια γεμάτα τραγωδίες. Στα 10 του μόλις ήταν αυτόπτης μάρτυρας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, στο οποίο σκοτώθηκε ο μεγαλύτερος αδερφός φίλου του. Δεν παραδειγματίστηκε. Κομμάτι των σκανδαλιών της εφηβείας, το λεγόμενο «hit and run». Κάτι που περιλάμβανε πως με την παρέα του, αφού προκαλούσαν διάφορα ατυχήματα στον δρόμο, μετά εξαφανίζονταν. Άλλοτε για την πλάκα, άλλοτε για το… χαρτζιλίκι, καθώς με διάφορα προσχήματα ή αφορμές ο χαμός και η αναστάτωση της στιγμής εκμεταλλεύονταν για προσπορισμό.
Δεν συνετίστηκε ούτε από την πρώτη επαφή που είχε -γι’ αυτόν τον λόγο- με δικαστήριο. Τόσος ο όγκος της παραβατικότητας των εφήβων εκείνα τα χρόνια, ώστε η ποινή ήταν ένα απλό πρόστιμο. Είδε και δεύτερο φίλο του να πεθαίνει σε οικοδομή, ενώ εργαζόταν σε εργολαβία του θείου του. Η αφόρητη καθημερινότητα έφτασε να προκαλεί επιληπτικές κρίσεις στον πατέρα του.
Στον έφηβο Πολ Τζον (Πολ εξαιτίας του Πολ ΜακΚάρτνεϊ και Τζον εξαιτίας του Τζον Λένον…) όλο το πλαίσιο προκάλεσε και τις δικές του πρώτες εμμονές, τις οποίες μάλιστα και συνήθως σωματοποιούσε. Άρχισε θεραπεία, το περιβάλλον όμως και οι συνθήκες στις οποίες ζούσε κατέστησαν αδύνατη τη συνέχειά της, παρότι είχε ήδη στραφεί στον τζόγο, ποντάροντας σε «φρουτάκια» ό,τι είχε και δεν είχε και ό,τι μπορούσε -και όπως μπορούσε, όχι συνήθως νόμιμα…- να βρει.
Το ποδόσφαιρο αποδείχτηκε η καταλληλότερη ψυχοθεραπεία του.
Το δημοσιοποίησε αργότερα πως η μόνη στιγμή που δεν καταβαλλόταν από τις εμμονές του, από τότε, στα ξεκινήματα της εφηβείας του, ήταν όταν έπαιζε. Εντάχθηκε στα τσικό της Νιουκάστλ, της ομάδας που υποστήριζε, στα 13 του. Η φήμη μάστιγα από την οποία επίσης δεν ξέφυγε. Ταλαντούχος, ξεχωριστός αλλά στρουμπουλός.
«Mars bar kid» τον φώναζαν, αφού πάντα -μα πάντα… – πάνω του, ανεξαρτήτως ώρας και στιγμής, θα έβρισκες μια μπάρα σοκολάτας. Και δεν ήταν το μόνο που έτρωγε, απλώς ήταν το μόνο που μπορούσε να το τρώει συνεχώς. Το σουλούπι του άλλωστε φανέρωνε το junk food το οποίο σχεδόν αποκλειστικά αποτελούσε το καθημερινό του μενού.
Παρά ταύτα, ο μάνατζερ της Νιουκάστλ, ο Τζάκι Τσάρλτον, δεν ανησυχούσε. Για την ακρίβεια, πόνταρε στην μπάλα από το σουλούπι. Όχι πως δεν τον ενοχλούσε. Όταν ανέλαβε τους «Ανθρακωρύχους» (Μάιος 1984), στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής του για το club, παρακολούθησε μια προπόνηση της ομάδας Νέων.
Ο «Γκάζα» έτσι κι αλλιώς ξεχώριζε. Και ποδοσφαιρικά και σωματικά. Ο Τσάρλτον τον φώναξε και, όταν πλησίασε, άρχισε, απαλά αλλά χαρακτηριστικά, να παράγει ήχους… χτυπώντας το στομάχι του 17χρονου τότε μέσου. Του έδωσε διορία δύο εβδομάδων για να χάσει τα παραπανίσια κιλά, διαφορετικά θα τον έδιωχνε από την ομάδα.
Το επόμενο δεκαήμερο ο Γκασγκόιν προπονούταν φορώντας μαύρες σακούλες, κάνοντας μάλιστα -έτσι ενδεδυμένος- και έξτρα πρόγραμμα προκειμένου να συμμορφωθεί με το τελεσίγραφο που του είχε δώσει ο Τσάρλτον. Το πέτυχε.
Έναν χρόνο αργότερα, στον Τελικό του Youth Cup του 1985, λίγο πριν την ενηλικίωσή του, οδήγησε τις «Καρακάξες» στον τίτλο, αναγκάζοντας τον Τσάρλτον, την επομένη μάλιστα του δεύτερου Τελικού κόντρα στη Γουότφορντ, να τον συμπεριλάβει για πρώτη φορά σε αποστολή της επαγγελματικής ομάδας.
Μαζί ήρθε και το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο. Διετές (με option για άλλα δύο χρόνια), μισθολογική αύξηση από 25 λίρες την εβδομάδα σε 120 και άλλες τόσες σε κάθε συμμετοχή με την πρώτη ομάδα. Έχοντας αντιληφθεί την επισφάλεια της αύξησης, ο Τσάρλτον πέρασε στο συμβόλαιο πως τα μισά από το βδομαδιάτικο του Γκασγκόιν θα κατατίθονταν σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο και θα μπορούσε να ανοίξει, μόνο όταν έφευγε από το St. James’ Park.
Παράλληλα, του υποσχέθηκε πως θα του μάθαινε τα μυστικά του ψαρέματος. Μέγιστος ψαράς γαρ ο Τσάρλτον, είχε φτάσει να ονοματίσει, βάσει του πόσο -θρυλικά- αποτελεσματικός ήταν, τηλεοπτική σειρά, βιβλίο αλλά και παιχνίδι σε υπολογιστές.
Ο πιτσιρικάς… ψάρωσε από την τιμή που του έγινε και, για να ανταποκριθεί στο ύψος της περίστασης, ξόδεψε την πρώτη του, αυξημένη, επιταγή ώστε να αποκτήσει σχετικό εξοπλισμό κορυφαίας ποιότητας, θεωρώντας πως αυτός θα του εξασφάλιζε, γρήγορα, ανάλογο στάτους και αποτελεσματικότητα.
Στράφι πήγε.
«Ο τύπος (σ.σ. Τσάρλτον) γύρισε και με κοίταξε και, χωρίς να μου πει τίποτα, πήρε ένα τενεκεδάκι Guinness και το άδειασε στο ποτάμι. Όλα τα ψάρια ήρθαν στο καλάμι του. Κι εγώ έμεινα να κρατάω τα… δικά μου».
Κεφάλαιο 2: Η πεθερά με τσίτα γκάζια
Κλήθηκε άμεσα να γεμίσει τα παπούτσια του Κρις Γουόντλ, ο οποίος είχε παραχωρηθεί στην Τότεναμ. Και μπορεί η μετάβαση να φάνηκε επώδυνη (αθάνατο το φωτογραφικό στιγμιότυπο με τον αδυσώπητο Βίνι Τζόουνς να τον αρπάζει από τα γεννητικά όργανα και τον φακό να αποτυπώνει την στιγμή, σε τέτοια ένταση που θαρρείς και ακούγεται ο πόνος του «Γκάζα», σ’ ένα παιχνίδι με την Γουίμπλεντον τον Φεβρουάριο του ’88), αλλά η εξέλιξη και η ανταπόκρισή του ήταν σταθερή και συνεχής.
Κορυφαίος νέος ποδοσφαιριστής του Πρωταθλήματος της σεζόν 1987-1988 αλλά και μέλος της καλύτερης ενδεκάδας. Ξεκάθαρο πως δεν γινόταν να παραμείνει στο St. James’ Park. Ο Σερ Αλεξ Φέργκιουσον πρόσφερε το ποσό ρεκόρ για την εποχή των 2.2 εκατ. λιρών για να τον πάρει στο Μάντσεστερ. Τόσο σίγουρος μάλιστα ήταν ο «Φέργκι» που έφυγε για διακοπές στη Μάλτα. Και εκεί πληροφορήθηκε πως η νέα ατραξιόν του αγγλικού ποδοσφαίρου είχε υπογράψει στην Τότεναμ.
Αυτό που δεν είχε προσμετρήσει ο Σκωτσέζος ήταν η επίδραση των δυσκολιών που είχε βιώσει μεγαλώνοντας ο Γκασγκόιν. Και έτσι, όταν η Τότεναμ του πρόσφερε ως μέρος του deal ένα σπίτι για τους γονείς του έκρινε και τη διεκδίκηση της υπογραφής του, με τον 20χρονο τότε Άγγλο να επιλέγει τα «Σπιρούνια», δαπανώντας μάλιστα και τις 70 από τις 100.000 λίρες που εισέπραξε ως πριμ υπογραφής ώστε να αυξήσει τη γη και την περιουσία των γονιών του.
Στο Λονδίνο ξεχώρισε. Μεγαλύτερα τα… γήπεδα για να διακριθεί. Εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων. Την ίδια στιγμή που αναδεικνυόταν κορυφαία αθλητική προσωπικότητα στην Βρετανία το 1990, ολοένα και περισσότερο αυξάνονταν οι… παρουσίες του στις σκανδαλοθηρικές αγγλικές εφημερίδες, διανθισμένες με όλο και πιο εξωφρενικές, πιπεράτες πάντα, ιστορίες.
Επηρεαζόταν. Όσο και αν η απόδοσή του δεν έφθινε, έμοιαζε να παίζει πάντα ξεπερνώντας τα όρια. Στην καλύτερη στιγμή της ως τότε συλλογικής του καριέρας, στον Τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 1991 (στον οποίο είχε οδηγήσει την Τότεναμ κάνοντας τα καλύτερα παιχνίδια πιθανώς ολάκερης της ποδοσφαιρικής του διαδρομής) κόντρα στη Νότιγχαμ Φόρεστ, η κάμερα τον συνέλαβε πριν τη σέντρα, στο χαρακτηριστικό -προ της ανακατασκευής- τούνελ του Wembley που οδηγούσε στον αγωνιστικό χώρο, να κλωτσάει μανιωδώς, ασταμάτητα, μια μπάλα στον τοίχο, με επαναλαμβανόμενη ένταση, τέτοια που τρόμαζε, ξεπερνούσε τη μανία.
Δέκα λεπτά του μιλούσε ο Τέρι Βέναμπλς, προπονητής των Λονδρέζων, για να του κατεβάσει τους σφυγμούς. Το προηγούμενο βράδυ του Τελικού χρειάστηκε να πάρει ηρεμιστικά για να κοιμηθεί έστω και λίγο, πρακτική που υιοθέτησε σχεδόν σε κάθε σημαντικό παιχνίδι που έδινε έκτοτε. Αρχικά τουλάχιστον ήταν έτσι, σε κάθε δηλαδή σημαντικό παιχνίδι. Μετά από κάποιο διάστημα έγινε απλώς σε κάθε παιχνίδι. Και αργότερα δεν χρειαζόταν καν παιχνίδι. Απλώς χρειαζόταν ηρεμία.
Τόσο τσιτωμένος ήταν, τόσο πορωμένος, τόσο στα κόκκινα, ώστε δεν έβλεπε τίποτα και κανέναν. Δεκαεπτά λεπτά άντεξε. “Τυφλωμένος” πήγε να κόψει το κεφάλι αντιπάλου. Αντί αποκεφαλισμού, διέλυσε το δικό του γόνατο. Η Τότεναμ από το φάουλ που έκανε βρέθηκε πίσω στο σκορ, ωστόσο τελικά στην παράταση κατέκτησε το τρόπαιο. Την ίδια στιγμή, ο «Γκάζα» προσπαθούσε να αντιληφθεί το μέγεθος της ζημιάς που είχε υποστεί.
«Τρεις μήνες; Έξι μήνες;», η ερώτηση που έκανε στους γιατρούς (on camera καταγεγραμμένο σκηνικό), όταν τον ενημέρωναν πως θα έμενε εκτός γηπέδων για αρκετό διάστημα. Ολική ρήξη συνδέσμων είχε υποστεί. Τότε η αποθεραπεία -αν και εφόσον ολοκληρωνόταν- δεν μετριόταν σε μήνες, αλλά κόντευε, άγγιζε τον χρόνο.
Τον δικό του τον συμπλήρωσε και με το παραπάνω. Έχασε όλη την επόμενη σεζόν και μάλιστα η απουσία του επιμηκύνθηκε από έναν καβγά που είχε σε club της γενέτειράς του και σε αυτόν του χτύπησαν, ξανά και περισσότερο, το τσακισμένο του γόνατο. Άλλο που δεν ήθελαν τα tabloids. Και τον διέλυαν όπου και σε ό,τι τον έβρισκαν.
Ακόμα και στη μεταγραφή του. Η Τότεναμ, ούσα σε δεινή οικονομική κατάσταση, είχε συμφωνήσει στην πώληση του «Γκάζα» πριν καν τον Τελικό στον οποίον τραυματίστηκε, αποδεχόμενη πρόταση 8.5 εκατ. λιρών από τη Λάτσιο. O τραυματισμός προφανώς ακύρωσε τη μεταγραφή, όχι όμως και την επιμονή των «Laziali» να τον πάρουν στη Ρώμη.
Δεν πτοήθηκαν ούτε καν από τον περίφημο καβγά στο μπαρ του Νιουκάστλ, ο οποίος τους υποχρέωσε να τον περιμένουν ακόμα περισσότερο. Κατάφεραν έτσι έστω να κερδίσουν 3 εκατ. λίρες, αφού τελικά στην επαναδιαπραγμάτευση με την Τότεναμ συμφώνησαν για την αγορά του Γκασγκόιν στα 5.5, προσφέροντας στον ίδιο 2 εκατ. λίρες ως πριμ υπογραφής και 90.000 τον μήνα. Χρήματα αδιανόητα για την εποχή που τον καθιστούσαν τον πλέον ακριβοπληρωμένο Άγγλο ποδοσφαιριστή και έναν από τους πλέον ακριβοπληρωμένους του πλανήτη.
Για τα tabloids όμως ήταν… χριστουγεννιάτικο δώρο, αφού τους δινόταν η ευκαιρία -και φυσικά την αξιοποιούσαν σε απόλυτο βαθμό- να τον χρησιμοποιούν ως αντιπαράδειγμα, δίνοντας πρόσωπο, το δικό του πρόσωπο, στην οικονομική στρέβλωση που κατέγραφε η μεταγραφή του στη Λάτσιο.
Το μαύρο πρόβατο, ένας ανερμάτιστος ποδοσφαιριστής με αντισυμβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά κατόρθωνε από το πουθενά -και σαφώς δηλωμένα χωρίς να θεωρείται πως το αξίζει- να γίνει νεόπλουτος, ξεχωρίζοντας οικονομικά μεταξύ συνομηλίκων του (και όχι μόνο) και προκαλώντας μια κοινωνία, η οποία μαστιζόταν από χρόνια ύφεσης, ανεργία σε επίπεδα ρεκόρ και ολοένα και αυξημένη πτώση του βιοτικού επιπέδου του μέσου Άγγλου.
«Είμαι πολύ χαρούμενος για τον Πολ, αλλά η αλήθεια είναι πως όλο αυτό το σκηνικό μού φαίνεται λες και βλέπω την πεθερά μου να κατεβαίνει από έναν λόφο, οδηγώντας με το πόδι κολλημένο στο γκάζι ένα καινούργιο, πολύ γρήγορο αυτοκίνητο», το ενδεικτικό κατευόδιο του «Γκάζα» από τον ίδιο τον προπονητή του στην Τότεναμ…
Κεφάλαιο 3: Αστακός με τα χέρια
Συστήθηκε στους νέους του συμπαίκτες, έχοντας ξεχάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Και έτσι, έκανε την πρώτη προπόνησή του στους «Laziali» με πάνινα. Το πρώτο, από τα πολλά, δώρα του ήταν ένας οδηγός για γρήγορη εκμάθηση αγγλικών. Τα έμαθαν καλύτερα απ’ ό,τι ο ίδιος την ιταλική. «Λιώνει σαν φιλί», είχε γράψει ο Λόρδος Βύρωνας για τη μελωδικότητα, την αίσθηση της γλώσσας των γειτόνων. Ούτε που τον άγγιξε, παρότι προσπάθησε πολύ, όντως, να… φιλήσει.
Γεγονός πως, ύστερα από επαναλαμβανόμενη αδυναμία να συνεννοηθεί ώστε να παραγγείλει αστακό σε εστιατόριο της Ρώμης, πήγε στο ενυδρείο, άρπαξε ζωντανό τον αστακό και τον πήγε στην κουζίνα, δείχνοντας ξεκάθαρα τι ακριβώς τραβούσε η όρεξή του. Στα βασικά πάντως δεν δυσκολευόταν. Συστήθηκε στον Σέρτζιο Κρανιότι, τον βαθύπλουτο ιδιοκτήτη της Λάτσιο, λέγοντας του «Tua figlia, grande tette», δηλαδή, «η κόρη σου, μεγάλα βυζιά». Σίγουρα, αυτό δεν (τον) βοήθησε.
Να ήταν όμως τα μόνα του προβλήματα. Αντιμετώπισε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο προπόνησης, μια τελείως διαφορετική προσέγγιση του ποδοσφαίρου. «Εδώ σε κυνηγάνε οι αμυντικοί συνέχεια. Πριν καν δεις πού είναι η μπάλα, όχι μόνο όταν την έχεις». Δεν προσαρμόστηκε ποτέ. Οι τραυματισμοί επιβάρυναν περισσότερο την κατάσταση. Όλα και όλα 47 παιχνίδια έκανε σε τρία χρόνια στην «Αιώνια Πόλη». Μόλις στα 17 έβγαλε 90λεπτο.
Καλύτερη όλων η πρώτη του σεζόν, με τους «Laziali» να τερματίζουν πέμπτοι, στην καλύτερη κατάταξή τους στις προηγούμενες δεκαεπτά. Ένα γκολ -και κυρίως ο πανηγυρισμός…- με το οποίο ισοφάρισε τη Ρόμα σε ντέρμπι και αφού νωρίτερα ο αθεόφοβος είχε καταπιεί αμάσητη μια Mars που του πέταξαν από την εξέδρα των «Giallorossi» (ταξίδευαν και χωρίς internet τα νέα…) και ένα ακόμα μεταξύ των καλύτερων όλων των εποχών στη Serie A σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στην Πεσκάρα, τα highlights της παρουσίας του στο κάλτσιο.
Στο γήπεδο, σε κοινή θέα. Οπουδήποτε αλλού μπελάς μεγάλος… Στο ξεκίνημα της δεύτερης σεζόν είχε φτάσει τα 90 κιλά. Ο Ντίνο Τζοφ, τότε τεχνικός της Λάτσιο, του ζήτησε, πριν την αναχώρηση της ομάδας για προετοιμασία, να χάσει τα 13. Το κατάφερε. Μια από τις πολλές φορές στην καριέρα του που το παραπανίσιο βάρος ήταν σημαντικό πρόβλημα. Και, κυρίως, εμφανές πρόβλημα.
«Ο Γκασγκόιν με τρέλαινε. Αλλά ήταν καλό παιδί, ένα παιδί που ποτέ δεν μπόρεσε να καταπνίξει τα ένστικτά του. Τις περισσότερες φορές ήταν μια σκέτη καταστροφή. Έτσι όμως είναι οι καλλιτέχνες».
Καλλιτέχνες σε όλα. Ιστορία. Μια ακόμα. Σε ένα εκτός έδρας παιχνίδι της Λάτσιο, λίγο πριν το βραδινό στο ξενοδοχείο, ο Γκασγκόιν αγνοούνταν. Ο Ιταλός τεχνικός έδωσε εντολή στον team manager, Μαουρίτσιο Μαντσίνι, να τον βρει και, όταν το κάνει, να παρουσιαστεί αμέσως μπροστά του, ακριβώς όπως ήταν.
Ο Μαντσίνι τον εντόπισε και μετέφερε την εντολή και έτσι λίγο αργότερα ο «Γκάζα», ολοτσίτσιδος μπήκε στη σάλα όπου η ομάδα δειπνούσε, έκανε την… πασαρέλα του για να φτάσει στο τραπέζι του Τζοφ και φυσικότατα γύρισε, έτσι, και του είπε: «Mister, έκανα ό,τι μου είπε ο Μαντσίνι. Ήρθα αμέσως να σε δω ακριβώς όπως ήμουν».
Ο Τζοφ δεν μπόρεσε να τον κουλαντρίσει, να τον καλουπώσει. Ο διάδοχός του στον πάγκο του Olimpico, ο… δικτάτορας Ζντένεκ Ζέμαν, ούτε καν μπήκε στο κόπο. Στα κουτάκια του Τσέχου, ειδικά εκείνη την εποχή, αρτίστες, πόσο μάλλον όταν ήταν πολυεπίπεδα προβληματικοί, δεν χωρούσαν.
Δεν του ξέφυγε πάντως ούτε και δαύτος. Χαρακτηριστική η σφυρίχτρα με την οποία διεύθυνε την προπόνησή του, δίνοντας εντολές, παραγγέλματα, καθορίζοντας ρυθμό και ασκησιολόγιο. Χωρίς υπερβολή, δεν γινόταν τίποτα χωρίς σφυρίχτρα και σφύριγμα. Ο «Γκάζα» δεν το άφησε να περάσει και σε μία από τις… σπάνιες παρουσίες του σε προπόνηση του Ζέμαν έδωσε στίγμα εξαφανίζοντας την σφυρίχτρα εκείνης της ημέρας, η οποία και βρέθηκε έπειτα από εκτεταμένη αναζήτηση στον λαιμό μιας χήνας, σε παράπλευρο του προπονητικού κέντρου της Λάτσιο πάρκο.
Ό,τι και όσα δεν μπόρεσε στο γήπεδο τα πέτυχε -με ευκολία- στα αποδυτήρια. Έγινε θρύλος με αναρίθμητα αντίστοιχα περιστατικά να συνοδεύουν το πέρασμά του στη Λάτσιο. Μόνιμα αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό, σταθερό σε όλη του την καριέρα, ανεξαρτήτως χώρας, ομάδας και επιπέδου, η δοτικότητα. «Τον έβλεπες με καινούργιο ρολόι, τον ρώταγες από πού το αγόρασε, το έβγαζε και στο έδινε», θυμάται ο Μπέμπε Σινιόρι.
Στον Μάρκο Ντι Βάιο, νεανία τότε, ο «Γκάζα» είχε κάνει δώρο μια πανάκριβη κάμερα, ενώ στον επίσης ανερχόμενο Αλεσάντρο Νέστα, ο οποίος σε μια προπόνηση είχε προκαλέσει έναν ακόμα σοβαρό τραυματισμό του Άγγλου, πρακτικά ολοκληρώνοντας άδοξα, πρώιμα μα και απολύτως ταιριαστά την ιταλική του περιπέτεια, του είχε χαρίσει ένα καλάμι ψαρέματος.
Ως και σήμερα, ο Νέστα δεν έχει καταλάβει αν υπήρχε κάποιος συμβολισμός (δεν εξηγήθηκε και ποτέ). ως και σήμερα, δεν χρησιμοποίησε ποτέ το δώρο του. Το έχει όμως κρατημένο και μάλιστα σε περίοπτη θέση.
Κεφάλαιο 4: Στο στόχαστρο του IRA
Με τον Γουόλτερ Σμιθ ο «Γκάζα» είχε γνωριστεί το καλοκαίρι του ’93. Έτυχε να κάνουν μαζί διακοπές στο Μαϊάμι. Εννοείται πως ο τρόπος που… διακόπαρε ο Άγγλος δεν ήταν ούτε διακριτικός ούτε επαγγελματικός. Εκείνες οι διακοπές άλλωστε ήταν που τον έφεραν XXXL στην προετοιμασία της Λάτσιο. Δεν απέτρεψε τον προπονητή των Ρέιντζερς. Ούτε καν όταν τύφλα στο μεθύσι κλώτσησε μια μπάλα του αμερικανικού football, βρίσκοντας κατακούτελα τον γιο τού Σμιθ.
Όταν λοιπόν ο Γκασγκόιν -και καλά…- βρισκόταν σε φάση αποθεραπείας από τον σοβαρό τραυματισμό που του είχε προκαλέσει ο Νέστα, ο Σκωτσέζος τεχνικός τον επισκέφθηκε, απροειδοποίητα και χωρίς να τον έχει ενημερώσει για το παραμικρό. Είχε γνωστοποιήσει όμως στη Λάτσιο τις προθέσεις του. Ήθελε τον Άγγλο στους Ρέιντζερς, τότε απόλυτη κυρίαρχο στην σκωτσέζικη Premiership.
Άλλο που δεν ήθελαν οι «Laziali». Τέτοια η πρεμούρα τους -πλέον- να ξεφορτωθούν τον «Γκάζα», ώστε πήγαν τον Σμιθ κυριολεκτικά στην εξώπορτα του σπιτιού του, στα περίχωρα της Ρώμης.
-«Τι κάνεις εδώ»;
-«Έχω έρθει να σε πάρω στους Ρέιντζερς».
-«Ok».
Αυτή ήταν η στιχομυθία που είχαν Γκασγκόιν και Σμιθ εκεί, στην εξώπορτα. Δεν χρειάστηκε κάτι περισσότερο ουσιαστικά. Μια μέρα πέρασαν μαζί, αλλά τα πάντα είχαν διευθετηθεί με εκείνο το «Ok», παρότι οι ατζέντηδες του 28χρονου τότε δεξιοπόδαρου χαφ επέμεναν πως θα έπρεπε να επιστρέψει στην Αγγλία από το να πάει στην Γλασκώβη. Ο «Γκάζα» όμως ήταν κάθετος και πιστός στον λόγο του. Στο… «Ok» του.
Ο Σμιθ είχε βρει, πριν καν συνεργαστούν, το κουμπί του (σ.σ. τον πήρε ακόμα και στην Έβερτον το 2000, όταν πλέον κανείς δεν ήθελε να έχει σχέση με τη βόμβα που αποτελούσε για κάθε ομάδα ο Γκασγκόιν).
«Ο Σμιθ με ρώτησε τι μου είχε λείψει περισσότερο στο παιχνίδι μου. Και του είπα να χαμογελάω. Μου απάντησε πως στους Ρέιντζερς θα το έβρισκα ξανά. Και πως θα διασκέδαζα, παίζοντας ποδόσφαιρο», θυμήθηκε σε νηφάλια συνέντευξή του το 2019 ο Γκασγκόιν.
Ο Σμιθ προσπάθησε να πάρει τα μέτρα του με το… welcome. Τον πρώτο μήνα της παραμονής του στην Γλασκώβη τον έστειλε να μείνει στο σπίτι του φουνταριστού των «Διαμαρτυρομένων», Μαρκ Χέιτλι. «Η οικογένειά μου ήταν διακοπές στην Πορτογαλία, οπότε ο Σμιθ, ο οποίος έμενε στην ίδια γειτονιά, θεώρησε καλή ιδέα να φιλοξενήσω τον Πολ. Έχω τέσσερα παιδιά. Τότε όλα ήταν κάτω από οκτώ χρόνων. Κανένα όμως δεν συγκρίνεται με τον “Γκάζα”. Αδύνατον να παλουκωθεί, να μείνει κάπου ήρεμος και ακίνητος», η ανάμνηση του συμπατριώτη του Γκασγκόιν από την αρχική τους συνύπαρξη.
Και που κόντεψε λοιπόν αυτός ο χαρακτήρας να συμπληρώσει τρεις σεζόν στο Ibrox πολύ ήταν. Είχε ενταχθεί σε μια ομάδα που ήδη είχε κατακτήσει επτά σερί Πρωταθλήματα. Με τον «Γκάζα» τα έκανε εννιά, επίδοση ρεκόρ για την εποχή.
Η θητεία του ξεκίνησε και τελείωσε ουσιαστικά με τον ίδιο, προκλητικό, τρόπο. Το πρώτο του γκολ το πέτυχε σε ένα φιλικό με την Στεάουα.
Το πανηγύρισε μιμούμενος το παίξιμο του φλάουτου, σύμβολο των Ενωτικών, των όσων αναγνώριζαν δηλαδή το Στέμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, επιζητώντας Ένωση με την Αγγλία, των διαμαρτυρομένων στο θρήσκευμα, αυτών δηλαδή που αποτελούσαν την οπαδική, κοινωνική και εθνολογική βάση των «Τζερς». Και παράλληλα, κίνηση και ενέργεια που θεωρούταν ανάλογη, ισότιμη πράξης πολέμου και απόλυτης προσβολής στον έτερο πόλο του προαιώνιου διχασμού (και) στην Σκωτία, στους Καθολικούς δηλαδή, οι οποίοι υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα και εκφράζονταν μέσω της Σέλτικ.
Ο «Γκάζα» απολογήθηκε λέγοντας πως δεν ήξερε τους συμβολισμούς και πως δεν γνώριζε τι προκαλούσε. Έπεισε και απέφυγε την τιμωρία.
Δεν γίνονταν να την γλυτώσει δυόμισι χρόνια αργότερα, στο μέσο της τελευταίας του σεζόν στην Γλασκώβη. Αυτήν τη φορά έκανε την ίδια χειρονομία κατά τη διάρκεια «Old Firm» κόντρα στη Σέλτικ, στην έδρα μάλιστα του «Τριφυλλιού», την ώρα που έκανε προθέρμανση για να μπει ως αλλαγή στο παιχνίδι. Τιμωρήθηκε από τους… πάντες, μέχρι και από τη διοίκηση των «Τζερς».
Το χειρότερο ήταν πως μπήκε στο στόχαστρο του IRA. Δέχτηκε απειλές κατά της ζωής του, οι οποίες αξιολογήθηκαν τόσο σοβαρές, ώστε η αστυνομία της Γλασκώβης τον προμήθευσε με ειδικό μηχανισμό προκειμένου να μπορεί να ανιχνεύει αν το αυτοκίνητό του είναι παγιδευμένο με κάποιον εκρηκτικό μηχανισμό και παράλληλα τον εκπαίδευσαν να ανοίγει με ασφαλή τρόπο επιστολές και δέματα που δεχόταν μέσω ταχυδρομείου.
Η αλήθεια είναι πως δεν πρόλαβε να τα χρησιμοποιήσει και πολύ, αφού δύο μήνες μετά από το περιστατικό με τη μίμηση του φλάουτου έφυγε από τους Ρέιντζερς, παίρνοντας μεταγραφή για τη Μίντλεσμπρο. Και τι δεν άφησε, και πάλι, πίσω του.
Ο θρυλικός για τους «Τζερς» φορ, Άλι ΜακΚόιστ, ακόμη μνημονεύει τα βράδια που τον πετύχαινε στην κουζίνα του σπιτιού του, μόνο και μόνο γιατί πεινούσε και ήθελε να φτιάξει ένα σάντουιτς (για το οποίο συνήθως δεν είχε τα υλικά στο δικό του).
Στον Τελικό του League του 1997 κόντρα στη Χαρτς, οι δυο τους λίγο έλειψε να έρθουν στα χέρια κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου. Στα αποδυτήρια ο βοηθός του Σμιθ, Άρτσι Νοξ, τον προέτρεψε (περισσότερο περιπαικτικά), για να ηρεμήσει, να πιει ένα ποτήρι μπράντι. Συμβουλή που ο «Γκάζα» πήρε τοις μετρητοίς και έτσι, με τα εξάταπα και χωρίς καν να έχει αλλάξει σορτσάκι και φανέλα, ανέβηκε στο θεωρείο του Parkhead όπου διεξαγόταν ο Τελικός, παρήγγειλε δύο μπράντι και, αφού τα κατέβασε μονοκοπανιά, επέστρεψε κατευθείαν στον αγωνιστικό χώρο. Στο πρώτο πεντάλεπτο του δεύτερου ημιχρόνου πέτυχε δύο γκολ, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά το τρόπαιο για τους Ρέιντζερς.
Καλωσόρισε τον (19χρονο) Ρίνο Γκατούζο στο Ibrox… αφοδεύοντας στις κάλτσες του. Ο Ιταλός αποτέλεσε αγαπημένο “θύμα” του Γκασγκόιν, μα ήταν και αυτός που, για να ρεφάρει από τα ατελείωτα πειράγματα και φάρσες που του έκανε, έφτασε να του πληρώνει -κατόπιν μυστικής συμφωνίας με τη διοίκηση του club- τους λογαριασμούς του.
Κάποτε παρουσιάστηκε σε προπόνηση με ψαράδικο δίχτυ, πάνω όμως από την εμφάνιση της ομάδας, ώστε να μην παραβαίνει τον σχετικό κανονισμό και να αποφύγει το πρόστιμο (όχι πως τον ένοιαζε). Τις δύο πέστροφες που συνόδευσαν την εν λόγω αμφίεση φρόντισε να τις κρύψει, σε διαφορετικά σημεία την κάθε μία, στο αυτοκίνητο του Γκόρντον Ντιούρι. Τόσο πολύ πότισε η μυρωδιά στο αυτοκίνητο, ώστε αντί προστίμου ο Γκασγκόιν υποχρεώθηκε να αγοράσει στον Σκωτσέζο επιθετικό καινούργιο.
Στην καλύτερή του, πρώτη του σεζόν στην Σκωτία πέραν των ομαδικών τίτλων κέρδισε ό,τι προσωπική διάκριση υπήρχε.
Στην τελετή για την βράβευσή του ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής εκείνης της χρονιάς από τους αθλητικούς συντάκτες (1995-1996), ο Σμιθ κανόνισε -κόντρα στα ως τότε συνηθισμένα- η απονομή να γίνει νωρίς στην εκδήλωση και όχι προς το τέλος της. Αμέσως μετά πήρε το βραβείο από τον «Γκάζα» και ανέθεσε σε δικό του άνθρωπο να το πάει στο σπίτι του Άγγλου για να μην το έχανε κατά τη διάρκεια της βραδιάς, αφού κανείς δεν ήξερε ή μπορούσε να προεξοφλήσει πού θα μπορούσε να τον βγάλει. «Πάντα πρέπει εσύ να ζεις με την ιδιοφυΐα και όχι η ιδιοφυΐα με σένα». Χαρακτηριστικότερα απαύγασμα της προσέγγισης του Σμιθ στη συνύπαρξή του με τον χαρισματικό αλλά άκρως προβληματικό playmaker δύσκολα απαντάται.
Και ειδικά εκείνη την εποχή που, παράλληλα με το στάτους σούπερ σταρ που είχε εδραιώσει, ανεξαρτήτως της επίδρασης που είχε στον αγωνιστικό χώρο στους «Τζερς», η προσωπική του ζωή και αυτή εκτός γηπέδων μετατρεπόταν σε ανεξέλεγκτη. Πλέον έπινε τόσο που λογιζόταν αλκοολικός και, παρότι επιμελώς κρυβόταν, η συμπεριφορά του, ειδικά προς τα οικεία του πρόσωπα, “φώναζε” για το μέγεθος του προβλήματος.
Ασκούσε ενδοοικογενειακή βία προς τη σύζυγό του, Σέριλ (μητέρα του γιου του, Ρίγκαν. υιοθέτησε και τα δυο της παιδιά από προηγούμενο γάμο, τον Μάσον και την Μπιάνκα), με τα συχνά και ολοένα κλιμακούμενα ως προς την έντασή τους επεισόδια να φτάνουν στα πρωτοσέλιδα, επιδεινώνοντας μια κατάσταση, μια εικόνα που ποτέ οι συμπατριώτες του δεν έπαψαν να αδημονούν να προκαλούν, να λατρεύουν να βλέπουν, μπροστά στα μάτια τους, να διαλύεται.
Κεφάλαιο 5: Ποιος είναι ο Ζιντάν;
Η Αγγλία βρισκόταν ενάμιση μήνα πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Σε ένα από τα φιλικά προετοιμασίας, σε ένα από τα τελευταία που ο εκλέκτορας Σερ Μπόμπι Ρόμπσον περίμενε για να οριστικοποιήσει τη σύνθεση των «Λιονταριών», υποδεχόταν στο Wembley την Τσεχοσλοβακία.
Ο Άγγλος ομοσπονδιακός δεν συμμεριζόταν την πανεθνική, εν τη γενέσει της πάντως ακόμη, «Gazzamania». Μπορεί να ήταν αυτός που είχε πρωτοκαλέσει τον Γκασγκόιν Σεπτέμβριο του ’88, έκτοτε όμως δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Τον καλούσε με δυσκολία και, όποτε το έκανε, δεν έχανε την ευκαιρία να τον επιπλήττει για την τακτική του απειθαρχία.
Ήταν σαφές πως εκείνο το φιλικό με την Τσεχοσλοβακία ήταν για τον «Γκάζα» η τελευταία του ευκαιρία να πείσει και να ταξιδέψει στην Ιταλία. Ούτε ο ίδιος πάντως ούτε και ο Ρόμπσον άλλαζαν τακτική.
«Μερικές φορές είναι τόσο άμυαλος λες και είναι βούρτσα», ξεστόμισε ο προπονητής παραμονές του φιλικού. Στην επόμενη κιόλας προπόνηση, ανοιχτή στα media, ο Γκασγκόιν απαντάει έχοντας εμφανέστατα τοποθετήσει στην κάλτσα του μια βούρτσα.
Ό,τι και αν ήταν πάντως, όπως και αν ήταν, δούλεψε. Τα «Λιοντάρια» κέρδισαν εκείνο το φιλικό με 4-2 και ο 23χρονος τότε επιτελικός μέσος έδωσε μία από τις καλύτερες παραστάσεις που έχει δει το Wembley από διεθνή Άγγλο, πετυχαίνοντας το ένα γκολ και σερβίροντας τα άλλα τρία και έτσι εξασφαλίζοντας την παρουσία του στην αποστολή των νησιωτών για την τελική φάση.
Αποδείχτηκε κομβικός. Ως τότε δεν είχε ξεκινήσει ποτέ βασικός σε επίσημο παιχνίδι. Στην καλύτερη παρουσία των «Λιονταριών» σε Παγκόσμιο Κύπελλο, ξεκίνησε σε όλα και στον δρόμο τους ως την τετράδα έδωσε τρεις ασίστ και πέτυχε ένα γκολ. Η κίτρινη κάρτα που αντίκρισε στον ημιτελικό με την Γερμανία ήταν η δεύτερή του στη διοργάνωση και θα του στερούσε τη συμμετοχή στον Τελικό, αν η Αγγλία προκρινόταν (δεν τα κατάφερε, χάνοντας στη διαδικασία των πέναλτι).
Ξέσπασε σε δάκρυα αμέσως μετά τη συνειδητοποίηση της τιμωρίας, προκαλώντας έτσι την πιθανώς ευμενέστερη υποδοχή και αποδοχή που είχε ποτέ από το ποδοσφαιρικό -και όχι μόνο- κοινό της πατρίδας του. Έξι χρόνια μετά προκάλεσε ακόμα περισσότερα. Τα πάντα. Ξανά και ξανά. Ανάμεικτα. Επαναλαμβανόμενα.
Το ποδόσφαιρο γύριζε σπίτι του, σύμφωνα με το θρυλικό σλόγκαν (και ομώνυμο τραγούδι) του Euro 1996, διοργάνωσης που είχε αναλάβει να φιλοξενήσει η «Γηραιά Αλβιόνα». Ως οικοδεσπότες λοιπόν, οι Άγγλοι αρκέστηκαν σε φιλικά. Παραμονές της έναρξης του τουρνουά έδιναν το τελευταίο τους στο Χονγκ Κονγκ. Μετά το τέλος του και επ’ ευκαιρίας των γενεθλίων του «Γκάζα», αποφασίστηκε νυχτερινή έξοδος για να τιμηθεί καταλλήλως η περίσταση.
Κακή ιδέα.
Το μπαρ που δέχτηκε του Άγγλους διεθνείς είχε στο κέντρο του μια ρέπλικα οδοντιατρικής καρέκλας. Ένας μετά τον άλλον κάθισαν στην καρέκλα και δέχτηκαν, ωσάν οδοντιατρική επέμβαση καθαρισμού, αλκοόλ με το… λίτρο. Προεξάρχουσα φυσιογνωμία στο… τελετουργικό και ορισμός του party animal ο εορτάζοντας «Γκάζα», η φωτογραφία του οποίου σε εμφανώς παραληρηματική κατάσταση, ημίγυμνος και με ρούχα σκισμένα, κυριάρχησε την επομένη, πρωτοσέλιδη, στον αγγλικό Τύπο, ενημερώνοντας την πατρίδα για τα καμώματα των ποδοσφαιρικών καμαριών της χώρας.
Δεν ήταν μόνο ο «Γκάζα». Ήταν σχεδόν όλοι (ξεχωριστή η παρουσία του Σέρινγχαμ και του Ινς). Η φωτογραφία όμως του «Γκάζα» αποτύπωνε πιο γλαφυρά την κατάσταση όλων ή -χειρότερα για τον ίδιο- αποκλειστικά και μόνο τη δική του. Το «Αισχρός» («Disgraceful»), με το οποίο την τιτλοφόρησε, οκτάστηλα, η «Sun», ίσως το πιο μετριοπαθές από όσα τυπώθηκαν, ειπώθηκαν και καταλογίστηκαν εκείνες τις μέρες.
Μέχρι και ομαδικές αιτήσεις για άμεση αποπομπή του Γκασγκόιν από την αποστολή της Εθνικής Αγγλίας δέχτηκε η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, η οποία δημοσίως απολογήθηκε για την εν συνόλω συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών, ενώ το ζήτημα έφτασε ως και το Κοινοβούλιο, με βουλευτές να αξιώνουν την παραδειγματική τιμωρία και αθλητική εξόντωση -όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε- των υπευθύνων, είτε ήταν ποδοσφαιριστές είτε συνοδοί και υπεύθυνοι της ομάδας.
Η απάντηση περασμένη πλέον στη μυθολογία. Στο δεύτερο παιχνίδι της φάσης των ομίλων η Αγγλία αντιμετώπιζε την Σκωτία. Με γκολ του Σίρερ τα «Λιοντάρια» προηγήθηκαν στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, προτού ακολουθήσει ένα από τα συγκλονιστικότερα λεπτά στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Πρώτα ο Ντέιβιντ Σίμαν απέτρεψε την ισοφάριση, αποκρούοντας πέναλτι του Γκάρι ΜακΆλιστερ.
Και στην κόντρα που ακολούθησε, ο Γκασγκόιν δέχτηκε την πάσα από τον Ντάρεν Άντερτον. Αντί για κοντρόλ, πέρασε την μπάλα με το αριστερό του πόδι πάνω από τον Κόλιν Χέντρι, αλλάζοντας αμέσως κατεύθυνση. Ο Χέντρι έχασε μπάλα, αντίπαλο, θέση, τα πάντα και σωριάστηκε στο έδαφος, βλέποντας τον «Γκάζα», πριν η μπάλα αγγίξει το έδαφος, να την στέλνει με το δεξί του πόδι στα σκώτσεζικα δίχτυα, “γράφοντας” το τελικό 2-0.
Σκέψη, δημιουργία, ενέργεια, εκτέλεση, γκολ ανυπέρβλητης κλάσης και ποιότητας.
Δεν γινόταν όμως να μείνει σε αυτό. Ο Γκασγκόιν το πανηγύρισε πέφτοντας στο χορτάρι, παίρνοντας την στάση που είχε όταν καθόταν στην οδοντιατρική καρέκλα και οι συμπαίκτες του, με τη σειρά τους, με μπουκάλια με ισοτονικό ποτό στα χέρια κατέβρεχαν τον «Γκάζα», μιμούμενοι επίσης με ξεκάθαρη ειρωνική διάθεση ό,τι διαδοχικά έκαναν σε όποιον καθόταν στην καρέκλα του μπαρ σε εκείνη την έξοδο τους στο Χονγκ Κονγκ.
Ο πανηγυρισμός προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις, έντονες αντιδράσεις, ωστόσο δεν γινόταν να παρακάμψει το μεγαλείο που τον είχε επιφέρει. Πόσο μάλλον από την στιγμή που συνέβαλε στο να φτάσουν τα «Λιοντάρια» ως την τετράδα της διοργάνωσης, όπου και πάλι η Γερμανία και πάλι στα πέναλτι τούς στέρησε τον δρόμο για τον Τελικό.
Ανεξαρτήτως πάντως των ποικιλόμορφων αντιδράσεων, ο «Γκάζα» είχε περάσει στην αντιπέρα όχθη του ποταμού εξαιτίας της ασύλληπτης έμπνευσής του. Δεκαεπτά μόλις μέρες μετά το «Disgraceful», η «Daily Mirror» (και όχι η «Sun») κυκλοφόρησε με μια δημόσια απολογία προς τον «κύριο Γκασγκόιν», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο πρωτοσέλιδό της.
Την ίδια ώρα, η ειδική, καθημερινή λόγω του τουρνουά, έκδοση του «Four Four Two» πήγαινε πολλά βήματα πιο μακριά με τον δικό του τίτλο, συμβάλλοντας καταλυτικά στην επισημοποίηση και την εδραίωση όχι μόνο της εθνικής αλλά της διεθνής μανίας με τον πυρόξανθο σε εκείνο το τουρνουά «Γκάζα».
«Ποιος στο διάολο είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν»;
Κεφάλαιο 6: Final cut
Μετά την αποχώρησή του από τους Ρέιντζερς, 10 παιχνίδια πριν την ολοκλήρωση του Πρωταθλήματος (1998), το οποίο οι «Τζερς» φιλοδοξούσαν να είναι το δέκατο διαδοχικό τους, ουσιαστικά ξεκίνησε την ελεύθερη πτώση του. Ανθρώπινα, όχι ποδοσφαιρικά. Σε κοινή πλέον θέα, καθημερινά.
Μια εβδομάδα πριν την ανακοίνωση της αγγλικής αποστολής για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, με τον κολλητό του, dj Κρις Έβανς, συλλαμβάνονται να καταβροχθίζουν -σε κατάσταση μέθης, εννοείται- κεμπάπ. Ο εκλέκτορας των «Λιονταριών», Γκλεν Χοντλ, θορυβήθηκε και, παρότι είχε κάνει καλά παιχνίδια μετά τον επαναπατρισμό του με τη φανέλα της Μίντλεσμπρο, δεν τον συμπεριέλαβε στις επιλογές του.
Την πλήρωσε το δωμάτιο του Χοντλ στο ξενοδοχείο όπου πραγματοποιούσε το τελικό στάδιο της προετοιμασίας η Αγγλία, αφού με τη δημοσιοποίηση της αποστολής ο «Γκάζα» το επισκέφθηκε, ευτυχώς χωρίς να είναι κανείς μέσα, και δεν άφησε τίποτα που να μην σπάσει.
Όπως λίγους μήνες αργότερα έσπασε το χέρι του, στην προσπάθειά του να δώσει αγκωνιά στον Τζορτζ Μπόατενγκ, σε ένα παιχνίδι κόντρα στην Άστον Βίλα.
Η ακόλουθη της «Μπόρο» θητεία του στην Έβερτον περισσότερο μνημονεύεται για το ότι σε μια εκδήλωση των «Ζαχαρωτών», παρουσία του τότε πρωθυπουργικού ζεύγους, Τόνι και Σέρι Μπλερ, πήρε το μικρόφωνο και άρχισε -προφανώς σε εύθυμη (sic) κατάσταση- να τραγουδάει απευθυνόμενος στη σύζυγο του Πρωθυπουργού το «My Cherie Amour» του Στίβι Γουόντερ.
Είχε ήδη κάνει αρκετές προσπάθειες αποτοξίνωσης, οι οποίες πλέον δεν υπήρχε και λόγος να έμεναν κρυφές. Δεν αποτελούσαν καν νέο. Αναρίθμητες γαρ. Καμία όμως δεν τον βοηθάει και, το κυριότερο, καμία δεν κρατάει. Πάντα ξανακυλάει σε κάποια από τις πλείστες όσες εξαρτήσεις του, οι οποίες τον απομυζούν τελείως οικονομικά, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τη δημόσια εικόνα του.
Πλέον, η κατρακύλα του είναι αυτή που γίνεται είδηση. Λανσάρεται ως τέτοια, είναι αυτή που πουλάει και αυτή που κυνηγιέται. Μέσω έρευνας διαπιστώθηκε πως στα προσωπικά του τηλέφωνα -κινητά και σταθερά- είχαν τοποθετηθεί συσκευές παρακολούθησης και καταγραφής συνομιλιών, προκειμένου να προμηθεύονται έτσι οι εκδόσεις του ομίλου Mirror Newwspapers («Daily Mirror», «Sunday Mirror», «The People») όλα όσα αντιμετώπιζε, βίωνε και προφανώς αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του μενού για την τέρψη της παμφάγου κοινής γνώμης.
Αγγίζει επίπεδα εξαθλίωσης, με δημόσιες, αλλεπάλληλες κραυγές αγωνίας για βοήθεια, καθώς η κατάσταση της υγείας του έχει ξεπεράσει επανειλημμένως το μη παρέκει. Ακόμα και μακάβριες προαναγγελίες μοιάζουν φυσική κατάληξη μιας ιστορίας αυτοκαταστροφής, με διάφορους δαίμονες να στοιχειώνουν τη ζωή του «Γκάζα».
Βουλιμία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διπολική διαταραχή, αλκοολισμός, κομμάτια μόνο της αυτοκαταστροφικής του προσωπικότητας, βυθισμένης από την πρώτη στιγμή της διαμόρφωσής της ως και σήμερα σε λογιών-λογιών εξαρτήσεις και εθισμούς, από το junk food και το τσιγάρο ως τον τζόγο και τις ουσίες, σε οποιαδήποτε μορφή.
«Όταν ο Πόνος φεύγει, τότε αρχίζει η πραγματική Μάχη. Κατάθλιψη. Ανία…».
Έτσι περιγράφει ο Μαρκ Ρέντον, ο αφηγητής και πρωταγωνιστής της νουβέλας του Γουέλς και της ταινίας του Μπόιλ, το τι συμβαίνει, τι νιώθει, κάθε φορά που προσπαθεί να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη. Κάθε φορά είναι και πιο δύσκολο, κάθε φορά γίνεται και πιο επώδυνο, χωρίς ο φυσικός πόνος να είναι το κύριο εμπόδιο, το μόνο δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ίσα-ίσα που κάθε φορά τού μοιάζει ολοένα και περισσότερο δευτερεύον.
Έτσι και ο «Γκάζα». Έζησε στο όριο, υποτάχθηκε στις εμμονές του, παραδόθηκε στους δαίμονές του, χωρίς να μπορεί να αντέξει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Γιατί, απλώς, δεν το ξέρει, δεν το έμαθε ποτέ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η σιωπηλή τελειότητα του Αλεσάντρο Νέστα / Άλι ΜακΚόιστ: Η ταινία της ζωής του
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη