Ο Μάριο είναι ένα 11χρονο παιδί που παίζει ποδόσφαιρο στις ακαδημίες της Μπετιντσόλι, μιας μικρής ομάδας στην επαρχία της Μπρέσια.
Το παιδί εντελώς ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τα αυτοάνοσα νοσήματα σαν την αλωπεκία, έχασε τα μαλλιά και κάθε τρίχα από το σώμα του, αντιμετωπίζοντας την χλεύη από τους συνομήλικούς του.
Σε ένα εκτός έδρας παιχνίδι μάλιστα, το παιδάκι το κορόιδευαν τόσο, ώστε έφτασε στο σημείο να βάλει τα κλάματα μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Η ιστορία μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα στη Βόρεια Ιταλία, σόκαρε και προβλημάτισε γονείς, προπονητές, σχεδόν σύσσωμη την τοπική κοινωνία, μέχρι που έγινε viral εξαιτίας μιας επιστολής στη «Gazzetta dello Sport»:
«Πιθανόν δεν με γνωρίζεις, δεν με έχεις ακούσει ποτέ, γιατί είσαι πολύ μικρός. Μπορεί απλώς να με έχεις δει, αν παίζεις Pro στο Playstation, γιατί, μεγαλώνοντας, έγινα διαιτητής. Έχω κι εγώ το ίδιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό με εσένα, έχασα τα μαλλιά μου και κάθε τρίχα από το σώμα μου εντελώς ξαφνικά στα 24 μου. Δεν συγκρίνω σε καμία περίπτωση τον εαυτό μου μαζί σου, εγώ είμαι πολύ τυχερός, δεν ξέρω πώς θα το είχα διαχειριστεί στα 11 μου χρόνια που είναι μια πολύ πιο δύσκολη ηλικία.
Θέλω να σου πω, Μάριο, ότι ως διαιτητής ήμουν σχετικά καλός, δεν ξέρω όμως αν θα ήμουν το ίδιο αναγνωρίσιμος και διάσημος, εάν δεν είχα αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Αντιμετώπισα κι εγώ ουκ ολίγες φορές την χλεύη των υπολοίπων, άκουσα ακόμα περισσότερες να με αποκαλούν “φαλάκρα”, ένιωσα τα βλέμματα οίκτου και απορίας επάνω μου.
Μη δίνεις σημασία, είναι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν, ζηλεύουν το κάθε τι, διότι έχουν μεγαλύτερες αδυναμίες από εσένα, κατά βάθος σε θαυμάζουν που μπορείς και κάνεις αυτό που θέλεις με ή χωρίς μαλλιά. Σε παρακαλώ, μην μπεις ποτέ στη μίζερη διαδικασία να κρίνεις κάποιον άλλον, προτού τον γνωρίσεις και μάθεις την ιστορία του. Επειδή κάπου έφτασα κι εγώ στην καριέρα μου, θέλω να σου πω ότι πάρα πολλοί σταρ του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού ξυρίζουν τα μαλλιά τους, πάρα πολλοί θέλουν να γίνουν σαν εμάς για να νιώσουν ξεχωριστοί. Για μένα, είσαι ήδη ξεχωριστός. Την αγάπη μου, Πιερλουίτζι Κολίνα».
Αυτός είναι ο κορυφαίος διαιτητής του καιρού μας κι ας έχει αποσυρθεί τόσα χρόνια από την ενεργό δράση. Τα λόγια του στην ανοικτή επιστολή που απηύθυνε σε αυτό το μικρό παιδί καταδεικνύουν την επιρροή του σε ένα σπορ που μέχρι πρότινος ανεδείκνυε πρωταγωνιστές μόνο ποδοσφαιριστές.
Μετά από εκείνη την επιστολή του, η οποία συγκίνησε όλο το φίλαθλο κοινό, ο προπονητής του μικρού ξύρισε το κεφάλι του, προέτρεψε και τους λιλιπούτιους συμπαίκτες του Μάριο να πράξουν το ίδιο και σε συνεννόηση με τους ευαισθητοποιημένους γονείς ξεκίνησε ένα απροσδόκητο «κίνημα Κολίνα».
Γιατί ο Κολίνα είναι πια σύμβολο, έχει μετατραπεί από διαιτητής σε πρεσβευτή του σπορ, σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες όλων των εποχών στο ποδόσφαιρο.
Γεννημένος στη Μπολόνια 13 Φεβρουαρίου του 1960, γιος τού Ελία, ο οποίος δούλευε στον Δήμο, και της Λουτσιάνα, δασκάλας στο Δημοτικό του Καζαλέκιο Ντι Ρένο. Άριστος μαθητής, αποφοιτήσας με άριστα από την Ανωτάτη Εμπορική το -σημαδιακό για την πορεία της ζωής του- “οργουελικό” 1984. Είναι η χρονιά όπου ο Πιερλουίτζι σε ηλικία 24 ετών προσβάλλεται από την άγνωστη έως τότε γυροειδή αλωπεκία, μια αυτοάνοση ασθένεια που αποβάλλει από το σώμα ένα μέρος ή το σύνολο των τριχών. Ακριβώς στο σημείο όπου θα έβγαινε στην παραγωγή, στην καλύτερη ηλικία, όπως ομολογεί και στο βιβλίο του, όταν ένιωθε ότι θα κατακτήσει τον κόσμο.
Για καιρό παλεύει με τον εαυτό του και τους γύρω του, σιγά-σιγά εξωτερικεύει τις ανασφάλειές του και τις υπερνικά, αποφεύγει τον σκόπελο της κατάθλιψης και αποφασίζει να κάνει τη μεγάλη στροφή στη ζωή του, η οποία μέχρι τότε ήταν προδιαγεγραμμένη και του εξασφάλιζε μια θέση υψηλόβαθμου στελέχους στον κλάδο του. Γνωρίζει την Τζιάνα, τη μετέπειτα σύζυγό του, φοιτά στη Σχολή Διαιτητών, γοητευμένος ανέκαθεν από το ποδόσφαιρο, το 1988 σφυρίζει το πρώτο του “επαγγελματικό” παιχνίδι στην τέταρτη κατηγορία. Το έχει πάρει απόφαση, θέλει να γίνει επαγγελματίας διαιτητής.
Το παρουσιαστικό του εξάπτει την περιέργεια, μια δεύτερη ματιά στο βιογραφικό του προξενεί απορίες σε φίλαθλο κοινό και Τύπο.
Τι θέλει ένας Σύμβουλος Επιχειρήσεων από το ποδόσφαιρο;
Πώς είναι δυνατόν ένας διαιτητής να είναι πιο fit κι από τους ποδοσφαιριστές;
Και, το κυριότερο, γιατί αυτός ο φαλακρός δεν “παραγοντίζει”, όπως όλοι οι συνάδελφοί του;
Διότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα του Κολίνα, δεν έκανε πολιτική και σφύριζε πάντοτε αυτό που έβλεπε, είτε διαιτήτευε παιχνίδι της Serie C2 είτε Τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου. Αυτή η συμπεριφορά, ειδικά στο ιταλικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του ’80 και του ’90, δύο πράγματα μπορούσε να σημαίνει: ή είσαι τόσο καλός ώστε γίνεσαι ο κορυφαίος ή εξαφανίζεσαι από τον χάρτη άπαξ και διά παντός. Ο Κολίνα δεν εξαφανίστηκε ποτέ.
Από το 1991, όταν και μετακόμισε μόνιμα στο αγαπημένο του Βιαρέτζιο, το ησυχαστήριο μεταξύ άλλων και του Μαρσέλο Λίπι, ο Κολίνα ξεκίνησε μια φρενήρη πορεία στην άτυπη διαιτητική σκαλέτα. την ίδια σεζόν πήρε την άδεια για τη Serie B, λίγο μετά για τη Serie A, μέσα σε μια τριετία έγινε διεθνής.
Δεν το είχε κάνει κανένας άλλος, όπως και για κανέναν άλλον δεν είχαν μιλήσει με τόσο καλά λόγια οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές. Ο Κολίνα ήταν επικοινωνιακός, μιλούσε μαζί τους, αντιλαμβανόταν την ψυχολογία και τα νεύρα τους στο τερέν, προσαρμοζόταν, όπως κι εκείνοι, στις εκάστοτε συνθήκες του αγώνα. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, κι ας ανατρέπεται η κοινοτυπία τού «όλα τα ματς είναι τα ίδια», δεν είναι όλα τα παιχνίδια το ίδιο. Ακόμα και για τον φίλαθλο που είναι εξωτερικός παρατηρητής δεν μπορεί να είναι όλα τα παιχνίδια το ίδιο, πολλώ δε για τους πρωταγωνιστές.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κολίνα συνέδεσε το όνομά του με τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία, τις πιο αναπάντεχες νίκες “Δαυίδ εναντίον Γολιάθ”. Σίγουρα οι περισσότεροι θυμούνται ότι υπήρξε ο διαιτητής της πρεμιέρας στο Euro 2004, όταν η Εθνική μας κέρδισε με 2-1 τους οικοδεσπότες Πορτογάλους, μεταξύ άλλων με πέναλτι που σφύριξε αμέσως ο Ιταλός.
Ο Κολίνα προσέδωσε στον διαιτητή το μερίδιο της φήμης που του αναλογούσε, έγινε συνώνυμο του καθαρού και δίκαιου «ref» που κάνει λάθη, αλλά δεν του καταλογίζεται δόλος. Στην Ιταλία απέκτησε το προσωνύμιο του «Rain Man», από εκείνο το αλήστου μνήμης Περούτζια-Γιουβέντους, τη 14η Μαΐου του 2000 στο λασπωμένο Renato Curi της πρωτεύουσας της Ούμπρια. Ο «Άνθρωπος της Βροχής» εκείνο το απόγευμα έκρινε ένα Πρωτάθλημα, παρά το γεγονός ότι όλοι -ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι της Περούτζια- παρακαλούσαν να αναβάλει το παιχνίδι, γιατί έκρινε τίτλο. Η απόφαση ήταν δική του, δεν έπρεπε να την πάρει κανένα γραφείο. Δεν υπάκουσε σε καμία “νουθεσία” από το τηλέφωνο και, μετά από μια διακοπή 71 λεπτών, έδωσε την εντολή και έδειξε «παίζετε». Και έπαιξαν. Η ταπεινή Περούτζια του απίθανου Γκαούτσι κέρδισε με 1-0 το μεγάλο φαβορί και η Λάτσιο πήρε το πιο απροσδόκητο Πρωτάθλημα της ιστορίας της.
Ο Κολίνα όχι μόνο υπεραμύνθηκε της επιλογής του αλλά δεν δίστασε να αναφέρει κιόλας ότι από μικρό παιδί συμπαθούσε τη Λάτσιο και του άρεσε το ποδόσφαιρο που έπαιζε. Ξέσπασε θύελλα τότε στη γείτονα, όλοι όμως στο τέλος σώπαιναν, ακριβώς επειδή επρόκειτο για τον Κολίνα.
Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε σταυρωθεί, οποιονδήποτε άλλον θα τον είχε “εξαφανίσει” το σύστημα, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα αποδομήθηκε εντελώς με το «calciopolis». Όχι όμως τον αδύνατο, φαλακρό, γαλανομάτη, με τα λακάκια στο πρόσωπο.
Άλλωστε πώς να αποδομήσεις έναν διαιτητή που τον Μάιο του ’99 σφύριξε άψογα στον συγκλονιστικότερο Τελικό όλων των εποχών μέχρι τότε, εκείνο το εκπληκτικό 1-2 της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κόντρα στην Μπάγερν, με αμφότερα τα γκολ των θριαμβευτών στις καθυστερήσεις;
Από το 1998 είχε βραβευθεί από τη FIFA ως ο καλύτερος διαιτητής του κόσμου, είχε συμμετάσχει στο πρώτο του Μουντιάλ, είχε ξεκινήσει να γίνεται συνώνυμο του πιο ακριβοδίκαιου διαιτητή των μεγάλων αγώνων. Και πράγματι ακολούθησαν πάρα πολλοί μεγάλοι αγώνες στους οποίους σφύριξε εκείνος, αμέτρητα μεγάλα ραντεβού στα οποία υπήρξε συνεπής και ποτέ αρνητικός πρωταγωνιστής. Διότι το ζητούμενο για έναν διαιτητή είναι να αφήνει το παλκοσένικο στους αληθινούς πρωταγωνιστές και να προάγει το προϊόν, το θέαμα.
Ο Κολίνα ήταν και είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση επαγγελματία διαιτητή που υπηρέτησε άψογα το δίπολο ποδόσφαιρο και μάρκετινγκ της δεκαετίας του ’90 και του 2000. Έγινε τόσο αναγνωρίσιμος, ειδικά μετά την άψογη διαιτησία του στον Τελικό του Μουντιάλ του 2002, ώστε μπήκε μαζί με τους ποδοσφαιριστές στο εξώφυλλο του Pro Evolution Soccer, εξού και η αναφορά του στον πιτσιρικά Μάριο.
Δεν ξανάχασε τον τίτλο του κορυφαίου διαιτητή του κόσμου, μέχρι την ημέρα που αποσύρθηκε. Κάθε σεζόν ήταν το πιο βέβαιο στοίχημα στις ψηφοφορίες ειδικών και πρωταγωνιστών, για χάρη του άλλαξαν κανονισμοί, εκσυγχρονίστηκε η διαιτησία, οι συνάδελφοί του “αναγκάστηκαν” να βελτιωθούν σε αθλητικό και πνευματικό επίπεδο, βοηθώντας εν κατακλείδι το ίδιο το παιχνίδι.
Άνοιξε τον δρόμο για ακατανόητες μέχρι τότε κινήσεις, όπως οι διαφημιστικές καμπάνιες με πρωταγωνιστές διαιτητές, ήταν αρωγός της μεταφοράς στα νέα δεδομένα και τη μετάλλαξη του διαιτητή από «κοράκι», από τον υπέρβαρο τύπο με τα μαύρα που κατασκηνώνει στο κέντρο του γηπέδου και σφυρίζει ακατάπαυστα, σε ένα είδος σύγχρονου αθλητή και υπο-βοηθό του θεάματος που λέγεται ποδόσφαιρο.
Στην Ιταλία η αναγνωρισιμότητά του έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα, πολλές φορές λογιζόταν από το κοινό σαν σταρ του αγώνα, οι φίλαθλοι περίμεναν, σχεδόν ήλπιζαν, να προκύψει η πολύ δύσκολη φάση ώστε να δουν την αντίδρασή του.
Έχει σφυρίξει πέναλτι στο πέναλτι, εισήγαγε το «χέρι στο τείχος», αναγκάζοντας τους ποδοσφαιριστές να κόψουν την πολύ κακή συνήθεια με τον αγκώνα στο ύψος του προσώπου στα επικίνδυνα φάουλ εκτός περιοχής, πρότεινε -και κατόρθωσε- να εισαχθεί ο κανονισμός για τα σκληρά τάκλιν από πίσω, ένας λόγος για τον οποίον τον αγάπησαν οι επιθετικοί ήταν και αυτός.
Οριζόταν κατ’ επανάληψη σε όλα τα μεγάλα παιχνίδια, Τελικούς, ημιτελικούς, ντέρμπι, σχεδόν σε όλα τα ματς επίδειξης για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Την εποχή όπου μεσουρανούσε έγινε για τη διαιτησία το απόλυτο παράδειγμα. όπως ήταν ο Μαραντόνα για το ποδόσφαιρο ή ο Τζόρνταν για το μπάσκετ, έτσι ήταν και ο Κολίνα για τον διαιτητή. Δεν είναι μικρό κατόρθωμα αυτό, ειδικά για έναν κλάδο που βρίθει αναξιοπιστίας και διαφθοράς.
Τα μοναδικά μελανά σημεία στην καριέρα του άπτονταν ακριβώς της αναγνωρισιμότητάς του. Κατηγορήθηκε από την ΑΙΑ (ιταλική ΚΕΔ) ως πρόσωπο υπερπροβεβλημένο, ως άνθρωπος του χώρου που υπέκυψε σε όλες τις διαφημιστικές προτάσεις για να προβάλλει -με το αζημίωτο- τον εαυτό του.
Κατόρθωσαν και βρήκαν διασύνδεση σε ένα διαφημιστικό συμβόλαιο που υπέγραψε με την αυτοκινητοβιομηχανία OPEL που τότε σπονσοράριζε Μίλαν και Μπάγερν, ώστε να του πάρουν την σφυρίχτρα, τον διέγραψαν από τους πίνακες, τον “υποβίβασαν” στη Serie B για να τον τελειώσουν. Δεν το αποδέχτηκε, 29 Αυγούστου του 2005, συγκινησιακά φορτισμένος, υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία και έγινε αμέσως αποδεκτή.
Κρέμασε τη σφυρίχτρα του, παρά τη θέλησή του, μην εξυπηρετώντας ένα σύστημα που λίγους μήνες αργότερα έσκασε, κάνοντας τον μεγαλύτερο κρότο, με συνέπεια να καταδικαστεί η Γιουβέντους αρχικά στην τρίτη και μετά την έφεση στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία.
Ενεργός από το 1977 στα ξερά της Αιμίλια-Ρομάν(ι)α, από το 1988 έως το 2005 επαγγελματίας, διεθνής, κορυφαίος. Με λάθη, με συζητήσιμες αποφάσεις, με εμμονές, ποτέ όμως με πρόθεση, ουδείς μπόρεσε να του καταλογίσει πρόθεση, ακόμα και για το διάσημο «ματς της βροχής».
Όταν ξέσπασε το «calciopolis», έγινε γκράφιτι στους δρόμους του Μιλάνου, τρόπον τινά “δικαιώθηκε” και η Ιταλική Ομοσπονδία τον επανέφερε κατ’ εξαίρεση στα μητρώα και τους πίνακες.
Του ζητήθηκε να επιστρέψει, μετά τον θρυλικό Τελικό του Βερολίνου που κράτησε ζωντανό το ιταλικό ποδόσφαιρο, αρνήθηκε λέγοντας ότι είναι ανώφελο να επιστρέψει για λίγο, άλλωστε το τελευταίο του ματς ήταν ακριβώς όπως το είχε ονειρευτεί: προκριματικά Champions League, Βιγιαρεάλ-Έβερτον, με μια διαιτησία συζητήσιμη, με «ανθρώπινο λάθος» (όπως θα λεγόταν σήμερα), μιας και ακύρωσε -μάλλον κακώς- το γκολ του Φέργκιουσον που θα έδινε το προβάδισμα στην Έβερτον.
Το τελευταίο του παιχνίδι επί ιταλικού εδάφους ήταν ονειρικό, ιδανικό, κι ας μην το γνώριζε ούτε ο ίδιος: ένας φιλικός αγώνας προς τιμήν του Τσίρο Φεράρα που αποχωρούσε από την ενεργό δράση στο San Paolo, τον “Ναό” του Ντιέγκο στη Νάπολι. Ήταν παρών και ο ίδιος ο Ντιέγκο. Ο Κολίνα στις καθιερωμένες δηλώσεις και αβρότητες μετά το παιχνίδι στήθηκε μπροστά στην κάμερα και ομολόγησε ότι, μόλις μπήκε ο Μαραντόνα στο τερέν, ένιωσε να ανατριχιάζει μετά από χρόνια:
«Μπορεί να είμαι απλώς ένας διαιτητής, αλλά δεν έχω ξανανιώσει έτσι στη ζωή μου μέσα σε γήπεδο και, πιστέψτε με, έχω βρεθεί σε Τελικούς και Τελικούς. Όταν μπήκε ο Μαραντόνα στο γήπεδο, έφτασε επάνω μου η ανιδιοτελής λατρεία του κόσμου, ένιωσα τι σημαίνει η αύρα του κορυφαίου, με άγγιξε το μεγαλείο του. Μπορεί να σας ακουστεί οξύμωρο, ίσως και κωμικό, αλλά ανατρίχιασα».
Δεν υπήρχε καλύτερο τέλος, άλλωστε και ο ίδιος ο Κολίνα θαύμαζε τον Ντιέγκο, πάντοτε ήθελε να σφυρίξει έναν αγώνα του, κι ας ανήκαν σε διαφορετικές εποχές.
Πολύ γρήγορα, αμέσως μετά την αναμενόμενη παραίτηση του επικεφαλής της ΑΙΑ, Στέφανο Τεντέσκι, εξαιτίας του σκανδάλου, η Ομοσπονδία απευθύνθηκε στον κορυφαίο, στον υπεράνω πάσης υποψίας και αμφιβολίας, Κολίνα, και του ανέθεσε τον ρόλο του αρχιδιαιτητή.
Ήταν ήδη μέλος της Επιτροπής της UEFA και μέλος και της For the good of the games Επιτροπής της FIFA, αποτελούσε την παγκόσμια εικόνα του διαιτητή, τον μεγαλύτερο πρεσβευτή του κλάδου παγκοσμίως.
Τιμήθηκε με το μετάλλιο του Ανωτέρου Ταξιάρχου του Τάγματος Διαμνημόνευσης Αξίας και Τιμής από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, διετέλεσε επίτιμο μέλος του φιλανθρωπικού οργανισμού Children in war το 2004, είναι πρεσβευτής του μη κερδοσκοπικού οργανισμού SOS Children’s Villages, ο οποίος εργάζεται για να καλύψει τις ανάγκες και την προστασία των συμφερόντων και των δικαιωμάτων των παιδιών σε πάνω από 130 χώρες του κόσμου.
Πάνω απ’ όλα, όπως αρέσκεται να αναφέρει ο ίδιος, είναι ο σύζυγος της Τζ(ι)άνα , η οποία του χάρισε δύο κόρες και δίχως εκείνη δεν θα είχε καταφέρει τίποτα στη ζωή του.
Σύμφωνα με την IFFHS (International Federation of Football History & Statistics) είναι ο κορυφαίος διαιτητής όλων των εποχών (για να είμαστε ακριβέστεροι, από το 1987, οπότε λειτουργεί η Ομοσπονδία), από το 2010 μέλος του Hall of Fame, με τους «Times» να τον συμπεριλαμβάνουν στην άτυπη λίστα των 50 κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών, κι ας ήταν διαιτητής.
Εξακολουθεί να πρεσβεύει την αμεροληψία, βοηθά ομοσπονδίες χωρών με υψηλή διαφθορά στον χώρο της διαιτησίας και σε κάθε ευκαιρία τονίζει ότι αγαπά τα σπορ, προτάσσοντας μάλιστα το μπάσκετ (ακραιφνής οπαδός της Βίρτους, γνωστής μας πιο πολύ ως Kinder Μπολόνια) και το τένις, αφήνοντας στην τρίτη θέση το ποδόσφαιρο.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Οι δικοί μου κανόνες του παιχνιδιού», μιας σχεδόν αυτοβιογραφίας που παρουσιάζει το ποδόσφαιρο υπό το πρίσμα του διαιτητή. Με το βιβλίο του έκανε γνωστή σε όλον τον κόσμο τη διαρκή μάχη του με την κοιλιοκάκη, την σπάνια ασθένεια από την οποία πάσχει η κόρη του, γιατί σε όλη του τη ζωή τον κυνηγούν θέματα υγείας.
Ίσως γι’ αυτό να έγινε ο κορυφαίος διαιτητής, διότι δεν υπερεκτίμησε ποτέ το ποδόσφαιρο και, αφού τα βρήκε με τον εαυτό του και συμφιλιώθηκε με την εικόνα του, αξιολόγησε σωστά τις προτεραιότητες, συγκαταλέγοντάς το εκεί όπου του αρμόζει, στο πεδίο της διασκέδασης και της επαγγελματικής αποκατάστασης.
Έχω την αίσθηση ότι αυτό είναι το μυστικό του Κολίνα, ο σεβασμός στους κανόνες και το ίδιο το σπορ, ακριβώς διότι η ζωή του, η διαδρομή του, η ιστορία του είναι γεμάτη από απείρως σημαντικότερες μάχες και αγώνες.
Ξεχωριστούς μας κάνει η ίδια η ζωή, ανεξάρτητα από τα πλάνα και τα σχέδια επί χάρτου, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές επιταγές, ορισμένες φορές αρκεί να ξέρεις να αξιολογείς ορθά, να μαθαίνεις από τα λάθη σου και να στηρίζεις τις αποφάσεις και τα όνειρά σου.
Με λίγα λόγια, να είσαι ένας δίκαιος διαιτητής του εαυτού σου.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro