Το καλοκαίρι του 2006, έκανα προετοιμασία με την ομάδα της Milan στην Ιταλία υπό τη καθοδήγηση του Carlo Ancelotti.
Αρχηγός της ομάδας ήταν, στα 38 του χρόνια τότε, ο Paolo Maldini, με πάνω από 900 συμμετοχές στις εγχώριες διοργανώσεις,126 συμμετοχές στην εθνική Ιταλίας και 19 τρόπαια στην καριέρα του, 5 εκ των οποίων είναι κατακτήσεις του Champions League.
Σε όλη τη διάρκεια εκείνης της περιόδου που είχα την ευλογία να ζήσω, μου έκανε τρομερή εντύπωση ο συγκεκριμένος αθλητής, γιατί ήταν πρώτος στα τρεξίματα και τις ασκήσεις που γίνονταν στη διάρκεια της προπόνησης, ερχόταν κάθε μέρα δύο ώρες πριν τη προπόνηση και έφευγε μια ώρα μετά, ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα σωματικά και πνευματικά, και δεν είχε λείψει σε καμία από τις διπλές καθημερινά προπονήσεις του γηπέδου ή του γυμναστηρίου.
Τον θαύμαζα απεριόριστα για τα κίνητρα που έβρισκε, ώστε να διατηρείται στο υψηλότερο αθλητικό επίπεδο. Ένας άνθρωπος της ηλικίας του, με τεράστια σταδιοδρομία και εξίσου μεγάλη οικονομική ευχέρεια.
Ένα πρωινό που η προπόνηση περιλάμβανε ατελείωτο τρέξιμο στο βουνό και εγώ ένιωθα εξαντλημένος τη συγκεκριμένη μέρα, οπότε είχα μείνει λίγο πίσω συγκριτικά με τους υπόλοιπους, βλέπω ξαφνικά τον αρχηγό, ο οποίος προπορευόταν, όπως πάντα, να κάνει μεταβολή και να έρχεται προς το μέρος μου. Πολλές σκέψεις πέρασαν εκείνη τη στιγμή από το μυαλό μου και ήταν όλες αρνητικές.
Αντίθετα με ό,τι περίμενα, εκείνος ήρθε να με παρακινήσει, λέγοντας μου χαρακτηριστικά: «Άντε μην τα παρατάς. Η χρονιά είναι μεγάλη με πάρα πολλά παιχνίδια και θα χρειαστεί όλοι να είμαστε σε ετοιμότητα. Κάνε μια υπέρβαση ακόμη και δώσε τον καλύτερο σου εαυτό, όπως έχεις κάνει μέχρι σήμερα…». Αυτό ήταν. Ξαφνικά, έβγαλα «φτερά» στα πόδια και έφτασα τους συμπαίκτες μου, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Ο επιθετικός της συγκεκριμένης ομάδας ήταν ο Filippo Inzaghi. Ένας ποδοσφαιριστής-«μύθος», με αριθμούς που τρομάζουν όσον αφορά στην ευχέρεια που είχε στο σκοράρισμα.
Με 313 γκολ σε επίσημους αγώνες, κατέχοντας το ρεκόρ με τα περισσότερα (10 στον αριθμό) χατ-τρικ της χώρας. Με 70 γκολ σε όλες τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, 43 εκ των οποίων με τη φανέλα της Milan, αποτελώντας τον κορυφαίο διεθνή της σκόρερ. Με 25 τέρματα με την Εθνική Ιταλίας και 89 με τη φανέλα της Juventus.
Στον πολύ αγαπημένο από τους οπαδούς Pippo, λοιπόν, και σε μια τυπική προπόνηση της ομάδας, την παραμονή ενός αγώνα, μέρα που είθισται να είναι χαμηλή η ένταση, έγινε μια σέντρα προς το μέρος του από ένα συμπαίκτη του, την οποία, όμως, φαινόταν ότι ήταν αδύνατο να προλάβει. Εκείνος, παρόλα ταύτα, έκανε ένα σπριντ στο εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων του και στο τέλος της ενέργειας του, επειδή απείχε ακόμη αρκετά από τη τροχιά της μπάλας, πραγματοποίησε ένα τάκλιν τεσσάρων περίπου μέτρων, με μεγάλη υπερέκταση του ποδιού του. Αυτό που κατάφερε τελικά, ήταν να ακουμπήσει ίσα ίσα τη μπάλα με την άκρη του παπουτσιού του και να τη στείλει λίγα μέτρα έξω από την εστία, όπου βρισκόμουν εγώ.
Αργότερα την ίδια μέρα, τη στιγμή που τρώγαμε όλοι μαζί στο εστιατόριο του προπονητικού κέντρου, τον ρώτησα γιατί ρίσκαρε έναν πιθανό τραυματισμό για μια απλή φάση προπόνησης και μου απάντησε: «Κάθε μέρα και σε κάθε στιγμή της προπόνησης, φαντάζομαι πως όποια μπάλα έρχεται προς το μέρος μου είναι αυτή που θα μου έρθει στον τελικό του Champions League. Με αυτόν τον τρόπο, όταν θα έρθει η μια και μοναδική φορά στον πραγματικό τελικό, εγώ θα έχω συναντηθεί τόσες πολλές φορές μαζί της και θα γνωρίζω ακριβώς ποιο είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω…».
Στα υπόλοιπα χρόνια της σταδιοδρομίας μου στην Ιταλία, σε μεγάλες αλλά και σε μικρομεσαίες ομάδες του πρωταθλήματος τους, συνειδητοποίησα ότι παρόμοιο είναι το προφίλ όλων των πραγματικών ηγετών-ποδοσφαιριστών που έχουν.
Αθλητές με υψηλότατο επαγγελματισμό και αίσθημα ευθύνης για αυτό που κάνουν, οι οποίοι προσέχουν καθημερινά τη διατροφή τους, τις ώρες του ύπνου, την αποθεραπεία, μετά από κάθε προπόνηση και προπονούνται, σαν να μην υπάρχει αύριο. Άνθρωποι πρότυπα εντός και εκτός γηπέδου που μοχθούν διαρκώς για την προσωπική τους βελτίωση, τη συνολική εξέλιξη του συλλόγου και αποτελούν το απόλυτο παράδειγμα για τη δημόσια εικόνα του αθλήματος, συνολικά.
Στην Ελλάδα, αντίθετα με ό,τι προαναφέρθηκε, παρατηρώ με μεγάλη μου λύπη κάποιες φορές να είναι διαφορετική η κατάληξη ποδοσφαιριστών, οι οποίοι θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν σπουδαία καριέρα. Παιδιά με ταλέντο που ξεχείλιζε αλλά σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους έχασαν τον προσανατολισμό τους.
Παιδιά που αφήνουν τις μέρες να περνούν, χωρίς να βελτιώνονται και να εξελίσσονται και ξοδεύουν όλη την ενέργεια τους για το μετά τη προπόνηση και δε στέκονται στο «τώρα» και στα ζητούμενα της κάθε άσκησης.
Με προδιάθεση για αποφυγή προπονητικών μονάδων και αγωνιστική τακτική προσέγγιση τέτοια, ώστε να καλύπτει τις εμφανείς αδυναμίες τους. Αθλητές με πολύ λιγότερα τρεξίματα από αυτά που επιβάλλουν οι απαιτήσεις του σύγχρονου ποδοσφαίρου και με περισσότερο λίπος από το ενδεδειγμένο στο σώμα τους.
Ας επικεντρωθούμε στις συνέπειες που έχει αυτή η κατάσταση για το ποδοσφαιρικό τμήμα και το ίδιο το άθλημα. Αρχικά, η ίδια η ομάδα είναι πιο αδύναμη σε σύγκριση με κάποια άλλη, εφόσον δεν είναι όλοι οι αθλητές της άξιοι για αυτό το επίπεδο. Έπειτα, υποσκάπτεται ο υγιής ανταγωνισμός που είναι απαραίτητος σε μια ομάδα με στόχους και φιλοδοξίες. Ας δούμε πώς αποτυπώνεται και στο χορτάρι αυτή η συνθήκη. Είναι πολύ δύσκολο η ομάδα τους να πρεσάρει τον αντίπαλο, αφού αυτό είναι κάτι που απαιτεί εξαιρετικά τρεξίματα από όλους, όσοι αγωνίζονται. Άρα, εκ των πραγμάτων, υποχρεώνονται σε παθητική άμυνα.
Επίσης, είναι σχεδόν αδύνατο να ανεβάσει ψηλά τις γραμμές της η ομάδα, γιατί αυτό προϋποθέτει υψηλές ταχύτητες από τους αθλητές της. Αυτό έχει ως συνέπεια, όταν ανακτούν τη μπάλα, να βρίσκονται μακριά από την αντίπαλη εστία και να δυσκολεύονται να πραγματοποιήσουν περισσότερες επιθετικές ενέργειες για γκολ.
Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που δημιουργείται, είναι ο χαμηλός ρυθμός, τον οποίο επιβάλλουν στον αγώνα οι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές, ώστε να μην εκτεθούν αγωνιστικά και να μην τραυματιστούν. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι σημαντικά λιγότερο γρήγορο, θεαματικό και ελκυστικό ποδόσφαιρο.
Είναι αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα του ποδοσφαίρου μας; Σαφέστατα, όχι. Αλλά είναι ένας ακόμη λόγος, ο οποίος έχει απομακρύνει τον περισσότερο κόσμο από τα γήπεδα, ώστε να παρατηρείται το φαινόμενο των άδειων κερκίδων στα περισσότερα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος. Επίσης, η αναπόφευκτη σύγκριση με τα μεγάλα ξένα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που έχουν μπει στη καθημερινότητα μας, μέσω της τηλεόρασης, έχει απαξιώσει αισθητά το ποδοσφαιρικό μας προϊόν και ως εκ τούτου τα τηλεοπτικά έσοδα των ομάδων είναι ελάχιστα.
Χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης είναι πως, αν δεν επενέβαινε το κράτος φέτος μέσω της κρατικής τηλεόρασης, δε θα ξεκινούσε το πρωτάθλημα μας, αφού κανένα συνδρομητικό κανάλι δεν ενδιαφερόταν να αγοράσει συνολικά τα τηλεοπτικά δικαιώματα και οι μισές σχεδόν ομάδες μας δεν είχαν καμία οικονομική προσφορά.
Το πιο θλιβερό από όλα είναι η κατάληξη που έχουν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές. Όσοι θέλουν να παραμείνουν στην πρώτη κατηγορία με κάθε κόστος, θα χρειαστεί να συνδιαλλαγούν με προέδρους, τους οποίους θα εύχονταν να είχαν αποφύγει, και να υποκύψουν σε αθέμιτες για το άθλημα διαδικασίες. Ειδάλλως, θα περιφέρονται σε χαμηλότερες κατηγορίες με άθλιες ποδοσφαιρικές συνθήκες, υποβάλλοντας σε βασανιστήρια το πρωτογενές ταλέντο τους.
Στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, τα οποία είναι και περισσότερα σε σχέση με τη διάρκεια της καριέρας τους, θα βιώσουν το σκληρό πρόσωπο της πραγματικής ζωής, μετανιώνοντας καθημερινά για τη χρυσή ευκαιρία που κλώτσησαν τόσο άστοχα.
Κάποια μεσοβδόμαδα χειμωνιάτικα βράδια, θα μαζεύονται με τους φίλους τους για να δουν μια ματσάρα του Champions League και -όσοι έχουν στοιχειώδη επίγνωση- θα βουρκώνουν τα μάτια τους για ό,τι απώλεσαν οριστικά και αμετάκλητα.
Δυστυχώς, όμως, για εκείνους, θα είναι πολύ αργά για δάκρυα…
Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είναι προπονητής ποδοσφαίρου (κάτοχος διπλώματος UEFA Pro).