Το φημισμένο ησυχαστήριο του Κάρλοβι Βάρι είναι ένας παραδεισένιος τόπος με θέρμες.
Κάποτε, τον καιρό που ονομαζόταν ακόμα Karlsbad, είχε μαγέψει τον Μπετόβεν, τον Σοπέν, τον Γκαίτε, τον Μπαχ και προσέφερε την ελευθερία της ηρεμίας στον Πέτρο το Μέγα και τη Μαρία-Θηρεσία των Αψβούργων, Αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Βασίλισσα της Γερμανίας.
Πενήντα χιλιόμετρα από τον “παράδεισο”, στην επαρχία της Βοημίας, βρίσκεται το Τσεμπ. Μια επαρχιακή πόλη 30.000 κατοίκων στις όχθες του ποταμού Όχρζε, φημισμένη για τις μικροβιομηχανικές μονάδες κλωστοϋφαντουργίας και πάνω απ’ όλα για τους απαράμιλλης ποιότητας και τεχνικής κρυστάλλους της Βοημίας που παραμένουν αναλλοίωτοι στο χρόνο.
Πριν από πολλά χρόνια, ο Βάτσλαβ Νέντβεντ, εργάτης σε ένα από εκείνα τα μικρά εργοστάσια, σηκώθηκε νωρίς το πρωί για να πάρει το λεωφορείο που τον μετέφερε στη δουλειά του και, όπως κάθε μέρα, στη διαδρομή ξεσκόνισε τα όνειρά του.
Είναι από τις πολύ προσωπικές στιγμές του καθενός, απ’ εκείνες που αναπολείς μια διαφορετική ζωή, πριν η πραγματικότητα επιβάλλει τις επιλογές και ο δρόμος σε οδηγήσει αλλού.
Είχε ένα πάθος ο Βάτσλαβ. Το ποδόσφαιρο. Από μικρός ονειρευόταν ότι θα γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής, είχε φτάσει μέχρι τη δεύτερη κατηγορία και ήταν καλός. Όχι σπουδαίος, δεν θα γινόταν ποτέ αστέρας της μπάλας, αλλά το ψωμί του θα το έβγαζε τίμια από το ποδόσφαιρο.
Ο Βάτσλαβ πολύ νέος, στο κρίσιμο σταυροδρόμι που επιβάλλει η πραγματικότητα, είχε επιλέξει την οικογένεια. Την αγάπη για τη γυναίκα του την Άνα, τη σταθερότητα, την ασφάλεια μιας δουλειάς που δεν εξαρτάτο από έναν τραυματισμό στο γόνατο και θα απέφερε σίγουρο εισόδημα.
Τα όνειρα όμως δεν σβήνουν ποτέ, τα κρατάμε καλά κρυμμένα μέσα μας, πολλές φορές δικαίως ή αδίκως τα καθρεφτίζουμε στα παιδιά μας.
Ο Βάτσλαβ το όνειρό του το καθρέφτισε στο γιο του, τον Πάβελ.
Ο Πάβελ δεν θα μεγάλωνε δύσκολα όπως εκείνος, θα είχε τα απαραίτητα για να ενηλικιωθεί υγιής, δυνατός, με εντελώς διαφορετικές προοπτικές και πιο ευοίωνο μέλλον. Και ο Βάτσλαβ πια, όταν κοιτούσε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που τον πήγαινε στη δουλειά, ονειρευόταν για τον Πάβελ.
Ο μικρός δεν κληρονόμησε μόνο το πάθος και την κλίση του πατέρα του για το ποδόσφαιρο. Διέθετε και τα φυσικά προσόντα, την αφοσίωση, αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε “μικρόβιο”.
Του άρεσε πραγματικά το ποδόσφαιρο του Πάβελ, επί ώρες έπαιζε ακόμα και μόνος του κλωτσώντας τη μπάλα στον τοίχο, από περιέργεια για να μάθει τις αναπηδήσεις, τα φάλτσα της, τη συμπεριφορά της.
Από τα πέντε του χρόνια ο πατέρας τον έγραψε στη γειτονική Skalná, εκεί ξέδινε το παιδί, εκεί πρωτομπήκε στο πλαίσιο κοινωνικοποίησης και ένταξης σε μια ομάδα με κοινούς στόχους και σκοπούς.
Ο πατέρας τον ενθάρρυνε, διακριτικά από ένα σημείο κι έπειτα, γιατί προείχε το σχολείο. Κι εκεί όμως ο Πάβελ ήταν υπόδειγμα. Πρώτευσε στο Γυμνάσιο, πρώτευσε στο Λύκειο, σε κάθε τάξη έκανε τον Βάτσλαβ να φουσκώνει από υπερηφάνεια και στα 17 ο Πάβελ ήταν “ταγμένος” για σπουδές στα οικονομικά.
Ήρθε όμως και για τον γιο η στιγμή να βρεθεί στο σταυροδρόμι. Και δεν έκανε το ίδιο λάθος με τον πατέρα του, ειδάλλως σήμερα θα γυρνούσε κι εκείνος το βλέμμα έξω από το παράθυρο ενός γραφείου για να σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή του, εάν είχε γίνει ποδοσφαιριστής. Ο Πάβελ έγινε ποδοσφαιριστής.
Η Rudá Hvězda είναι η τοπική ομάδα του Τσεμπ, ο μικρός έκανε ένα σύντομο πέρασμα από την ομάδα της πόλης, πρόλαβε να γίνει ντόπιο καμάρι μέσα σε μια χρονιά και μετά εντάχθηκε στην τότε Škoda του Πλζεν, την ομάδα που γνωρίζουμε όλοι ως Βικτόρια μεταγενέστερα.
Ο Πάβελ έχει τεχνική, τρομερή αποφασιστικότητα και σιδερένιους πνεύμονες. Τρέχει και δεν κουράζεται ποτέ, διασχίζει όλο το μήκος του γηπέδου και οι ανάσες του δεν τον “μπουκώνουν”, δεν βάζει τα χέρια στα γόνατα, δεν υποκύπτει, ούτε όταν το γήπεδο είναι πολύ βαρύ και η λάσπη κάνει τα βήματα ασήκωτα.
Το 1990 που έρχεται η ώρα να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, τον περιμένει στην πρωτεύουσα η ιστορική Ντούκλα των 10 Πρωταθλημάτων και επτά Κυπέλλων, τον καιρό που το ποδόσφαιρο στην Τσεχοσλοβακία ήταν θρησκεία και τα ντέρμπι με τη Σπάρτα απασχολούσαν όλη τη χώρα. Ντέρμπι που σήμερα θυμίζουν εποχές ψυχρού πολέμου και εκείνη την εποχή διαιρούσαν τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Η Ντούκλα είναι μια μέτρια ομάδα, τερματίζει πια στη μέση της βαθμολογίας, η εμπειρία όμως είναι πολύ χρήσιμη, διότι για πρώτη φορά ο Πάβελ αποκτά εικόνες επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Συστήθηκε με 19 εμφανίσεις και τρία γκολ στο τσεχικό Πρωτάθλημα, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο στο στρατόπεδο της Σπάρτα.
Δεν υπάρχει πιο πάνω για έναν Τσέχο, η Σπάρτα είναι το προσκήνιο, ο ομαλότερος διάδρομος προσγείωσης για έναν ποδοσφαιριστή 20 ετών με μεγάλες φιλοδοξίες.
Στην “ευγενή” πλευρά της Πράγας ο Νέντβεντ δουλεύει ακατάπαυστα, λιώνει στις προπονήσεις, συμπληρώνει δικές του ατομικές, γίνεται ανέκδοτο μεταξύ των συμπαικτών του που τον αντιμετωπίζουν σαν τον τρελό του χωριού.
Δυσκολεύεται πολύ να γίνει μέλος του γκρουπ, συμπαίκτες και προπονητές δεν πίστευαν ότι θα αντέξει το βάρος της φανέλας.
«Με υπολόγιζαν κατάλληλο μόνο για το “μικρό” ποδόσφαιρο. Ότι δεν κάνω για απαιτήσεις πρωταθλητισμού. Ένας προπονητής μάλιστα μου είπε κάποτε ότι δεν αξίζω να φοράω τη φανέλα της Σπάρτα. Ας αφήσουμε το ποιος ήταν, έγινε σαφές από την καριέρα μου ότι έκανε λάθος», είπε ο Νέντβεντ αναφερόμενος στην πρώτη εμπειρία με τη Σπάρτα Πράγας.
Στο χορτάρι ο εργασιομανής και λιγομίλητος Πάβελ έψαχνε να βρει το σωστό ρόλο. Έπαιξε στην επίθεση, τον γύρισαν πιο πίσω, κάποια στιγμή τον δοκίμασαν και ως καθαρό αμυντικό χαφ.
Διέψευδε διαρκώς προπονητές και ειδικούς. Ξεκινώντας ακόμα και από πολύ πίσω, πάντα κατόρθωνε να αναποδογυρίζει τις άμυνες, να γίνεται απειλητικός και να σουτάρει. Α, ναι. Το σουτ.
Θανατηφόρο σουτ, με ένα χτύπημα εντελώς δικό του στη μπάλα. “Γεμάτο”, ευθύβολο, με τρομερή δύναμη και εκείνη τη μαγεία της απότομης πτώσης της μπάλας θαρρείς και καταργούνται οι νόμοι της βαρύτητας.
Χωρίς το σουτ δεν θα είχε προλάβει να εγκλιματιστεί ποτέ στη Σπάρτα. Χάρις σ’ αυτό παρέμεινε και την επόμενη σεζόν και δίχως το άγχος του εγκλιματισμού ξεκίνησε σιγά-σιγά να ξεθαρρεύει και στα αποδυτήρια και στο γήπεδο.
Στο πρώτο του Νταμπλ συμπλήρωσε 18 εμφανίσεις, τη δεύτερη σεζόν έγινε βασικό στέλεχος της ομάδας, έκανε ολοένα και περισσότερο πιο αισθητή την παρουσία του.
Βαθμηδόν αύξανε και τις επιδόσεις στο σκοράρισμα. Από τα έξι γκολ του 1994-1995, στα 14 της επόμενης σεζόν και μπροστά του η πρόκληση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1996 στα αγγλικά γήπεδα. Ο μπαμπάς Βάτσλαβ ήταν πια βέβαιος ότι ο γιος του έστριψε σωστά στο σταυροδρόμι.
Στα γήπεδα της Αγγλίας τον μάθαμε, εκεί τράβηξε την προσοχή ειδικών και μη, τότε αναρωτήθηκε ο κόσμος όλος αν αυτό το παιδί μπορεί και παραπάνω. Μας είχε προλάβει όλους ίσως ο διασημότερος Τσέχος τεχνικός “αναμορφωτής”. Ένας “Μπιέλσα από τη Βοημία”, ο Ζντένεκ Τζέμαν.
Ήταν στο μπλοκάκι του Τζέμαν από το 1995, σχεδόν από σύμπτωση, όταν ο Ζντένεκ είχε ταξιδέψει στην Πράγα για να δει τον Μπέιμπλ σε ένα ντέρμπι Σλάβια-Σπάρτα, αλλά ερωτεύτηκε τον Νέντβεντ. Όταν η Λάτσιο έχασε τον Άαρον Βίντερ, ο οποίος μετακόμισε στο Μιλάνο για λογαριασμό της Ίντερ, ο Τζέμαν είχε ήδη εμφανίσει τη λίστα του στον Κρανιότι.
Η λίστα ήταν πολύ μικρή, για την ακρίβεια είχε γραμμένο μόνο ένα όνομα, του Νέντβεντ.
Αν δεν υπήρχαν τα λαγωνικά της Αϊντχόφεν με το φημισμένο scouting, ο Κρανιότι θα είχε κάνει το μεγάλο κόλπο για ψίχουλα πραγματικά. Τελικά, υποχρεώθηκε να πληρώσει κάτι περισσότερο από 7 δισεκατ. λιρέτες τότε για να φέρει στη Ρώμη έναν «άγνωστο Τσέχο που μόνο τρέχει», όπως έλεγαν τότε οι σύμβουλοί του.
Κατάπιαν όλοι τη γλώσσα τους, όταν λίγους μήνες μετά στα γήπεδα της Αγγλίας η Τσεχία του Νέντβεντ βρέθηκε αντιμέτωπη με την Ιταλία του “πολύ” Αρίγκο Σάκι. Τα δυο πουλέν του Τζέμαν, οι δυο ποδοσφαιριστές που πήγε να δει σε εκείνο το Σλάβια-Σπάρτα, σκότωσαν την Ιταλία σκοράροντας αμφότεροι και δίνοντας το έναυσμα για το μαγικό ταξίδι της Τσεχίας στο Euro του 1996.
Το συγκεκριμένο τουρνουά ήταν και η πρώτη φορά που ο Πάβελ εκδήλωσε ηγετικές ικανότητες.
Παρέμενε πάντοτε σιωπηλός και τρομερά ενδοσκοπικός, αλλά μέσα στο χορτάρι τούς κατατρόπωνε όλους και έδινε το σήμα της επίθεσης. Το παιδί που λογιζόταν «ο τρελός του χωριού» είχε πια το παρατσούκλι «Medved», η «Αρκούδα» (meda στα τσέχικα σημαίνει αρκούδα).
Η τρελή πορεία εκείνης της παρέας των Τσέχων σταμάτησε μόνο στον Τελικό του Wembley απέναντι στους Γερμανούς, χάρη στον «ξαφνικό θάνατο» του γκολ του Όλιβερ Μπίρχοφ.
Στην πατρίδα όμως όλοι οι Τσέχοι είναι ήδη ήρωες, έχουν ήδη μπει στη χρυσή βίβλο του αθλήματος. «Επιστρέψαμε στην πατρίδα και όλοι μάς συμπεριφέρονταν σαν ήρωες, σαν να είχαμε κερδίσει εμείς το τρόπαιο. Ήταν η πρώτη μεγάλη χαρά της ζωής μου εκείνη η αναγνώριση, η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι αυτό που κάνω επηρεάζει πολύ περισσότερους απ’ όσους υπολόγιζα», θα πει ο Νέντβεντ στην πρώτη του συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο «Guerin Sportivo».
Οι Ιταλοί ακόμα και σε εκείνη τη συνέντευξη “καλωσορίσματος” τον βομβάρδισαν με δύσκολες έως ενοχλητικές ερωτήσεις. Πιθανολογώ ότι ενδόμυχα δεν τον πίστευαν, θα ήθελαν κάτι πιο φαντεζί, ένα πιο μεγάλο όνομα για το τότε υπερφίαλο Campionato. Για τον Πάβελ όμως ήταν πάντα εκεί η ασπίδα του Τζέμαν.
«Στην αρχή τίποτα δεν ήταν εύκολο. Φοβόμουν πραγματικά ότι δεν είμαι αρκετός για το επίπεδο αυτού του Πρωταθλήματος, ότι θα έχω πρόβλημα μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό όπως αυτό του Olimpico. Όμως ο Τζέμαν με ενθάρρυνε πάντα, μου έλεγε να μην τα παρατήσω και να παλέψω να αποδείξω ποιος είμαι. Δεν ήταν εύκολο, πίστεψέ με. Έπρεπε να εγκατασταθώ, να συνηθίσω έναν άλλο τρόπο ζωής και έναν παντελώς νέο τύπο ποδοσφαίρου. Η Ιταλία είναι ένας άλλος κόσμος από τακτική άποψη και ο ρυθμός στο παιχνίδι ήταν εξωπραγματικά γρήγορος για έναν ποδοσφαιριστή που είχε αγωνιστεί μόνο στο τσεχικό Πρωτάθλημα».
Είναι τίμια η εξομολόγηση του Πάβελ. Όντως δεν ήταν εύκολο και στο 4-3-3 του Τζέμαν έπρεπε να μάθει να λειτουργεί εντελώς διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν.
Η συμβολή του στην παρθενική του σεζόν με τα γαλάζια της Λάτσιο είναι πολύ μεγαλύτερη από τα επτά γκολ στις 32 συμμετοχές. Η Λάτσιο είχε “κοντή” μεσαία γραμμή, έναν επιθετικό σημείο αναφοράς όπως ο Μπέπε Σινιόρι, ο οποίος δεν μάρκαρε ποτέ και λειτουργούσε, μόνο όταν έβγαινε στην εντέλεια το transition του Τζέμαν.
Όταν δε το καλοκαίρι αποχωρεί ο Ζντένεκ για τη Ρόμα και έρχεται ο Έρικσον, πολλοί στοιχημάτισαν ότι ήρθε το τέλος και για τον Νέντβεντ. Ο Σουηδός προπονητής δεν φείδεται λόγων. Τον κάλεσε στο γραφείο, του είπε ορθά κοφτά ότι δεν τον ξέρει καλά, χρειάζεται χρόνο να αξιολογήσει αν αξίζει μια θέση στο ρόστερ. Δεν ήταν ακριβώς απόρριψη αλλά κάτι πολύ κοντά.
Ο Νέντβεντ ανήκε και στην κατηγορία των ξένων, οι ιταλικές ομάδες είχαν δικαίωμα χρησιμοποίησης τριών «μη κοινοτικών» και ο Έρικσον τον είχε τέταρτο στη λίστα. Ο Πάβελ μένει στην εξέδρα, μετά χρησιμοποιείται λίγο ως αλλαγή, στο τέλος ο Έρικσον δηλώνει στην κάμερα ότι δεν γίνεται να αφήσει έξω έναν παίκτη, όπως ο Νέντβεντ, που ό,τι κι αν κάνει είναι πάντα σωστό.
Σε μια ομάδα με Μπόκσιτς και Καζιράγκι στην επίθεση, ο Πάβελ, ο οποίος ξεκίνησε “μήπως καταφέρει και πείσει τον καινούριο προπονητή”, κλείνει τη σεζόν με 11 γκολ και 12 ασίστ. Η Λάτσιο την επόμενη χρονιά (ξανά)αλλάζει φιλοσοφία, το δίδυμο στην επίθεση είναι ο Μαρσέλο Σάλας με τον Μπόμπο Βιέρι.
Ο Νέντβεντ προσαρμόζεται υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Βρίσκει περισσότερους διαδρόμους, παίζει το αγαπημένο του ποδόσφαιρο με συνεχή κίνηση, αλλά είναι νευρικός και για πρώτη φορά επηρεασμένος από την επέμβαση που έκανε το καλοκαίρι στο γόνατο. Θυμώνει πολύ συχνά μέσα στο ματς, αποβάλλεται επίσης συχνά, διαμαρτύρεται πολύ έντονα στους διαιτητές.
Αργότερα γίνεται γνωστό ότι του έχει αποσπάσει την προσοχή και το φλερτ των μεγάλων ιταλικών ομάδων που του υπόσχονται συμβόλαια ανάλογα της αξίας του, είναι εμφανές ότι ο Πάβελ δεν είναι καλά, γιατί το μυαλό του δεν είναι συγκεντρωμένο.
Τον Ιανουάριο του 1999 ο Κρανιότι θα σβήσει τη φωτιά που είχε ανάψει με ένα νέο πλουσιοπάροχο τετραετές συμβόλαιο και ενώ στα αυτιά του Πάβελ σφύριζαν πολύ μεγαλύτερες προσφορές όπως εκείνη της Ατλέτικο Μαδρίτης του Χεσούς Χιλ και του Αρίγκο Σάκι.
Ο Ιταλός θέλει σαν τρελός τον Πάβελ στη Μαδρίτη και ο Χιλ καταθέτει εξωπραγματική για τα τότε δεδομένα πρόταση ύψους 35 δισεκατ. λιρών στον Κρανιότι. Στον ποδοσφαιριστή προσφέρονται 700 εκατ. περισσότερα από την προσφορά της Λάτσιο ετησίως. Ο Κρανιότι, πιεζόμενος από τους δημοσιογράφους, ομολογεί ότι «εάν συμφωνεί ο Πάβελ, δεν μπορώ να τον κρατήσω εδώ με το ζόρι».
Ο Σάκι καλεί τον παίκτη και παρά το πρέσινγκ ακούει έκπληκτος «όχι, ευχαριστώ». «Ευχαρίστησα τον κύριο Σάκι, αλλά εξήγησα τους λόγους της επιλογής μου. Η Λάτσιο με αντιμετώπισε πολύ καλά, δεν ένιωθα ότι έπρεπε να προδώσω την εμπιστοσύνη των ανθρώπων της. Πραγματικά είμαι περήφανος για την προσφορά, αλλά θέλω να κερδίσω το Scudetto με αυτά τα χρώματα. Λευκό και γαλάζιο».
Όπως γίνεται αντιληπτό, η δήλωση του Νέντβεντ έγινε τραγούδι στο στόμα των οπαδών και μεγάλος πυλώνας για την αντεπίθεση.
Πρώτα η κατάκτηση του τελευταίου Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1999 εναντίον της Μαγιόρκα, με δικό του γκολ εννέα λεπτά πριν τη λήξη για το 2-1, και κατόπιν το ευλογημένο για τους «Laziali» Scudetto της χιλιετίας, το πιο αναπάντεχο Scudetto των τελευταίων ετών.
Οκτώ αγωνιστικές πριν το φινάλε, η Λάτσιο πίσω εννέα βαθμούς από τη «Γιούβε». Τα είχαν παρατήσει ακόμα και ορισμένοι συμπαίκτες του. Ο μόνος που εξακολουθούσε να μιλάει ανοιχτά για Πρωτάθλημα ήταν ο Νέντβεντ.
Υπήρξε περισσότερο από κομβικός για το ιστορικό come back, τόσο συγκεντρωμένος που δεν άφηνε περιθώριο σε κανέναν να αμφισβητήσει τα κίνητρά του.
Όταν η «Γιούβε» βυθίστηκε στη λάσπη της Περούτζια, η Λάτσιο κέρδιζε τη Ρετζίνα και κατακτούσε τον τίτλο. Έχοντας πλήρη ελευθερία από τον Έρικσον, ήταν ο mvp εκείνης της ομάδας, ο παίκτης που συμπαρέσυρε το γκρουπ και ξανάδωσε την πίστη στους οπαδούς. Όργωνε το γήπεδο, ήταν παντού.
Όπως είπε και ο Έρικσον, «μπορείς να του πεις να παίξει οπουδήποτε στο γήπεδο, θα τα δώσει όλα και θα είναι καλύτερος απ’ όλους».
Η δύναμή του, η αμείωτη ένταση, ο υψηλότατος ρυθμός και η απαράμιλλη τεχνική συνέθεσαν ένα απίθανο κοκτέιλ τόσο στις προπονήσεις όσο και τους αγώνες.
Το αποδεχόταν φυσιολογικά, δίχως κρυμμένα μυστικά και μυστικές συνταγές που ζητούσε αδηφάγα ο ιταλικός Τύπος.
«Προέρχομαι από χώρα δεκαθλητών, έχουμε παράδοση σε εξαντλητικού τύπου ρυθμούς και είναι στο dna μας να αντέχουμε τον πόνο. Δεν καταλαβαίνω γιατί εκπλήσσεστε», τους αποστόμωνε.
Μετά το Πρωτάθλημα και βάσει των σχέσεων της ΕΕ με τη Δημοκρατία της Τσεχίας, αποκτά και το δικαίωμα να αγωνίζεται ως «κοινοτικός». Είναι μια υπόθεση με πολλές προεκτάσεις για το ποδόσφαιρο εν συνόλω, η οποία φέρνει τα πάνω κάτω και στο ιταλικό Πρωτάθλημα.
Στο μεταξύ ο Έρικσον έχει συμφωνήσει στη λήξη της σεζόν να αναχωρήσει για την Αγγλία, όπου θα αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Εθνικής και η Λάτσιο ξαναμπαίνει σε κρίση.
Ο Ντίνο Τζοφ, ο οποίος επιστρατεύεται για να συνεχίσει το έργο του Σουηδού, είναι μια ευυπόληπτη προσωπικότητα στη γείτονα, αλλά το Πρωτάθλημα είναι αδύνατο να ξανακατακτηθεί. Η Λάτσιο είναι σε πτώση, ο Πάβελ 28 ετών, δηλώνει ότι θέλει να κερδίσει το Champions League και μοιραία αναζωπυρώνεται το σενάριο της μεταγραφής.
Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Άρσεναλ σπεύδουν, Ρεάλ και Μπαρσελόνα παρακολουθούν διακριτικά, έτοιμες να καταθέσουν αντιπροσφορές, και στην Ιταλία ο Μοράτι τον θέλει με κάθε κόστος στην Ίντερ.
Και φυσικά, η «Γιούβε». Με πληγωμένο το κορμί από το επερχόμενο τέλος του γάμου με τον Ζιντάν και με την υπόθεση ντόπινγκ του Έντγκαρ Ντάβιντς να την κατατρέχει.
«Με τη Λάτσιο όλα είναι καλά, είμαι καλά εδώ, μ’ αρέσει η πόλη, όλα. Αλλά έχω φτάσει σε ένα σημείο στην καριέρα μου που πρέπει να χρησιμοποιήσω και τη λογική. Έχω μια συγκεκριμένη ηλικία, αυτή θα μπορούσε να είναι η τελευταία ευκαιρία, η τελευταία ανανέωση ενός καλού συμβολαίου μου».
Πάντα ειλικρινής, πάντα ευθύς.
Η Γιουβέντους μετά τη συγκεκριμένη δήλωση δεν καθυστερεί. Η πρόταση στον Κρανιότι είναι απ’ εκείνες που δεν μπορεί να αρνηθεί. 85 δισεκατ. λίρες, στον Νέντβεντ προσφέρονται 12 δισεκατ. καθαρά για συμβόλαιο πενταετούς διάρκειας.
Όλοι οι μνηστήρες κάνουν πίσω, ήταν αδιανόητο τότε να ξοδευτούν τόσα χρήματα για ποδοσφαιριστή 29 ετών που δεν ήταν δα και ο εμπορικότερος για το brand. Ήταν όμως απαραίτητος για τη λειτουργία της ομάδας.
Όταν ο Πάβελ προσγειώθηκε στο Τορίνο τον Ιούλιο του 2001, ήταν ένας 29χρονος στο απόγειο της δόξας του στο ιταλικό ποδόσφαιρο, όχι όμως μια μεταγραφή μεγατόνων όπως, ας πούμε, ο Ρονάλντο.
Υπέγραψε στη Γιουβέντους και δήλωσε βέβαιος ότι θα βρει τα κίνητρα να βοηθήσει την ομάδα να ανέβει ένα σκαλί παραπάνω, κυρίως να κυνηγήσει τη μεγάλη κούπα που τόσο ήθελε κι εκείνος.
Εκείνη η Γιουβέντους του Λίπι ήταν γεμάτη προσωπικότητες, γεμάτη πρώτα βιολιά, μια ομάδα με στεγανά και πολύ δύσκολα αποδυτήρια. Ο Πάβελ άργησε σχετικά να προσαρμοστεί, έπρεπε και πάλι να βρει τα αποθέματα του πρώτου καιρού, ψάχνοντας ίσως πολύ πίσω στην καριέρα του.
Τους κέρδισε και πάλι όλους εξ αιτίας της σπάνιας εργατικότητας, του χαρακτήρα και της αποφασιστικότητας στο παιχνίδι του. Από το Δεκέμβριο και μετά από ένα συγκλονιστικό ματς κόντρα στην Περούτζια, η παρουσία του στην ενδεκάδα της «Μεγάλης Κυρίας» και η απόδοσή του είναι εντυπωσιακές.
Στο δεύτερο μισό της σεζόν θα χρειαστεί να ξανακάνει ό,τι έκανε και για τη Λάτσιο το 2000. Πήρε τη «Γιούβε» στις πλάτες του. πιο ορθά, στα πόδια του. Έγινε ξανά ο άνθρωπος του Scudetto με εκείνο το γκολ-ποίημα στις 21 Απριλίου του 2002 κόντρα στην Πιατσέντσα.
Η «Γιούβε» κυνηγούσε λυσσασμένα την Ίντερ, εκείνο το γκολ τής έδωσε την πίστη, τη βεβαιότητα ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ασφαλώς τα κατάφερε, γιατί την ημέρα που οι «Ζέβρες» κέρδιζαν στο Ούντινε, η Ίντερ καταστρεφόταν στο Olimpico με τη Λάτσιο. Scudetto με καθολική αναγνώριση από το κοινό και ολόκληρο τον οργανισμό Γιουβέντους, έναν από τους πιο “δύσκολους” στη «μπότα».
Η επόμενη χρονιά είναι μαγική. Ο Πάβελ είναι ηγέτης της ομάδας και είδωλο του πλήθους, γίνεται η «Furia Ceca», σε μια παράφραση του ισπανικού ρητού.
Ο μεγάλος στόχος είναι το Champions League, το Πρωτάθλημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα και σχεδόν δεν πανηγυρίζεται. Η απόδοση του Νέντβεντ καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν είναι συγκλονιστική, παίζει το πιο ώριμο ποδόσφαιρο της καριέρας του, τα κάνει κυριολεκτικά όλα.
Το πεπρωμένο όμως παραφύλαγε εκεί, καλά κρυμμένο, στο πιο όμορφο και ένδοξο απόγευμα του ημιτελικού με τη Ρεάλ. Την ώρα που όλο το Τορίνο γιόρταζε την πρόκριση στον Τελικό του Μάντσεστερ, ο Πάβελ, έχοντας δεχτεί την κίτρινη κάρτα, ειδοποιείται ότι θα λείψει από το κρισιμότερο ραντεβού της χρονιάς, το ραντεβού που περίμενε σε όλη του τη ζωή.
Ως γνωστόν, η «Γιούβε» θα λυγίσει στα πέναλτι, το «μεγάλο κύπελλο με τ’ αυτιά» θα χαθεί και έκτοτε θα στοιχειώνει τα όνειρα των οπαδών της. Διασκεδάζει την πίκρα η επιλογή του για τη Χρυσή Μπάλα, η αναγνώριση ότι είναι ο καλύτερος.
Είναι τρομερό ότι τη σεζόν που αναγνωρίζεται απ’ όλον τον κόσμο, η «Γιούβε» αποδεκατίζεται από τους τραυματισμούς και, χτυπημένη από την πνευματική κόπωση, κλείνει τον κύκλο της εποχής Λίπι.
Το καλοκαίρι του 2004 που αναλαμβάνει ο Καπέλο, μοιάζει να ξαναφυσά καθαρός αέρας στο μουντό Τορίνο.
Ο Πάβελ, παρά την απογοήτευση από το κάζο της Εθνικής μας στο Euro της Πορτογαλίας, παραμένει απόλυτος πρωταγωνιστής της ομάδας.
Κατακτά δυο ακόμα Πρωταθλήματα, αλλά το ιταλικό ποδόσφαιρο έχει υποχωρήσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και επανάληψη του Τελικού του Μάντσεστερ δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Κι όταν σκάει σαν βόμβα η πολύκροτη υπόθεση του «calciopolis», το οικοδόμημα Γιουβέντους δέχεται το πιο σκληρό χτύπημα απ’ όλα. Υποβιβασμός, παγκόσμιος ευτελισμός, πραγματικός διασυρμός. Ελάχιστοι τότε στάθηκαν στο club, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Ο Πάβελ δεν λάκισε. Έμεινε να παίξει στη Serie B, έβαλε τον εαυτό του κάτω από το club, αντιλήφθηκε ότι στη ζωή υπάρχουν στιγμές που τα χρήματα δεν υποκαθιστούν την ευτυχία.
«Δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για την παραμονή μου στη Γιουβέντους. Δεν έλειψαν οι καλύτερες οικονομικά προσφορές, αλλά η οικογένειά μου κι εγώ είμαστε καλά στο Τορίνο και οφείλω πολλά σ’ αυτήν την ομάδα και την οικογένεια Ανιέλι, οι οποίες ήταν πάντα δίπλα μου».
Τα λόγια του συγκίνησαν πολύ κόσμο εκείνη τη δύσκολη εποχή στο Τορίνο, μην λησμονούμε ότι δεν ήταν Ιταλός, δεν (θα) έπρεπε να έχει ιδέα ποιος πρεσβεύει τι και τι σημαίνουν για το ιταλικό ποδόσφαιρο και την ιταλική κοινωνία η Γιουβέντους και η οικογένεια Ανιέλι.
Οι «Bianconeri» ασφαλώς επέστρεψαν αμέσως στην πρώτη κατηγορία. Ο Πάβελ και πάλι ήταν εκ των κορυφαίων, πρωταγωνιστής και ακούραστος στρατιώτης.
«Αν κοιτάξω πίσω, δεν θυμάμαι θλιβερές στιγμές. Ίσως το χειρότερο πράγμα που μου συνέβη είναι ότι δεν έπαιξα στον Τελικό του Champions League. Ήταν όμως η Γιουβέντους στο γήπεδο, ήταν οι συμπαίκτες μου. Ακόμα κι όταν σκέφτομαι τον υποβιβασμό, δεν μπορώ να λυπηθώ, γιατί και πάλι ήταν εκεί η Γιουβέντους και πάντα θα είναι. Εμείς οι ποδοσφαιριστές ερχόμαστε και φεύγουμε. Αυτό που μένει είναι η Γιουβέντους. Και είναι ευτυχία να παίζεις για ένα τόσο μεγάλο club».
Λόγια συγκινητικά, λόγια ειλικρινή, από έναν άνθρωπο που τίμησε τα χρώματα και το έμβλημα όλων των ομάδων στις οποίες αγωνίστηκε, στη «Γιούβε» όμως βρήκε αυτό που ονειρευόταν μικρός.
Ήταν εκεί στην επιστροφή στη Serie A, πρωταγωνιστής μέχρι το τέλος, στο πολύ δύσκολο μονοπάτι της αναρρίχησης στην κορυφή.
Το Πρωτάθλημα του 2008-2009 ήταν το τελευταίο της καριέρας του. Το τραίνο της «Γιούβε» είχε ξαναμπεί στις ράγες, η ομάδα τερματίζει δεύτερη και θεωρείται αποτυχία, έχει επιστρέψει στο Champions League, αποκλείοντας μάλιστα την Τσέλσι στη φάση των «16» και οι πλανήτες μοιάζει να έχουν επιστρέψει στις θέσεις τους.
Στις 31 Μαΐου του 2009 ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο βγάζει το περιβραχιόνιο από το μπράτσο του και του το δίνει. Είναι το τελευταίο παιχνίδι του μεγάλου Τσέχου αρτίστα, η τελευταία παράσταση. Παίζει ένα υπέροχο παιχνίδι, τιμά την καριέρα του, τη διαδρομή του, το κοινό που είναι στο γήπεδο και χειροκροτεί συγκινημένο έναν από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους όλων των εποχών.
Στην κερκίδα ο πατέρας του. Ο γιος του είχε στείλει ιδιωτικό αεροπλάνο στο Τσεμπ για να τον φέρει στο Τορίνο και να τον γυρίσει πίσω. Ο 60άρης τότε Βάτσλαβ παρασύρθηκε για λίγο και μετείχε στη συγκινησιακή φόρτιση. Κάθισε μαζί με τα εγγόνια του, τον μικρό Πάβελ και την Ιβάνκα, προσπάθησε να τους εξηγήσει το όνειρο του πατέρα τους που είναι προέκταση του δικού του ονείρου.
Οι θυσίες, η προπόνηση, οι αγωνίες, το πρωινό ξύπνημα στα άγρια χαράματα για το τραίνο των 04:24 που πήγαινε τον Πάβελ στο Πλζεν για προπόνηση, με ένα κολατσιό μονάχα στην τσάντα και δυο φθαρμένα ποδοσφαιρικά παπούτσια που ο πατέρας του έκανε αγώνα για να τα πληρώσει.
Δεν έμεινε στην Ιταλία για τη μεγάλη δεξίωση που παρέθεσε η «Γιούβε» προς τιμήν του γιου του. Επέστρεψε στο Κάρλοβι Βάρι πλήρης, γεμάτος απ’ όσα είδε και άκουσε στο γήπεδο. Πλέον ήξερε πώς είναι να γίνονται τα όνειρα πραγματικότητα, είχε πειστεί ότι έκανε το σωστό.
Μεγάλη υπόθεση η ολοκλήρωση. Και κάποια έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro