«Εμπιστοσύνη. Η ηρεμία πως γύρω σου κυριαρχεί το αίσθημα της ασφάλειας.
Να νιώθεις ότι πίσω σου βρίσκεται κάποιος που μπορεί στο τέλος της ημέρας να σε έχει σώσει. Που, όταν όλοι οι άλλοι έχουν καταρρεύσει, εκείνος θα είναι εκεί, να πράξει όσα δεν κατάφεραν οι προηγούμενοι στη σειρά. Ένας τερματοφύλακας που θα σου κατεβάζει τους παλμούς της έντασης και που, χωρίς να τον βλέπεις, στην πλάτη σου, θα μπορείς να είσαι βέβαιος ότι πρέπει να τον ακούσεις και, όταν η φάση, η πολιορκία, ο αγώνας θα έχουν τελειώσει, εκείνος θα έχει δίκιο και όλα θα έχουν γίνει σωστά».
Η περιγραφή του θρυλικού σέντερ μπακ και αρχηγού της Άρσεναλ στα ’90s, Τόνι ‘Ανταμς, για τον αγαπημένο του keeper υπήρξε άκρως ενδεικτική για το τι σήμαινε για τον ίδιο και την ομάδα η παρουσία του Ντέιβιντ Σίμαν κάτω από τα δοκάρια.
Και στην πραγματικότητα έτσι ήταν, με κάποιες βέβαια αναποδιές που έμειναν να χαράζουν, σχεδόν χλευαστικά, μία σπουδαία καριέρα. Ένα ζευγάρι χέρια που ονομάστηκαν «ασφαλή» και που όμως μερικές φορές δεν ήταν…
Έξω από την τουαλέτα και τη Λιντς
Το πιο κεντρικό σημείο στο Νησί. Ένα μέρος που από την εποχή των Ρωμαίων κατακτητών είχε έναν και μοναδικό λόγο ύπαρξης, τα ορυχεία σιδήρου του. Το Ρόδεραμ δεν θα μπορούσε επομένως να μην έχει βρεθεί και στο επίκεντρο της Βιομηχανικής Επανάστασης που συντελέστηκε στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα.
Η περιοχή παρήγαγε δύο πράγματα, βαριά μέταλλα και φτωχούς εργάτες. Μόνο που το σπίτι της οικογένειας Σίμαν παραήταν φτωχικό. «Από τα παιδικά χρόνια μου έχω όμορφες και σκληρές αναμνήσεις. Στα 14 μου θυμάμαι ότι τα πάντα συνέβαιναν στους δρόμους. Εκεί παίζαμε, εκεί κάναμε και την ανάγκη μας. Μέχρι τότε που μετακομίσαμε, η τουαλέτα ήταν εκτός σπιτιού και μετά βίας χώραγε ένα άτομο. Ξεπαγιάζαμε και κάναμε μπάνιο με κρύο νερό. Θα μπορούσες τουλάχιστον να πεις ότι έτσι σκληραγωγήθηκα».
Από την αρχή κάθισε στο τέρμα. «Εκεί αισθανόμουν πιο άνετα και κατάλαβα ότι μπορούσα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσε κανένα άλλο παιδί τριγύρω μου». Ωστόσο, ο αγαπημένος του δεν ήταν κάποιος αντίστοιχος αλλά ένας εξτρέμ. Οικογενειακώς ήταν όλοι με τη Λιντς και αγαπημένος του πατέρα αλλά και του ίδιου υπήρξε ο βιρτουόζος Άντι Γκρέι.
Μόνο που, όταν ο νεαρός Ντέιβιντ πήγε να δοκιμαστεί στα «Παγώνια», ήταν ο Γκρέι που ως προπονητής της Β’ ομάδας τον απέρριψε ως ανεπαρκή. Αυτή ήταν μία τεράστια απογοήτευση, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Και η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε να κάνει μεγάλη υπομονή και να ρίξει πολλή και σιωπηλή δουλειά, ώστε να τον εντοπίσει κάποια ομάδα.
Προς τα πάνω…
Συνέβη στα 19 του (1982), όταν η Πίτερμπρο του έδωσε θέση στην Δ’ κατηγορία. Εκεί θα έμενε δύο χρόνια και θα εμφανιζόταν η Μπέρμιγχαμ για να πληρώσει 100.000 λίρες και να τον ρίξει στη Β’ κατηγορία. Και αυτή αποδείχθηκε μία σπουδαία κίνηση. Με τον 21χρονο να κατεβάζει ρολά, η ομάδα πήρε την άνοδο για τα σαλόνια. Είχε φτάσει η στιγμή να μάθουν όλοι τον νεαρό που έβγαζε τα πάντα.
Δύο χρόνια αργότερα η ΚΠΡ, η οποία τότε είχε μόνιμη παρουσία στους μεγάλους του Νησιού, έδωσε 225.000 λίρες και τον έκανε δικό της. Εκεί ο Σίμαν θα συναντούσε τον άνθρωπο που θα απογείωνε τις ικανότητές του.
Ο Μπομπ Γουίλσον, ο οποίος είχε πάρει ως παίκτης Νταμπλ με την Άρσεναλ, ήταν προπονητής τερματοφυλάκων στους Ρέιντζερς, τον εκτόξευσε και τον έστειλε ακόμα και στην Εθνική Αγγλίας, όπου έκανε ντεμπούτο το 1988.
Ήταν η σεζόν που η ΚΠΡ πήρε ευρωπαϊκό εισιτήριο έπειτα από 20 χρόνια, αλλά οι αγγλικές ομάδες ήταν τιμωρημένες εξαιτίας του «Heysel».
Άρσεναλ
Το 1990 είχε φτάσει 27 ετών και ακόμη δεν είχε φορέσει το «1» κάποιας μεγάλης ομάδας. Έδειχνε να έχει τις ικανότητες, αλλά δεν τον είχε αναζητήσει κανένας σπουδαίος σύλλογος. Και η κίνηση θα γινόταν απρόσμενα από τους Πρωταθλητές.
Ο Τζορτζ Γκρέιαμ, ο οποίος είχε χτίσει τη διάσημη «Boring Boring Arsenal», πλήρωσε 1.3 εκατ. λίρες για να πραγματοποιήσει την πιο ακριβή μεταγραφή τερματοφύλακα στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Οι οπαδοί αρχικά εναντιώθηκαν. Δεν ήθελαν να αποχωριστούν τον αγαπημένο τους Τζον Λούκιτς. Χρειάστηκε όμως μόλις μία σεζόν ώστε ο Σίμαν να γίνει ο πιο αγαπημένος που θα είχαν ποτέ.
Έχοντας μπροστά του μία άμυνα μπετόν (Τόνι Ανταμς, Στιβ Μπουλντ, Λι Ντίξον, Νάιτζελ Γουίντερμπερν) αλλά και συνολικά έναν αμυντικογενή και προσεκτικό τρόπο παιχνιδιού που πήγαινε πάντα στο 1-0, δέχτηκε μόλις 18 γκολ σε μία σεζόν και κατέληξε στην κατάκτηση του τίτλου. Και ενώ πήρε Πρωτάθλημα στον πρώτο χρόνο του με τους «Gunners», η δεύτερη χρονιά ήταν κακή και η τρίτη χείριστη (10η θέση).
Τουλάχιστον το τέλος του 1993 τον βρήκε να σηκώνει το Κύπελλο και το League Cup και έναν χρόνο αργότερα να φτάνει στην κορυφαία στιγμή του. Κάνοντας φανταστικές εμφανίσεις με Τορίνο και Παρί, οδήγησε τους Λονδρέζους στον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1994 στην Κοπεγχάγη, απέναντι σε μία υπέροχη ομάδα που είχε μόλις εμφανιστεί, την Πάρμα του Νέβιο Σκάλα. Η Άρσεναλ πήρε (1-0) το ένα και μοναδικό ευρωπαϊκό τρόπαιό της και ο Σίμαν συγκαταλεγόταν πλέον στους κορυφαίους του κόσμου στη θέση του. Θα το επιβεβαίωνε την επόμενη διετία, αλλά ταυτόχρονα θα το κατέρριπτε κιόλας.
Ο εφιάλτης του Ναγίμ
Το 1995 θα έπιανε τα πέναλτι των Μιχαΐλοβιτς, Λομπάρντο, Γιούγκοβιτς στον ημιτελικό με τη Σαμπντόρια και θα γινόταν ήρωας. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε η αναφορά του Τύπου για τα «Safe Hands». Μόνο που λίγες μέρες αργότερα, αυτά θα τα ξεχνούσε σπίτι και θα φορούσε τα άλλα, εκείνα που… γλιστρούν.
Ο Τελικός με τη Σαραγόσα έχει πάει στην παράταση. Απομένει ένα λεπτό για τα πέναλτι και όλοι νιώθουν καλά που έχουν εκείνον για να τα αποκρούσει. Μόνο που ο Σίμαν κάπως έχει χαλαρώσει ανεπίτρεπτα. Κάνει το λάθος να βγει λίγα μέτρα από την εστία. Δεν υπάρχει άλλωστε λόγος ανησυχίας, το τόπι βρίσκεται πολύ μακριά. Ο Μοχάμεντ Αλί Αμάρ, γνωστός ως σκέτο Ναγίμ, την έχει στο κέντρο και δεξιά. Σηκώνει το κεφάλι και δίχως δεύτερη σκέψη πετάει την μπάλα από 45 μέτρα να περάσει πάνω από το κεφάλι του Σίμαν, για να στείλει το τρόπαιο στην Αραγονία και εκείνον πεσμένο και απορημένο εντός εστίας.
Κοτσίδα και παστέλ φανέλες
Έπειτα από εκείνη την προσωπική αποτυχία ξεκίνησε να μακραίνει τα μαλλιά του και να αλλάζει συνήθειες στο αγωνιστικό ντύσιμό του.
Το διάσημο μουστάκι του θα συνοδευόταν πλέον από τη χαρακτηριστική κοτσίδα και από φανέλες με φανταχτερά χρώματα στα όρια του κιτς, ακόμα και με καρτούν.
Κάπως έτσι βρέθηκε με την Αγγλία να πρωταγωνιστεί στο δικό της Euro το 1996. Είχε φτάσει 33 ετών και αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που θα λάμβανε μέρος. Στο ματς του ομίλου με τη Σκωτία απέκρουσε πέναλτι νωρίς και στα προημιτελικά ακόμα ένα με την Ισπανία, χαρίζοντας στα «Λιοντάρια» την παρουσία στα ημιτελικά. Εκεί όμως η “νέμεσις” των Γερμανών τούς χτύπησε ξανά, κάνοντας τον Γκάρι Λίνεκερ να πει τη διάσημη ατάκα του και για το ποδόσφαιρο και τους Γερμανούς. Παρά τον αποκλεισμό, ο ίδιος ήταν εκπληκτικός και δικαιωματικά βρέθηκε στην All Star 11άδα του τουρνουά.
Εποχή Βενγκέρ
Το καλοκαίρι του ’96 θα άλλαζε τις ζωές όλων στην Άρσεναλ. Για εκείνη την εποχή, αλλά θα σημάδευε και παντοτινά την ιστορία του club. Η άφιξη του Αρσέν Βενγκέρ από την Ιαπωνία έφερε αρχικά αρνητική κριτική. Άμεσα όμως ξεκίνησε η αλλαγή, με τον Σίμαν, παρά τις άπειρες αλλαγές που έφερε ο Γάλλος τεχνικός, να παραμένει το Νο1 πάνω στο οποίο θα έχτιζε.
Ήταν σταθερός, έκανε απόλυτα αθλητική ζωή, παρέμενε συνεπής στην ηρεμία και την ασφάλεια και διατηρούσε τις καλές τοποθετήσεις και τα έντονα αντανακλαστικά του. Ανέκαθεν ένα θεματάκι με τις εξόδους το είχε, αλλά τούτο καλυπτόταν από τα υπόλοιπα θετικά. Άλλωστε, οι Άγγλοι, σε σχέση με τις άλλες μεγάλες ποδοσφαιρικές χώρες, ουδέποτε είχαν σχολή τερματοφυλάκων και ο Σίμαν φάνταζε όαση από την εποχή του Πίτερ Σίλτον και έπειτα. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε σοβαρός εγχώριος ανταγωνισμός.
Με τους Ίαν Ράιτ, Ντένις Μπέργκαμπ, Πατρίς Βιεϊρά, Εμανουέλ Πετί, Μαρκ Όφερμαρς, Νικολά Ανελκά να μεταμορφώνουν την εικόνα από κάτι βαρετό σε κάτι φανταστικό, ο τίτλος και κατ’ επέκταση το Τρεμπλ του 1998 προειδοποιούσαν για όσα έρχονταν. Η έλευση των Τιερί Ανρί, Ρομπέρ Πιρές, Άσλεϊ Κόουλ, Τζον Κάμπελ και Φρέντι Λιούνγκμπεργκ θα έσπρωχνε την ομάδα σε ακόμα ένα Πρωτάθλημα το 2002.
Και ο Σίμαν ήταν εκεί. Ο μοναδικός συνδετικός κρίκος της κορεσμένης με την υπέροχη εποχή. Η κατάκτηση του Κυπέλλου την επόμενη σεζόν θα σηματοδοτούσε και το τέλος. Είχε φτάσει πλέον τα 40. Σήκωσε την κούπα και αποχώρησε. Συνέβη λίγο πριν τη μεγαλειώδη παρουσία των «Ανίκητων» του 2004-2005. Μία ομάδα που είχε φτάσει στο απόγειο, έχοντας εκείνον από πίσω να προσέχει, να γαλουχεί, να ηρεμεί και να οργανώνει.
Την είδε να μεγαλώνει μαζί του, έζησε αυτά τα 13 χρόνια και έγινε το σύμβολο της πιο σπουδαίας Άρσεναλ. Παρέδωσε τα ηνία στον Γενς Λέμαν και πέρασε για λίγο από τη Μάντσεστερ Σίτι. Ήθελε να φτάσει τις 1.000 συμμετοχές, αλλά οι τραυματισμοί τον άφησαν στις 958.
Ροναλντίνιο
Θα μπορούσε να το κάνει. Το κορμί του τον κρατούσε ανταγωνιστικό. Άλλωστε, το 2002, στα 39 του, είχε πάει σε ένα ακόμα Μουντιάλ. Εκεί που θα βίωνε την πιο σκληρή και υποτιμητική στιγμής της καριέρας του.
Με το σκορ στο 1-1 κόντρα στη Βραζιλία, το φάουλ του Σκόουλς στον Κλέμπερσον είχε γίνει σε… ακίνδυνη θέση. Στα δεξιά, μεταξύ μεσαίας γραμμής και περιοχής, δεν προκαλούσε άγχος. Κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει όμως αρχικά τη μαγεία που έκρυβε ο 22χρονος Ροναλντίνιο, αλλά και μία ακόμα λάθος εκτίμηση από τον πορτιέρο των «Λιονταριών». Δεν ήταν τόσο έξω από την εστία του, αλλά αιφνιδιάστηκε από την απρόσμενη επιλογή και, καθώς η μπάλα τον κρεμούσε για ακόμα μία φορά, επαναφέροντας τη μνήμη από τον Ναγίμ, ο ίδιος καθυστερούσε πολύ να κάνει τα απαιτούμενα πίσω βήματα. Για δεύτερη στιγμή είχε ντροπιαστεί και άφηνε να κλονιστεί ο μύθος του.
Περίπου έναν χρόνο αργότερα θα άφηνε τουλάχιστον παρακαταθήκη την πιο σπουδαία επέμβασή του και μία από τις πιο εμφατικές στο σύγχρονο αγγλικό ποδόσφαιρο. Το φοβερό ήταν ότι αυτό το εκπληκτικό πέταγμά του προς τα πίσω -για να βγάλει το άπιαστο στον ημιτελικό του Κυπέλλου απέναντι στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ- συνέβη σχεδόν σε slow motion.
Ήταν το κύκνειο άσμα και ήταν μοναδικό.
Ο τερματοφύλακας
Στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» ο λατρεμένος Ουρουγουανός, Εδουάρδο Γκαλεάνο, θέλησε να αποτυπώσει σε λέξεις το συναίσθημα της επιλογής τού να γίνει κανείς τερματοφύλακας. Η δική του μοναδική ερμηνεία θα γινόταν να ταιριάξει ιδανικά και στην περίπτωση του Σίμαν, ο οποίος σε ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσε ταυτόχρονα να είναι ο καλύτερος αλλά και εκείνος που χλευάστηκε όσο κανείς.
Ένας μύθος που γινόταν περίγελος και ξανά αποθεωνόταν. Ένας κιρκάδιος κύκλος σε ένα βιολογικό ρολόι με την ίδια συνέπεια στο απρόβλεπτο. Στο σωτήριο άλμα και στο αδικαιολόγητο λάθος.
«Εκεί όπου πατάει το χορτάρι δεν φυτρώνει. Είναι μόνος του και δεν τον παίζει κανένας. Καταδικασμένος να παρακολουθεί το παιχνίδι από μακριά, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί από τον χώρο ευθύνης του, μοιάζει να περιμένει τον τουφεκισμό του. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και μάρτυρας, αυτός που πληρώνει τα σπασμένα, ο εν πολλαίς αμαρτίαις μετανοών. Ακόμα και ο καρπαζοεισπράκτορας του τσίρκου.
Κάποτε τον έντυναν στα μαύρα, όπως και τον διαιτητή. Δεν ήταν τυχαίο. Στεκόταν κάτω από τα δοκάρια του για να χαλάσει ό,τι όμορφο πάσχιζαν να δημιουργήσουν οι αρτίστες των γηπέδων. Ακόμη και τώρα που προσπαθεί να μεταμφιεστεί, φορώντας φανταχτερά χρώματα, μήπως και ξεγελάσει τη μοναξιά του, ο τερματοφύλακας παραμένει ο κακός, εκείνος που πάντα φταίει.
Βλέπετε είναι που όχι μόνο δεν σκοράρει αλλά περιμένει αποφασισμένος να εμποδίσει τους άλλους από το να το κάνουν. Το γκολ είναι η μεγαλύτερη χαρά του ποδοσφαίρου. Γι’ αυτό πληρώνουν εισιτήριο οι οπαδοί και σε τούτο είναι που θα ουρλιάξουν περισσότερο, όταν συμβεί. Μα, ενώ ο σκόρερ παλεύει να προσφέρει αυτή τη χαρά, ο καρμοίρης, ο κακορίζικος ο πορτιέρο είναι που του τη χαλάει και το στερεί από τον κόσμο.
Οι συμπαίκτες του μπορούν να κάνουν κάποιο λάθος, αλλά πάντοτε έχουν τη δυνατότητα να εξιλεωθούν. Μία θεαματική προσποίηση, μία ζογκλερική ενέργεια, μία πάσα ακριβείας, ένα απίστευτο γκολ και όλα τούς συγχωρούνται. Για εκείνον όμως δεν ισχύει το ίδιο. Το πλήθος δεν μπορεί να συγχωρέσει τον τερματοφύλακα. Τη στιγμή που τα ατσάλινα χέρια του γίνονται για μία στιγμή μεταξωτές κλωστές και η μπάλα ξεφεύγει, ξεγλιστρώντας από μέσα τους, και κατευθύνεται προς τα δίχτυα, τότε είναι τελειωμένος. Καθώς το τόπι χάνεται από την αγκαλιά του, μαζί του χάνεται και κάποιος τίτλος, ένα Πρωτάθλημα και το κοινό ξεχνάει μονομιάς όλα όσα εκείνος μέχρι τότε έχει προσφέρει.
Άπαντες θυμούνται τη μητέρα που τον γέννησε, την οικογένεια και όλο το γενεαλογικό του δέντρο. Η κατάρα της στιγμής τον σημαδεύει για πάντα. Δεν θα μπορέσει ποτέ να την αφήσει ξωπίσω του και θα τον συντροφεύει έως το φινάλε της καριέρας του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτό το ζόρι του. Είναι και η καταδίκη, όταν εκείνος δεν φταίει καν. Και πάλι όμως θα την πληρώσει. Κάποιος άλλος θα υποπέσει στο πέναλτι, αλλά ο πορτιέρο θα στηθεί χωρίς προστατευτικό τείχος απέναντι στον δήμιο του. Και, όταν η ομάδα του δεν θα βρεθεί σε καλή μέρα, ξανά αυτός θα πρέπει να εξιλεώσει τις αμαρτίες των υπολοίπων, αποκρούοντας έναν καταιγισμό από σουτ».
Ο Νο1
Ο Ντέιβιντ Σίμαν ήταν ακριβώς όλ’ αυτά. Οι γκέλες του ήταν ελάχιστες, μα ήταν σχεδόν κοσμογονικές και στις στιγμές που είχε πάνω του την προσοχή όλου του κόσμου. Υπήρξε όμως και πρωτοπόρος. Ψυχολογικά σταθερός, με το εμβληματικό παρουσιαστικό και τις παστέλ φανέλες του σημάδεψε δύο εποχές.
Και η ιδιαίτερη περσόνα του επαληθεύτηκε και συνεχίζει να είναι εμφατική ακόμα και στη μετά του ποδοσφαίρου εποχή. Γάμοι, χωρισμοί, απιστίες και ξανά μανά. Έρωτες με πατινάζ στον πάγο, παρουσία σε τηλεοπτικές σειρές και αδιαφορία για τους κάθε λογής pundits, τη δουλειά που επιλέγουν οι περισσότεροι του σιναφιού του.
Η αυτοβιογραφία του έχει τον πομπώδη τίτλο «Safe Hands». Είναι όμως και αμφιλεγόμενος. Ασφαλής αλλά και το αντίθετο. Αναμφίβολα η μακροχρόνια παρουσία του θρύλου της Άρσεναλ στο παιχνίδι επιβεβαιώνει στο πρόσωπό του και την αδικία προς όλους τους τερματοφύλακες όλων των εποχών.
Είναι εκείνη η αρχαία ποδοσφαιρική ιστορία που έχει να κάνει με το νούμερο που διόλου άστοχα τούς δόθηκε, όταν στήθηκαν οι αριθμοί της 11άδας. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνοι έχουν (είχαν, μίας και πλέον τα νούμερα δεν έχουν την ίδια λογική) στην πλάτη το «1». Και αυτό δεν είχε να κάνει με τη σειρά εκτίμησης. Κάθε άλλο. Ήταν και θα είναι εσαεί οι πρώτοι που θα πληρώνουν.
Και ο Ντέιβιντ Σίμαν δοξάστηκε, μα και τα πλήρωσε όλα ακριβά…
CHECKI IT OUT: Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry In Motion