Στον πρωταθλητισμό, όπως και στη συγγραφή, απαιτούνται πειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση πρωτίστως, πνεύμα και έμπνευση.
Πολλές φορές νομίζω ότι έχει κυλήσει το νερό της συγγραφής μου στο ίδιο αυλάκι με το Ταεκβοντό. Απ’ αυτά που διδάχτηκα από τον δάσκαλό μου, τον αείμνηστο Κώστα Τζιδημόπουλο, τον σπουδαίο Εθνικό προπονητή όλων των Ολυμπιακών μεταλλίων, έμαθα πολλά πράγματα στο άθλημά μου, αλλά στη συγγραφή τα έμαθα διαβάζοντας κυρίως, γιατί εκεί δεν έχω δάσκαλο.
Η συγγραφή προέκυψε από έρωτα. Όντως λοιπόν έχω διαπιστώσει πάρα πολλά κοινά στη συγγραφή και τον πρωταθλητισμό. Για εμένα, η συγγραφή είναι ένα είδος πρωταθλητισμού. Για να μπορώ να γράφω ένα βιβλίο 500 σελίδων κάθε χρόνο, απαιτείται μια συνεχής ενασχόληση, καθημερινή, επίπονη, πολύωρη, γιατί δεν είναι μόνο ότι θα φτιάξεις μια ιστορία, είναι ότι θα γίνεις ένα με τους ήρωες. Και για να γίνεις ένα με τους ήρωες που περιγράφεις και να είσαι πιστός ως προς τους χαρακτήρες σου, θα πρέπει να περάσεις, να βιώσεις όλη τους τη ζωή με τα πάθη, και τα καλά και τα άσχημα, πράγμα επίπονο.
Ήμουν 16 ετών και πήγα να μάθω Ταεκβοντό για να αποφύγω ένα παιδί της γειτονιάς που ήξερε καράτε και με πλάκωνε στο ξύλο.
Ήταν μέσα στη ζωή… Τότε θεωρούσαμε ότι ήταν ανώτερο το Ταεκβοντό από το καράτε, επειδή χρησιμοποιούνται περισσότερο τα πόδια, οπότε είπα «θα πάω να μάθω Ταεκβοντό για να μην τρώω άλλο ξύλο». Εν τέλει γίναμε αδερφικοί φίλοι με αυτό το παιδί και πορευτήκαμε από τότε όλα αυτά τα χρόνια μαζί.
Αυτό συνέβη στο Χαϊδάρι, εκεί γεννήθηκα, μέχρι τα 18 μου έμεινα εκεί, πήγα φαντάρος, στη συνέχεια επέστρεψα, μέχρι που επέλεξα να πάω στον τόπο καταγωγής μου. Βρέθηκα για έναν χρόνο στα Χανιά και εν συνεχεία στο Ρέθυμνο, όπου άνοιξα τη σχολή μου. Δίδαξα Ταεκβοντό σε χιλιάδες παιδιά από το 1988 έως και το 2011.
Γεύτηκα και τον τίτλο του Πανελληνιονίκη, το πρώτο μετάλλιο το κατέκτησα στα 17 μου, ο σύλλογός μας, «Αιγάλεω», ήταν πολυνίκης, οπότε ήμασταν συνέχεια στις επιτυχίες, τα μετάλλια, τις Εθνικές ομάδες, τα διεθνή τουρνουά. Ασχολήθηκα 100% με αυτό το άθλημα, όλη μου η ζωή ήταν το Ταεκβοντό και ως αθλητής και ως προπονητής αργότερα. Έχω έξι νταν, σταμάτησα, θα μπορούσα να προχωρήσω, αλλά δεν το έκανα, γιατί είχα χάσει την επαφή με το άθλημα και δεν ήθελα να παίρνω τα νταν “τιμής ένεκεν”.
Η μεγαλύτερη χαρά ήταν οι ώρες που θα ήμουν στο γυμναστήριο, να πάρω τα πιτσιρίκια μου, να τους μάθω Ταεκβοντό, να γίνω “μπαμπάς” τους για κάποιες ώρες, να ζήσω και να “πάρω”, να “πάρω” πάρα πολλά πράγματα από αυτά τα παιδιά. Θα πω κάτι κοινότοπο, αλλά όλο αυτό ένα μεγάλο “πανεπιστήμιο”.
Και πλέον, τώρα που γράφω, τα ανακαλύπτω, ανακαλύπτω τους μαθητές μου μέσα μου και βγαίνουν μέσα στις ιστορίες μου.
Όταν τελείωναν το μάθημα και η προπόνηση, ήθελα να πάω στις παρέες μου, να παίξουμε μουσική, έπαιζα ούτι, θέλαμε να ζήσουμε, να πάμε σε ένα χωριό κάποιο βράδυ, να κάτσουμε εκεί να τραγουδήσουμε, να βεγγερίσουμε, όπως λέγαμε στην Κρήτη. Και μετά, όταν γύριζα σπίτι, η επόμενη ώρα ήταν αυτή, να ανοίξω ένα βιβλίο, να μπω μέσα στις ιστορίες και να χαθώ. Όση ώρα θέλω, όση ώρα αντέχω. Γιατί το διάβασμα μάς κάνει καλύτερους. Πάντα! Δεν μας κάνει Πρωταθλητές, η προσπάθεια μάς οδηγεί εκεί, ωστόσο, όταν διαβάζεις, γίνεσαι καλύτερος σίγουρα.
Όταν έρχεται ένα παιδί που δεν έχει σχέση με το άθλημα και σιγά-σιγά το βάζεις στα καλούπια του αθλητισμού και μετά του πρωταθλητισμού, όλα αυτά που πετυχαίνει είναι το αποτέλεσμα του κόπου του αλλά και του δικού σου, της προσπάθειάς του αλλά και της δικής σου. Οπότε και αυτό είναι κάτι δημιουργικό, όπως η συγγραφή. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον αθλητισμό και έχουν την αγάπη και την τρέλα που είχα και εγώ, όταν ήμουν προπονητής, βλέπουν αυτήν τη δημιουργία και χαίρονται, γιατί στο τέλος όλη αυτή η προσπάθεια αξίζει.
Όσον αφορά στην προπονητική, ήξερα επίσης ότι πρέπει να είσαι καλύτερος από τους αθλητές σου, όχι στους αγώνες ή τα αποτελέσματα, αλλά να είσαι ένα βήμα πιο μπροστά. Και επειδή βιολογικά, με τα χρόνια δηλαδή, αυτό δεν γίνεται, έπρεπε να το κάνεις μελετώντας, να είσαι ενημερωμένος.
Τα παιδιά που έφεραν τα πρώτα μετάλλια ήταν ο Μιχάλης Μουρούτσος και πιο πίσω η Μόρφω Δροσίδου. Η Μόρφω στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, τότε που το άθλημα ήταν επίδειξης. Το 1992 ήταν για εμάς τόσο σπουδαίο, μας είχε κάνει τόσο περήφανους. Ο Μιχάλης έφερε το Χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Αυτό το παιδί μάς είχε πάρει στις πλάτες του ουσιαστικά, φώναξε με πάρα πολύ μεγάλη δύναμη «κοιτάχτε, αυτό το άθλημα είναι εδώ» και ήταν σαν να μιλάγαμε όλοι μαζί μέσα από το στόμα του.
Φυσικά, ήταν και ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης! Ήμασταν φίλοι, ήταν μικρότερός μου, αλλά ήμασταν φίλοι και με τον πατέρα του. Ο νονός του ήταν δάσκαλός μου, είχαμε πάει και στη βάφτιση, βαφτίστηκε και μεγάλος, γύρω στα 11. Η πορεία, το ύφος και το ήθος του Αλέξανδρου, ως αθλητή και ως προπονητή, ήταν για εμάς αυτό που λέμε «η αξία του Ταεκβοντό στην πατρίδα μας».
Και τώρα που αναφέρομαι σε όλα αυτά τα παιδιά, ανατριχιάζω και συγκινούμαι!
Το γυμναστήριό μου, ο Αθλητικός Όμιλος Ταεκβοντό Ρεθύμνου, έκλεισε το 2011, το 2012 βρέθηκα στην Αθήνα για λίγες ημέρες λόγω τη οικονομικής κρίσης, ωστόσο ερωτεύτηκα, γι αυτό και ανέφερα ότι «είμαι συγγραφέας από έρωτα». Είπα να μείνω για λίγο, όσο πάει, και πλέον είμαι από τότε στην Αθήνα, με το λάπτοπ μου να μην έχει κλείσει στιγμή, δεν έχω αφήσει την πένα μου κάτω, γράφω συνέχεια.
Στη συγγραφή αντίπαλός μου είναι ο εαυτός μου, αυτόν μάχομαι, εγώ είμαι απέναντί μου, γιατί μια ζωή έχω μάθει να έχω κάποιον απέναντί μου ως αντίπαλο. Θέλω να προλάβω να κάνω αυτά που θέλω, να ευχαριστηθεί η ψυχή μου πρώτα, γιατί, αν δεν είναι ευχαριστημένη η ψυχή μου, το καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να γράψω. Διαβάζω, ξαναδιαβάζω, τα πετάω, δεν είμαι ικανοποιημένος.
Όταν όμως η ψυχή μου είναι γεμάτη, τότε το κείμενο ρέει, είναι σαν να έχουμε κάνει μια συμφωνία «θα γράφεις, μόνο όταν είσαι καλά. Αν δεν είσαι καλά, θα τα σκίζεις».
Θεωρώ ότι το υψηλότερο σκαλί του βάθρου είναι η στιγμή που έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο μου και παίρνω την πρώτη κριτική εκείνο βράδυ, «κύριε Πετρουλάκη, είναι υπέροχο το βιβλίο σας, πότε θα κυκλοφορήσει το επόμενο;», «Κυκλοφόρησε σήμερα!», «Ναι, το διαβάσαμε, το επόμενο;». Αυτό είναι το βάθρο, η αγάπη του κόσμου.
Αλωνίζω σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο με τις παρουσιάσεις. Είναι δύσκολες εποχές, δεν είναι εύκολο να συμμετέχει ο κόσμος σε μια εκδήλωση και να αγοράσει ένα βιβλίο, οπότε εγώ αυτό θέλω να το τιμώ! Το ότι θα βάλει ο άλλος το χέρι στην τσέπη και θα βγάλει από το υστέρημά του 15-20 ευρώ που χρειάζονται για την αγορά ενός βιβλίου είναι πάρα πολύ σπουδαίο για εμένα και πρέπει να το σεβαστώ.
Όταν λοιπόν ο αναγνώστης το κάνει και το ξανακάνει, αυτό είναι και το βάθρο. Το ότι ο «Σασμός» και «Το Ναυάγιο» μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση είναι ένα άλλο κομμάτι.
Την πρώτη φορά που έπαιξα αγώνα, είχε η έρθει η μάνα μου, δεν ζει πλέον, να με δει και την έβλεπα στην εξέδρα. Τότε κέρδισα και το πρώτο μου μετάλλιο, ήταν πολύ συγκινητική εκείνη η στιγμή. Στη συνέχεια, όταν οι αθλητές μου με τη σειρά τους ανέβαιναν στο βάθρο ή έμπαιναν στην Εθνική ομάδα και φορούσαν το εθνόσημο, δημιουργήθηκαν και άλλες συγκινήσεις. Ήταν και μια πολύχρονη ούτως ή άλλως πορεία.
Αλλά μετά, όταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο και πήγα στο τυπογραφείο και το πήρα, δεν ήξερα ότι θα ακολουθήσει αυτό που ακολούθησε, ότι θα με αγκαλιάσει ο κόσμος, θα προχωράω στον δρόμο και άγνωστοι άνθρωποι, ηλικιωμένοι, άντρες, γυναίκες, θα μου λένε «παιδί μου, μπράβο».
Πηγαίνω σε ένα χωριό και έρχονται άνθρωποι από αλλού, μου πιάνουν το χέρι και μου το φιλάνε, λέω «για όνομα του Θεού!» Λένε ότι είμαι η συντροφιά τους. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά, τα οποία βέβαια τα κρατάω σαν φυλαχτό μέσα μου.
Και όταν καμιά φορά απογοητεύεσαι είτε από τη ζωή είτε από οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να αναδυθεί, αυτό είναι το φυλαχτό πάνω στο οποίο θα στηριχτείς και θα πεις «κι όμως κοίτα τι έχω κάνει, τι έχει γίνει, τι έχει συμβεί».
Στην Κρήτη γνώρισα και ωραίες και άσχημες ιστορίες. Ήμουν σε έναν τόπο, το Ρέθυμνο, σε εποχές δύσκολες. Τα όπλα στην Κρήτη ήταν πολύ διαδεδομένα και χαίρομαι πάρα πολύ που υπάρχει μια τάση να ξεφύγουμε από αυτό σήμερα. Υπάρχουν νέα παιδιά που θέλουν να τα αποφύγουν, να αφήσουν πίσω τους αυτήν την κακή… παράδοση.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ο θείος ενός μαθητή μου ενεπλάκη σε μια βεντέτα και το ίδιο βράδυ εξαφανίστηκε, χάθηκε όλη η οικογένεια! Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται. Και αυτό είναι συγκλονιστικό, να χάνεται μια ολόκληρη οικογένεια απ’ την μια στιγμή στην άλλη!
Υπήρξαν όμως και ωραίες ιστορίες, ιστορίες μεγάλης φιλίας, με ανθρώπους που έζησα δίπλα τους τη ζωή μου.
Όταν ήμουν έξι χρόνων, πήγαμε με τον πατέρα μου σε ένα κρητικό καφενείο στην Πλατεία Κλαυθμώνος και έρχεται ένας φίλος του πατέρα μου, ένας λεβέντης δυο μέτρα με μια μουστάκα τεράστια κι ανοιχτό πουκάμισο μέχρι τον αφαλό, και μου λέει «τι ομάδα είσαι, μωρέ;» Λέω «Παναθηναϊκός». «ΟΦΗ να γίνεις! Κρητικός δεν είσαι;», μου απαντάει. Ήταν ο Νίκος Ξυλούρης!
Αγαπώ της κρητικές ομάδες, τα Χανιά, τον Εργοτέλη, εννοείται τον ΟΦΗ, θέλω να κερδίζουν, αλλά όχι, όταν παίζουν με τον Παναθηναϊκό. Από τον πατέρα μου Παναθηναϊκός και από καρδιάς Παναθηναϊκός! Βέβαια, όταν ήμουν πιτσιρικάς, οι φίλοι μου ήταν Ολυμπιακοί και με έπαιρναν και στο Καραϊσκάκης. Είμαι φίλαθλος, αγαπώ τα αθλήματα, τα παρακολουθώ, όσο μπορώ, μπορεί να δω μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βόλεϊ, ακόμα και ιππασία. Είδα φυσικά και την Εθνική στο Wembley, την επομένη του άδικου χαμού του Τζόρτζ Μπάλντοκ, έκλαψα, πανηγύρισα, ανάμεικτα συναισθήματα εν προκειμένω.
Το πάθος είναι απαραίτητο για έναν συγγραφέα, το ίδιο όμως ισχύει και για έναν Πρωταθλητή. Βέβαια, για οποιονδήποτε άνθρωπο είναι το πάθος. Ο έρωτας χρειάζεται πάθος. Χωρίς αυτό δεν υφίσταται έρωτας. Ακόμα και όταν σβήνει ο έρωτας και μένει η αγάπη, το πάθος πρέπει να υπάρχει για τον άνθρωπό σου. Ένας Πρωταθλητής λοιπόν χρειάζεται 100% να έχει πάθος. Δεν γίνεται διαφορετικά. Ως προπονητές, ξυπνούσαμε 05:30, 06:00 ήμασταν στο γήπεδο, γιατί έπρεπε να τρέξουμε 15 γύρους. Εκτός απ΄ την πετριά που τρώμε δηλαδή, το πάθος πρέπει να κυριαρχεί.
Και νομίζω ότι κυριαρχεί στη ζωή μου. Ακόμα και τώρα που μεγαλώνω, θέλω να το έχω, το επιζητώ και πολλές φορές τα βάζω και με τον εαυτό μου, «μήπως δεν ήμουν αρκετά καλός εγώ;», ακόμα και σε προσωπικές διενέξεις που μπορεί να έχω με τη σύντροφό μου αναρωτιέμαι «μήπως τελικά από εμένα έχει σβήσει κάτι που πρέπει να ξανανάψει;».
Αντίστοιχα, όπως ο πρωταθλητισμός χρειάζεται θυσίες, έτσι και η συγγραφή. Πολλές θυσίες. Μπορεί να πρέπει να βρίσκομαι κάπου, αλλά, επειδή το κείμενο δεν με αφήνει, θα το απαγορεύσω στον εαυτό μου να πάω. Κάποια στιγμή μπορεί να νυστάζω, αλλά, επειδή το κείμενο είναι εκεί και με περιμένει να το τελειώσω, δεν θα πάω να κοιμηθώ, θα πάω να κάνω ένα δροσερό ντους, θα φτιάξω και ένα καφεδάκι και θα κάτσω στον υπολογιστή μου να ξενυχτήσω.
Δεν θεωρώ συγγραφικά τον εαυτό μου «big four». Ίσως τον θεωρώ, αν και μου πέφτει βαριά η λέξη, «λογοτέχνη», έναν άνθρωπο που φτιάχνει ιστορίες, ωραίες κι αληθινές, με τις οποίες ο κόσμος διασκεδάζει και περνάει καλά, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθώ να περάσω και κάποια νοήματα, χωρίς όμως ποτέ να κουνήσω το δάχτυλο στον αναγνώστη, δεν τον κατευθύνω ποτέ, αποφασίζει μόνος του.
Όσον αφορά στο αθλητικό κομμάτι, δεν νομίζω ότι το ελληνικό κοινό είναι έτοιμο να διαβάσει μια ιστορία με αποκλειστικά αθλητικό αντικείμενο. Ωστόσο, καμιά φορά κλέβω κομμάτια-κομμάτια και τα εντάσσω στους ήρωές μου. Για παράδειγμα, στην «Αμαλία», ένα αστυνομικό θρίλερ που έγραψα και κυκλοφόρησε το 2018, μια από τις πρωταγωνίστριές μου είναι αθλήτρια του Ταεκβοντό! Αλλά δεν μπορώ να στηρίξω κάτι τέτοιο παραπάνω, δεν θέλω ακόμη, δεν νομίζω ότι θα ενθουσιάσει και το κοινό.
Ξαναλέω, πρέπει να έχεις πειθαρχία, να αγαπάς αυτό που κάνεις, να είσαι προσεχτικός! Προσωπικά, με εκνευρίζει πάρα πολύ η αρπακόλλα. Κάποιες φορές που πιάνω τον εαυτό μου να το κάνει λόγω ταχύτητας, εκνευρίζομαι ιδιαίτερα, σβήνω πολλές σελίδες-κομμάτια της ιστορίας και τα ξαναγράφω όπως νομίζω ότι πρέπει, μπορεί να σβήσω όλο το βιβλίο, χωρίς να φταίει το “υπόλοιπο” βιβλίο!
Θυμάμαι, όταν ξεκίνησα τη συγγραφή, ήθελα να γράψω και ένα χιουμοριστικό βιβλίο. Τελικά το χιούμορ μου δεν ήταν τόσο καλό. Τα βιβλία μου τα διαβάζω πολλές φορές, πριν τα παραδώσω. Ενώ λοιπόν το είχα αφήσει να “ξεκουραστεί”, όταν το διάβασα, ήρεμος πια, δεν μου άρεσε, δεν γέλασα.
Κι αυτό ήταν ένα μάθημα για εμένα. Κάθε φορά που γράφουμε ένα βιβλίο, όλοι οι συγγραφείς σίγουρα πετάμε σελίδες. Όταν γράφω όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα σηκωθώ και διαβάσω ό,τι έγραψα το προηγούμενο βράδυ, δεν σημαίνει ότι πάντα θα μου αρέσει κιόλας.
Η «Αυγή: Το θαμμένο τετράδιο», βιβλίο που εκδόθηκε μέσα στο 2024, βασίζεται σε πραγματικές ιστορίες και αφηγήσεις, τις οποίες όμως δεν μπορώ να τις μεταφέρω αυτούσιες στο χαρτί, γιατί, εάν έγραφα αυτά που άκουγα να μου λένε, δεν θα ήθελε κανένας να το διαβάσει.
Μου είπε η πρωταγωνίστρια «μια μέρα με κρέμασαν από τα μαλλιά και τα πόδια μου ήταν γύρω στους 15 πόντους απ’ το έδαφος», ήταν κρεμασμένη η γυναίκα απ’ τα μαλλιά, «και την άλλη μέρα που ήρθαν να με ξεκρεμάσουν, τα πόδια μου άγγιζαν το έδαφος, σαν να είχε ξεκολλήσει ο λαιμός μου».
Τι να γράψεις, τι να περιγράψεις! Και δεν υπήρχε πάντα χαρτί, έπαιρναν καμιά πρόκα και χάραζαν σε πέτρες στιχάκια. Εάν έβρισκαν χαρτί, έγραφαν προσευχές ή γράμματα, τα οποία όμως δεν έφτασαν ποτέ όπου έπρεπε και τα έθαβαν. Εξού και «Το θαμμένο τετράδιο». Μάλιστα, έχω στα χέρια μου ένα τέτοιο, κάθε σελίδα του είναι και ένα μυθιστόρημα.
“Ολυμπιονίκης” του γραψίματος δεν ξέρω αν θα μπορέσω να γίνω ποτέ, δεν ξέρω καν εάν γίνεται κάτι τέτοιο και εν πάση περιπτώσει δεν έχω τέτοιον στόχο.
Θέλω να είμαι πιστός στο ραντεβού μου με το κοινό, κάθε χρόνο να μπορώ να καταθέτω ένα βιβλίο, το οποίο θα έχει αξιοπρέπεια πάνω απ’ όλα. Στενοχωριέμαι πάρα πολύ, όταν μου λένε «αυτό ήταν κατώτερο των προηγουμένων», φοβάμαι δηλαδή μήπως έχει ξεκινήσει η πτώση, η οποία βέβαια κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα έρθει. Το μετάλλιό μου λοιπόν θα είναι να την καταλάβω, πριν έρθει…
Ο Σπύρος Πετρουλάκης είναι συγγραφέας, Πανελληνιονίκης και πρώην προπονητής του Ταεκβοντό.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φανή Τζέλη: Ένα κορίτσι από τα Τρίκαλα
Απόστολος Τεληκωστόγλου: Πίστευε στον εαυτό σου!
Μιχάλης Μουρούτσος: Η Μοναξιά του Πρωταθλητή
Θοδωρής Αθερίδης: Αυτό που νιώθω για τον Βάσια
Οδυσσέας Ιωάννου: Λίγο άμυνα, ρε σεις!
Παναγιώτης Φαφούτης: Το Στιγμιότυπο της Δόξας