Γενιές επί γενεών μεγάλωσαν με τον μύθο του φόβου του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι.
Ακριβώς τέτοιος είναι. Μύθος. Σ’ ένα τέτοιο cor a cor ποιος έχει να χάσει περισσότερα; Ποιος κινδυνεύει να καταλήξει ιστορικά δακτυλοδεικτούμενος; Και στο κάτω-κάτω πόσοι τερματοφύλακες μνημονεύονται, επειδή δεν απέκρουσαν κάποιο, ένα ή περισσότερα πέναλτι, και πόσοι από τους… άλλους, αυτούς που στέκονται πίσω από τη βούλα, έφτασαν να προσωποποιούν, να στοιχειώνουν μια σχετική διαδικασία, ακόμα και μια μόνο εκτέλεση, μόνο και μόνο επειδή αστόχησαν;
Όχι, αυτή η σύγκριση, δεν φανερώνει το παραμικρό που δικαιολογεί και αναδεικνύει (ή και όχι…) τις ψυχικές αναφορές της θέσης και του επαγγέλματος ενός τερματοφύλακα. Κάθε άλλο. Αυτά, έτσι κι αλλιώς, εξ ορισμού αχνοφαίνονται από την… επιλογή και μάλλον αποτελούν αντικείμενο επιστημοσύνης και όχι γραφιάδικων και λεκτικών υπερβατισμών.
Ενισχυτικό μιας τέτοιας ανάλυσης είναι η αδικία που βιώνουν. Ακριβώς με αυτή τους την επιλογή. Σκεφτείτε το. Μόνος του ένας τερματοφύλακας έχει αποκλειστικό χώρο ευθύνης 7.32×2.44 μέτρα, εμβαδό δηλαδή κατά τι λιγότερο από 18 τετραγωνικά. Άλλος με ανάλογες αρμοδιότητες, απόλυτη κυριαρχία (για καλό και για κακό) σ’ ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο δεν υπάρχει.
Και η αλήθεια είναι πως μια τέτοια αναντιστοιχία μόνο σε τερματοφύλακα ποδοσφαίρου παρουσιάζεται. Στο πόλο, όπου δεν υπάρχει το “πλεονέκτημα” της χρήσης των χεριών, ο κίπερ, έστω και με το μισό του σώμα πάνω από το νερό, καλύπτει έναν χώρο 3×0.90 μέτρα.
Στο χόκεϊ επί πάγου γονατιστοί κάθονται και, με όλα τα συμπράγκαλα και τα προστατευτικά που φοράνε, τα 1.8×1.2 μέτρα των διαστάσεων του τέρματος που καλούνται να υπερασπιστούν τα υπερκαλύπτουν. Μεγαλύτερο εκείνο στο χόκεϊ στο χόρτο, αλλά και πάλι με τα 3.7×2.1 μέτρα του μικρότερο από το μισό του ποδοσφαίρου είναι, ενώ για αυτό του χάντμπολ ούτε λόγος, αφού με το ζόρι ο τερματοφύλακας εκεί καλύπτει μόλις 6 τετραγωνικά μέτρα (3×2).
Στην όποια λοιπόν εκτίμηση που επιδιώκει να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κάποιος ωθείται/αναγκάζεται/επιλέγει (πόσο μάλλον) να γίνει τερματοφύλακας, το αντικείμενο αυτής που αφορά στο ποδόσφαιρο θα πρέπει να είναι τελείως ξεχωριστό. Ολοκληρωτικά τελείως.
Για πολλούς και διάφορους λόγους, μα όπως φαίνεται και για λόγους χώρου, μαθηματικών. Δεν… βγαίνουν. Ανεξαρτήτως της εξέλιξης του αθλήματος, τα σωματομετρικά δεδομένα για έναν τερματοφύλακα αλλά και το πλαίσιο στο οποίο καλείται να “δουλέψει” παραμένουν ίδια, απαράλλαχτα. Και δεν προβλέπεται να διαφοροποιηθούν.
Περισσότερο χώρο απ’ ό,τι το σώμα τους μπορεί, ακόμα και σε (υπέρ)έκταση των άκρων τους, δεν θα καλύψουν. Τα γάντια τους έξτρα πλεονέκτημα δεν θα τους προσφέρουν. Αυτό είναι. Δίμετροι (πάνω-κάτω), με άνοιγμα χεριών που άντε να φτάνει στην καλύτερη επίσης τα δύο μέτρα. Ως εκεί.
Το αν διαχρονικά υπήρχαν (και υπάρχουν) κάποιοι, πολύ μετρημένοι, που έκαναν το τέρμα να φαντάζει μικρότερο, που έδιναν την εντύπωση πως ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούν να βγάλουν απ’ άκρη σε άκρη του το οτιδήποτε, δεν έχει να κάνει με κάποια υπερφυσικά σωματικά προσόντα αλλά με μια εκφοβιστική, συνολική παρουσία.
Προφανώς μετράει και το physique. Στο μάτι, στο οπτικό, ψυχολογικό μέτρημα. Κακά τα ψέματα όμως, ένας τερματοφύλακας με μπόι στο 1.93, βάρους 96 κιλών και όχι ιδιαίτερα μακριά άκρα, σίγουρα όχι ξεχωριστά για την διάπλασή τους, δεν (μπορεί, ειδικά στις μέρες μας, να) σκιάζει. Ακόμα και αν η φανέλα του ήταν ειδική παραγγελία, η πρώτη ΧΧΧL (κάτι που σημαίνει διάμετρο περίπου 1.5 μέτρο…) που κατασκευάστηκε στην ιστορία για τον κάτοχο της συγκεκριμένης θέσης.
Πίτερ Σμάιχελ λεγόταν. Αυτές ήταν οι δικές του διαστάσεις. Δεν εντυπωσιάζουν, μα όμως, αν υπάρχει ένας στην ιστορία του ποδοσφαίρου που κατάφερε να αντιστρέψει το οποιοδήποτε -θεωρητικό ή πρακτικό- ψυχολογικό χάντικαπ των τερματοφυλάκων, αν υπάρχει ένας που δεν επέτρεψε στην χωροταξική ανισότητα να φανεί και να τον καταπιεί, αν υπάρχει ένας που τρόμαζε, αντί να τον τρομάζουν, ήταν δαύτος.
Κατάσκοπος
Ο Άντονι Σμάιχελ ήταν στα πρόθυρα της εφηβείας, όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πατέρας του, Μπόλεσλαβ, σκοτώθηκε στο μέτωπο, την πρώτη μέρα της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία. Δύσκολη η κατοχή, δυσκολότερη η ορφάνια. Τη μητέρα του την έχασε αμέσως μετά την απελευθέρωση, αφού απήχθη από τον σοβιετικό στρατό, τα ίχνη της χάθηκαν και μόνο μετά από 50 χρόνια πληροφορήθηκε από έναν επιζόντα φίλο της πως είχε πεθάνει, καταπονημένη από αρρώστιες, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από την Μόσχα.
Παρά ταύτα, κατάφερε να ακολουθήσει την καλλιτεχνική του κλίση. Έγινε πιανίστας. Και παίζοντας σε θέατρα και μπαρ, έβγαζε τα προς το ζην. Στο Σόποτ, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο μερικά χιλιόμετρα έξω από το λιμάνι του Γκντανσκ στα βόρεια της Πολωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, γνώρισε μια Δανή, η οποία εργαζόταν ως νοσοκόμα σε καράβια του Ερυθρού Σταύρου, βοηθώντας όπου υπήρχε ανάγκη.
Καλλιτεχνική φύση επίσης, αναζήτησε να δει μια πολωνική εκδοχή της περίφημης παράστασης «A Taste of Honey» που ανέβαινε σε θέατρο της πόλης. Αδύνατον να προμηθευτεί εισιτήρια, την στήνει έξω από την αίθουσα.
Εκεί ο Άντονι κράδαινε -ανυποψίαστος ακόμη- τα δύο που είχε για την παράσταση. Προκλητικά. Η Ίνγκερ τον πλησίασε, του ζήτησε να της πουλήσει το ένα. Τελικά μπήκαν μαζί στο θέατρο.
Και από εκεί ερωτεύτηκαν, έγιναν ζευγάρι και παρά τις πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες παντρεύτηκαν, ώστε να μπορεί η Ίνγκερ, για αρκετό καιρό έκτοτε, όποτε έπιανε εκεί λιμάνι, να ανανεώνει για μήνες τη βίζα παραμονής της και να περνάνε μαζί όσο περισσότερο διάστημα γινόταν.
Κάποια στιγμή ανακοίνωσε στον Άντονι πως ήταν έγκυος και πως θα σταματούσε τα μπάρκα, επιστρέφοντας στην πατρίδα για να γεννήσει την κόρη της. Κομμουνιστικό το καθεστώς στην Πολωνία, σχεδόν αδύνατο για τον οποιονδήποτε να διαβεί το παραπέτασμα και να πάει στη Δύση. Όσες φορές και αν λοιπόν το ζήτησε ο Άντονι, στον βρόντο πήγε.
Με μία μόνο εξαίρεση θα του χορηγούταν η άδεια εξόδου από τη χώρα: να γινόταν κατάσκοπος.
Τι χρησιμότητα θα είχε ένας Πολωνός πιανίστας, χωρίς την παραμικρή σχετική εκπαίδευση, σε μια χώρα όπως η Δανία, άγνωστο, αβέβαιο. Μα για τις τότε ψυχροπολεμικές καταστάσεις ήταν το μόνο διαβατήριο που θα μπορούσε να θεωρηθεί για τον Άντονι, ο οποίος, παρά τις επανειλημμένες αρχικά αρνήσεις του, εν τέλει αποδέχτηκε τον ρόλο που του όρισαν.
Και έτσι, πέραν από μετανάστης στη Δανία για να ξεκινήσει εκεί την οικογένειά του, έγινε τελικά και κατάσκοπος. Εντρύφησε κατά πως φαίνεται τόσο πολύ, ώστε στην πορεία της σχετικής του σταδιοδρομίας λειτούργησε σε διπλό ταμπλό, προσφέροντας υπηρεσίες και στην χώρα που τον υποδέχτηκε και όπου τα παιδιά του γεννήθηκαν και έγιναν Δανοί πολίτες.
Πρώτα η Κατρίν και μετά ο Πίτερ, στον οποίο και έδωσε ως μεσαίο όνομα αυτό του δικού του πατέρα (Μπόλεσλαβ) και στον οποίον πολύ αργότερα στη ζωή του αποκάλυψε πως την (διπλή) κατασκοπευτική του ιδιότητα τη διατήρησε μέχρι και τα επτά του χρόνια (το 1970 δηλαδή).
Πολυτεχνίτης
Έναν χρόνο αργότερα, ο Άντόνι πήγε τον κανακάρη στην πρώτη του ομάδα. Απόλυτα φυσιολογικό για έναν οκτάχρονο να μην… βλέπει μπροστά του. Εννοείται πως δεν ζήτησε να παίξει τερματοφύλακας. Μα τρία λεπτά μόνο στο γήπεδο έφταναν στον προπονητή να του το ζητήσει αυτός.
Φοβόταν μήπως κάνει ζημιά με τη φούρια, την τρέλα, την ασταμάτητη, έντονη και αφρενάριστη ορμή του στα άλλα παιδιά. Και έτσι, για να έχει και το κεφάλι του ήσυχο, είδε το τέρμα ως διαφυγή, ως λύση ασφαλείας. Ο μικρός, έτσι κι αλλιώς, (αντί)λόγο δεν είχε, οπότε κατέληξε ανάμεσα στα δοκάρια. Και έκτοτε δεν έφυγε ποτέ.
Τα επόμενα δυόμισι χρόνια αυτή η πρώτη του παιδική ομάδα, με τον ίδιο στο τέρμα, δεν ηττήθηκε ποτέ. Μεγάλωνε, αλλά μεγάλωνε στην Δανία στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Και μεγάλωνε παίζοντας τερματοφύλακας. Όσο και αν ξεχώριζε (που δεν), δεν ξεχώριζε τόσο, ώστε να περάσει στάδια εξέλιξης.
Έφτασε με την ενηλικίωση να παίζει σε ομάδα τρίτης κατηγορίας. Πολλά δεν κατέκτησε μέσα στο γήπεδο, μα στα κέρδη του ήταν η γνωριμία με την πρώτη του σύζυγο και μητέρα των δύο του παιδιών (του Κάσπερ και της Σεσίλ), την Μπέντε, κόρη τού τότε προπονητή και μέντορά του, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, Σβεντ Άαγκε Χάνσεν.
Ο επαγγελματισμός, ακόμα και ως έννοια, συλλογικά δεν υπήρχε τότε στην Δανία. Όλοι όσοι έπαιζαν ποδόσφαιρο στη χώρα έκαναν και κάτι άλλο για να ζήσουν, μια “κανονική” δουλειά. Ο Πίτερ Σμάιχελ πέρασε από πολλές. Καθαριστής σε οίκο ευγηρίας, εργάτης σε βιοτεχνία υφαντουργίας, απασχολούμενος στο ταπητοκαθαριστήριο του πεθερού του, υπάλληλος στην κρατική υπηρεσία για την προάσπιση της άγριας φύσης, οι πλέον χαρακτηριστικές που τον κράτησαν στο μεροκάματο ως και τα 24 του.
Τότε, η παραλληλία σταμάτησε, αφού μια από τις “μεγάλες” του δανέζικου ποδοσφαίρου, η Μπρόντμπι, τον αγόρασε από την Χβίντοβρε, βάζοντας τον πλέον στον ποδοσφαιρικό χάρτη αρχικά εντός συνόρων και προφανώς πλέον αλλάζοντας τελείως το στάτους του. Και στην τσέπη και στη δυναμική…
Πρώτα Ρώμη, μετά Μάντσεστερ
Από τότε που μετακόμισε στην Μπρόντμπι ως το 2001 καμιά από τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε δεν τερμάτισε σε πρωτάθλημα χαμηλότερα από τη δεύτερη θέση. Με τους «Drengene» σε μια πενταετία κατέκτησε τέσσερα Πρωταθλήματα, αυτό όμως που τον ξεχώρισε ήταν η πορεία ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA το 1991.
Στα εννιά πρώτα παιχνίδια στη διοργάνωση, ο Σμάιχελ κράτησε επτά φορές ανέπαφη την εστία του, συμβάλλοντας καταλυτικά στους αποκλεισμούς των Άιντραχτ, Φερεντσβάρος, Λεβερκούζεν, Τορπέντο Μόσχας και στο 0-0 του πρώτου ραντεβού για τους «4», με τη Ρόμα στην Κοπεγχάγη.
Στη ρεβάνς της «Αιώνιας Πόλης» δέχτηκε γκολ, η Μπρόντμπι όμως κατάφερε να το βγάλει και ισοφαρίζοντας κρατούσε την πρόκριση ως το 90′. Τότε, ο Ρούντι Φέλερ διαμόρφωσε το τελικό 2-1, στέλνοντας τους «Giallorossi» στον Τελικό της διοργάνωσης (ηττήθηκαν από την Ιντερ).
Στις εξέδρες του Olimpico ήταν ένας φέρελπις Βρετανός προπονητής, ο οποίος είχε αναλάβει το πιο βαρύ καθήκον της εποχής, να επαναφέρει δηλαδή σε πρωταγωνιστικό επίπεδο, ξυπνώντας από τη χειμερία νάρκη δεκαετιών, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ναι, ο Άλεξ Φέργκιουσον ήταν. Ακόμη δεν είχε γίνει «σερ», ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την πέμπτη του σεζόν στον πάγκο των «Κόκκινων Διαβόλων», χωρίς -είναι η αλήθεια- να έχει καταφέρει κάτι το συγκλονιστικό, πέραν της κατάκτησης του Κυπέλλου Αγγλίας έναν χρόνο νωρίτερα.
Αμφισβητούταν, αλλά άντεχε. Ήξερε πάντως πως πολλά περιθώρια, αν δεν παρουσίαζε βελτίωση, δεν θα είχε. Και επίσης γνώριζε πως κάθε τι από την αρχή ξεκινάει. Και αυτή στο ποδόσφαιρο είναι ο τερματοφύλακας. Χρήματα πολλά δεν είχε, άλλες εποχές, άλλα τα μεγέθη και τότε η Γιουνάιτεντ “μάτωνε” οικονομικά, οπότε αναγκαστικά έψαχνε λαβράκια.
Αυτό που είδε εκείνο το βράδυ στη Ρώμη δεν τον έπεισε απλώς, αλλά τον εντυπωσίασε και έτσι, χωρίς δισταγμό, αποφάσισε το ίδιο κιόλας καλοκαίρι να φέρει στο «Old Trafford» τον 28χρονο -άγνωστο ουσιαστικά στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη (για την αγγλική ούτε λόγος)- τερματοφύλακα που τον είχε ξεμυαλίσει και να τον χρίσει βασικό στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Κόστισε μόλις 505.000 λίρες, κάτι περισσότερο από μισό εκατομμύριο ευρώ. Αναλογικά με τα σημερινά δεδομένα, μιλάμε για ποσό που δεν ξεπερνάει το 1.5 εκατομμύριο. Τίποτα. Κατοπινά, ο «Φέργκι» χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη μεταγραφή ως την «ευκαιρία του αιώνα».
Η διετία του θρύλου
Η επίδρασή του, όπως τότε στα μικρατά του στην πρώτη-πρώτη ομάδα του, άμεση. Στην παρθενική του σεζόν στο Μάντσεστερ, η Γιουνάιτεντ τερμάτισε δεύτερη (από έκτη την προηγουμένη), έχοντας το καλύτερο παθητικό στην Premier League. Την επομένη, κράτησε ανέπαφη την εστία του σε 22 αγωνιστικές και κάπως έτσι ξορκίστηκε η κατάρα με την κατάκτηση του πρώτου Πρωταθλήματος ύστερα από 26 χρόνια (1993).
Έτσι ολοκλήρωσε και το πασάτζο του στην αιωνιότητα. Μια διετία μόνο του χρειάστηκε. Από τα -κακά τα ψέματα- άγραφα της Μπρόντμπι στυλοβάτης της επιστροφής της Γιουνάιτεντ στην κορυφή του αγγλικού ποδοσφαίρου, μα και παράλληλα καταλύτης της -ως τότε- μεγαλύτερης έκπληξης στην ιστορία του αθλήματος, της κατάκτησης δηλαδή του Euro 1992 από τη Δανία.
Επιβλητικός. Απόλυτα επιδραστικός. Ποτέ άλλοτε τερματοφύλακας δεν υπήρξε τόσο σε ανάλογο τουρνουά. Το stop του στο πέναλτι του Μάρκο Bαν Μπάστεν, στο τελευταίο της σχετικής διαδικασίας στον ημιτελικό με την Ολλανδία, το πρώτο κερασάκι μιας τούρτας που ήταν ήδη γεμάτη αποκρούσεις ως εκείνη την στιγμή. Σημαδιακή πολυεπίπεδα: 11 φορές στις 129 συμμετοχές του με το εθνόσημο αντίπαλοι της Δανίας κέρδισαν πέναλτι. Δεν απέκρουσε ποτέ κανένα. Σταμάτησε όμως εκείνο, στέλνοντας τους Σκανδιναβούς στον Τελικό.
Και εκεί, απλώς, δεν χανόταν. Αρκετές οι επεμβάσεις του και κόντρα στους Γερμανούς, όμως μια (απλή…) έξοδός του σε μια σέντρα, όπου πρώτα κοντρόλαρε και μετά καπάκωσε την μπάλα με το ένα του χέρι, ψηλότερα από κεφάλια των «Panzer» ενδεικτική της αυτοπεποίθησης, της βεβαιότητας με την οποία σε εκείνο το τουρνουά εμφανίστηκε.
Δεν έβλεπε κανέναν. Και κανείς δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα…
Στην πρώτη του ουσιαστικά μεγάλη διοργάνωση (είχε σπάσει το ρόδι στο Euro 1988, αλλά ήταν πολύ άγουρος όχι για να κάνει τη διαφορά αλλά απλώς έστω και -κάποια- εντύπωση). Δεν ήταν η τελευταία του. Οδήγησε τους Δανούς στην κορυφαία ως και σήμερα πορεία τους σε Παγκόσμιο Κύπελλο, ως τα προημιτελικά δηλαδή εκείνου του 1998, με την μετέπειτα φιναλίστ Βραζιλία να φτύνει αίμα για να τους αποκλείσει (3-2).
Για να φτάσει στα γήπεδα της Γαλλίας, είχε ξεπεράσει την Εθνική μας. Ναι, σε εκείνο το παιχνίδι που αποτελεί ένα από τα λιγοστά σημεία αναφοράς της συλλογικής ποδοσφαιρικής ελληνικής μνήμης, πριν τα αραβουργήματα του 2004. Στο παιχνίδι της 11ης Οκτωβρίου του 1997 στο Ολυμπιακό Στάδιο. Στο παιχνίδι όπου η Εθνική με νίκη θα προσπερνούσε τους Σκανδιναβούς και θα τσέκαρε αυτή το εισιτήριο της πρόκρισης. Στο παιχνίδι όπου η Εθνική “πάτησε” τη Δανία.
Όχι όμως τον Σμάιχελ, ο οποίος στην χαρακτηριστικότερη επέμβασή του σε εκείνο το 90λεπτο και στην μεγαλύτερη ελληνική ευκαιρία στο 89′ στέρησε στο τετ-α-τετ του με τον Αλέκο Αλεξανδρή την ευκαιρία από τον Έλληνα επιθετικό να βρει δίχτυα και να γράψει τελείως διαφορετικά την ιστορία. Και όχι μόνο του ποδοσφαίρου στην πατρίδα μας…
Το Tρεμπλ
Το Πρωτάθλημα του ’93 ήταν το πρώτο από τα πέντε συνολικά που πανηγύρισε στην οκταετία του στο «Θέατρο των Ονείρων». Διάστημα που εμπλουτίστηκε με τρία Κύπελλα Αγγλίας, ένα League Cup και το Champions League, στην χρονιά του ανεπανάληπτου ως τότε για αγγλική ομάδα Τρεμπλ, το 1999.
Εκείνος ο θρυλικός Τελικός της Βαρκελώνης με την ανατροπή στις καθυστερήσεις κόντρα στην Μπάγερν ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο στους «Κόκκινους Διαβόλους».
Το αντίο του είχε φροντίσει να το ανακοινώσει πριν καν την έναρξή εκείνης της ιστορικής σεζόν. Είχε φτάσει στα 36 του. Το κορμί του (ένιωθε πως) άλλο δεν άντεχε την επιβάρυνση, τις απαιτήσεις του απόλυτα πρωταγωνιστικού επιπέδου. Φρόντισε όμως να προσωποποιήσει εκείνο το φοβερό επίτευγμα της Γιουνάιτεντ.
Τα χαρακτηριστικά του λοιπόν κατορθώματα στον δρόμο για το Τρεμπλ:
Στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας κόντρα στην Άρσεναλ απέκρουσε πέναλτι του Ντένις Μπέργκαμπ στο 90′. Στην παράταση ο Ράιαν Γκιγκς πέτυχε το γκολ της ζωής του, προσπερνώντας τους πάντες από το κέντρο του γηπέδου, για να στείλει τη Γιουνάιτεντ στον Τελικό κόντρα στη Νιουκάστλ.
Στην τελευταία αγωνιστική της Premier League έκανε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του, όπως την έχει αξιολογήσει ο ίδιος, προσωποποιώντας την ανατροπή από το 0-1 της Τότεναμ στο τελικό 2-1, το οποίο επέτρεψε στους «Κόκκινους Διαβόλους» να κρατήσουν το +1 από την Άρσεναλ, επιστρέφοντας (και) στην εγχώρια κορυφή.
Lots of you said the @ChampionsLeague final in 99. Don’t think I can argue against this. The most dramatic game I’ve ever played and the game to secure the treble. What a night this was! #TopFive pic.twitter.com/HhEA9mxDm3
— Peter Schmeichel (@Pschmeichel1) April 7, 2020
Ούτε τότε ούτε στον Τελικό του Champions League κράτησε ανέπαφη την εστία του. Ενδεικτικό ότι ακόμα και για έναν τερματοφύλακα το μεγαλείο -και όποτε αυτό συντελείται- δεν επιτάσσει και ούτε και επιτάσσεται από/και στατιστική συνοδεία. Όχι πως του έλειψε. Στο 42% των παιχνιδιών του στη Γιουνάιτεντ κράτησε ανέπαφη την εστία του, επίδοση ρεκόρ στην ιστορία του club.
Το Τρεμπλ, το Champions League δεν του άλλαξαν απόφαση. Έφυγε από το Μάντσεστερ, αναζητώντας κάτι λιγότερο έντονο, αλλά η φύση δύσκολα αποδιώχνεται. Πόσο μάλλον όταν έχει σφυρηλατηθεί σε συγκεκριμένες συνθήκες. Έτσι, πηγαίνοντας στη Λισαβόνα, συνέβαλε στο να τερματιστεί ακόμα ένα χτικιό, οδηγώντας την Σπόρτινγκ στο πρώτο της Πρωτάθλημα μετά από 18 χρόνια.
Όσο ήταν στην Ιβηρική, αναγορεύτηκε σε Μέλος του Τάγματος των Ιπποτών, τιμή ανήκουστη για μη Βρετανό, για ποδοσφαιριστή, πόσο μάλλον για… μη Βρετανό ποδοσφαιριστή και μάλιστα ακόμη εν ενεργεία. Από το Νησί όμως δεν μπορούσε να λείψει. Έτσι, επέστρεψε για να κλείσει την καριέρα του στην Άστον Βίλα, με τη φανέλα της οποίας σκόραρε κιόλας σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στην Έβερτον και έγινε ο πρώτος τερματοφύλακας στην Premiership που το πετυχαίνει. Το γκολ πάντως στην καριέρα του το είχε. Δέκα σημείωσε συνολικά.
Αλλά και στον τελευταίο του σταθμό, στους γείτονες της Γιουνάιτεντ στο Μάντσεστερ (ακόμη δεν είχαν γίνει «ενοχλητικοί», σύμφωνα με την περίφημη ατάκα του σερ Άλεξ), στη Σίτι. Δεν κέρδισε τίποτα, δεν του έλειπε κάτι. Ό,τι ήταν να κερδηθεί σε συλλογικό, διεθνές και ατομικό επίπεδο, το είχε κερδίσει. Τέτοιο το γκελ του, η αναγνώριση που είχε κατακτήσει, ώστε σε ένα γκάλοπ του «Reuters» στις αρχές του 21ου αιώνα, είχε αναγορευτεί σε κορυφαίο τερματοφύλακα όλων των εποχών, αφήνοντας πίσω του μορφές όπως ο Λεβ Γιασίν και ο Γκόρντον Μπανκς.
Λίγο απ’ όλα
Πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, στα 40 του αισίως, κρέμασε τα γάντια. Και μετά τι; Και τι δεν έκανε. Αγόρασε και πούλησε μετοχές της Χβίντορβε, ξαναπαντρεύτηκε μια κατά πολύ νεότερή του, έγινε παππούς (ο Μαξ και η Ισαμπέλα τα εγγόνια του), έγραψε βιβλία (τρία ήδη), συμμετείχε σε soundtracks, σε τραγούδια, σε κόμικς, σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε τηλεπαιχνίδια, έγινε τηλεσχολιαστής, όχι μόνο στην πατρίδα του.
Στην Αγγλία στα παιχνίδια της Premiership, αλλά μέχρι και στη Ρωσία έφτασε η χάρη του με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο που φιλοξενήθηκε εκεί. Επιλογή που κατακρίθηκε από τους πάντα έντονα πολιτικοποιημένους συμπατριώτες του, μιας και θεωρήθηκε υποστηρικτική της όχι και τόσο -για τα γούστα των Δανών πάντα- ανθρωπιστικής διακυβέρνησης του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Είδε τον γιο του, Κάσπερ, να συμβάλει και αυτός στη διάψευση -οικογενειακώς πλέον- ενός ακόμα κλισέ, αφού όχι μόνο έπεσε κάτω από τη μηλιά αλλά αποτίναξε και την σκιά του τόσο πολύ, ώστε να προκαλέσει συζήτηση για το αν ο γιος είναι ή έστω μπορεί να γίνει καλύτερος του πατέρα. «Σημασία έχει να μείνει στην οικογένεια», η πατρική απόκριση με το πλεονέκτημα της αντίληψης πως μάλλον πρόκειται για μια ανεδαφική και κολακευτική για τον κανακάρη σύγκριση.
Έπαιξε πιάνο. Πολύ. Ναι, με αυτά τα θεόρατα δάχτυλα μπορούσε να κροταλίζει τα πλήκτρα. Κληρονομιά του δικού του πατέρα, δεν γίνονταν να μην μάθει. Όχι απλώς… κάπως αλλά αξιοπρεπώς. Ένα βίντεο που τον δείχνει μαζί με έναν επαγγελματία πιανίστα να παίζουν μια εκτέλεση του βιρτουόζου Σεργκέι Ραχμανίνοβ ενδεικτικό της επάρκειάς του.
Καλλιεργημένη από νωρίς, αλλά στις ποδοσφαιρικές του μέρες καλά κρυμμένη. Δωμάτιο στις αποστολές της Γιουνάιτεντ με τον Ερίκ Καντονά, ήταν ο πρώτος με τον οποίον ο Γάλλος μοιράστηκε ότι μάθαινε τρομπέτα. Και όταν μπόρεσε να κολλήσει μερικές νότες στη σειρά, τότε οι δυο τους έπαιζαν -όχι δημοσίως…- στο πλαίσιο της μάθησης του Καντονά το αγαπημένο του «My Funny Valentine». Ντουέτο και αυτό. Σπάνιο, μοναδικό.
Σύνθεση τζαζ. Δεν ήταν κλασική μουσική που ως άκουσμα τού μεταφέρθηκε -και λάτρεψε- από τους φιλόμουσους γονείς του, ήταν όμως από τα κλασικά των σύγχρονων δικών του αγαπημένων ακουσμάτων, τα οποία εκτός των άλλων περιλάμβαναν και τον Φιλ Κόλινς.
Πολυπράγμων. Εκείνο το πιτσιρίκι, το οποίο ο πρώτος προπονητής του το έβαλε στο τέρμα για να προστατεύσει από την αδάμαστη ενεργητικότητά του στο γήπεδο όλα τα υπόλοιπα, συμπαίκτες και αντιπάλους, μοιάζει ακόμη να ψάχνει διόδους εκτόνωσης.
Κυνηγόσκυλο που συνεχίζει να γαβγίζει, όχι γιατί δεν δαγκώνει αλλά γιατί θέλει να το αποφύγει. Ποτέ δεν του χρειάστηκε άλλωστε. Αρκούσε το παράστημα για να επιβληθεί, να εκφοβίσει, να κυριαρχήσει.
Το American Kennel Club είναι ένα σωματείο -το πλέον φημισμένο παγκοσμίως- ευρετηρίου σκύλων. Η περιγραφή του για τη ράτσα του Μεγάλου Δανού, η οποία περιλαμβάνει τα πλέον μεγαλόσωμα κυνηγόσκυλα στον κόσμο, αναφέρει: «Συνδυάζει στη βασιλική του εμφάνιση τη δύναμη και την κομψότητα με το μεγάλο μέγεθος και ένα δυνατό, καλοσχηματισμένο σώμα. Παρότι γιγάντια ράτσα, είναι τόσο καλά ισορροπημένη, ώστε ποτέ δεν φαίνεται αδέξια, έχοντας ευχέρεια να κινηθεί παντού και με την ίδια πάντα ορμητικότητα».
Το «Coronation Street» είναι μια από τις μακροβιότερες σαπουνόπερες στην ιστορία της τηλεόρασης. Προβάλλεται στην Αγγλία από το 1960, μετρώντας ήδη περίπου 11.000 επεισόδια. Γυρίζεται στο Μάντσεστερ και ένας από τους δημοφιλέστερους χαρακτήρες της σειράς, στην τελευταία της δεκαετία, είχε έναν χαρακτηριστικότατο Μεγάλο Δανό.
Τ’ όνομα που του είχε δώσει; Σμάιχελ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
O Κάσπερ Σμάιχελ δεν κρύφτηκε στη σκιά του / Μίκαελ Λάουντρουπ: Κόκκινη κλωστή δεμένη
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry In Motion
Ράιαν Γκιγκς: Εις το όνομα του πατρός / Ερίκ Καντονά, “Enfant terrible” / Το φετίχ Μπέκαμ / Πολ Σκόουλς: ο υποτιμημένος αντιήρωας
Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ: Rock’n’roll
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη