Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ο Γερμανός συγγραφέας, Σβεν Νάντολνι, εξέδωσε το «Die Entdeckung der Langsamkeit».
Μυθιστόρημα, έγινε γρήγορα best seller, αγγίζοντας τα όρια του κοινωνικού φαινομένου στη (Δυτική τότε) Γερμανία, μεταφράστηκε λίγα χρόνια αργότερα στα αγγλικά ως «The Discovery of Slowness», κάτι που στα ελληνικά αποδίδεται ως η «Ανακάλυψη της Βραδύτητας».
Πρωταγωνιστής του ο Σερ Τζον Φράνκλιν, ο Βρετανός εξερευνητής της Ανταρκτικής. Υπαρκτό πρόσωπο, τοποθετημένο όμως από τον συγγραφέα σε φανταστικό πλαίσιο. Το σημαντικότερο ήταν πως του απέδωσε νοητική υστέρηση (εξ ου και το «βραδύτητα»), πουθενά και ποτέ καταγεγραμμένη ιστορικά.
Το πλέον χαρακτηριστικό είναι πως δεν την παρουσίασε ως υστέρηση αλλά ως πλεονέκτημα. Ο μυθιστορηματικός Φράνκλιν είναι μεν “αργός”, αλλά έτσι καταφέρνει με υπομονή, με ηρεμία, περιμένοντας, χωρίς πανικό, να επεξεργάζεται σε δικό του χρονισμό όλα τα δεδομένα, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο, λύνοντας προβλήματα, τα οποία όλοι οι υπόλοιποι “ταχύτεροι” δεν μπορούν -σε πρώτο χρόνο- να ξεπεράσουν.
Αντιλαμβάνεται συνδέσεις, ενώνει τελείες, ακριβώς εξαιτίας της “δυνατότητάς” του (ή της κατάστασής του) να κινείται νοητικά πιο… αργά από τους υπολοίπους, “κανονικούς”.
Ξεκάθαροι οι παραλληλισμοί και οι έννοιες που ο Νάντολνι επιδίωξε να περάσει στους αναγνώστες (και όχι μόνο), ευφάνταστο σαφώς το περίγραμμα στο οποίο τοποθέτησε το περιεχόμενό του.
«Στο χάος, ο “αργός” Φράνκλιν είναι ο μόνος που λειτουργεί σωστά».
Όταν δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα, ο Πάουλο Μανουέλ Καρβάλιο Ντε Σόουζα έμπαινε στην εφηβεία του. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Βισέου, σε μια μικρή πόλη στα βόρεια της Πορτογαλίας. Καλός μαθητής, καλός και στο ποδόσφαιρο. Ντροπαλός, στα όρια του αντικοινωνικού, του προβληματικού.
Δυσκολευόταν όχι απλώς να επικοινωνήσει αλλά ακόμα και να μιλήσει με οποιονδήποτε δεν γνώριζε, δεν εμπιστευόταν. Δεν είναι τυχαίο πως οι γονείς του, μηχανικός αυτοκινήτων ο μπαμπάς Ντελφίμ και μοδίστρα η μητέρα του, έλεγαν τότε πως οι καλύτεροι φίλοι του ήταν τα… δέντρα που συναντούσε καθημερινά στο δάσος που περνούσε στον δρόμο για το σχολείο.
Σε αυτά μίλαγε, σε αυτά έπαιζε, σε αυτά ανοιγόταν (συνήθεια, διαφυγή, ό,τι και αν είναι τέλος πάντων, περισσότερο πλέον ως διαδικασία εκτόνωσης και χαλάρωσης, την οποία ακολουθεί ακόμη και σήμερα), σε αυτά δεν ένιωθε κανέναν φόβο, καμία συστολή.
Δάσκαλος ήθελε να γίνει. Το συνειδητοποίησε, παρακολουθώντας τον πατέρα του να παλεύει ώρες για να επιδιορθώσει μια μηχανή. Πώς προέκυψε ο συνειρμός άγνωστο. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ποδόσφαιρο πρόλαβε κάθε άλλη σκέψη του. Άνθρωποι της Μπενφίκα τον είδαν και στα 14 του τον πήραν στις ακαδημίες των Λουζιτανών στη Λισαβόνα.
Εκεί πια βρήκε άλλο πεδίο έκφρασης. Τελεσίδικα. Χωρίς επιστροφή. Με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αναλλοίωτα για όσα χρόνια κλωτσούσε το τόπι. Αργός. Χωρίς εισαγωγικά. Το λάτρευε. Το λάτρεψε. Έμαθε, ως άλλος μυθιστορηματικός Φράνκλιν, να το κάνει αβάντζο του. Έμαθε να αγαπάει το χάος που δημιουργούνταν, έμαθε να ξεχωρίζει μέσα σε δαύτο, έμαθε να το απολαμβάνει.
Και συχνά πυκνά, έχοντας ποτιστεί τόσο στην ανάγκη του, έμαθε και να το προκαλεί.
Λατρεία και προδοσία
Πρώτα χρειάστηκε να στεφθεί Παγκόσμιος Πρωταθλητής με την U19 της Πορτογαλίας το 1989, για να τον προσέξουν στο Da Luz. Δύο χρόνια αργότερα οι Ίβηρες, με Ρουί Κόστα, Φίγκο και Καπούσο, διατήρησαν τα παγκόσμια σκήπτρα, στελεχώνοντας έτσι με τα καλύτερα των δύο ομάδων την “χρυσή γενιά” των Ίβηρων, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της ομάδας που άλλαξε το (εθνικό ποδοσφαιρικά) στάτους τους πριν την εμφάνιση του Κριστιάνο.
Μέχρι τότε, ο Σβεν Γκόραν Έρικσον, φτάνοντας στη Λισαβόνα λίγο μετά την κατάκτηση του πρώτου παγκόσμιου τίτλου από τα πιτσιρίκια της Πορτογαλίας και κοιτώντας στα τσικό της Μπενφίκα, ξεχώρισε τον ντροπαλό μακρυμάλλη μορφονιό, με το απλανές βλέμμα και τη βαθιά, μπάσα, φωνή. Χαρακτηριστικά που προφανώς περισσότερο τα θηλυκά που αμέσως τον διέκριναν, απασχόλησαν, με την εμφανή – προς όλους – συστολή του να αυξάνει ραγδαία τον κύκλο των θαυμαστριών του.
Ο Σουηδός προπονητής -κατά τον Σόουζα αυτός που περισσότερο από κάθε άλλον διαμόρφωσε την ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία του- εννοείται πως για άλλα ενδιαφερόταν. Την τεχνική του, τη διορατικότητά του, τη δυνατότητά του να καθυστερεί το παιχνίδι, να το φέρνει στα δικά του μέτρα, να βλέπει χώρους σε χρόνους που αυτός μπορούσε να αντιληφθεί, προσαρμόζοντας -το κυριότερο- σε αυτόν τον δικό του ξεχωριστό χωροχρόνο το παιχνίδι των συμπαικτών του, της ομάδας του.
Καθιερώθηκε γρήγορα, λατρεύτηκε (καθολικά), έφερε τίτλους (πρωτάθλημα το ’91, Κύπελλο το ’93), αλλά, είπαμε, πέραν της έμφυτης ικανότητάς του να διαπρέπει στο χάος, σταδιακά θέριευε και η ανάγκη του για να το δημιουργεί.
Θεωρώντας εαυτόν θιγμένο από την πολιτική των «Αετών», αρνήθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιό του και (μαζί με τον Πατσέκο), χωρίς ενδοιασμό, στα 23 του, αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβικώνα, υπογράφοντας συμβόλαιο με την Σπόρτινγκ.
«Προδότης». Ούτε που ίδρωσε το αφτί του. Ίσα-ίσα που έμοιαζε να απολαμβάνει τη λεζάντα που του φόρεσε το κόκκινο κομμάτι της Λισαβόνας.
Το πασαπόρτι του Λουτσιάνο
Λεζάντα που μέχρι και σήμερα έχει στην κοινωνία των «Αετών». Και αυτό,παρότι με τα «πράσινα» της Σπόρτινγκ όλη κι όλη μια σεζόν πρόλαβε να κάνει. Παραήταν καλός για να μην μπει στο μάτι των κορυφαίων της εποχής. Του Campionato δηλαδή. Η Ρόμα ήταν αυτή που για μήνες τον ζαχάρωνε.
Τότε ήταν που στο ρεπορτάζ των «Giallorossi» άρχισαν να εμφανίζονται αβανταδόρικες συγκρίσεις με τον θρύλο των Ρωμαίων, Πάουλο Φαλκάο (και άλλες με τον Φερνάντο Ρεδόνδο). Κακά τα ψέματα, ταιριαστές έδειχναν. Η νομοτέλεια συντελέστηκε το καλοκαίρι του ’94. Και πάλι όμως με ίντριγκα, με αναστάτωση. Έστω, στη συγκεκριμένη περίπτωση, άθελά του.
Σύμβουλος μεταγραφών της Ρόμα εκείνη την εποχή ήταν ο Λουτσιάνο Μότζι. Ακόμη δεν είχε γίνει… διαβόητος. Η μετακόμιση όμως του Σόουζα στη Serie A αποτέλεσε την πρώτη σφραγίδα στο προσωπικό επαγγελματικό διαβατήριό του και στη μεταμόρφωσή του στον πανίσχυρο padre padrone της «Vecchia Signora» αλλά και του κάλτσιο.
Έβλεπε πως οι Ρωμαίοι καθυστερούσαν και δεν το έπαιρναν απόφαση να πληρώσουν όσα χρειάζονταν για να αγοράσουν τον Πορτογάλο και έτσι αξιοποίησε τις επαφές μηνών που είχε με τον ίδιο τον Σόουζα και την Μπενφίκα για να τον… πασάρει στη Γιουβέντους.
Ρομπέρτο Μπέτεγκα και Φεντερίκο Τζιραούντο, τότε Διευθυντές των «Bianconeri», έχοντας λάβει τις κατάλληλες οδηγίες από τον Μότζι, ταξίδεψαν στη Λισαβόνα και έκλεισαν έναντι 10 δισεκατ. λιρετών (περίπου 6 εκατ. ευρώ) τον 24χρονο Πορτογάλο, αφήνοντας τους επιτελείς της Ρόμα να αναρωτιούνται ποιος και πώς τους “τρύπησε”.
Η απάντηση δόθηκε γρήγορα, ο Μότζι στοχοποιήθηκε, επιβεβαιώθηκε όμως μόνο μετά την παραίτησή του από το πόστο του στους πρωτευουσιάνους και την ανάληψη των αντίστοιχων καθηκόντων στη Γιουβέντους, η οποία προετοίμαζε την αντεπίθεσή της (σε κάθε μέτωπο…), ξεκινώντας την ένατη σεζόν της χωρίς scudetto.
Εκεί τελείωσε και η “ξηρασία”. Ο πανούργος Μαρτσέλο Λίπι, στην πρώτη του σεζόν στον πάγκο των Τορινέζων, βρήκε τον «cervello», όπως αποκαλούσε τον Σόουζα ο ιταλικός Τύπος, τον «εγκέφαλο» δηλαδή της ομάδας του, καλύπτοντας την εγγενή αδυναμία του σε τρεξίματα και εντάσεις (παρότι πανθομολογούμενα εκείνη τη σεζόν έτρεξε, πίεσε, πάλεψε, όσο δεν το έκανε σε όλη του την καριέρα, κάτι που τελικά του κόστισε…) με “τρεχαντήρια” δίπλα του (Κόντε, Ντεσάν, Ντι Λίβιο).
Ενδεικτικό της επίδρασης του Πορτογάλου πως το περιοδικό «Guerin» τον αναγόρευσε κορυφαίο εκείνης της σεζόν (1994-1995). Αυτό όμως αποτέλεσε και το ζενίθ της παρουσίας του στον ιταλικό Βορρά. Από εκεί και πέρα, για ακόμα μια φορά, το χάος τον πρόλαβε.
Από την καλοκαιρινή προετοιμασία της δεύτερης σεζόν του στη Γιουβέντους, οι γιατροί του συλλόγου ξεκαθάρισαν πως η επιβάρυνση που του δημιούργησε η πρώτη σε συνδυασμό με τα δυσεπίλυτα και κακώς αντιμετωπίσιμα εν τη γενέσει τους λογιών-λογιών προβλήματα που μάστιζαν το κορμί του ήταν καταλυτικά.
Η διάγνωση ξεκάθαρη. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει σε ανάλογα επίπεδα, ούτε με συνέπεια ούτε με συνέχεια. Χρειαζόταν, επιβαλλόταν διαχείριση. Κάτι που για τον απόλυτο άρχοντα πλέον στο Delle Alpi, Λίπι, ήταν εκτός του νέου και με καθολική ισχύ δόγματος του: «Ουδείς αναντικατάστατος, όλοι χρήσιμοι».
Ο Σόουζα σίγουρα δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί αναντικατάστατος, ενώ ήταν αμφίβολο αν με τον δεδομένο ιατρικό φάκελό του θα ήταν έστω χρήσιμος. Διορατικός ο Ίβηρας, κατάλαβε έγκαιρα πού πάει το πράγμα και από τα μέσα της σεζόν (1995-1996) άρχισε να δημοσιοποιεί τη δυσφορία του για τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν από τον Λίπι και τη Γιουβέντους εν συνόλω.
Αναζητούσε συμμάχους, αλλά η συγκυρία δεν ήταν υπέρ του. Ολοκλήρωσε την χρονιά πανηγυρίζοντας την κατάκτηση του Champions League, παίζοντας για 57 λεπτά στον Τελικό κόντρα στον Άγιαξ (και συνολικά έξι παιχνίδια λιγότερα, αλλά με σαφώς λιγότερο χρόνο συμμετοχής και μικρότερη επίδραση σε σχέση με την παρθενική του στους «Bianconeri») και αποχώρησε.
Με τσαντίλα. Που δεν έκρυβε. Που σε κάθε ευκαιρία απεύθυνε στους αγνώμονες -όπως θεωρούσε- Τορινέζους.
Στη θέση του ήρθε… κάποιος Ζινεντίν Ζιντάν, τον οποίον η Γιουβέντους είχε καπαρώσει μήνες νωρίτερα, προδιαγράφοντας ουσιαστικά και τη μοίρα, το φευγιό, του Σόουζα.
Δαύτος όμως τα επόμενα χρόνια όπου τους έβρισκε τους γείωνε. Στον δικό του χρόνο, στον δικό του χώρο, στο δικό του χάος.
Η ρεβάνς κόντρα σε όλους
Ποδοσφαιρικά, ανάμεσα στο Τορίνο και το Ντόρτμουντ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 δύσκολα έβρισκες κοινά. Δεν έψαξε, μετακομίζοντας εκεί (καλοκαίρι ’96). Έφτιαξε από μόνος του, άμα τη εμφανίσει. «Ήρθα για να κατακτήσω ξανά το Champions League», ξεστόμισε στη συνέντευξη Τύπου της παρουσίασής του.
Ως και αμετροεπές. Ναι, οι Βεστφαλοί ήταν στα καλύτερά τους τότε στην Bundesliga, με δύο συνεχόμενες κατακτήσεις της «Σαλατιέρας», αλλά εκτός των γερμανικών συνόρων είχαν να επιδείξουν απλώς και μόνο μια… προϊστορική κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων (1966) και μια πρόσφατη ήττα σε Τελικό του UEFA (1993).
Champions League; Κι όμως. Έγινε. Και κόντρα μάλιστα στη Γιουβέντους. Ιδανικότερο σενάριο δεν θα μπορούσε ούτε ο ίδιος, ο διψασμένος για ρεβάνς Πορτογάλος, να σκαρφιστεί. Βασικός και αναντικατάστατος -στους 18 μήνες του στη Βεστφαλία σπάνια τα ενενηντάλεπτα που έβγαλε…- στον Τελικό αποτέλεσε τον μετρονόμο της Μπορούσια, “εξαφανίζοντας” τον… επίγονό του στο Τορίνο, «Ζιζού», και πανηγυρίζοντας το δεύτερο συνεχόμενο προσωπικό του τρόπαιο.
Ένας από τους τέσσερεις μόνο στην ιστορία που το έχουν κατορθώσει back to back με δύο διαφορετικές ομάδες (τότε ήταν μόνο αυτός και ο Μαρσέλ Ντεσαγί, ακολούθησαν οι Πικέ και Ετό).
Ικανό να τον βάλει στο ποδοσφαιρικό πάνθεο, ικανό να υπερκαλύψει οτιδήποτε (δεν) έκανε στο Ντόρτμουντ. Περισσότερο την αύρα που έφερε, το σταριλίκι που απέπνεε, την αίσθηση του ξεχωριστού, την οποία σε κάθε βήμα και ενέργειά του διέχεε, άφησε στη Γερμανία.
Πιο ενδεικτικό περιστατικό από το ακόλουθο δεν υπάρχει. Όχι μόνο της θητείας του Σόουζα στους «Κιτρινόμαυρους» αλλά ενδεχομένως και ολάκερης της ζήσης του, και όχι απλώς της ποδοσφαιρικής.
Σε μια ανοιχτή στα media προπόνηση της Ντόρτμουντ ο εξαιρετικός στη διαχείρισή του, Ότμαρ Χίτζφελντ, έδωσε το παράγγελμα για ζέσταμα. Όλοι, μα όλοι, οι παίκτες του μαζί με τους γυμναστές ξεκίνησαν να τρέχουν από τη σέντρα και προς τα δεξιά στο γήπεδο.
Μόνος του, χωρίς καμία διάθεση να συμβαδίσει, να ακολουθήσει, χωρίς όμως και -όπως φαινόταν άλλωστε- έπαρση και σνομπισμό, χωρίς να προκαλεί και την παραμικρή εντύπωση ή αντίδραση σε συμπαίκτες και προπονητικό επιτελείο, ο Πορτογάλος άρχισε το τρέξιμό του ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση.
«Δεν θέλω να με προσπεράσει κανείς», απαντούσε με γέλια στους δημοσιογράφους, οι οποίοι τον ρωτούσαν από την εξέδρα -μετά τον δεύτερο γύρο- γιατί το κάνει.
Μία σου και μία μου
Αφού σήκωσε και το Διηπειρωτικό με την Ντόρτμουντ κόντρα στην Κρουζέιρο (πάλι έβγαλε ενενηντάλεπτο…), γύρισε στην πιο ταιριαστή τής ευκρινέστατα πλέον διαμορφωμένης ποδοσφαιρικά περσόνας του Ιταλία (Ιανουάριος ’98).
Η επιλογή της Ίντερ, προφανώς, όχι τυχαία. Η άσπονδη παρτενέρ της Γιουβέντους στο «Derby d’ Italia» ακόμα μία σε -στη μέση τους, όπως αποδείχτηκε- πέτρινα χρόνια, καθώς είχε μείνει χωρίς Πρωτάθλημα από το ’89, ακόμα μία με εντυπωσιακές επενδύσεις και προφανώς κορυφαία όλων τον Ρονάλντο, το «Φαινόμενο».
Δεν φτούρησε. Έπαιξε, βοήθησε, συνέβαλε στο να φτάσουν οι «Nerazzurri» πιο κοντά από (ως τότε) ποτέ στον τίτλο, αλλά αυτή τη φορά η «Κυρία» ήταν που (του) πήρε την χαρτωσιά, αφήνοντας τους Μιλανέζους στη δεύτερη θέση. Και τον Σόουζα έκτοτε βαρίδι, περιττή πολυτέλεια, ασύμβατη με τις ανάγκες και τη φιλοδοξία τους.
Στην αυγή του 21ου αιώνα ο Παναθηναϊκός άλλαζε σελίδα. Η νέα γενιά τής τότε ιδιοκτήτριας οικογένειας έβγαινε μπροστά, με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη να αναλαμβάνει τα ηνία των «Πρασίνων», τοποθετώντας Πρόεδρο τον Άγγελο Φιλιππίδη και προσλαμβάνοντας προπονητή τον Άγγελο Αναστασιάδη.
Βασικό ζήτημα εκείνου πρώτου καλοκαιριού της νέας εκατονταετίας ήταν η διαδοχή του Έρικ Μίκλαντ, καθώς το «κουνούπι» είχε μετακομίσει στη Μόναχο 1860. Η συγκεκριμένη σχεδιαζόμενη προσθήκη προαλειφόταν πως θα αποτελούσε την -πατροπαράδοτη, κλισέ- μεταγραφική “βόμβα” του Παναθηναϊκού, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την άφιξη του διεθνή Κροάτη, Γκόραν Βλάοβιτς, αλλά και την εντυπωσιακή -για τα δεδομένα της εποχής- ανανέωση του συμβολαίου του Νίκου Λυμπερόπουλου.
Εξετάστηκαν διάφορες περιπτώσεις. Προσωπική επιλογή και απόφαση Αναστασιάδη ο Πάουλο Σόουζα. Ύστερα από ταξίδι του Φιλιππίδη στην Ιταλία, ο Πορτογάλος συμφώνησε.
Η Ίντερ, αναζητώντας τρόπους να απαλλαχτεί από το συμβόλαιό (και την παρουσία του), καλωσόρισε την προσφορά του περίπου 1.5 εκατ. ευρώ από το «Τριφύλλι», ενώ άλλα 3 ήταν και οι ετήσιες απολαβές του 30χρονου τότε μέσου, ο οποίος υπέγραψε για τρία χρόνια.
Η σούμα; Εντυπωσιακή: 10.5 εκατ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται η εφορία και τα προβλεπόμενα μπόνους επίτευξης στόχων.
Ανάλογη από την πρώτη στιγμή η παρουσία του στην πρωτεύουσα. Αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο, ο ενδεδυμένος με βερμούδα και πέδιλα Πορτογάλος πάτησε για πρώτη φορά Ελλάδα την ώρα ακριβώς του Τελικού του Euro 2000, συνοδευόμενος από την τότε σύζυγό του (χώρισαν τρία χρόνια αργότερα) και μητέρα των δύο παιδιών του, Χριστίνα.
Εντάχθηκε αμέσως στην προετοιμασία των «Πρασίνων», αμέσως όμως εγκαινιάστηκε και το εν Αθήναις πια χάος. Γνωρίζοντας άριστα τι κουβαλούσε το κορμί του, είχε ζητήσει προσωπικό γυμναστή και εξατομικευμένο πρόγραμμα, αίτημα που στις διαπραγματεύσεις έγινε δεκτό από τους ανθρώπους του Παναθηναϊκού, χωρίς καν να εξεταστεί ή έστω να δοθεί η απαιτούμενη προσοχή στον ογκοδέστατο ιατρικό φάκελο που συνόδευε τον Πορτογάλο.
Η ανάγκη για τη “βόμβα” γαρ…
Ο έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμος Αναστασιάδης δεν είδε εξαρχής με καλό μάτι τις απαιτήσεις και το προπονητικό τελετουργικό του πανάκριβου μεταγραφικού αποκτήματος του «Τριφυλλιού». Γρήγορα αμφισβήτησε, πρώτος αυτός, την επιλογή του. Χωρίς μάλιστα να το κρύβει ούτε -αρχικά- στα αποδυτήρια, ούτε (εννοείται) στον Πορτογάλο ούτε και στα media.
Κάτι που όμως ήταν αμφίδρομο. Μάστορας στη διαχείριση ο Σόουζα, φρόντισε από πολύ νωρίς να βρει περάσματα στον Τύπο και να διαρρέει, με άνεση και ευκολία, οτιδήποτε ήθελε, εκθέτοντας τις περισσότερες φορές την καταφανή απόσταση που είχε -σε κάθε επίπεδο- με τον προπονητή του.
Έκανε γιόγκα; «Του σατανά», η απάντηση από τον Άγγελο.
Είχε από κοντά τους πιτσιρικάδες της ομάδας; «Προσέξτε, παλληκάρια, αυτά να κάνετε (το ασκησεολόγιο του Σόουζα δηλαδή) και θα πάτε μπροστά».
Ζητούσε ο Πορτογάλος να μην αγωνιστεί σε παιχνίδι, επικαλούμενος ενοχλήσεις (από το πρώτο φιλικό με την Τραμπζονσπόρ), τον άφηνε εκτός ομάδας ο Αναστασιάδης, παρότι άκουγε από τον Σόουζα πως είναι και νιώθει καλά (στο ματς των ομίλων του Champions League στο Αμβούργο); «Μας δουλεύεις».
Έχανε προπόνηση, προφασιζόμενος πως δεν βρήκε ταξί (ενώ είχε φέρει στην Αθήνα το θηριώδες και τότε αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων, Wrangler); Παραπομπή στη διοίκηση από τον Αναστασιάδη και πρόστιμο δύο εκατ. δραχμών.
Μοίραζε φανελάκια στην προπόνηση για να χωρίσει ομάδες ο Έλληνας τεχνικός, πετώντας του Σόουζα στα πόδια του; «Μίστερ, εμένα δεν μου πετάνε τη φανέλα», η απάντηση που δεχόταν από τον Πορτογάλο.
Έφευγε για την πατρίδα του για να δει τον προσωπικό του γιατρό; «Όποιος δεν ακολουθεί το πρόγραμμα της ομάδας δεν θα παίζει», το -δημόσιο- σχόλιο του προπονητή.
Γινόταν αλλαγή σε παιχνίδι (στο ημίχρονο κόντρα στον ΟΦΗ); Τα έσπαγε στα αποδυτήρια και εκ νέου παραπομπή στη διοίκηση.
Μία σου και μία μου. Ασταμάτητα.
Το κάρμα, ο θάνατος και το κρασί
Παρένθεση, καρμική, εννοείται η Γιουβέντους.
Το στιγμιότυπο επιτομή της μυθιστορηματικής σύλληψης του Νάντολνι. Χωρίς μέχρι τότε να έχει κάνει ουσιαστικά τίποτα στην Αθήνα, ξεκίνησε σε do or die παιχνίδι κόντρα στη Νέμεσή του.
Στην αρχή της αναμέτρησης, σε κάτι που μόνο αυτός είδε, κάτι που μόνο αυτός μέτρησε, κάτι που μόνο αυτός εκτέλεσε, με χαρακτηριστικό τρόπο -σε στάση, με ένα βήμα μόνο φόρα, γυρίζοντας κορμί και μπάλα τόσο όσο ώστε να καρφώσει το τόπι στο δεξιό παραθυράκι του Βαν Ντερ Σαρ– επιβεβαίωσε το πλεονέκτημα της βραδύτητας, ανοίγοντας τον δρόμο για την επικράτηση του Παναθηναϊκού και την πρόκρισή του στους «16» της διοργάνωσης, αφήνοντας την «Κυρία» εκτός Ευρώπης.
Ονείρωξη. Μία ακόμα. Και τελευταία.
Προσγείωση στον ρεαλισμό ο νέος τραυματισμός του και η αντικατάστασή του στην ανάπαυλα. Έμεινε εκτός δράσης τρεις μήνες. Χρόνος πολύς για να θεριέψει εν τη απουσία του η μη ανάγκη του.
Η επάνοδός του συνέπεσε με την θρυλική πια ατάκα του Αναστασιάδη σε συνέντευξη Τύπου, “φωτογραφική” για τα -όπως θεωρούσε ο προπονητής του Παναθηναϊκού– καπρίτσια του Πορτογάλου.
«Όποιος διανοηθεί να διαταράξει το κλίμα εκεί μέσα θα πεθάνει. Θάνατος. Την ξέρετε τη λέξη; Υπακοή σημαίνει ζωή».
Η οριστική ρήξη έρχεται μετά την ήττα από την Στουρμ στο Γκρατς στη δεύτερη φάση των ομίλων του Champions League. Ο Σόουζα μπήκε στο τελευταίο μισάωρο του παιχνιδιού, ήταν εμφανώς εκτός κλίματος, με τον Αναστασιάδη, μαινόμενο μετά το τέλος της αναμέτρησης στα αποδυτήρια, να ξεκαθαρίζει ενώπιον όλων πως «αυτός τελείωσε για μένα. Πάρτε τον».
Πρώτος βέβαια έφυγε ο προπονητής. Η επάνοδος του Γιάννη Κυράστα, η αλλαγή στο ιατρικό επιτελείο και η σύμπλευση με τις απαιτήσεις του κορμιού του Σόουζα είναι αλήθεια πως άλλαξαν τα δεδομένα στο πρώτο μισό της δεύτερης σεζόν του Πορτογάλου με τα «πράσινα». Χαρακτηριστικό πως σε αυτό το διάστημα αγωνίστηκε περισσότερο απ’ ολόκληρη την πρώτη χρονιά, ξεκινώντας στα επτά από τα οκτώ παιχνίδια του Παναθηναϊκού στο Champions League.
Και στο τελευταίο του. Γενικά. Στη Μαδρίτη κόντρα στη Ρεάλ. Ξεκίνησε, παρότι η εισήγηση του βοηθού του Κυράστα, Στράτου Αποστολάκη, ήταν αντίθετη. Αντικαταστάθηκε στο ημίχρονο, με τη «Βασίλισσα» μπροστά στο σκορ με 1-0. Τελικό, 3-0.
Στο δείπνο που ακολούθησε στο ξενοδοχείο παρήγγειλε ένα μπουκάλι κρασί. Κάτι προβλεπόμενο -σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζονται τότε στελέχη των «Πρασίνων»– για εκτός έδρας παιχνίδι, αλλά με συγκεκριμένη σειρά: έπρεπε δηλαδή να δοθεί σχετική άδεια από έναν εκ των αρχηγών της ομάδας.
Ο Αποστολάκης το είδε και ζήτησε τον λόγο από τον Πορτογάλο, θεωρώντας απρεπή την εν λόγω ενέργεια μετά από ήττα. Ο Σόουζα αντέτεινε πως και είναι σύμφυτο με όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, αλλά και πως ζήτησε (και πήρε) σχετική άδεια. Κουβέντα στην κουβέντα, τα πνεύματα οξύνθηκαν. Ο θρύλος θέλει μέχρι και πιάτο να πετάει ο βοηθός προπονητή.
Δεν ήταν το μόνο που ράγισε. Η επιστροφή στην Αθήνα φέρνει αρχικά το διαζύγιο με τον Κυράστα (υπέβαλε παραίτηση μετά την εντός έδρας ήττα από τον ΠΑΟΚ στο Πρωτάθλημα) και στη συνέχεια και την κοινή συναινέσει λύση του συμβολαίου του Σόουζα.
Ο Κολτρέιν, ο Έλινγκτον και ο Τζάκσον
Στραβός ο γιαλός δεν ήταν. Ούτε κι ο ίδιος όμως αρμένιζε στραβά. Τα προβλήματά του είχαν διαπιστωθεί έγκαιρα, νωρίς στην καριέρα του. Κάθε εργοδότης του γνώριζε (ή έπρεπε να γνωρίζει) ακριβώς τι συμφωνούσε να μισθώσει. Τι μπορούσε να προσφέρει, τι έφερνε στο τραπέζι και κυρίως πώς και πόσο.
Λατρεύει την τζαζ. Του ζητήθηκε κάποια στιγμή να παρομοιάσει τον ποδοσφαιρικό εαυτό του με κάποιον από τους θρύλους της. Τον σαξοφωνίστα Τζος Κολτρέιν διάλεξε.
«Είναι αυτός που μένει στο περιθώριο. Και περιμένει την στιγμή του. Για μια στιγμή, για λίγο. Μα είναι μεγάλη αυτή η στιγμή, πολύ αυτό το λίγο».
Ακόμα και το λίγο του, μετά την Αθήνα, δεν κράτησε για πολύ. Ένα φεγγάρι στην Εσπανιόλ, με το κρέμασμα των εξάταπων να έρχεται στα 32 του, καταταλαιπωρημένος, καταβεβλημένος από τα χρόνια προβλήματά του μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, χωρίς να αγωνιστεί ούτε λεπτό και την Πορτογαλία να αποκλείεται από τον όμιλο μόλις.
Από το ίδιο μετερίζι, παίρνοντας τον χρόνο του, πέρασε, το 2008 πια, στους πάγκους. Βοηθός στα φυτωριακά τμήματα του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματός του, με φιλοδοξίες διακηρυγμένα εφάμιλλες της ποδοσφαιρικής καριέρας του.
Με μέντορα τον Φιλ Τζάκσον. Το «Eleven Rings», ένα από τα βιβλία του θρυλικού τεχνικού των Chicago Bulls, ήταν για χρόνια στο προσκέφαλό του, εμπνέοντάς τον να κρατάει ο ίδιος ένα σημειωματάριο στο οποίο κατέγραφε -όπως έχει δηλώσει- τα όνειρά του, ανάγοντας πια τον προπονητικό του εαυτό, σε όρους τζαζ, ως τον πιανίστα Ντιουκ Έλινγκτον.
«Με το ένα χέρι ακουμπάω τα πλήκτρα, με το άλλο διευθύνω την ορχήστρα. Ορίζω τη βασική μελωδία και οι υπόλοιποι ακολουθούν τον ρυθμό μου».
Φάλτσα μάλλον. Στα πρώτα 19 χρόνια του ως τεχνικός έχει αλλάξει 14 ομάδες, έχοντας περισσότερες προστριβές και κόντρες από τίτλους (ένα Πρωτάθλημα Ισραήλ με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ, ένα Ελβετίας με τη Βασιλεία και ένα Κύπελλο Ουγγαρίας με τη Βιντεότον) και προκαλώντας, σταθερά, χάος με τις επιλογές του.
Χαρακτηριστικότερη όλων η απόφασή του το 2021 να αφήσει σύξυλη την Εθνική Πολωνίας, πληρώνοντας από την τσέπη του τη ρήτρα αποδέσμευσης των 300.000 ευρώ, και αυτό, μόνο αφού έφτασε στην Βραζιλία για να οριστικοποιήσει τη συμφωνία του με την Φλαμένγκο, χωρίς να έχει ενημερώσει κανέναν από τους ως τότε συνεργάτες του. «Siwy Bajerant», «Γκρι Παραμυθάς» (λόγω του χρώματος της κόμης του) το πλέον ήπιο των όσων των στόλισαν οι Πολωνοί.
«Δεν υπάρχω για να ευχαριστώ τους άλλους», η απάντησή του.
Αυτό δα έλειπε…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρουί Κόστα, ο τελευταίος των μαέστρων
Λουίς Φίγκο: Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα…
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη