Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, άνθρωποι, κυνηγούν ένα όνειρο.
Κι όταν κάνουν όνειρα δεν θέλουν εμπόδια στον δρόμο τους.
Όμως προκύπτουν. Και τότε δεν ξέρουν αν θα τα ξεπεράσουν με θάρρος και αποφασιστικότητα.
Κάποιοι, όμως, πολύ λίγοι, γνωρίζουν πως υπάρχουν. Κι έχουν μάθει να τα περιμένουν και να τα αντιμετωπίζουν!
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ μιλάει για τα εμπόδια που ορθώθηκαν στον δικό μου δρόμο, όταν άρχισα να κυνηγάω τα δικά μου όνειρα.
Θα σάς πω για τις ανθρώπινες σχέσεις. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε. Τις αποφάσεις που λαμβάνουμε. Την απόρριψη!
Γεννήθηκα τον Ιούνιο του 1993 στην Ιορδανία, μακριά, από την Παλαιστίνη που είναι η πατρίδα των γονιών μου.
Λόγω των βασικών ελλείψεων που υπήρχαν στα νοσοκομεία της χώρας και του μεγάλου κινδύνου από τις συχνές επιθέσεις, η μητέρα μου αποφάσισε να μετακομίσουμε προσωρινά στην Ιορδανία προκειμένου να γεννήσει με ασφάλεια. Αν έμενε στην Παλαιστίνη, κάποιος από τους δυο μας, ίσως να πέθαινε!
Μετά την γέννησή μου, επιστρέψαμε στην Παλαιστίνη. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, εκεί άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο.
Γυρίζοντας τον χρόνο προς τα πίσω, δεν θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο «τρύπωσε» το ποδόσφαιρο στη ζωή μου και παθιάστηκα μ’ αυτό. Πιθανόν να μην «τρύπωσε». Απλά να υπήρχε κάπου βαθιά μέσα μου.
Παρά το γεγονός ότι έμενα σε ένα απειλητικό για τη ζωή μου περιβάλλον. καθώς το χωριό μου είναι πολύ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, όταν έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου, ένιωθα μια αίσθηση ελευθερίας.
Νόμιζα ότι μπορούσα να πετάξω!
Φυσικά, δεν είχαμε γήπεδο, ούτε κάποιο σύλλογο μέσα από τον οποίο θα μπορούσαμε να μάθουμε καλύτερα το άθλημα. Δεν υπήρχε καν, ασφαλής ανοιχτός χώρος για να παίξουμε μπάλα. Έτσι, αυτοσχεδιάζαμε!
Πρώτα μαζεύαμε λεφτά, για να αγοράσουμε τη δική μας μπάλα. Μετά, κατεβαίναμε στους δρόμους και τους μετατρέπαμε σε ποδοσφαιρικά γήπεδα. Βάζαμε τις σχολικές τσάντες μας ανάμεσα στα σπίτια σαν τέρματα, και το παιχνίδι ήταν έτοιμο να ξεκινήσει!
Πολύ συχνά, σ΄αυτό μιμούμασταν τις κινήσεις των ποδοσφαιριστών που μπορεί να είχαμε δει κάποια στιγμή στην τηλεόραση. Είχε πολύ πλάκα. Το δικό μου είδωλο ήταν, και παραμένει, ο Ζινεντίν Ζιντάν.
Μέσα από τα αυτά τα παιχνίδια, φάνηκε ότι είχα μεγάλες προοπτικές στο ποδόσφαιρο. Οι φίλοι μου που με είχαν δει να παίζω, έλεγαν ότι είχα πολλές καλές κινήσεις και τα προσόντα να γίνω ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Με συμβούλευαν δε να δω σοβαρά αυτήν την προοπτική, και να δουλέψω σκληρά ώστε να βελτιώσω τις ικανότητές μου.
Τη στιγμή όμως που οι φίλοι μου με ενθάρρυναν να ασχοληθώ πιο σοβαρά με το άθλημα, οι γονείς μου ήταν απόλυτα αρνητικοί, στην σκέψη να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο.
Ειδικά ο πατέρας μου. «Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να παίξεις στην Παλαιστίνη. Δεν υπάρχουν ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Δεν υπάρχει μέλλον σ’ αυτό το άθλημα», συνήθιζε να λέει ζητώντας μου να συγκεντρωθώ στη μόρφωσή μου.
Ήθελε να σπουδάσω ώστε να έχω μια καλύτερη ζωή.
Στην Παλαιστίνη, δυστυχώς, οι άνθρωποι δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να έχουν καλές δουλειές. Να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι.
Οι περισσότεροι είναι απλοί εργάτες που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην.
Ωστόσο, η δική μου επιθυμία ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Όχι μόνο γιατί ήταν το πάθος μου, αλλά, ταυτόχρονα γιατί πίστευα πως, αν γινόμουν επαγγελματίας, με τα χρήματα που θα έπαιρνα θα είχα την ευκαιρία να βοηθήσω την οικογένειά μου να βελτιώσει τη ζωή της.
Αν και υπάκουσα στον πατέρα μου και εστίασα την προσοχή μου στο σχολείο και τα μαθήματά μου, συνέχιζα να παίζω ποδόσφαιρο στους δρόμους.
Μέχρι που η ήρθε η καλή μου τύχη…
Σε ηλικία 16 χρόνων συμμετείχα με το σχολείο μου σ’ ένα ποδοσφαιρικό τουρνουά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω σε μια άλλη πόλη της Παλαιστίνης και να παίξω έναν αγώνα, όχι στο δρόμο, αλλά σε κανονικό γήπεδο.
Σ’ εκείνο το παιχνίδι, μεταξύ των θεατών, ήταν και κάποιο άνθρωποι από τον ποδοσφαιρικό σύλλογο Rummana Club. Με είδαν, τους άρεσα και μετά από μερικές ημέρες εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους να με πάρουν την ομάδα.
Παρά το γεγονός ότι ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με τα νέα, εξακολοθούσα να είμαι ανήσυχος γιατί γνώριζα πως ο πατέρας μου ήταν εξ αρχής αντίθετος στη σκέψη να παίξω ποδόσφαιρο, άρα θα έφερνε αντιρρήσεις.
Τότε, απευθύνθηκα στους φίλους μου και την μητέρα μου, από τους οποίους ζήτησα να του εξηγήσουν πόσο σημαντικό ήταν για μένα να κάνω αυτό που επιθυμούσα και ποια θα μπορούσαν να είναι τα οφέλη για την οικογένειά στην περίπτωση που εξελισσόμουν σ΄έναν καλό παίκτη.
Τελικά, όλοι μαζί, καταφέραμε να τον πείσουμε και να μου δώσει την άδειά του να πάω στην ομάδα.
Έμεινα σ’ αυτήν δύο χρόνια, αλλά και πάλι οι προκλήσεις ήταν πολύ μεγάλες. Η κατάσταση στη χώρα ήταν δυσμενής.
Δεδομένης της έντασης με τους Ισραηλινούς, πολλές φορές, όταν έπρεπε να ταξιδέψω από πόλη σε πόλη, είτε για κάποιον αγώνα, είτε για την προπόνηση, έπρεπε να εξηγήσω στους φρουρούς στα σημεία ελέγχου τους σκοπούς του ταξιδιού μου.
Και όποτε τους έλεγα ότι πρόκειται να παίξω ποδόσφαιρο, μου απαντούσαν λέγοντας «γύρνα πίσω στο σπίτι σου! Δεν σου επιτρέπεται να μπεις σ’ αυτήν την πόλη».
Ήθελαν να ελέγχουν τη ζωή μας. Δεν ήθελαν να έχουμε καμία σχέση με άλλους ανθρώπους.
Η κατάσταση παρέμεινε ίδια και τα επόμενα χρόνια, όταν έπαιξα στη δεύτερη ομάδα της Παλαιστίνης, την Hilal Arraha Club.
Ήμουν απογοητευμένος, αλλά ποτέ δεν τα παράτησα!
Συνέχισα να προσπαθώ. Έπαιξα στην Hilal ένα χρόνο. Πήραμε το πρωτάθλημα, αλλά και πάλι δεν ένιωθα την απόλυτη ικανοποίηση. Ένιωθα ένα κενό. Κάτι μου έλειπε.
Ήθελα να κάνω περισσότερα πράγματα, αλλά εκείνη την περίοδο στην Παλαιστίνη, ήταν αδύνατον!
Το περιβάλλον στη χώρα ήταν πολύ περιορισμένο. Επιπλέον, ο κίνδυνος παραμόνευε παντού. Υποχρεώθηκα να σταματήσω μέχρι και τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο, όπου φοιτούσα στο τμήμα εφαρμοσμένης μηχανικής.
Στη ζωή όλων μας, μια απόφαση μπορεί είτε να σε κρατήσει στην κατάσταση που βρίσκεσαι, είτε να σου αλλάξει τα πάντα!
Οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που είχα μπροστά μου ήταν πολλές.
Είχε έρθει, λοιπόν, η ώρα να πάρω μια απόφαση για το μέλλον μου.
Συχνά, σκεφτόμουν να φύγω από τη χώρα. Να πάω στην Ευρώπη. Από το να μην έχω την ελευθερία μου και να βρίσκεται η ζωή μου μονίμως εκτεθειμένη στον κίνδυνο, η φυγή στην Ευρώπη ήταν η καλύτερη εναλλακτική λύση.
Κάποιοι φίλοι μου, είχαν ήδη χάσει τα πόδια τους από τις επιθέσεις. Κάποιοι άλλοι, είχαν πεθάνει! Επομένως, το όνειρό και η ζωή μου ήταν κάτι σαν… στοίχημα! Ή θα κέρδιζα ή θα έχανα!
Τελικά, ένα τραγικό περιστατικό, με οδήγησε να πάρω την μεγάλη απόφαση και να φύγω από την Παλαιστίνη, νωρίτερα από ότι φανταζόμουν!
Ήταν μία ή δύο μέρες, μετά από κάποια προπόνηση με την ομάδα, στην οποία είχα παρατηρήσει ότι απουσίαζε ένας από τους παίκτες. Όταν ρώτησα τους φίλους μου να μάθω πού ήταν, μού είπαν ότι είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια μια επίθεσης στο χωριό του…
Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Η οικογένειά μου, που είχε ακούσει κι εκείνη τα νέα, με συμβούλεψε να σταματήσω να πηγαίνω στις προπονήσεις, γιατί φοβόταν για τη ζωή μου. «Είναι καλύτερα να μείνεις σπίτι», μού έλεγαν.
Ήταν απαίσιο! Ένιωσα σα να ήμουν φυλακισμένος! Σ’ αυτό το σημείο είπα, «ως εδώ! Αρκετά! Ήρθε η ώρα να φύγω!».
Έπρεπε να εγκαταλείψω όλα όσα ήξερα για να πάω στο άγνωστο. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να τα αφήσω όλα πίσω μου και να πάω σε μια άλλη χώρα με διαφορετικό πολιτισμό και ανθρώπους με διαφορετική νοοτροπία.
Δεν μιλούσα καν Αγγλικά! Δεν είχα, όμως, άλλη επιλογή. Στην Παλαιστίνη, το μέλλον μου, ήταν αβέβαιο.
Το ταξίδι μου για την Ευρώπη ξεκίνησε το 2016. Είχα αποφασίσει να πάω στην Γερμανία, γιατί εκεί είχα πολλούς φίλους.
Πρώτα ταξίδεψα μόνος μου από την Παλαιστίνη στην Ιορδανία. Χρειάστηκε να περπατήσω πολλά χιλιόμετρα, μέχρι να βρω ένα αυτοκίνητο για να φτάσω μέχρι τα σύνορα.
Μόλις έφτασα στην χώρα, έφυγα με το αεροπλάνο για την Τουρκία, όπου έμεινα για μία εβδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα, προγραμμάτισα το επόμενο ταξίδι μου, στην Ελλάδα.
Προσπάθησα να περάσω από τα παράλια της Τουρκίας στην Σάμο δύο φορές. Την πρώτη μας «έπιασαν». Ήμασταν δεκαέξι άνθρωποι, μεταξύ αυτών και παιδιά, οι οποίοι στριμωγμένοι προσπαθούσαμε να χωρέσουμε σε κάθε σημείο μιας πολύ μικρής φουσκωτής βάρκας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πως αισθανόμασταν εκείνη την στιγμή.
Μας έστειλαν πίσω στην Τουρκία και μας οδήγησαν σε μια φυλακή όπου μείναμε υπό κράτηση για δύο μέρες σε ένα κελί. Δεν έκλεισα μάτι! Το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό, που δεν υπήρχε χώρος για να κοιμηθείς.
Οι άνδρες αφήσαμε όσο χώρο μπορούσαμε για να ξεκουραστούν οι γυναίκες και τα παιδιά.
Όταν μας άφησαν ελεύθερους, άρχισα ξανά να προγραμματίζω το ταξίδι μου στην Ελλάδα.
Την ημέρα του ταξιδιού, ο καιρός ήταν πάρα πολύ κακός. Έβρεχε καταρρακτωδώς και η θάλασσα ήταν αγριεμένη. Βλέποντας τα έντονα καιρικά φαινόμενα, παρηγορήθηκα στην σκέψη ότι αν συνέβαινε κάτι, ήξερα να κολυμπούσα. Από την άλλη όμως, αναρωτήθηκα «πώς θα κολυμπούσα αν έχανα το σωσίβιο μου;».
Επιβιβάστηκα στη βάρκα με άλλα περίπου 20-30 άτομα και ξεκινήσαμε το ταξίδι. Περίπου μιάμιση ώρα αργότερα, τα κύματα της θάλασσας άρχισαν να κουνάνε επικίνδυνα τη βάρκα. Μόλις είχαμε περάσει στα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά όταν αρχίσαμε να πλησιάζουμε στα παράλια της Σάμου, χάσαμε τον έλεγχο και η βάρκα κουνιόταν επικίνδυνα. Ήταν θέμα χρόνου να αναποδογυρίσει να βρεθούμε στην θάλασσα και να πνιγούμε.
Στείλαμε αμέσως μέσω των τηλεφώνων μας σήμα κινδύνου κι ευτυχώς σε 20 λεπτά, ήρθε ένα σωστικό πλοίο του Ερυθρού Σταυρού, συνοδευόμενο από το ελληνικό λιμενικό και ένα ελικόπτερο.
Κάποια από τα μέλη του πληρώματος των σωστικών συνεργείων, άρχισαν να φωνάζουν: «Τι κάνετε εδώ; Γιατί περάσατε τα σύνορα;».
Σιωπή. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να απαντήσει.
Μάς έσωσαν και μάς οδήγησαν στο λιμάνι.
Όταν φτάσαμε στην Σάμο, αρχίσαμε να αναπνέουμε ξανά. Ευτυχώς, ήμασταν ασφαλείς! Αναζωογονήθηκαν οι ελπίδες μας.
Δυστυχώς, όμως, δύο ημέρες μετά την άφιξή μας στο νησί, μάθαμε ότι έκλεισαν τα σύνορα για την Κεντρική Ευρώπη. «Και τώρα τί κάνουμε;», σκέφτηκα.
Κάποιοι άνθρωποι στη Σάμο, προσπαθούσαν να μας πείσουν να μείνουμε στο νησί. «Μη φύγετε. Μείνετε εδώ και σε λίγες ημέρες τα σύνορα θα ανοίξουν ξανά. Θα σας φτιάξουμε τα χαρτιά σας», μάς έλεγαν. Δεν τους πιστέψαμε. Δεν τους εμπιστευόμασταν. Γνωρίζαμε ότι μάς έλεγαν ψέματα.
Πήρα το χαρτί που μου δόθηκε από την υπηρεσία ασύλου και σύντομα ταξίδεψα για την Αθήνα. Τον Πειραιά και το λιμάνι.
Πύλη εισόδου, νούμερο 1.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που αντίκρισα φτάνοντας στο λιμάνι. Εκατοντάδες άνθρωποι μέσα και έξω από τέντες. Άνδρες και γυναίκες, όλων των ηλικιών. Κάποιοι από από αυτούς έδειχναν άρρωστοι. Μωρά που έκλαιγαν και ούρλιαζαν. Ενήλικοι που πήγαιναν πάνω κάτω. Άλλοι έδιναν «μάχη» σε μια ατελείωτη ουρά για να πάρουν φαγητό. Πραγματικά ήταν ένα τρομακτικό σκηνικό! Εκείνη την ώρα είπα: «Ω, Θεέ μου. Τι κάνω εδώ; Τι έκανα στον εαυτό μου;».
Ευτυχώς στον Πειραιά, συνάντησα κάποιον που γνώριζα. Ήταν από τη Συρία. «Τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα;», τον ρώτησα. Μαζί προσπαθούσαμε να «κατεβάσουμε» ιδέες και λύσεις, πώς θα θα μπορούσαμε να «αποδράσουμε» από αυτόν τον εφιάλτη.
Μείναμε για μήνες σε μια σκηνή. Κάναμε ντους με κρύο νερό και περιμέναμε σε τεράστιες ουρές για να πάρουμε φαγητό. Υπήρξαν μέρες που πεινούσαμε πολύ. Η ζωή μας ήταν πολύ πικρή.
Την ίδια περίοδο, με πήρε τηλέφωνο η οικογένειά μου από την Παλαιστίνη να ρωτήσει αν είμαι ασφαλής. Τους έκρυψα την αλήθεια. «Είμαι καλά», τους είπα.
«Βρίσκομαι σ’ ένα καλό μέρος με άλλους τρεις, και τρώμε καλά κάθε μέρα». Φυσικά, τους έλεγα ψέματα. Δεν ήθελα να ανησυχήσουν.
Υπήρξαν πολλές νύχτες που έκλαιγα πάνω στο σακίδιο που είχα κάνει μαξιλάρι. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλω αυτήν την κατάσταση.
Για άλλη μια φορά είχε έρθει η ώρα να πάρω μία απόφαση για το μέλλον μου.
Μετά από έξι μήνες παραμονής στον Πειραιά, πήγα σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας. Σ’ αυτό μοιραζόμουν το δωμάτιο με άλλους τέσσερις, όμως, τουλάχιστον δεν ήμουν έξω στο κρύο ή την πολύ ζέστη.
Γρήγορα, άρχισα να μαθαίνω Αγγλικά μέσα από βίντεο στο YouTube και το Google. Σύντομα που ήρθε η ιδέα: «Πώς θα ήταν να έπαιζα ποδόσφαιρο στην Ελλάδα;».
Αμέσως άρχισα να στέλνω μέσω Facebook μηνύματα σε ποδοσφαιρικούς συλλόγους, παρουσιάζοντας τον εαυτό μου. Οι περισσότεροι σύλλογοι, ήταν του Πειραιά. Κανείς δεν απάντησε στα μηνύματα μου.
Ήταν λίγο τρελό αυτό που έκανα, αλλά, ήταν μια αρχή. Δεν μπορούσα να κάθομαι να παραπονιέμαι. Έπρεπε να κάνω κάτι.
Μέχρι που μία μέρα εμφανίστηκε από το πουθενά ένας «τύπος». Ο Γιώργος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βρω μια ομάδα. Σκέφτομαι ότι μάλλον ένιωθε πως έλεγα αλήθεια για μένα. Ότι ήμουν ποδοσφαιριστής στη χώρα μου και ήθελα να συνεχίζω να παίζω και στην Ελλάδα. Με σύστησε στον Ατρόμητο Κερατσινίου, έναν σύλλογο στον οποίο όλοι οι άνθρωποι με υποδέχθηκαν με αγάπη, με αντιμετώπισαν ως ίσο τους και δεν με ξεχώριζαν επειδή ήμουν πρόσφυγας. Όλοι οι παίκτες ήταν πολλοί φιλικοί και με έκαναν να νιώθω άνετα.
Όμως κι εκεί βρέθηκα μπροστά σ’ ένα άλλο εμπόδιο. Την απόρριψη. Όχι βέβαια από την ομάδα. Σ’ αυτήν ήμουν πολύ καλά.
Δυστυχώς, ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να παίξω στα επίσημα παιχνίδια, γιατί το μόνο χαρτί που είχα από τότε που έφτασα στην Ελλάδα ήταν αυτό που μου είχε δοθεί στη Σάμο από την υπηρεσία ασύλου.
Δεν είχα τα χαρτιά μου από την Παλαιστίνη, ούτε ελληνική ταυτότητα. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα έπαιζα, απογοητεύτηκα. Πληγώθηκα.
Ο προπονητής και ο πρόεδρος του συλλόγου μού είπαν πως αν ήθελα να παραμείνω στην ομάδα και να ακολουθώ το πρόγραμμα των προπονήσεων, ήμουν ευπρόσδεκτος.
Την ίδια στιγμή, αναζητούσα δουλειά. Χρειαζόμουν χρήματα για να αγοράσω ρούχα και φαγητό. Ο πρόεδρος του Ατρόμητου Κερατσινίου είχε μία επιχείρηση με πλακάκια και είδη υγιεινής και με ρώτησε αν ήθελε να γίνω εργάτης. Να βάζω πλακάκια, δηλαδή.
«Ξέρεις την δουλειά;», με ρώτησε. «Όχι, αλλά θα την μάθω», του απάντησα. Σ’ αυτήν τη δουλειά δούλευα αρκετές ώρες για λίγα λεφτά.
Μερικούς μήνες αργότερα, ένας φίλος μου μού είπε για μια ομάδα ποδοσφαίρου με πρόσφυγες. Είχε δημιουργηθεί από την «Οργάνωση Γη».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για την συγκεκριμένη ομάδα. Την είχα ακούσει ξανά όταν ήμουν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου παίζαμε ποδόσφαιρο για να περάσει η ώρα μας και να ξεχαστούμε.
Πολύ σύντομα έψαξα να βρω λεπτομέρειες και μία επαφή που είχα, και σύντομα έγινα δεκτός στην «Οργάνωση Γη». Εκεί βρήκα αν ανθρώπους που με ήξεραν από το λιμάνι. Τότε, μαγείρευαν και πρόσφεραν φαγητό στους πρόσφυγες.
Τους είπα ότι ενδιαφερόμουν να παίξω ποδόσφαιρο, στην ομάδα των προσφύγων: Στην HOPE Refugee.
Για μένα η «Γη», δεν είναι απλά μια οργάνωση. Είναι οικογένεια. Όπως και η HOPE Refugee που συστάθηκε με τη βοήθεια των κ.κ. Πέτρου Κόκκαλη και Αντώνη Νικοπολίδη.
Αυτή η ομάδα, ήταν το σπίτι μου. Σύντομα έγινα αρχηγός της, ενώ λίγο καιρό αργότερα, η «Οργάνωση Γη» μού πρόσφερε δουλειά, ως προπονητής ποδοσφαίρου στο πρόγραμμα του Barcelona Foundation με το οποίο συνεργάζεται.
Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, νιώθω ότι ανήκω κάπου. Η ζωή μου απέκτησε νόημα. Πλέον, μπορώ να κάνω πλάνα για το μέλλον. Να αναπνεύσω καθαρό αέρα!
Τώρα κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω. Δουλεύω στον Σκαραμαγκά με πολλά παιδιά, πρόσφυγες όπως εγώ. Κάποια από αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα με τις οικογένειές τους. Κάποια έχουν έρθει μόνα τους.
Στο Barcelona Foundation αυτό που προσπαθούμε να διδάξουμε στα παιδιά δεν είναι μόνο να διασκεδάζουν και να περνούν καλά μέσω του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου. Παράλληλα τα μαθαίνουμε πώς να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, έχοντας στο νου τους τις πέντε αξίες της ζωής: Προσπάθεια, Ομαδική εργασία, Σεβασμός, Ταπεινότητα, Φιλοδοξία.
Έχουν χάσει πολλά χρόνια από την ζωή τους και πολλά χρόνια από τα μαθήματα στα σχολεία τους. Κάποια παιδιά, δεν έχουν πάει καν στο σχολείο.
Βλέποντας πίσω στο παρελθόν, σήμερα η ζωή μου έχει αλλάξει πάρα πολύ και πάει προς το καλύτερο. Μετά από τέσσερα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα και τρεις απορρίψεις από τις ελληνικές Αρχές, επιτέλους, απόκτησα τα χαρτιά που μού έδωσαν την ευκαιρία κάνω αυτό το οποίο εξ αρχής κυνηγούσα: Να παίξω ποδόσφαιρο.
Το 2019, πήγα στον Ήφαιστο Νικαίας και έπαιξα για πρώτη φορά σε επίσημο παιχνίδι! Ήταν συγκλονιστικό! Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ματς και το πρώτο γκολ που πέτυχα.
Ήταν μια πολύ μεγάλη στιγμή για μένα!
Επιτέλους το όνειρό μου έγινε αληθινό! Τώρα, ήρθε η ώρα να κάνω τα επόμενα σχέδια. Να μετακομίσω στο Λουξεμβούργο, όπου θα συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο σε επαγγελματική ομάδα.
Οφείλω να ευχαριστήσω θερμά την Ελλάδα και τους Έλληνες για τη βοήθειά τους, όμως, πρέπει να προχωρήσω μπροστά.
Στόχος μου είναι πάντα να συγκεντρώσω χρήματα για να βοηθήσω την οικογένειά μου στην Παλαιστίνη. Δεν τους έχω δει από τότε που έφυγα από την χώρα.
Ελπίζω να συναντηθούμε σύντομα. Τώρα πια ξέρουν όλη την αλήθεια για μένα και είναι πολύ υπερήφανοι.
Επιτέλους άκουσα τον πατέρα μου να λέει: «Γιε μου, τα κατάφερες!».
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
THE ENGLISH VERSION: Beyond Borders / Hussein Abbas
Γιε Πουρ Μπίελ: Η φλόγα της ελπίδας
Από πρόσφυγας, σταρ στο γήπεδο, η Νάντια Ναντίμ παίζει για την ισότητα
Για τον «φιλόσοφο» Λιλιάν Τουράμ, ο ρατσισμός είναι αγώνας πέρα από το 90λεπτο