Στις δύσκολες στιγμές, οι ήρωες του “χτες” γεννούν εκείνους του “αύριο”.
Κάθε λαός βουτάει στο παρελθόν του, ξαναφέρνει στον νου εικόνες και ιστορίες που τον σημάδεψαν, που τον έκαναν να δακρύσει, να βγει στο δρόμο και με αφορμή το αναπάντεχο να πανηγυρίσει.
Η εικόνα του Πιέτρο Πάολο Μενέα δεν είναι η τυπική εικόνα ενός αθλητή του στίβου. Σκαμμένο πρόσωπο, λίγα μούσκουλα, βλέμμα πονεμένο. Χαρακτηριστικά του κλασσικού Ιταλού από τον Νότο, ενός ανθρώπου που έρχεται από μια επιφυλακτική και σιωπηλή γη, όπου, μόνο όταν τη διαβείς, καταλαβαίνεις πόση ομορφιά και ιστορία κρύβει μέσα της.
Η ιστορία του Πιέτρο Μενέα είχε και θα έχει πάντα έναν κοινό παρονομαστή: η θέληση μάς δίνει τη δύναμη να δούμε ξεκάθαρα τον στόχο, να αντιμετωπίσουμε την επόμενη πρόσκληση, να δώσουμε τη μάχη κι ας μην βγούμε νικητές.
Ο Πιέτρο κάθε μάχη, κάθε αναποδιά, ακόμα και κάθε επιτυχία, τα λόγιζε ως ένα απλό σημείο εκκίνησης, ως ευκαιρία για την επόμενη απογείωση. Όταν ο χρόνος τού στέρησε το δικαίωμα να διαπρέπει στα κουλουάρ, φόρεσε το κοστούμι του, έκλεισε το κεφάλαιο και άνοιξε το επόμενο. Άλλαξε μόνος του το σενάριο, θέλησε να ζήσει μια δεύτερη ζωή, όταν άλλοι συμπατριώτες του δεν είχαν καν ονειρευτεί την πρώτη.
Γεννήθηκε το 1952 στη Μπαρλέτα, μια πόλη που βλέπει Αδριατική, πλούσια σε ιστορία και μνημεία, με μια τεράστια ακτή πρόθυμη να φιλοξενήσει την προπόνηση των μελλοντικών πρωταθλητών.
Το τρίτο από τα πέντε παιδιά τού ράφτη Σαλβατόρε και της νοικοκυράς Βιντσέντσα, από παιδί έτρεχε στην αμμουδιά, τρελαινόταν για οποιαδήποτε μορφή άθλησης. Η μπάλα στην πλατεία, το τρέξιμο γύρω από τον καθεδρικό ναό, τα στοιχήματα με τους συμμαθητές και τους φίλους. Αυτή ήταν η ρουτίνα του Πιέτρο, ο οποίος, όταν διαπίστωσε πόσο γρήγορος ήταν, ξεκίνησε σταδιακά να αυξάνει τον πήχη των προκλήσεων.
Μια νύχτα το έσκασε απ’ το σπίτι, για να κερδίσει ένα στοίχημα: θα “παράβγαινε” με τα αυτοκίνητα, ορκιζόταν ότι είναι πιο γρήγορος απ’ τις μηχανές. “Νίκησε” μια Alfa Romeo 1750 και κέρδισε 500 λιρέτες. Ίσα για ένα εισιτήριο για το σινεμά κι ένα σάντουιτς.
Έτσι ζούσαν οι νέοι εκείνα τα χρόνια στον Νότο. Όλη μέρα κι όλη νύχτα στον δρόμο, με τις μανάδες να τους μαζεύουν με το ζόρι στο σπίτι και τον πατέρα να παίζει το ρόλο του “τιμωρού”. Ο Πιέτρο όλες τις τιμωρίες τις αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα, ήταν εσωστρεφής, τα μάζευε όλα μέσα του. Έτσι έχτισε τη σκληρή και σταθερή του προσωπικότητα, αυτή που του επέτρεψε να μάθει να παλεύει, να ηγείται και εν τέλει να προηγείται.
Στην εφηβεία, ο χαρακτήρας έγινε ακόμα πιο ατίθασος, το ξέσπασμα του ’68 που δεν προλάβαμε να ζήσουμε στην Ελλάδα, αγκυροβόλησε ακόμα και στον φαινομενικά ήρεμο και “συντηρητικό” Νότο. Η ένταση των νέων τρόμαζε τότε ένα ολόκληρο έθνος που δεν αντιλαμβανόταν κανένα παιδί που άκουγε Beatles και θαύμαζε τον Κάσιους Κλέι. Εκείνη την εποχή, παρ’ ολίγον να “χαθεί”.
Είχε την τύχη να βρει στον δρόμο του έναν καθοδηγητή, τον οδηγό που άλλαξε τη ζωή του. Ο Αουτορίνο, ήταν ένας σοφός καθηγητής φυσικής αγωγής και ο πυγμαλίων του ανθρώπου που σε λίγα χρόνια θα γινόταν «το βέλος» που έκανε ένα ολόκληρο έθνος να παραληρεί. Όχι στο ποδόσφαιρο ή τα σπορ, όπου οι Ιταλοί είχαν συνηθίσει να διαπρέπουν, αλλά στον στίβο, στο τρέξιμο.
Έχοντας να συναγωνιστεί πραγματικά τέρατα από τις Η.Π.Α. και τις Ανατολικές χώρες (με κορυφαίο το είδωλό του, Μπορζόφ), ο Πιέτρο έπρεπε να θυσιάσει και να απαρνηθεί πολλά. Σχεδόν τα πάντα. Τελείωσαν τα ταξίδια στη Ρώμη με την παρέα, τελείωσαν οι γυναίκες, η “αλητεία”, τα ξενύχτια, η φυσιολογική ζωή. Πειθαρχία, προπόνηση, ευλαβικό πρόγραμμα, θυσίες. Η ζωή του Πιέτρο ξαφνικά ήταν γεμάτη αδιέξοδα, μια διαρκής θυσία και κόντρα με τον εαυτό του και με όλα εκείνα που συνέβαιναν γύρω του.
Στην πιο τρυφερή και “επαναστατική” ηλικία έπρεπε να γίνει ένας ώριμος και συνετός άνθρωπος που ήξερε πάντα τον τρόπο να πάρει τη σωστή απόφαση. «Μια σημαντική καριέρα χτίζεται μόνο με σκληρή δουλειά και απόλυτη αφοσίωση», θα εξηγήσει αργότερα ο Πρίμο Νεμπιόλο, μια πολύ αγαπητή και προσφιλής φιγούρα στον Μενέα. Και ο Πιέτρο, για ένα καθόλα σεβαστό διάστημα, ήταν ο πιο αφοσιωμένος άνθρωπος σε ολόκληρη την Ιταλία.
Τελείωσε το σχολείο, πήρε στα χέρια του το δίπλωμα του λογιστή, αλλά στον νου του ήταν οι κόντρες με τον παλιόφιλο Σαλβατόρε Παλαμόλα στο γυμναστήριο. Το έλεγε, μέχρι τα στερνά του ο Πιέτρο, τον Σαλβατόρε δεν κατάφερε να τον κερδίσει ποτέ. Στον νου του, όταν έτρεχε, είχε πάντα τον Σαλβατόρε Παλαμόλα, προσπαθούσε κάθε φορά και περισσότερο για να τον περάσει, να τον νικήσει, να ξορκίσει τον δαίμονα.
Τον έβλεπαν οι ειδικοί και οι προπονητές και τον θεωρούσαν καμένο χαρτί. Μικρός το δέμας, καχεκτικός, αδύναμος, δεν σου γέμιζε το μάτι με τίποτα. Ο Πιέτρο ακόμα και τις σωματικές αδυναμίες τις μετέτρεψε σε πλεονέκτημα. Του άρεσε να έρχεται σαν αουτσάιντερ, να μην τον υπολογίζουν, να εκπλήσσει με τις επιδόσεις του. Βάσισε το μοντέλο της ζωής του στην προπόνηση. Χωρίς ανάπαυση, χωρίς διακοπές, χωρίς περισπασμούς. Μοναχικές και βαθύτατα “εσωτερικές” προπονήσεις -μόνο με τον παντοτινό του προπονητή, Κάρλο Βιτόρι, και υπό την εποπτεία του καθηγητή, Φράνκο Μάσκολο- συνόδευσαν τον Μενέα στα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Είναι η αθέατη πλευρά μακριά από τις νίκες, τις δάφνες, τα φώτα. Η προπόνηση, όμως, ήταν η ώθηση για να ονειρευτεί, η σιωπηρή πειθαρχία, το κίνητρο για να γίνει πρωταθλητής.
Ήταν πολύ σιωπηλός ο Μενέα. Τόσο εσωστρεφής, ώστε ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να τον σκιαγραφήσει με απόλυτη ακρίβεια. Διέθετε πτυχές που δεν είδαμε ποτέ, στοιχεία που δεν μπορούσαν να αποκρυπτογραφηθούν, γιατί ήταν ένας άνθρωπος με ελάχιστες αντιδράσεις, με λεπτές συμπεριφορές που μοιραζόταν με ελάχιστους ανθρώπους.
Κοινωνικά ήταν στα όρια του “ανένταχτου”, ανέβαινε -όχι κόντρα, αλλά- παράλληλα με το σύστημα, πάντα έξω απ’ το ρεύμα. Θεωρήθηκε σνομπ και “δύσκολος” γι’ αυτό από τον Τύπο, κατηγορήθηκε ως μεγαλομανής και υπερβολικά εγωπαθής. Εκείνος απλώς δεν κατάφερε να νιώσει όλον αυτόν τον κόσμο “δικό του”.
Συνήθιζε να λέει ότι δεν γίνεσαι ποτέ πρωταθλητής, αν δεν γίνεις πρώτα άνθρωπος. Αυτό σε άτομα που είχαν συνηθίσει να ακούν “προκατασκευασμένα” λόγια και δηλώσεις, ακουγόταν πάντοτε παράταιρο, εκτός πλαισίου. Μπορεί να ενοχλούσε η καταγωγή, η “ταπεινή” Avis Μπαρλέτα, στην οποία γαλουχήθηκε, ο πάντα “ενοχλητικός” Νότος.
Όσο οι χρόνοι βελτιώνονταν όμως, τόσο περισσότερο ήταν υποχρεωμένοι να ασχολούνται μαζί του.
Ακόμα κι ο Βιτόρι, όταν τον πρωτογνώρισε, είχε πει ότι «αυτό το κοκαλιάρικο παιδί αντί να τρέχει, πρέπει να φάει». Αυτή την ατάκα τού θύμισε γελώντας ο ίδιος ο Μενέα στο ορόσημο του ξεκινήματος της καριέρας του, όταν πρωτοείδε το 1968 στο Μεξικό, τον Αμερικανό Τόμι Σμιθ να πρωτεύει.
«Θα γίνω σαν κι αυτόν. Μάλλον όχι. Θα τον ξεπεράσω», είπε στον Βιτόρι και τότε ο Ιταλός δάσκαλος αναθεώρησε και τον πήρε μαζί του στο ομοσπονδιακό κέντρο της Φόρμια. Εκεί, του έβγαλε το λάδι, τον υποχρέωσε να τρέξει ακόμα και στις 8 το πρωί την πρωτοχρονιά του ’69, τον πίεσε στο όριο και πέρα απ’ αυτό.
Στα 17 του χρόνια, ο Πιέτρο ήταν ήδη ο πιο υποσχόμενος νέος Ιταλός σπρίντερ. Αν δεν είχε κοπεί λόγω “πολιτικής” από την Ομοσπονδία, θα είχε λάβει μέρος στο Πανευρωπαϊκό της Αθήνας το 1969. ήταν ούτως ή άλλως ο καλύτερος απ’ όλους στην προεπιλογή του Βιαρέτζιο. Τον έστειλαν με “τα δεύτερα” στο μίτινγκ της Ελβετίας, του καταρράκωσαν την ψυχολογία. Για ένα παιδί 17 ετών, η συγκεκριμένη συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι και λόγος να τα παρατήσει. Ο Πιέτρο, όμως, δούλεψε ακόμα περισσότερο, έβαλε στόχο να γίνει τόσο καλύτερος, ώστε να μην μπορεί να τον “κόψει” κανένας στο μέλλον. Σε λιγότερο από μια διετία ήταν ήδη φιναλίστ στα 200 μ. στο Ελσίνκι και είχε ήδη κατακτήσει το πρώτο του μετάλλιο στη σκυταλοδρομία της κούρσας 4x100.
Οι (πολύ) μεγαλύτεροι του σπρίντερς τον φώναζαν «Πιερέτο», ήταν ο βενιαμίν, ο πιτσιρίκος με τον κλειστό χαρακτήρα και την ήρεμη και μετριοπαθή συμπεριφορά.
Ο Μενέα δεν αντιδρούσε ποτέ, επέτρεπε την οικειότητα μέχρι το σημείο, όπου αισθανόταν καλά, πρόταξε την εσωτερική γαλήνη και έβλεπε μόνο τον στόχο.
Ο Βιτόρι είχε καταλάβει πια ότι διαπλάθεται ο επόμενος πρωταθλητής. Τον πήρε παράμερα, του εξήγησε ότι ο στίβος είναι γεμάτος με περισσότερες απογοητεύσεις παρά χαρές, ότι ο δρόμος που διάλεξε, είναι ο πιο δύσκολος και η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις.
Ο Πιέτρο τον κοίταξε στα μάτια και του είπε «Andiamo a Monaco» (=«Πάμε στο Μόναχο»). Στους πρώτους του Ολυμπιακούς Αγώνες τερμάτισε μόνο πίσω από τον Μπορζόφ και τον Αμερικανό Μπλακ. Παρά το απροσδόκητο Χάλκινο μετάλλιο, ήταν απογοητευμένος, πίστευε ότι μπορούσε να πάει καλύτερα.
Όταν την επόμενη χρονιά ταλαιπωρήθηκε και από τον πρώτο του σοβαρό τραυματισμό (μια οστεοχόνδρωση της ηβικής σύμφυσης), άπαντες στοιχημάτιζαν ότι ο ασθενής οργανισμός του θα λυγίσει. Ήταν πιθανόν το σημαντικότερο σταυροδρόμι της καριέρας του, η περίοδος, κατά την οποία δούλεψε πιο σκληρά και πιο επίμονα απ’ όλες.
Επέστρεψε διθυραμβικά στο Πανευρωπαϊκό της Ρώμης το ’74, αποθεώθηκε στο ταρτάν της Αιώνιας Πόλης, κατακτώντας το Χρυσό μετάλλιο στα 200! Θεώρησε ότι είχε γίνει πια “προφήτης στον τόπο του”, ότι τα κατάφερε. Ποτέ δεν είναι έτσι για έναν αθλητή του στίβου, ποτέ δεν θα είναι έτσι για κάθε αθλητή γενικότερα. Στο βάθος είναι πάντα ο επόμενος αγώνας, το επόμενο ρεκόρ, η επόμενη πρόκληση. Γιατί το κοινό ξεχνά πολύ γρήγορα τα δευτερόλεπτα μιας κούρσας, η οποία χρειάζεται άπειρες ώρες προετοιμασίας.
Η νέμεσις του Πιέτρο δεν ήταν πια ο Παλαμόλα, ήταν ο Μπορζόφ.
Ο Μενέα είχε μεταπηδήσει στην Alco Rieti, είχε επιλέξει έναν σύλλογο που παρείχε καλύτερες και πιο σύγχρονες συνθήκες, οι οποίες θα του επέτρεπαν να συναγωνιστεί επί ίσοις όροις τον τεράστιο Σοβιετικό αντίπαλό του. Η πρόκληση δεν ήταν πια ένα μετάλλιο, αλλά το σκήπτρο του καλύτερου Ευρωπαίου σπρίντερ.
Ο μύθος του Ουκρανού Μπορζόφ μέχρι σήμερα είναι τεράστιος, πρόκειται ίσως για έναν από τους μεγαλύτερους αθλητές όλων των εποχών. Ο Πιέτρο έμοιαζε υπνωτισμένος από τον μύθο του Σοβιετικού, θεωρούσε περισσότερο από υπέρβαση να σταθεί επάξια δίπλα του. Κι όμως το πάλεψε, το κυνήγησε, το πίστεψε ότι μπορεί να τον νικήσει.
Στην αρχή τον ξεπέρασε στα 200 μ., ο επόμενος στόχος έγιναν τα 100 μ., η διασημότερη κούρσα των κουλουάρ. Το καλοκαίρι του 1978 ήταν από τα πιο ασυνήθιστα στην Τσεχοσλοβακία. Βροχή, κρύο, κακοκαιρία καθ’ όλη τη διάρκεια του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στίβου.
Στην Πράγα, όμως, ο Πιέτρο ξεπέρασε εαυτόν. Κι αν στα 200 μ. ήταν το φαβορί και το Χρυσό ήρθε “αναμενόμενα”, με τη νίκη του στα 100 μ. μπήκε στο πάνθεον, στο οποίο μέχρι τότε άνηκαν μόνον τέσσερεις αθλητές-ιερά τέρατα: ο Τίνους Όσενταρπ το 1938, ο Χάιντζ Φούτερερ το 1954 και ο Βαλερί Μπορζόφ το 1971.
Είχε ήδη διαγράψει τη δική του πορεία στην ιστορία του ιταλικού και παγκόσμιου αθλητισμού, του έλειπε, όμως, το ρεκόρ. Το παγκόσμιο ρεκόρ. Στο Μέξικο Σίτυ το 1979, είχε έρθει η στιγμή της αποθέωσης, της αιώνιας δόξας, του λόγου, για τον οποίον αυτή την ώρα διαβάζετε αυτό το κείμενο.
Ήταν η ώρα του «βέλους». «La freccia».
Είχε φτάσει στην Αμερική, έχοντας μια τρομερή σεζόν πίσω του, με απανωτά ρεκόρ Ιταλίας και πολλές (άνετες) νίκες. Ο προπονητής του επαναλάμβανε ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες, ότι η Ιταλία το είχε περισσότερη ανάγκη από ποτέ.
Ήταν η πιο σκληρή χρονιά από τα «Μολυβένια χρόνια», η μαύρη περίοδος της ιστορίας, όταν στη γείτονα ζούσαν έναν εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης. Ερυθρές Ταξιαρχίες, Άλντο Μόρο, τρομοκρατικές επιθέσεις, δολοφονίες, έκρηξη βίας. Η Ιταλία ζούσε σε καθεστώς φόβου, με τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια, με χαμένο το μεγαλύτερο ανθρώπινο εφόδιο, για να κοιτάξει μπροστά: την ελπίδα και την αισιοδοξία.
Ήταν 12 Σεπτεμβρίου του 1979, 15:15 ώρα Μεξικού, 23:15 ώρα Ιταλίας. Μια πολύ ζεστή μέρα στο Μεξικό και μια πολύ υγρή νύχτα στη μπότα. Στο στάδιο, ένας περίεργος, σχεδόν ενοχλητικός, άνεμος. Ο Πιέτρο ήταν ήρεμος. Είχε φάει τα σπαγγέτι του με μια στεγνή μπριζόλα, είχε συγκεντρωθεί, αισθανόταν έτοιμος.
Μέσα του ήξερε καλά ότι ήταν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες -αν όχι η τελευταία- να σπάσει το ρεκόρ. Το στάδιο ήταν σχεδόν έρημο, σιγά-σιγά πλησίαζε και μια καλοκαιρινή μπόρα που θα κατέστρεφε το οποιοδήποτε πλάνο. Οι δρομείς παίρνουν τις θέσεις τους. Ο Πιέτρο δεν βλέπει κανέναν, αντίπαλός του είναι μόνο το χρονόμετρο στο μυαλό του. Δεν έτρεξε! “Πέταξε”! Τα 19 δευτερόλεπτα και 72 δέκατα που έτρεξε την κούρσα, στοίχειωσαν τα 200 μ. για 17 ολόκληρα χρόνια. Το παγκόσμιο ρεκόρ το κατέρριψε μόνο ο “βιονικός” Μάικλ Τζόνσον.
Η Ιταλία βγήκε στον δρόμο, ξέσπασε, έβγαλε από μέσα της πολλά, για χάρη εκείνης της κούρσας του Πιέτρο. Ήταν η αφορμή για να ομονοήσουν μέχρι πρότινος “ορκισμένοι”εχθροί, για να ξαναμιλήσουν αδέρφια που είχαν χωριστεί, επειδή είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Το χάρηκε με την ψυχή του. Γύρισε στον Βιτόρι και του είπε ότι μετά και από το Χρυσό στους Ολυμπιακούς “θα πατήσει φρένο”.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μόσχας το 1980 δεν έγιναν σε καλό φεγγάρι. Πολλές δυτικές χώρες είχαν μποϊκοτάρει τους Αγώνες, για να διαμαρτυρηθούν για την εισβολή στο Αφγανιστάν από τον Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό. Αθλητές από τις Η.Π.Α., τη Δυτική Γερμανία, τον Καναδά, την Ιαπωνία και άλλα μεγάλα έθνη είχαν μείνει πίσω. Αρχικά, δεν επρόκειτο να συμμετάσχει και η Ιταλία, η σαφής κυβερνητική εντολή ήταν η αποστολή να μην πάει στη Μόσχα.
Η ιταλική ομοσπονδία, επιδεικνύοντας μια απαράμιλλη και σοφή αυτονομία, δεν υπάκουσε, παρά το γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση απείλησε με πολλούς τρόπους. Αρνήθηκε στην ιταλική αντιπροσωπεία να χρησιμοποιήσει την ονομασία Ιταλία και τη σημαία της χώρας, κάλεσε εσπευσμένα, ωσάν σε επιστράτευση, όλους τους αθλητές που δεν είχαν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, πίσω στην πατρίδα, επέβαλε κυρώσεις.
Ο Πιέτρο ήταν 28, είχε ήδη εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, ούτως ή άλλως, όμως, δεν θα το έχανε με τίποτα. Παρά την ψυχολογική πίεση και τις παλινωδίες στην αποστολή, παρά τον κακό όγδοο διάδρομο, ο Πιέτρο Μενέα πάτησε το ταρτάν, όπως τότε στα 17 στη Φόρμια. Ξεκίνησε άσχημα, έμεινε πίσω, 50 μέτρα πριν το τέλος έμοιαζε να κυνηγάει το απίθανο, το ακατόρθωτο, αφού ο Γουέλς ήταν (σχεδόν βέβαια) απροσπέλαστος. Εκεί, ξεκίνησε η μεγαλύτερη αντεπίθεση στην ιστορία του κλασικού αθλητισμού, ένα ντεμαράζ που έμεινε στο διηνεκές, επειδή το “έντυσε” και το αξέχαστο σχόλιο του αείμνηστου Ιταλού sportscaster, Πάολο Ρόζι:
«… ανακάμπτει… ανακάμπτει… ανακάμπτει… ανακάμπτει… ανακάμπτει… κερδίζει… ΚΕΡΔΙΣΕ»!
Ο Πιέτρο κέρδισε. Έδειξε με τον δείκτη τον ουρανό, έκανε μια βαθειά υπόκλιση και έμεινε για πάντα στην ιστορία. Ήταν πια ο κορυφαίος λευκός σπρίντερ όλων των εποχών. ακόμα είναι.
Δεν έκλεισε την καριέρα του στη Μόσχα, τερμάτισε τιμητικά στην 4η θέση το 1984 στο Λος Άντζελες. Στα 36, μπήκε -φουσκωμένος από υπερηφάνεια, με τη σημαία της Ιταλίας- στη Σεούλ, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988. Ήταν από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των Αγώνων.
Πήρε τέσσερα πτυχία, έγινε λογιστής, δικηγόρος, καθηγητής φυσικής αγωγής, προπονητής, πολιτικός, ευρωβουλευτής. Έσβησε πρόωρα, στις 21 Μαρτίου του 2013, μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο στο πάγκρεας. Ήταν η μοναδική μάχη που έχασε στη ζωή του.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro