Γεννήθηκα το 1972 στη Βρύση, ένα μικρό χωριό της Εύβοιας κοντά στην Κύμη.
Πατέρα δεν γνώρισα, σκοτώθηκε σε εργατικό δυστύχημα, όταν ήμουν δύο χρόνων. Η μητέρα μου έμεινε χήρα πολύ νέα, στα 32 της χρόνια έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της εμένα και τ’ αδέλφια μου. Μοναδικά της στηρίγματα ο παππούς μου, ο Γιώργης, του οποίου έχω πάρει και το όνομα, και ο αδελφός της, ο θείος μου, ο Λάμπρος, ο οποίος μας στάθηκε σαν πατέρας.
Από πιτσιρικάς, το όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Πάντα έπαιζα με μια μπάλα στην αυλή του σπιτιού μας και το γήπεδο του χωριού. Από τα 14 μου είχα βγάλει δελτίο και με κατέβαζαν στο Αντρικό της Αθλητικής Ένωσης Βρύσης, στη Γ’ κατηγορία του Τοπικού Εύβοιας.
Ήμασταν λίγα παιδιά το χειμώνα, αυτά που μέναμε μόνιμα στο χωριό. Μαζευόμασταν περισσότερα το καλοκαίρι που έρχονταν και οι Αθηναίοι για διακοπές.
Ένα απ’ αυτά τα καλοκαιρινά απογεύματα, πριν καν κλείσω τα 15 μου, με είδε να παίζω ένας μεγαλύτερος σε ηλικία συντοπίτης μου, ο μετέπειτα κουμπάρος μου, Νίκος Ευαγγελινός. Είχε έρθει με την οικογένειά του να περάσει το καλοκαίρι στον τόπο καταγωγής του.
Έφερε τα παιδιά του να παίξουν στο χωμάτινο γήπεδο και είδε εμάς τους μεγαλύτερους να παίζουμε.
Ο Νίκος, φανατικός Παναθηναϊκός, πήγε στο καφενείο του χωριού κι έπιασε τον θείο μου, τον Λάμπρο. «Ο μικρός έχει ταλέντο», του είπε και συνέχισε «γιατί δεν τον πάτε κάπου να δοκιμαστεί;». Του είχε κάνει εντύπωση το πώς έπαιζα, ένα παιδί ανάμεσα σε 20χρονους και 25χρονους!
Αυτό το είπε γιατί είχε διαβάσει τότε στην «Αθλητική Ηχώ» ότι λίγες μέρες αργότερα θα γίνουν δοκιμές για παιδιά 12-16 ετών στην Παιανία από τον Παναθηναϊκό.

Απρίλιος 1999: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Παναθηναϊκού / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο θείος μου τον άκουσε. Δεν ήταν αρνητικός, αλλά έπρεπε να μιλήσουμε και να πείσουμε και τη μητέρα μου, την κυρά Στέλλα, να με αφήσει να φύγω από το χωριό και να πάω στην Αθήνα για να δοκιμαστώ.
Μα πώς να δεχθεί, όταν το μεγαλύτερο δρομολόγιο που είχα κάνει ως τότε ήταν 15 λεπτά με το λεωφορείο μέχρι τις Κονίστρες, για να πάω στο Γυμνάσιο;
Ήταν λοιπόν αρνητική στην αρχή. Δεν ήθελε να με αφήσει και με το δίκιο της.
Αλλά εγώ ήθελα να δοκιμαστώ. Από την πρώτη στιγμή δεν είχα ούτε ενδοιασμό ούτε φόβο. Δεν ήξερα όμως αν μπορώ να ανταποκριθώ. Αν θα τα καταφέρω. Μέχρι τότε έπαιζα μόνο σε χωμάτινα, δεν ήξερα καν πως είναι τα γήπεδα με χορτάρι.
Με τα πολλά και βλέποντας την επιμονή μου και πόσο το ήθελα, μου έδωσε τη συγκατάθεσή της. Με την προϋπόθεση ότι θα πάω μόνο για την εμπειρία και θα γυρίσω.
Στο λεωφορείο για Αθήνα
Όταν ήρθε εκείνη η μέρα, μπήκα πρωί-πρωί στο ΚΤΕΛ και ήρθα στην πρωτεύουσα. Μικρό παιδάκι μόνο του, με μια τσάντα που είχε μια αλλαξιά ρούχα και ένα ζευγάρι φθαρμένα ποδοσφαιρικά παπούτσια.
Το απόγευμα πήγα στην οδό Τσόχα, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, απέναντι από την παιδική χαρά. Εκεί ήταν το ραντεβού, για να πάμε όλοι μαζί οι υποψήφιοι για δοκιμή στην Παιανία. Στη Λεωφόρο τους υποψηφίους υποδέχονταν ο Στέφανος Αρών, ο εμβληματικός φροντιστής του Παναθηναϊκού για πολλά χρόνια, και ο Γιάννης Παπασταύρου, ο Έφορος της ομάδας.
Μόλις φτάσαμε στην Παιανία και άνοιξε η πύλη των εγκαταστάσεων, μαγεύτηκα. Μύριζα το χόρτο και έβλεπα να παίζουν τα παιδιά από τα προηγούμενα γκρουπ δοκιμών που ήταν εκεί. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική.
Όταν ήρθε η σειρά μας, χωριστήκαμε σε δύο ομάδες για να παίξουμε διπλό. Υπεύθυνος της ακαδημίας ήταν ο Μάικ Γαλάκος, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Γερμανία για να αναλάβει αυτό το πόστο.
Πήρα φανέλα και σορτσάκι και μπήκα να παίξω. Απέναντι σε παιδιά της ηλικίας μου, ενώ μέχρι τότε, στην ομάδα του χωριού, έπαιζα με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία. Με άντρες.

Ιούλιος 1987: Ο Μάικ Γαλάκος εξηγεί στην «Αθλητική Ηχώ» το πλάνο του για τις ακαδημίες του Παναθηναϊκού.
«Από πού έρχεσαι; Σε ποια ομάδα παίζεις»;
Η δοκιμή ξεκίνησε. Έκανα τέσσερεις-πέντε ενέργειες πολύ καλές. Έχουν-δεν έχουν περάσει 15 λεπτά και ο Γαλάκος με βγάζει έξω. Με φωνάζει κοντά του. Εγώ, θέλοντας να παίξω κι άλλο, παραξενεύτηκα. Νόμιζα ότι τα είχα κάνει όλα λάθος.
«Σε ποια ομάδα παίζεις μικρέ; Ποιος είναι ο προπονητής σου;», με ρωτάει. «Δεν είμαι από κάποια ακαδημία, δεν έχω προπονητή. Αυτοδίδακτος είμαι, στο χωριό παίζω με τα άλλα παιδιά, στο Γ’ Τοπικό της Εύβοιας», του απάντησα.
«Ποιος σε έχει φέρει εδώ;», συνέχισε ο Γαλάκος. «Τον έχει φέρει ένας κύριος, θα τον φωνάξω», απάντησε ο Παπασταύρου. Έρχεται ο Ευαγγελινός κοντά μας και ο Γαλάκος τού λέει «το παιδί θα το πάρουμε στο Παιδικό του Παναθηναϊκού. Υπάρχει σπίτι στους Αμπελόκηπους. Θα μείνει μαζί με δύο άλλα παιδιά, θα πηγαίνει στο σχολείο εκεί δίπλα με τα πόδια και το απόγευμα θα τους φέρνει πούλμαν στην προπόνηση».
Εκείνος τους απάντησε ότι δεν είναι γονιός ή κηδεμόνας μου, απλώς ήταν ο άνθρωπος που με έφερε. Τους εξήγησε ότι θα πρέπει να μιλήσουν με την οικογένειά μου.
Εγώ ήμουν… στον κόσμο μου. Ενθουσιασμένος, γιατί είδα ότι μπορούσα να αντεπεξέλθω στο κορυφαίο επίπεδο της ηλικίας μου. Γυρνάω μες στην τρελή χαρά στο χωριό, μπαίνω στο σπίτι και πάω στη μητέρα μου.
«Μάνα, με πήρανε στον Παναθηναϊκό»!
Εκείνη όμως δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. «Ποιος σε πήρε; Ποιος Παναθηναϊκός; Δεν είπαμε θα πας για μια φορά να δεις και θα γυρίσεις»; Δεν το συζητούσε καν, ήταν αρνητική και τώρα πια μπορώ φυσικά να καταλάβω τους ενδοιασμούς της και τον τρόπο που σκεφτόταν.
Στο μυαλό της -η αλήθεια ήταν πως- είχε δίκιο. Πώς θα πάει ένα μικρό και άβγαλτο παιδί, ούτε καν 15 ετών, το οποίο μόλις έχει τελειώσει τη Γ’ Γυμνασίου, από το χωριό στην Αθήνα; Οι εποχές ήταν διαφορετικές. Δεν υπήρχαν κινητά, βιντεοκλήσεις, ήταν πολύ δύσκολη η επικοινωνία. Όλα ήταν πολύ δύσκολα.
Εγώ στεναχωρήθηκα πολύ. Έβαλα τα κλάματα. Ήθελα τόσο πολύ να πάνω στην Αθήνα και τον Παναθηναϊκό. Να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.

Ο Γιάννης Παπασταύρου, ιστορικός Έφορος ακαδημιών του Παναθηναϊκού από το 1956 μέχρι το 2000.
Με την ευχή της μάνας
Από την ομάδα άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνα στο σπίτι μας. Να ρωτάνε τι θα γίνει. Η μητέρα μου συνέχιζε να φοβάται. Να έχει τους ενδοιασμούς της.
Η ομάδα όμως επέμεινε. Της εξήγησαν πού θα μένω, ότι θα έχω κηδεμόνα, ότι υπάρχουν ωράρια, σχολείο, υποχρεώσεις. Ότι όλες οι παροχές είναι δωρεάν και παράλληλα θα παίρνω και χρήματα ως οδοιπορικά.
«Έχεις την ευχή μου παιδί μου. Να πας. Περισσότερο από το να γίνεις ένας καλός ποδοσφαιριστής, εμένα με ενδιαφέρει να γίνεις ένας καλός άνθρωπος», μου είπε μετά από λίγες μέρες. Τη θυμάμαι ακόμη αυτή τη στιγμή με συγκίνηση. Είδε στα μάτια μου πόσο το ήθελα.
Δεν πείστηκε τόσο από αυτά που της είπαν από την ομάδα όσο από τη δική μου θέληση και αποφασιστικότητα. Αυτά την έκαναν να ξεπεράσει τους φόβους της.
Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής. Ίσα-ίσα, ήταν περήφανη εκεί στο χωριό που όλοι της έλεγαν πόσο καλός είμαι στο ποδόσφαιρο. Αλλά παράλληλα ήταν και μια ηρωίδα. Είχε πάλεψε πολύ όλα αυτά τα χρόνια που ήταν χήρα για να μην μας λείψει τίποτα. Ήταν φυσικό να είναι υπερπροστατευτική.
Το πρωί μαθητής, το απόγευμα ποδοσφαιριστής
Το σπίτι στην Αθήνα που μας παρείχε η ομάδα ήταν ένα διαμέρισμα στον οδό Κόνιαρη, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Συγκατοίκησα με δύο μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά, ένα από την Καβάλα κι ένα από τη Θεσσαλονίκη. Ο καθένας μας είχε το δωμάτιό του.
Δύο λεπτά με τα πόδια πιο πάνω, στην Αρματολών και Κλεφτών, στα τότε γραφεία του Παναθηναϊκού, είχε λέσχη με εστιατόριο για να τρώμε. Λίγο πιο κάτω, προς την Τσόχα, πάλι δύο λεπτά με τα πόδια, ήταν το σχολείο μου, το 3ο Λύκειο Αθηνών. Και προς την πλευρά της Αλεξάνδρας ήταν το περίπτερο που είχε τηλέφωνο με κέρματα για να παίρνω δύο φορές την εβδομάδα τη μητέρα μου. Σπίτι δεν είχαμε τηλέφωνο. Ούτε φυσικά υπήρχαν κινητά.
Κάθε πρωί που πήγαινα με την τσάντα στην πλάτη και κάθε μεσημέρι που επέστρεφα σπίτι, κοιτούσα το γήπεδο της Λεωφόρου και ονειρευόμουν πότε θα γίνω επαγγελματίας και θα φορέσω τη φανέλα της αντρικής ομάδας.

Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Κάθε μεσημέρι στις 15:00 ήταν το ραντεβού μας στη Θύρα 11. Εκεί μαζευόμασταν όλα τα παιδιά του Παιδικού, του Εφηβικού και των Ερασιτεχνών που μέναμε κέντρο και πηγαίναμε με το πούλμαν στην Παιανία.
Όλα τα παιδιά της ακαδημίας έπαιρναν από τον Γιώργο Βαρδινογιάννη τα οδοιπορικά τους. Άλλος ερχόταν από τα Πατήσια, άλλος από το Περιστέρι, άλλος από το Γαλάτσι. Άλλοι έμεναν πιο κοντά και δεν έπαιρναν το πούλμαν. Ανάλογα όμως την απόσταση, ο Πρόεδρος κάλυπτε τα έξοδα όλων των παιδιών. Είτε για εισιτήριο λεωφορείου και ηλεκτρικού είτε για ταξί. Τα πλήρωνε για όλους ανεξαιρέτως.
Εγώ εκείνη την εποχή, το 1986, έπαιρνα 50.000 δραχμές τον μήνα, επειδή ήμουν από επαρχία. Ήταν ένα ποσό που μου έφτανε και με το παραπάνω για να συντηρηθώ, ήταν πολλά χρήματα για την εποχή.
Φτάνοντας στην Παιανία, μπαίναμε στο μεγάλο τροχόσπιτο που υπήρχε για να αλλάξουμε. Την επόμενη χρονιά χτίστηκαν αποδυτήρια και έπειτα από δύο χρόνια φτιάχτηκε και ο ξενώνας με τα δωμάτια.
Προπονητές μου τότε ήταν ο Μάικ Γαλάκος, ο Τάκης Οικονομόπουλος και ο Κώστας Μάρκου.
Προσαρμόστηκα πολύ εύκολα, γιατί ήμουν πολύ τυπικός και σωστός στις υποχρεώσεις μου. Σχολείο, προπόνηση και σπίτι.
Αυτή ήταν και η μοναδική συμβουλή που μου είχε δώσει η μητέρα μου, όταν έφυγα από το χωριό. «Αφού το αγαπάς τόσο πολύ, να μη δώσεις ποτέ κανένα δικαίωμα. Να είσαι ευγενικός και να σέβεσαι τους πάντες. Και να μη ζητήσεις ποτέ τίποτα παραπάνω. Να είσαι ευγνώμων με ό,τι έχεις», μου είχε πει. Και ό,τι της υποσχέθηκα το έκανα.
Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη μου χρονιά στο Παιδικό. Ήταν στο Τοπικό Πρωτάθλημα της Αθήνας. Αντίπαλοι ο Πανιώνιος, η ΑΕΚ, ο Απόλλωνας, ο Παπάγου, η Αγία Παρασκευή, ο Χολαργός. Εντός έδρας παίζαμε στη Λεωφόρο, ενώ η πρώτη ομάδα έπαιζε στο Ολυμπιακό στάδιο. Εκεί πηγαίναμε ως ballboys σε κάποια παιχνίδια.
Ήταν μια πολύ ωραία χρονιά, πήγα πολύ καλά, σαν να έπαιζα χρόνια στην ομάδα.
Οι προπονητές μου έλεγαν ότι ήμουν ένα σπάνιο ταλέντο, τους είχε κάνει τρομερή εντύπωση ότι χρησιμοποιούσα το ίδιο αποτελεσματικά και τα δύο πόδια.

Ο Γιώργος Ποδαράς (καθιστός, στο μέσον) μέλος της ομάδας Εφήβων του Παναθηναϊκού / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Ένας έφηβος ανάμεσα σε άντρες
Την επόμενη χρονιά, στο Εφηβικό, είχα προπονητή τον Τάκη Δημητρίου, παίκτη του Παναθηναϊκού την εποχή του Wembley. Δεν έχω κλείσει ακόμη τα 17 μου.
Κάποιες Δευτέρες και Πέμπτες, μετά από αγώνες Πρωταθλήματος, Κυπέλλου ή Ευρώπης, επειδή δεν έκαναν όλοι οι παίκτες προπόνηση, ο Βασίλης Δανιήλ με είχε διαλέξει για να ανεβαίνω και να βοηθάω στην προπόνηση της πρώτης ομάδας.
Παρότι υπήρχαν παιδιά 20 και 21 ετών από το Ερασιτεχνικό, εκείνος με είχε ξεχωρίσει και με ζητούσε από τους προπονητές μου.
Μέσα σε έναν χρόνο λοιπόν, εγώ, ένα ορφανό παιδί από ένα χωριό της Εύβοιας, τη μια μέρα έπαιζα με τους Εφήβους, την επόμενη μέρα ήμουν ballboy στο ΟΑΚΑ -με τη Γιουβέντους ή τη Χόνβεντ και 80.000 κόσμο να φωνάζει και να δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα που ονειρευόμουν να ζήσω κι εγώ ως παίκτης- και την μεθεπόμενη έκανα προπόνηση στο Αντρικό, με τα ινδάλματά μου!
Με τον Σαργκάνη, τον Σαραβάκο, τον Ζάετς, το Ρότσα, τον Πάρη Γεωργακόπουλο, τον Κώστα Μαυρίδη, τον Κώστα Αντωνίου και όλους εκείνης της θρυλικής ομάδας.
Αυτό έγινε, γιατί, όποτε η ομάδα είχε παιχνίδι στην Αττική και διανυκτέρευε το Σάββατο στην Παιανία, το πρωί της Κυριακής ο κύριος Δανιήλ αλλά και πολλοί παίκτες της αντρικής κατέβαιναν στο γήπεδο, αν παίζαμε με το Εφηβικό, για να μας δουν.
Έτσι, είχε σχηματίσει εικόνα για μένα και, όποτε ήθελε κάποιον για να συμπληρώσει στο διπλό, έλεγε στον Γαλάκο «πες του Ποδαρά να ανέβει».
Και αυτό γινόταν δυο-τρεις φορές τον μήνα τουλάχιστον. Εκείνη την εποχή τα ρόστερ των ομάδων δεν ήταν όπως τώρα, με 30 παίκτες. Δεν υπήρχε 18άδα αλλά 16άδα και οι αλλαγές σε κάθε παιχνίδι ήταν δύο. Έτσι, κάθε ομάδα είχε το πολύ 21-22 παίκτες και, όποτε υπήρχαν απουσίες, δεν έβγαινε το διπλό. Έπρεπε να συμπληρώσει με μικρούς.

Ο Γιώργος Ποδαράς με την ομάδα Νέων του Παναθηναϊκού και ως ball boy στον αγώνα με αντίπαλο τη Χόνβεντ / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Ο πρώτος ένοικος της Παιανίας
Τα τρία χρόνια του Λυκείου έμεινα στο σπίτι της οδού Κόνιαρη. Μετά μετακόμισα στο αθλητικό κέντρο της Παιανίας, καθώς χτίστηκε ο ξενώνας. Ήμουν ο πρώτος που μπήκα στις νέες εγκαταστάσεις για να μείνω.
Μετά από εμένα ήρθαν ο Καραγκούνης, ο Γκούμας, ο Χαλκιάς, ο Γιώργος Καφφές, όλοι παιδιά από επαρχία, αλλά και ο Χούτος, αν και Αθηναίος, ο οποίος δύο χρόνια μετά έφυγε για Ιταλία. Πέρασαν και άλλα πολλά παιδιά τα επόμενα χρόνια, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να παίξουν επαγγελματικά.
Οι εγκαταστάσεις, εκτός από τα δωμάτια, διέθεταν εσωτερική πισίνα, φυσικοθεραπευτήριο, εστιατόριο, αίθουσα αναψυχής και γενικά παρείχαν όλες τις ανέσεις που χρειάζεται ένας παίκτης μακριά από το σπίτι του για να αισθάνεται άνετα. Πράγματα πρωτόγνωρα για την εποχή.
Παράλληλα με τις ανέσεις όμως, υπήρχε και ένα σφιχτό πρόγραμμα που έπρεπε να ακολουθείς κατά γράμμα. Υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία και πολύ αυστηρά κριτήρια για να γίνει ένα παιδί δεκτό. Δεν μπορούσαν όλοι να προσαρμοστούν, κάποιοι έφυγαν.
Η Παιανία ήταν το όνειρο του Γιώργου Βαρδινογιάννη. Και, ναι, έγινε μεν για την πρώτη ομάδα κυρίως, ωστόσο το όραμα του «Καπετάνιου» ήταν πάντα η ενίσχυση της ακαδημίας.
Γι’ αυτό και έπαιρνε εσώκλειστα από εκείνα τα χρόνια παιδιά από την επαρχία, ταλέντα από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Ήθελε μέσα από αυτή τη διαδικασία να βγάζει κάθε χρόνο δυο-τρεις παίκτες έτοιμους για την πρώτη ομάδα.

Ο Γιώργος Ποδαράς μέλος της ομάδας Εφήβων του Παναθηναϊκού / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Το πόσο σημασία έδινε στους μικρούς ο Γιώργος Βαρδινογιάννης το καταλάβαμε ένα βράδυ στο δείπνο. Όποτε ήταν στον ξενώνα η πρώτη ομάδα, οι μικροί τρώγαμε το βραδινό μας περίπου μια ώρα πριν από τους μεγάλους.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν έτυχε να είναι εκεί μαζί μας και ο Πρόεδρος. Ο υπεύθυνος του εστιατορίου λέει «τελειώνετε παιδιά, για να στρώσουμε για τους μεγάλους». Μόλις το ακούει αυτό ο Βαρδινογιάννης του λέει αυστηρά «τα παιδιά δεν θα σηκωθούν, πριν τελειώσουν. Θα φάνε με την ησυχία τους. Ας έρθουν οι μεγάλοι λίγο αργότερα».
Κάθεται μαζί μας και αρχίζει να μας ρωτάει αν περνάμε καλά, αν είμαστε ευχαριστημένοι κι αν μας λείπει κάτι. Ο Πρόεδρος αγαπούσε πολύ όλα τα παιδιά και έδειχνε με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον του.
Λίγο αργότερα παρατηρεί ότι όλοι τρώμε το ίδιο φαγητό. «Σας αρέσουν τα φαγητά;», μας ρώτησε. Τα φαγητά ήταν όντως πολύ ωραία, οπότε απαντήσαμε όλοι θετικά.
«Βλέπω όμως ότι όλοι τρώτε το ίδιο φαγητό. Δεν έχετε επιλογές»; Του είπαμε ότι κάθε μέρα υπάρχει ένα φαγητό. Δεν είπε κάτι. Σηκώθηκε και πήγε μέσα στην κουζίνα. Οι φωνές του ακούγονταν μέχρι έξω. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε!
Όπως μάθαμε μετά, είχε δώσει από την αρχή εντολή να υπάρχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικά φαγητά κάθε μέρα, ώστε να μπορούμε να διαλέξουμε, αν κάτι δεν μας άρεσε. Έγινε χαλασμός και έκτοτε δεν είχαμε μόνο ένα φαγητό στο μενού.

Ο Γιώργος Ποδαράς (πρώτος από δεξιά) με την ομάδα Νέων του Παναθηναϊκού / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Το τουρνουά στη Γαλλία, ο Ζάετς και ο Όσιμ
Στα 18 μου χρόνια, στο Εφηβικό, προπονητής είναι ο Νίκος Καρούλιας και θα συμμετάσχουμε σε ένα τουρνουά Νέων στη Γαλλία. Το διοργανώνουν η εφημερίδα «Équipe» και ο Μισέλ Πλατινί στην πόλη Λανς, με τη συμμετοχή ομάδων της ίδιας ηλικίας από όλη την Ευρώπη.
Από εκεί που δεν το περιμένει κανείς, θα πάρουμε το Κύπελλο κι εγώ θα αναδειχθώ καλύτερος παίκτης του τουρνουά! Οι εφημερίδες κάνουν αφιερώματα στην ομάδα, τα κανάλια μάς περιμένουν στην επιστροφή στο αεροδρόμιο!
Τεχνικός Διευθυντής της ακαδημίας του Παναθηναϊκού έχει αναλάβει ο μεγάλος Βέλιμιρ Ζάετς. Μου άρεσε πολύ, όταν τον έβλεπα να αγωνίζεται, και τώρα θα δούλευα μαζί του.
Όταν με πρωτοείδε, ήμουν ένας παίκτης που ντρίμπλαρε πολύ, σκόραρε αρκετά και έδινε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην επίθεση απ’ ό,τι στην άμυνα.
«Είσαι πολύ καλός μικρέ, αλλά, έτσι όπως παίζεις, αν σε στείλω στο πάνω γήπεδο στην πρώτη ομάδα να κάνεις προπόνηση με τον Όσιμ, θα σου κάνει ένα τάκλιν ο Καλιτζάκης και θα σε στείλουν πάλι κάτω. Πρέπει λοιπόν να αλλάξεις τον τρόπο παιχνιδιού σου. Να παίζεις γρήγορα, με τη μια τη μπάλα, και φυσικά να πάμε στο γυμναστήριο να δυναμώσεις», μου είπε.
Ο Ζάετς ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε τα μυστικά της θέσης του χαφ. Μου έκοψε τις πολλές ντρίμπλες και με έβαλε και σκεφτώ διαφορετικά.
Και μπορεί εγώ το βράδυ να ξάπλωνα στο κρεβάτι στεναχωρημένος στην αρχή, ωστόσο σε βάθος χρόνου κατάλαβα πως ό,τι έλεγε το έλεγε για το καλό μου, για να μπορέσω να γίνω πιο ολοκληρωμένος παίκτης και να εξελιχθώ.
Έτσι από κλασικό “10άρι” έγινα περισσότερο “8άρι”. Έβλεπα κι εγώ ότι εκεί έχω μεγαλύτερη προοπτική να κάνω καριέρα. Σύντομα λοιπόν προωθήθηκα μόνιμα στην πρώτη ομάδα με προπονητή τον σπουδαίο Ίβιτσα Όσιμ.

Ο Γιώργος Ποδαράς μέλος της ομάδας Νέων του Παναθηναϊκού που συμμετείχε στο Τουρνουά της «Équipe» το 1992 / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Είναι το καλοκαίρι των μεγάλων αλλαγών για μένα, με την ενηλικίωσή μου.
Με καλές στιγμές, όπως αυτό το τουρνουά στο εξωτερικό και την προώθησή μου στην πρώτη ομάδα, αλλά και πολύ κακές, όπως ο θάνατος της μητέρας μου.
Είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση που βιώνω, πολύ δύσκολο να τη διαχειριστώ. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι ότι τα τελευταία αυτά χρόνια, λόγω της μετακόμισής μου στην Αθήνα, δεν έχω ζήσει τη μάνα μου όσο θα ήθελα. Μόνο καλοκαίρια και γιορτές.
Έστω όμως και με αυτή την κακή ψυχολογία, πάω στην προετοιμασία με την πρώτη ομάδα, στη Γερμανία. Με συμπαίκτες όπως ο Σαραβάκος, ο Βαζέχα και πολλοί-πολλοί ακόμα. Σε εποχές με 16άδα ακόμη, δύο αλλαγές στο ματς και μόνο τρεις ξένους κάθε ομάδα. Ο Παναθηναϊκός είχε τον Βάντσικ, τον Βαζέχα και τον Μπορέλι.
Ο Αργεντινός δεν ήρθε στην προετοιμασία, καθώς από την προηγούμενη σεζόν δεν είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Δανιήλ. Είχε φύγει και τελικά επέστρεψε τέλος Σεπτεμβρίου. Συνεπώς, άδικα κατηγορούν τον Όσιμ ότι δεν τον χρησιμοποιούσε στην αρχή. Ο Όσιμ τον αξιοποίησε, μόλις ο Αργεντινός κάλυψε το χαμένο έδαφος και απέκτησε τη φυσική κατάσταση που έπρεπε για να αγωνίζεται.
Ο Όσιμ ήταν ένας προπονητής πολύ μπροστά από την εποχή του. Στην προετοιμασία κάναμε πράγματα που ακόμα και οι έμπειροι και φτασμένοι παίκτες της ομάδας δεν είχαν δει ποτέ.
Έβαλε μπάλα στην προπόνηση από την πρώτη μέρα της προετοιμασίας. Αυτό δηλαδή που γίνεται σήμερα το έκανε πριν από 35 χρόνια, σε εποχές που τις πρώτες δύο εβδομάδες υπήρχαν τρεις προπονήσεις την ημέρα και μόνο τρέξιμο, τρέξιμο και πάλι τρέξιμο, χωρίς καθόλου μπάλα. Μάλιστα, έλεγαν τότε οι παλαιότεροι ότι, αν δεν μπορείς να βγάλεις τέτοια προετοιμασία, δεν κάνεις για ποδόσφαιρο.
Αντίθετα, ο Όσιμ από την πρώτη μέρα δούλευε πάνω στη σωστή κυκλοφορία και την κατοχή της μπάλας. Ένας παίκτης τον ρώτησε κάποια στιγμή «μίστερ, δεν θα τρέξουμε πρώτα κανένα μισάωρο;». Εκείνος χαμογέλασε, μόλις άκουσε τη μετάφραση από τον συνεργάτη του, τον Δημήτρη Παναγιωτάκη, και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-«Τι άθλημα κάνουμε»;
-«Ποδόσφαιρο».
-«Στο ποδόσφαιρο τρέχουμε γύρω-γύρω ή παίζουμε με τη μπάλα; Γύρω-γύρω τρέχουν οι αθλητές του στίβου και τα άλογα στον ιππόδρομο. Εμείς παίζουμε ποδόσφαιρο».

Ο Ίβιτσα Όσιμ, μαζί με τον συνεργάτη του, Δημήτρη Παναγιωτάκη, σε μάθημα τακτικής σε προπόνηση του Παναθηναϊκού. Διακρίνονται επίσης: οι Γιώτσας, Αποστολάκης, Φρατζέσκος, Μαραγκός, Μάρκος, Μαυρίδης, Καλαντζής / Photo by: INTIME.
Η προπόνηση του Όσιμ ήταν 70-75 λεπτά το πολύ. Κάποιοι στην αρχή γελούσαν ότι δεν θα προλάβουμε να κάνουμε τίποτα σε τόσο λίγο χρόνο, γιατί είχαν μάθει σε 2-2.5 ώρες. Αλλά στα 70 δικά του λεπτά κόντευες να κάνεις εμετό στο τέλος από την ένταση!
Ζητούσε εκείνα τα χρόνια πράγματα που εφαρμόζονται σήμερα: συνοχή των γραμμών, γρήγορη και καλή κυκλοφορία της μπάλας, άμεση μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση, πρέσινγκ ψηλά και άλλα πολλά.
Όλα αυτά βέβαια δεν άρεσαν και πολύ στις… βεντέτες της ομάδας, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν αργό και η άμυνα με την επίθεση είχαν 60 μέτρα απόσταση!
Ο Όσιμ ήρθε στην Ελλάδα, την ώρα που η πατρίδα του είχε πόλεμο. Ήταν μόνος του εδώ, η οικογένειά του είχε μείνει πίσω στη Βοσνία. Αν και ο Βαρδινογιάννης ήθελε να στείλει αεροπλάνο και να τους πάρει, εκείνοι δεν είχαν δεχθεί.
Μπορεί να ήταν ταλαιπωρημένος από όλες αυτές τις συνθήκες που βίωνε, με μια μόνιμη θλίψη στο πρόσωπό του, λόγω του πολέμου και του χωρισμού από την οικογένειά του, αλλά ήταν ένας κύριος με κεφαλαία γράμματα, ένας μεγάλος δάσκαλος του ποδοσφαίρου.
Έχω δει με τα μάτια μου με τι σεβασμό τον αντιμετώπιζαν τεράστια ονόματα της εποχής, όπως ο Βέλιμιρ Ζάετς, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος μάλιστα είχε έρθει στην Παιανία να τον συναντήσει, ή ακόμα και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, μια τεράστια μορφή του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου μπάσκετ.
Ο Όσιμ σε συνεργασία με τον Ζάετς προσπάθησαν, λόγω και του πολέμου, να φέρουν στον Παναθηναϊκό τον Μιγιάτοβιτς, τον Σούκερ και τον Προσινέτσκι, όταν όλοι τους ήταν 21-22 ετών και δεν είχαν ακόμη φύγει στο εξωτερικό.
Είχε όνειρο να φτιάξει μια αχτύπητη ομάδα με πρωτοκλασάτους ξένους αλλά και παιδιά από την ακαδημία του συλλόγου, ωστόσο το Μουντιάλ του 1994 και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό στάθηκαν εμπόδιο στο να πραγματοποιήσει την ανανέωση που ήθελε στον Παναθηναϊκό.

Ιούλιος 1992: Ίβιτσα Όσιμ και Βέλιμιρ Ζάετς σε προπόνηση του Παναθηναϊκού / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Το… αγροτικό, οι δανεισμοί και η στρατιωτική θητεία
Σ’ αυτή την πρώτη μου σεζόν με την αντρική ομάδα έχω συμμετοχές σε φιλικά και παιχνίδια με τους Ερασιτέχνες, αλλά δεν έχω παίξει καθόλου στην πρώτη ομάδα, λόγω του κανονισμού που υπήρχε τότε και διαχώριζε τους επαγγελματίες από τους ερασιτέχνες.
Τέθηκε το δίλημμα λοιπόν αν θέλω να μείνω στον Παναθηναϊκό ή να πάω κάπου δανεικός για περισσότερο χρόνο συμμετοχής. Έτσι, υπογράφω επαγγελματικό συμβόλαιο και πηγαίνω δανεικός στην Κόρινθο. Είμαι 20 χρόνων και πρέπει να πάρω παιχνίδια. Προπονητής εκεί ο Μίλτος Παπαποστόλου.
Δυστυχώς εκείνα τα χρόνια κάποιοι άνθρωποι στην “αυλή” του Προέδρου αποφάσιζαν για τις τύχες των μικρών της ακαδημίας. Έστελναν τα παιδιά, ανάμεσά τους κι εγώ, δανεικούς στην Κόρινθο, τον Απόλλωνα, το Ρέθυμνο, σε ομάδες που είχαν καλές σχέσεις με τον Παναθηναϊκό.
Προτιμούσαν να κάνουν πολυδάπανες μεταγραφές υποδεέστερων σε αξία παικτών από το να προωθήσουν στην πρώτη ομάδα τα ταλέντα της ακαδημίας.
Γι’ αυτό και πολλά παιδιά κατά καιρούς απογοητεύονταν και έφταναν στο σημείο ακόμα και να σταματήσουν το ποδόσφαιρο.
Στην Κόρινθο κάνω ωστόσο μια πολύ καλή χρονιά, γεμάτη σεζόν, παίρνω παιχνίδια και εμπειρίες, όμως τα πράγματα δεν έρχονται ευνοϊκά στο τέλος. Μόλις είναι να επιστρέψω στον Παναθηναϊκό, φεύγει ο Όσιμ.
Συνεπώς, τα πράγματα αλλάζουν αρνητικά για μένα. Μένω στην Κόρινθο συνολικά τρία χρόνια, ενώ παράλληλα έχω κληθεί να υπηρετήσω και τη στρατιωτική μου θητεία. Πηγαίνω φαντάρος, δεν έχω καμία βοήθεια για μετάθεση και μέσα μου αισθάνομαι ξεχασμένος απ’ όλους.
Υπηρέτησα 23 μήνες στην Καστοριά και τα Γιαννιτσά, πολλές ώρες σκοπιάς με κρύο και με χιόνια.
Από τη μια είμαι περήφανος που υπηρετώ χωρίς “βύσμα” τη θητεία μου, αλλά η πραγματικότητα είναι πως στο ποδόσφαιρο μένω πίσω, προσπαθώντας, όποτε μπορώ, να παίζω στην Κόρινθο.

Απρίλιος 1995: Ο Γιώργος Ποδαράς ως νεοσύλλεκτος στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού Τρίπολης μαζί με τον Θοδωρή Γουρνά / Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Για καλή μου τύχη, είναι “σειρά” μου στον στρατό και κάνουμε παρέα στο στρατόπεδο ο δημοσιογράφος τότε της «Αθλητικής Ηχούς», Θοδωρής Γουρνάς, ο οποίος μου μεταφέρει στο τέλος της θητείας μου το ενδιαφέρον του Πανελευσινιακού, για να κάνω μια νέα αρχή, πάντα φυσικά ως δανεικός από τον Παναθηναϊκό.
Η ομάδα παίζει στη Β’ Εθνική κι εγώ έχω την ευκαιρία να κάνω ένα νέο ξεκίνημα. Και μπορεί να έμεινα μόνο δύο σεζόν, αλλά αγάπησα και αγαπήθηκα πολύ στην Ελευσίνα, φορώντας ακόμα και το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Έζησα τη χαρά να ανεβάσουμε την Πανελευσινιακό και πάλι, μετά από 30 χρόνια, στην Α’ Εθνική, έπειτα από ένα πολύ ανταγωνιστικό Πρωτάθλημα στη Β’ κατηγορία απέναντι σε ιστορικές ομάδες με δυνατές έδρες, όπως ο Πανσερραϊκός, η Δόξα Δράμας, ο Λεβαδειακός, η Καλλιθέα, ο Ολυμπιακός Βόλου, τα Τρίκαλα, ο Απόλλων Καλαμαριάς και άλλες. Προπονητής μας ο Στάθης Σταθόπουλος, ο οποίος είχε διαδεχθεί τους Νίκο Γκουλή και Χρήστο Αρχοντίδη.
Έζησα αξέχαστες στιγμές στην Ελευσίνα. Θυμάμαι, υπήρχαν δύο φανατικοί φίλαθλοι της ομάδας που με πήγαιναν πολύ, σε τέτοιο βαθμό που, σε κάθε γκολ που έβαζα, μου έδιναν πριμ 100.000 δραχμές! Πενήντα ο ένας και πενήντα ο άλλος! Κάθε φορά που τελείωνε ένα ματς και είχα βάλει γκολ, κατέβαιναν κάτω και, πριν πάω στα αποδυτήρια, μου έδιναν τα χαρτονομίσματα μέσα από το συρματόπλεγμα!
Τα δύο τελευταία παιχνίδια για να εξασφαλίσουμε την άνοδο ήταν εκτός έδρας με Εδεσσαϊκό και εντός με την Καρδίτσα.
Στο τέλος της τελευταίας προπόνησης, πριν πάμε στην Έδεσσα, με περιμένουν έξω από το αυτοκίνητό μου καμιά δεκαριά φίλαθλοι της ομάδας. Όλοι ηλικιωμένοι, πάνω από 70 ετών!

Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Πανελευσινιακού -αριστερά μαζί με τον Αλέκο Κακλαμάνο / Photos by: INTIME – Eurokinissi (Action Images).
«Αρχηγέ, θέλουμε να δώσεις τα πάντα, να πάρουμε το παιχνίδι στον Εδεσσαϊκό. Ήμασταν νέοι, όταν έπαιζε ο Πανελευσινιακός στην Α’ Εθνική, γεράσαμε πια, θα φύγουμε από τη ζωή και θα μείνουμε με την πίκρα ότι δεν είδαμε την ομάδα να επιστρέφει! Είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Σε παρακαλούμε, κάνε μας αυτή τη χάρη. Σου δίνουμε την ευχή μας, να βάλεις γκολ. Μίλα και στα άλλα παιδιά, τόνισέ τους τη σημασία του αγώνα για μας», μου είπαν και ήταν όλοι πολύ συγκινημένοι. Κι εγώ μαζί τους.
Η ευχή τους έπιασε και η επιθυμία τους έγινε πραγματικότητα. Νικήσαμε 2-0 στην Έδεσσα με δύο δικά μου γκολ.
Στην επιστροφή, το πούλμαν έφτασε στην Ελευσίνα μετά τις 24:00, αλλά γινόταν πανζουρλισμός! Ο κόσμος ήταν έξω στον δρόμο και μας περίμενε για να μας αποθεώσει. Εκατοντάδες άνθρωποι ενθουσιασμένοι, γιατί, σε συνδυασμό και με τα άλλα αποτελέσματα της αγωνιστικής, είχαμε ήδη ανέβει και το τελευταίο ματς εντός έδρας θα ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα.
Στην υποδοχή ήταν ακόμα και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε Υπουργός Εξωτερικών. Είχε καταγωγή από την Ελευσίνα, ήταν η περιοχή που έβγαινε βουλευτής και ήταν παρών και στο τελευταίο ματς, με την απονομή του τροπαίου του Πρωταθλητή!
Εκείνο το καλοκαίρι, πριν παίξουμε στη Α’ Εθνική, ο Πανελευσινιακός είχε πάρει από τον Ολυμπιακό τον Ράντο, τον Κακλαμάνο, τον Αμπονσά και τον Καλύκα.
Στην προετοιμασία, λόγω αυτών των μεταγραφών, παίξαμε ένα φιλικό με τους «Ερυθρολεύκους». Στο τέλος εκείνου του παιχνιδιού, με ρωτάνε από τον Ολυμπιακό αν θέλω να πάω στην ομάδα, γιατί υπήρχε κάποιος τραυματισμός και ο Μπάγεβιτς έψαχνε έναν μέσο.
Απευθύνθηκαν στη διοίκηση του Πανελευσινιακού για να μάθουν ποια είναι η ρήτρα για την αποδέσμευσή μου.
Πράγματι, ένας παράγοντας της ομάδας μας έψαξε στα γραφεία και βρήκε τη συναλλαγματική που είχε βάλει ο Παναθηναϊκός σε πιθανή μεταγραφή μου. Το ποσό ήταν απαγορευτικό και θα έλεγα και δυσανάλογο της αξίας μου στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο της εποχής κι έτσι η μεταγραφή δεν έγινε.

Ιούλιος 1998: Ο Γιώργος Ποδαράς σε ηλικία 26 ετών / Photo by: INTIME.
Η σύντομη επιστροφή στους «Πρασίνους»
Την επόμενη σεζόν, στην Α’ Εθνική πια, με προπονητή τον Μπάμπη Τενέ, ο Πανελευσινιακός ξεκίνησε πολύ καλά.
Φέραμε κάποια καλά αποτελέσματα. Ισοπαλία 1-1 με τον Ολυμπιακό στην πρώτη αγωνιστική στο ΟΑΚΑ, απέναντι στην μεγάλη ομάδα του Μπάγεβιτς. Είχαμε προηγηθεί κιόλας.
Φέραμε άλλη μια ισοπαλία 0-0 με την ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός μάς νίκησε πολύ δύσκολα. Και εγώ είχα κάνει πολύ καλά παιχνίδια.
Τον Δεκέμβριο επέστρεψα στον Παναθηναϊκό. Την επιστροφή μου είχε ζητήσει ο Βασίλης Δανιήλ, ο οποίος με ήξερε από 17 ετών παιδί.
Πράγματι, με χρησιμοποίησε σε κάποια παιχνίδια ως αλλαγή, ωστόσο δεν έμεινε πολύ, καθώς ο Ολυμπιακός είχε ξεφύγει στη βαθμολογία και ο Παναθηναϊκός είχε βγει εκτός μάχης για τον τίτλο, παρότι είχε μια πολύ καλή ομάδα ,με παίκτες όπως ο Ασάνοβιτς, ο Μίκλαντ, ο Καραγκούνης, ο Λυμπερόπουλος, ο Βαζέχα.
Στη θέση του Δανιήλ ανέλαβε ο Ρότσα, ο οποίος με έβαλε πρώτη φορά βασικό, στον δεύτερο ημιτελικό Κυπέλλου με τον Αθηναϊκό. Έπαιξα πολύ καλά σε αυτό το παιχνίδι, έβαλα μάλιστα και ένα πολύ ωραίο γκολ με μακρινό σουτ.
Μετά από εκείνο το ματς, ο Ρότσα μού είπε ότι θα με έχει βασικό ως το τέλος του Πρωταθλήματος και ότι με υπολογίζει κανονικά και για την επόμενη χρονιά.
Ωστόσο, σε μια επόμενη προπόνηση είχα μια άτυχη στιγμή. Μια σύγκρουση στον αέρα με τον Βραζιλιάνο Μάουρο. Έπαθα μερική ρήξη πρόσθιου χιαστού. Επιλέξαμε να μην κάνω χειρουργείο, το οποίο θα με κρατούσε έξι μήνες εκτός δράσης, αλλά να ακολουθήσω συντηρητική αγωγή, ώστε να είμαι έτοιμος στον προετοιμασία της επόμενης σεζόν.

Φεβρουάριος 1999: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Παναθηναϊκού / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ενδιάμεσα όμως ο Παναθηναϊκός χάνει 2-0 στον Τελικό Κυπέλλου από τον Ολυμπιακό, ο οποίος μάλιστα παίζει με 10 παίκτες από νωρίς λόγω αποβολής του Αμανατίδη. Η ήττα “χρεώνεται” στον Ρότσα, με αποτέλεσμα να φύγει και αυτός.
Για μια ακόμα φορά, μετά τον Όσιμ και τον Δανιήλ, έχω την ατυχία να αποχωρεί κι άλλος προπονητής που πιστεύει σε μένα. Και οι τρεις, ήταν προπονητές που τους άρεσα ως παίκτης.
Τον Παναθηναϊκό αναλαμβάνει ο Γιάννης Κυράστας, με βοηθό τον Αποστολάκη.
Δίνουμε ένα φιλικό με την Καλλιθέα, ακριβώς πριν φύγει η ομάδα για προετοιμασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε παίξει όλοι οι παίκτες και προσωπικά έχω πάει καλά. Μου έχουν πει όλοι καλά λόγια και περιμένω ότι πλέον ήρθε η χρονιά μου.
Την άλλη μέρα κάνουμε πρωινή προπόνηση, γιατί την επομένη ακριβώς είναι η αναχώρηση. Γυρίζω, ετοιμάζω ρούχα, έχω βίζα κανονικά για να ταξιδέψω στις ΗΠΑ, όμως το ίδιο βράδυ με παίρνουν τηλέφωνο από την ομάδα και μου ανακοινώνουν ότι δεν είμαι στην αποστολή.
Αισθάνθηκα προδομένος και απογοητευμένος. Ήμουν ένας παίκτης από τα σπλάχνα του συλλόγου, από το Παιδικό είχα φτάσει στο Αντρικό και κανένας δεν μου εξήγησε τον λόγο που ήμουν εκτός. Αυτό είναι και το μοναδικό παράπονο που έχω από τον Παναθηναϊκό.
Σίγουρα η ομάδα είχε πολλούς και σπουδαίους παίκτες στα χαφ, τον Φλίπσεν, τον Γκαλέτο, τον Ασάνοβιτς. Συμβαίνουν αυτά στο ποδόσφαιρο. Ήθελα όμως να μου εξηγήσουν το λόγο που δεν ήμουν στα πλάνα.
Από μικρό παιδί στην Παιανία, ποτέ δεν δημιούργησα πρόβλημα και ποτέ δεν απαίτησα κάτι. Ό,τι έκανα το έκανα με την αξία μου, χωρίς να παρακαλέσω κανέναν.

Απρίλιος 1999: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Παναθηναϊκού μαζί με τον Τάκη Φύσσα υπό το βλέμμα του Αλιόσα Ασάνοβιτς / Photo by: INTIME.
Η άλλη όψη του επαγγελματικού ποδοσφαίρου
Όσο μεγάλωνα και ωρίμαζα, έβλεπα ότι υπάρχει αδικία στον χώρο. Δεν αρκούσαν αυτά που μας είχαν διδάξει από μικρά παιδιά στην Παιανία: καλή προπόνηση, καλό φαγητό, ξεκούραση και καλή ζωή, χωρίς καταχρήσεις.
Δεν ξενύχτησα ποτέ, δεν κάπνισα ποτέ, έκανα πάντα αυτά που μου έλεγαν, αλλά, μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι, για να φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο, πρέπει να έχεις και άλλα πράγματα.
Εγώ δεν είχα στηρίγματα, μάνατζερ, βοήθεια απ’ έξω, δημοσιογράφους να γράφουν για μένα. Παρότι ήμουν ένας από τους καλύτερους και πιο ταλαντούχους της ακαδημίας του Παναθηναϊκού, δεν κλήθηκα ποτέ στην Εθνική Παίδων, Εφήβων ή Νέων.
Μετρούσα ήδη πέντε χρόνια δανεικός σε ομάδες, αλλά δυστυχώς ούτε αυτή τη φορά μού έδωσαν την ελευθέρας μου. Ήμουν πια 26 ετών, αλλά έπρεπε και πάλι να πάω κάπου δανεικός.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης με κάλεσε στα γραφεία της ομάδας στο Μαρούσι. Μου είπε ότι ο Όσιμ, ο Ρότσα και ο Δανιήλ τού είχαν πει τα καλύτερα για μένα, ότι με θεωρούσαν όχι απλώς ένα ταλέντο, όπως όταν είχα πρωτοπάει στην Παιανία, αλλά έτοιμο παίκτη για την πρώτη ομάδα.
«Δεν πειράζει που δεν πήγες προετοιμασία. Θα έρθει γυμναστής ειδικά για σένα να σε προπονεί στην Παιανία ατομικά και, όταν επιστρέψουν από την Αμερική, θα ενταχθείς κανονικά στην ομάδα, γιατί έχεις αλλά τέσσερα χρόνια συμβόλαιο», μου είπε.
«Πρόεδρε, από τη στιγμή που δεν με υπολογίζει ο προπονητής, προτιμώ να φύγω», του απάντησα. Ο «Καπετάνιος» δεν το περίμενε. Ξέρω ότι με αγαπούσε από μικρό παιδί, μου είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο όλα αυτά τα χρόνια και ήθελε πραγματικά να με κρατήσει. Δεν είχα ποτέ κανένα παράπονο από εκείνον και από όλη την οικογένεια Βαρδινογιάννη. Επέμεινε πολύ να μείνω, αλλά εγώ ήμουν στην καλύτερή μου ηλικία και ήθελα να πάω κάπου να παίξω ποδόσφαιρο.
Συνέχισα λοιπόν στον Απόλλωνα και τον Εθνικό Αστέρα, παίκτης Α’ Εθνικής ως τα 30 μου χρόνια, πάντα με υποσχετική, δανεικός, και ποτέ με μεταγραφή.

Αύγουστος – Οκτώβριος 1999: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Απόλλωνα Σμύρνης / Photos by: INTIME – Eurokinissi (Action Images).
Με προπονητή τον Νίκο Αλέφαντο
Στον Εθνικό Αστέρα, το 2001, συνεργάστηκα για πρώτη φορά στην καριέρα μου με τον αείμνηστο Νίκο Αλέφαντο. Πολύ ιδιαίτερος προπονητής και άνθρωπος.
Θυμάμαι μια απίστευτη ιστορία, όταν έχουμε πάει στη Γερμανία για προετοιμασία. Είμαστε 22 ποδοσφαιριστές και τρεις μικροί 18 ετών από το Εφηβικό.
Στο τελευταίο φιλικό, πριν επιστρέψουμε Ελλάδα, κερδίζουμε ήδη 6-0 μια μικρή τοπική ομάδα και έχουμε παίξει όλοι, εκτός από τους τρεις νεαρούς που κάνουν ζέσταμα στο δεύτερο ημίχρονο και δεν έχουν αγωνιστεί καθόλου σε όλη την προετοιμασία.
Περίπου 10 λεπτά πριν τελειώσει το ματς, του λέμε οι πιο μεγάλοι «κόουτς, βάλε και τους μικρούς να παίξουν, να πάρουν μια ιδέα, μια συμμετοχή».
Πράγματι, φωνάζει κοντά του τον πρώτο, ο οποίος πάει με αργό και.. ράθυμο βήμα προς το μέρος του, κάπως ψαρωμένος. «Σε φωνάζω να μπεις και περπατάς αντί να τρέξεις; Φύγε», του λέει ο Αλέφαντος και ο νεαρός, αποσβολωμένος, πηγαίνει προς το πάγκο.
Μετά από λίγο, φωνάζει τον δεύτερο. Εκείνος, υποψιασμένος, πάει τρέχοντας κοντά του. «Σε βλέπω έτοιμο. Μπράβο. Τι θέση παίζεις, μικρέ, να σε βάλω;», τον ρωτάει. «”Δεκάρι” παίζω», απαντάει ο μικρός. «Φύγε, ρε, πήγαινε στον πάγκο, ο Αλέφαντος δεν παίζει ποτέ με “δεκάρι”», του λέει και πάει κι αυτός στον πάγκο.
Λίγο πριν τελειώσει το παιχνίδι, φωνάζει και τον τρίτο μικρό. Πάει κι αυτός βολίδα κοντά του, του έχουμε πει κι εμείς τι έχει γίνει, για να είναι προετοιμασμένος.
«Τι θέση παίζεις;», τον ρωτάει κι αυτόν. «Όπου θέλετε εσείς θα παίξω», απαντάει, δασκαλεμένος, ο μικρός. «Αυτός είναι ωραίος, ρε. Τον βλέπετε;», γυρνάει σε εμάς στον πάγκο. Και αμέσως ξαναγυρίζει στον πιτσιρικά: «Να σε ρωτήσω, ρε μικρέ. Ποιον έχεις προπονητή ξέρεις; Ποιος είμαι εγώ ξέρεις»; «Μάλιστα, κύριε. Είστε ο κύριος Νίκος Αλέφαντος», λέει το παιδί. Και τον στέλνει κι αυτόν στον πάγκο, λέγοντας «ποιον Αλέφαντο, ρε; Τον Ιησού Χριστό της προπονητικής έχεις. Φύγε κι εσύ από δω». Και πάει κι αυτός…

Οκτώβριος 2000: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Εθνικού Αστέρα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Άλλο περιστατικό, ενδεικτικό της ιδιορρυθμίας του. Μέσα στη χρονιά, παίζουμε με τον Ηρακλή του Άγγελου Αναστασιάδη στο Καυτανζόγλειο.
Μια ομάδα με Κωνσταντίνου, Χάγκαν, Στολτίδη και άλλους. Εμείς είχαμε έναν πολύ καλό ποδοσφαιριστή στη θέση του λίμπερο, τον Μίλαν Πάβλοβιτς, ο οποίος δεν έβγαινε ποτέ!
Μένουμε με 10 παίκτες πολύ νωρίς με αποβολή αμυντικού, περίπου στο 15ο λεπτό, και λίγο μετά ο Αλέφαντος βγάζει και τον Πάβλοβιτς! Μας φάνηκε σε όλους πολύ περίεργο, αλλά τελικά, με κάποιες εσωτερικές αλλαγές, παίρνουμε ισοπαλία, 0-0. Θρίαμβος!
Την άλλη μέρα στην ομιλία ο Αλέφαντος αποθεώνει όλη την ομάδα και ειδικά αυτούς που έπαιξαν και έφεραν τον βαθμό.
Ο Πάβλοβιτς, ο οποίος απορούσε ακόμη γιατί έγινε αλλαγή, τόλμησε να ρωτήσει τον κόουτς γιατί τον έβγαλε.
«Γιατί ήσουν 50 λεπτά χάλια, δεν βλεπόσουν», του απάντησε ο Αλέφαντος. «Είκοσι λεπτά έπαιξα, μίστερ», επέμεινε ο Πάβλοβιτς για να έρθει η έκρηξη του Αλέφαντου και να μας αφήσει όλους με το στόμα ανοικτό: «Είκοσι λεπτά στο ματς και τριάντα στο ζέσταμα που περπατάς! Πενήντα λεπτά είσαι χάλια! Σε έχω δει εγώ που είσαι κατακίτρινος και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου από την προθέρμανση. Άσε μας λοιπόν»! Άφωνος ο Πάβλοβιτς!
Έτσι ήταν ο Αλέφαντος. Ένας άνθρωπος που είχε πολλές γνώσεις κι έκανε πολύ καλή προπόνηση. Στις νίκες ήταν φοβερός. Την ήττα όμως και το κακό αποτέλεσμα δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί. Χαλούσε ό,τι είχε δημιουργήσει.

Δεκέμβριος 2000: Ο Γιώργος Ποδαράς με τη φανέλα του Εθνικού Αστέρα / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Με το βλέμμα στο μέλλον αλλά και το παρελθόν
Στον Αστέρα ήταν οι τελευταίες μου χρονιές στην Α’ Εθνική.
Και, παρότι έπαιρνα πολύ καλά χρήματα από το ποδόσφαιρο, στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα αρχίσει να σκέφτομαι τη ζωή μου μετά την αποχώρησή μου από την ενεργό δράση. Ήταν κάτι που το σκεφτόμουν, με απασχολούσε και με προβλημάτιζε από τα 26-27 μου. Έτσι, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να προσληφθώ αρχικά ως συμβασιούχος σε μια δημόσια υπηρεσία, στην οποία υπηρετώ με συνέπεια και ευσυνειδησία μέχρι σήμερα ως μόνιμος υπάλληλος πλέον, δεν το σκέφτηκα καθόλου.
Γι’ αυτό και σιγά-σιγά άρχισα να αποτραβιέμαι σε μικρότερες ομάδες και να παίζω πλέον περισσότερο για τη χαρά του παιχνιδιού και λιγότερο για τα χρήματα.
Έπαιξα σε Β’, Γ’ και Δ’ Εθνική, σε ομάδες όπως η Κασσάνδρα, ο Βύζας Μεγάρων, η Θήβα. Κι αργότερα, όταν ολοκλήρωσα την επαγγελματική μου καριέρα, επέστρεψα στο τόπο μου. Δεν τον είχα ξεχάσει ποτέ. Παίκτης και προπονητής στις Κονίστρες, στα Τοπικά της Εύβοιας. Ήθελα να κλείσω εκεί την ποδοσφαιρική μου διαδρομή, βοηθώντας τα παιδιά της περιοχής όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια.
Είμαι χαρούμενος με όσα πέτυχα ως ποδοσφαιριστής. Είχα στοιχεία στο παιχνίδι μου που ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να συναντήσει κάποιος. Έπαιζα και με τα δύο πόδια. Εξίσου καλά και με το αριστερό και με το δεξί. Κερδίζαμε πέναλτι και ο αντίπαλος τερματοφύλακας δεν ήξερε με ποιο θα εκτελέσω.
Και όλα αυτά τα εξάσκησα μόνος μου, μικρό παιδί στο χωριό και μετά στον Παναθηναϊκό. Θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια στην Παιανία οι προπονητές μου έλεγαν ότι, στο τεχνικό κομμάτι και στην αντίληψη του παιχνιδιού, ελάχιστα ήταν τα πράγματα που δεν ήξερα και έπρεπε να μου μάθουν. Απ’ την άλλη, πρέπει να είμαι ο μοναδικός στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου που έπαιξε ως δανεικός μέχρι τα 32 του χρόνια.
Ήταν πολύ διαφορετικοί οι κανονισμοί των μεταγραφών εκείνα τα χρόνια, ένα παιδί ήταν “δέσμιο” της εκάστοτε ομάδας του, για πέντε ή και για οκτώ χρόνια, ήταν πολύ δύσκολο να μείνει ελεύθερος και να φύγει, ειδικά αν ήταν ταλέντο. Πρέπει επίσης να είμαι από τους ελάχιστους Έλληνες ποδοσφαιριστές που έχουν παίξει και έχουν βάλει γκολ σε όλες τις κατηγορίες, από την Α’ μέχρι και τη Δ’ Εθνική, από την πρώτη μέχρι την τελευταία κατηγορία του Τοπικού!

Αύγουστος 2002 – Μάρτιος 2004: Ο Γιώργος Ποδαράς με τις φανέλες της Κασσάνδρας και του Βύζαντα Μεγάρων / Photos by: INTIME.
Μαθήματα ζωής
Αν αγαπάς αυτό που κάνεις, με πολλές θυσίες, υπομονή και επιμονή, σκληρή δουλειά και πειθαρχία, μπορείς να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, ακόμα κι αν έχεις μοναδικά εφόδια την αξία σου και το ταλέντο σου.
Από τα χρόνια που αγωνιζόμουν μέχρι και σήμερα, όμως, βλέπω ποδοσφαιριστές να μην κοιτάνε το “αύριο”, να μην ξέρουν τι θα κάνουν, μόλις σταματήσουν να αγωνίζονται.
Παίκτες που έβγαλαν χρήματα από το ποδόσφαιρο, που έπαιξαν σε μεγάλες ομάδες, με συμμετοχές στο Champions League και σε Εθνικές, βιώνουν δύσκολες οικονομικά καταστάσεις.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι αγγελικά πλασμένο και είναι πολύ δύσκολο πλέον για ένα παιδί να διακριθεί, ακόμα κι αν είναι ταλαντούχο, ειδικά τη σημερινή εποχή που οι ξένοι έρχονται με το κιλό!
Χαίρομαι που βλέπω πολλά παιδιά να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, έστω και σε ερασιτεχνικό επίπεδο, να μένουν κοντά στον αθλητισμό και παράλληλα να κοιτάνε τις σπουδές τους και ένα καλύτερο “αύριο”. Είναι το πρώτο πράγμα που λέω στους νέους. Να κοιτάξουν να εξασφαλίσουν το μέλλον τους.
Ήμουν ο πρώτος που πέρασα τις πύλες της Παιανίας και μετά από μένα ακολούθησαν εκατοντάδες παιδιά. Αυτά που έπαιξαν ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο είναι μετρημένα στα δάκτυλα.
Είναι όλο και μικρότερο το ποσοστό των Ελλήνων παικτών στη Super League, όσο περνάνε τα χρόνια, τα ρόστερ των ομάδων απαρτίζονται πλέον κυρίως από ξένους ποδοσφαιριστές.
Γι’ αυτό και στην προπονητική ήταν προσωπική μου επιλογή να ασχοληθώ με τις Ερασιτεχνικές κατηγορίες και τα Τοπικά και να μην κοιτάξω παραπάνω. Με ενδιαφέρει να είμαι πρώτα απ’ όλα δάσκαλος και μετά προπονητής.
Θέλω μέσα από το ποδόσφαιρο να περνάω και κάποια διδάγματα στα νέα παιδιά. Δεν είναι δουλειά μας μόνο να τους μάθουμε τα μυστικά του ποδοσφαίρου. Είναι και να αποκτήσουν ποδοσφαιρική παιδεία, να έχουν σωστή συμπεριφορά και σεβασμό. Και τα παιδιά και οι γονείς.

Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Πολλοί νομίζουν ότι στα 14 ή στα 15 έχουν γιο τον νέο Μέσι ή τον νέο Ρονάλντο. Βλέπουμε δυστυχώς στις ακαδημίες αλλά και στις χαμηλότερες κατηγορίες, αντί να ευχαριστιούνται το ποδόσφαιρο, να ασχολούνται μόνο με το αποτέλεσμα.
Δεν είναι αυτό το νόημα όμως. Το βασικό είναι να μείνουν τα παιδιά στον αθλητισμό, μακριά από κακοτοπιές. Μακριά από νύχτα, ναρκωτικά, ακόμα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τα έχουν τρελάνει.
Να γίνουν καλοί άνθρωποι πάνω απ’ όλα. Αυτό είναι ο αθλητισμός. Γιατί ο πρωταθλητισμός είναι ένας διαφορετικός, δύσκολος δρόμος και απαιτεί μεγάλες θυσίες.
Πρέπει να είσαι πολύ σκληρός και αυστηρός πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό σου. Να έχεις υπομονή. Να είσαι ταπεινός. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Με ένα ακριβό παπούτσι και ένα τατουάζ δεν έγινε παίκτης κανείς.
Ακούω για μάνατζερ, για στοιχήματα, για γονείς που πληρώνουν για να είναι τα παιδιά τους σε επαγγελματικές ομάδες.
Η δική μου εποχή ήταν πιο ρομαντική. Για να παίξεις, έπρεπε να το αξίζεις. Παίζαμε για τη φανέλα. Χάναμε και δεν βγαίναμε από το σπίτι. Σεβόμασταν την ομάδα και τους φιλάθλους.
Χαίρομαι λοιπόν, γιατί έπαιξα σε αυτή την εποχή. Χαίρομαι, γιατί έκανα παντού φίλους. Και συνεχίζω να κάνω όπου πάω πλέον προπονητικά. Εισπράττω τον σεβασμό και την αγάπη όλων, ακόμα και αντιπάλων.
Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, πάλι ποδοσφαιριστής θα γινόμουν, αυτό ήταν το όνειρό μου. Τα κατάφερα σε μια δύσκολη εποχή, κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ό,τι κατάφερα το κατάφερα με την αξία μου και όχι με πλάτες άλλων. Όπου αγωνίστηκα αγαπήθηκα για την προσφορά μου και τίμησα τις φανέλες που φόρεσα.
Και νιώθω περήφανος γι’ αυτό.

Photo by: Προσωπικό αρχείο Γιώργου Ποδαρά.
Ο Γιώργος Ποδαράς είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: