Συχνά είναι περίεργο, σχεδόν αστείο στο μυαλό, να θυμάσαι τις πρώτες στιγμές σου σε κάτι, όταν αυτό τελειώνει.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις άρχισαν να έρχονται πάλι στο προσκήνιο, κατά την τελευταία σεζόν μου στο Ρέθυμνο.
Είχα αποφασίσει να αποχωρήσω το καλοκαίρι του 2019.
Και ξαφνικά, για πολύ καιρό, οι στιγμές, παλιές, καλές… πολύ παλιές ή ακόμη και άσχημες, ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου.
Από το μυαλό, την ψυχή και την καρδιά μου δεν θα φύγουν ποτέ. Ωστόσο, είτε τις ανακαλούσα εγώ είτε ήταν κάτι ασυνείδητο, αυτές επανέρχονταν μπροστά μου.
Σταμάτησα να παίζω επαγγελματικά στα 38 μου και συνεχίζω να διαβάζω.
Ήταν κάτι που μου άρεσε να κάνω όσο αγωνιζόμουν.
Δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε επικαιρότητα, στα νέα. Μου αρέσουν οι ιστορίες.
Στα 30 μου διάβαζα πολύ για τον Κόμπι Μπράιαντ.
Πολλές φορές, πριν μιλήσω, σκέφτομαι αν αυτά που θα πω μπορούν να βοηθήσουν ένα παιδί 15 ετών που σκέφτεται να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι θα το κάνουν.
Όμως εγώ μεγάλωσα μπασκετικά με αυτό τον τρόπο. Με παραδείγματα που μου έμαθαν την αφοσίωση.
Με πρόσωπα που μου έδειξαν τον δρόμο.
Και ήταν ένας πολύ ωραίος δρόμος!
Άρχισα να παίζω μπάσκετ στην ηλικία των δέκα ετών.
Με βρήκε ένας γυμναστής στο σχολείο, ο οποίος ήταν παράλληλα και προπονητής σε ακαδημία, ο Σταμάτης Γεωργίου, που δεν είναι πια κοντά μας.
Δεν τον θυμάμαι απλώς για όσα μου μετέδωσε στο άθλημα.
Ήταν ο άνθρωπος που ερχόταν και έλεγε στον πατέρα μου να μην με παίρνει στη δουλειά, μαζί του, ώστε να έχω χρόνο να προπονούμαι.
Είμαστε τέσσερα αδέρφια. Εγώ είμαι ο δεύτερος.
Η μητέρα μας πέθανε όταν ήμουν επτά χρονών, από λευχαιμία… Μας μεγάλωσε η γιαγιά μου, η οποία ήρθε να μείνει μαζί μας από τα Σφακιά.
Το μπάσκετ για μένα ήταν πολύ σημαντικό.
Ήταν μία διαφυγή, μία έκφραση και έγινε το απόλυτο ενδιαφέρον, δίχως αρχικά να ξέρω τίποτε για αυτό. Απλώς έπαιζα.
Κανένα παιδί, δέκα ετών, δεν έχει στο μυαλό του την καριέρα, όταν αρχίζει να ντριμπλάρει και να σουτάρει. Στις μέρες μας, αυτό μάλλον το έχουν οι γονείς…
Έπαιζα για τον εαυτό μου, για την παρέα στο γήπεδο, χωρίς άλλα πράγματα στο κεφάλι μου.
Το ανοιχτό γηπεδάκι ήταν η χαρά μου, για να ξεφύγουμε λίγο από το σχολείο, από τις δουλειές, από όσα περνούσαμε.
Ο πατέρας μου έκανε τρεις δουλειές.
Ήταν μηχανικός στην αεροπορία.
Παράλληλα, ήταν μάγειρας και απαλλοτρίωνε εκτάσεις για καυσόξυλα.
Με τα αδέρφια μου, τα δύο αγόρια, δουλεύαμε μαζί του και από τα 10 – 11 χρόνια μου και ήμασταν κάθε απόγευμα μαζί του.
Έχω εργαστεί ως σερβιτόρος τα καλοκαίρια για 1.500 δραχμές, όταν πήγαινα στο γυμνάσιο.
Τα αδέρφια μου ήταν σε πλήρη απασχόληση με τον μπαμπά.
Εγώ εργαζόμουν λιγότερο μαζί τους, λόγω μπάσκετ, καθώς ο γυμναστής είχε πει στον πατέρα μου να μην παίρνει συνεχώς μαζί του.
Όταν ήμουν μαζί τους, φορτώναμε δέντρα ελιάς για να κάνουμε καυσόξυλα.
Κάθε δύο – τρεις ημέρες φόρτωνα δύο τόνους ξύλα.
Αυτό, παρότι τότε φαινόταν κουραστικό, είναι κάτι που με βοήθησε πολύ.
Όταν κατάλαβα και αποφάσισα ότι θα παίξω επαγγελματικό μπάσκετ, η δουλειά με την οικογένεια μού είχε ήδη μάθει ότι για να πετύχεις απαιτείται πολλή και σκληρή προσπάθεια.
Είναι κάτι που κουβαλάω ακόμη μέσα μου.
Είναι καταστάσεις που σου έδειχναν από μικρό τις δυσκολίες και τι χρειάζεται για να εξελιχθείς.
Ο πατέρας μου δεν με πήγε ποτέ στο γήπεδο. Ο μοναδικός αγώνας στο οποίο με παρακολούθησε από την εξέδρα ήταν στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας μου, στο Ρέθυμνο!
Δεν είχα απαιτήσεις, καθώς γνώριζα ότι κρατά μόνος του ένα σπίτι και μεγαλώνει τέσσερα παιδιά, κάνοντας τρεις δουλειές.
Με τον πατέρα μου δεν υπήρξε συγκεκριμένη κουβέντα για το μπάσκετ. Μου έδινε χρόνο, όπως του ζητούσε ο προπονητής μου.
Η πιο σωστή απόφασή του ήταν να με αφήσει στα 16 μου να φύγω από τα Χανιά και να έρθω στην Αθήνα, για τον Παναθηναϊκό.
Κάθε άλλη απόφαση ήταν δική μου.
Εκείνη η στάση του πατέρα μου τον βοήθησε να κατανοήσει πολλά πράγματα για το άθλημα και επέτρεψε και στην αδερφή μου να μετακομίσει επίσης στα 16 της να μετακομίσει στην Αθήνα και στα 18 της στην Αμερική, για να σπουδάσει και να παίξει μπάσκετ.
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ακριβώς, όμως κατάλαβε την προοπτική.
Ίσως κι εγώ ακόμη τότε δεν είχα αντιληφθεί τι μπορεί να κρύβει το μέλλον στο παρκέ.
Μέρα με τη μέρα, προπόνηση με την προπόνηση, αγώνα με τον αγώνα, κατάλαβα ότι μέσα από το μπάσκετ μπορώ να τεστάρω και να φτάσω τα όριά μου.
Οι περισσότερες χρονιές της καριέρας μου ήταν στα όριά μου.
Αυτό μου έδινε ικανοποίηση και έφερνε όνειρα ώστε να πετύχω αυτά που σκεφτόμουν.
Ξεκίνησα σε μία γειτονιά, σε μία επαρχιακή πόλη και κάθε βήμα που πετύχαινα ήταν κάτι παραπάνω από το προηγούμενο.
Προκαλούσα τον εαυτό μου, τα έβαζα μαζί του για να κάνω πραγματικότητα το επόμενο όνειρο. Αυτό κυνηγούσα μία ζωή, σε αυτό επικεντρωνόμουν.
Ήθελα να παίζω με τους καλύτερους γιατί αυτό μου έδινε κίνητρο και με έκανε καλύτερο. Ήθελα να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ.
Στο μυαλό μου ήταν μία πρόκληση το ότι δεν αγωνίστηκα στις μικρές εθνικές. Έφτασα 20 ετών και είχα παίξει μόνο στο εφηβικό.
Αισθανόμουν ότι δεν είχα κάνει τίποτα, όμως μάζευα εικόνες, εμπειρίες. Ήθελα να πετύχω και για μένα.
Η απόφασή μου ήταν να τα δώσω όλα στο μπάσκετ και ό,τι γίνει.
Η πορεία συνοδεύτηκε από αμφιβολία. Δεν υπήρχε καμία εγγύηση.
Είχα σκεφτεί κάποια επαγγέλματα, όμως δεν είχα φανταστεί τη ζωή μου χωρίς τη μπάλα, ειδικά μετά τη μετεγγραφή στα 16 μου.
Ο πατέρας μου εργαζόταν 12 με 15 ώρες την ημέρα, χειρωνακτικά. Τα δύο αδέρφια μου άλλες έξι ως οκτώ ώρες. Σκληρές δουλειές. Πήγαινα στο γήπεδο και τους σκεφτόμουν. Θυμόμουν ότι κάποια καλοκαίρια δουλεύαμε σε μία έκταση από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Όταν έφυγα από την Κρήτη, τους έφερνα στο μυαλό μου και έλεγα ότι αν δεν κάνω πέντε ώρες προπόνηση, δεν θα φύγω. Πίεζα τον εαυτό μου, γιατί θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ ακόμη σε εκείνο το χωράφι.
Είχα μάθει να είμαι για ώρες πλάι στον πατέρα μου και το να μείνω πέντε ώρες στο γήπεδο μού φαινόταν απλό, φυσιολογικό.
Δεν ξέρω αν το μπάσκετ ήταν το πεπρωμένο μου.
Στη ζωή υπάρχουν άνθρωποι με πολύ ιδιαίτερες ικανότητες και μπορούν και πρέπει να εμπνεύσουν τον κόσμο, σε κάθε τομέα.
Αθλητές όπως ο Κόμπι, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, μπορούν να το κάνουν και να εμπνεύσουν.
Στην Ελλάδα είχαμε τέτοια παραδείγματα με τον Σπανούλη, τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά.
Κάποιοι άνθρωποι, πέρα από το ταλέντο, είναι προικισμένοι και με την ικανότητα να είναι παραδείγματα προς μίμηση.
Σε μία καριέρα είκοσι ετών, οι καλές και οι άσχημες στιγμές είναι πολλές.
Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ κάτι που να με έκανε να σκεφτώ να σταματήσω.
Στα 18 μου έκανα επέμβαση στον μηνίσκο. Έμεινα εκτός για οκτώ μήνες.
Η πιο δύσκολη στιγμή, μου πάντως, ήταν ότι για δύο χρόνια, από τα 18 ως το 20 μου, περιφερόμουν στο ΟΑΚΑ.
Έριχνα ματιές στις προπονήσεις του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, ώστε να αντιγράψω κινήσεις και να «κοπιάρω» την προπόνηση.
Δεν υπήρχε youtube, να παρακολουθήσω βίντεο με ασκήσεις.
Εκείνα τα δύο χρόνια δεν γνώριζα αν τελικά θα παίξω και πώς θα τα καταφέρω.
Στα 19 μου, με όσα χρήματα είχα διαθέσιμα, προσέλαβα προσωπικό γυμναστή, ο οποίος ασχολούνταν με τον στίβο.
Ο Γιώργος Καπερώνης, πρωταθλητής τριπλούν, έμεινε μαζί μου ως το τέλος της καριέρας μου ήταν και ο λόγος που δεν τραυματίστηκα άλλη φορά σοβαρά, στα χρόνια που έπαιξα.
Κάθε θυσία, σωματική και ψυχική, άξιζε. Όλα όσα έχω βιώσει διαμόρφωσαν αυτό που είμαι σήμερα.
Η σύζυγός μου, τα τελευταία χρόνια, ήταν μαζί μου σε κάθε ομάδα στο εξωτερικό.
Της αρέσουν τα ταξίδια. Εκείνη είναι που και δεν ήθελε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και μου έλεγε ότι μπορώ να παίξω ακόμη!
Από αυτή την άποψη, δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία ενός διλλήματος τύπου «οικογένεια ή καριέρα». Ήμουν τυχερός που την είχα μαζί μου, γιατί όλο αυτό ήταν ένα φανταστικό ταξίδι και για τους δυο μας.
Αντιστοίχως, δεν επέλεξα ποτέ μεταξύ μπάσκετ ή χρημάτων.
Στη διετία στις Η.Π.Α., μάλλον… «μπήκα μέσα».
Στην Ευρώπη υπήρχαν έτοιμα συμβόλαια, θα μπορούσα να έχω βγάλει πέντε φορές το ποσό που κέρδισα σε NBDL και ΝΒΑ, όμως επέμεινα.
Το να παίξω στο ΝΒΑ, όμως, ήταν τόσο σημαντικό και το πίστεψα τόσο πολύ που δεν το θυσίασα.
Ως τότε δεν είχα πολλά χρήματα στην άκρη, δεν ζούσα με ασφάλεια.
Όμως έλεγα στον εαυτό μου ότι αν δεν παίξω στο ΝΒΑ δεν φεύγω από την Αμερική.
Όλη αυτή η διαδρομή, πριν από το Σιάτλ, ήταν και μία αποτύπωση της απορίας «μυαλό ή καρδιά».
Με το μυαλό παίζεις πάντα καλύτερα.
Με το συναίσθημα μπορεί να φτάσεις σε σημεία έντασης που δεν μπορείς να ελέγξεις.
Το να φιλήσεις τη φανέλα μετρά για λίγους.
Τον κόσμο τον νοιάζει να κάνεις τη δουλειά σου και να ξέρει ότι παίζεις στο επίπεδο που μπορείς, ώστε να βοηθάς την ομάδα να κερδίζει.
Το συναίσθημα μπορεί να σου γυρίσει και μπούμερανγκ, να σε παρασύρει.
Ακόμη και το να μείνεις για όλη την καριέρα σου σε μία ομάδα ίσως δεν αποδειχθεί καλό.
Το τέλειο, προφανώς, είναι να παίζεις στην ομάδα που γουστάρεις και κατορθώνεις να ελέγχεις και το μυαλό σου. Χρειάζεται και λογική. Το ΝΒΑ ήταν όλο συναίσθημα, πέρα από κάθε λογική.
Όλες οι άλλες αποφάσεις ήταν βάσει λογικής, και οικονομικά και πρακτικά και σαν μέρος για να ζήσω.
Έτσι μπορείς να κάνεις και στην άκρη την πίεση του πρωταθλητισμού.
Γι’ αυτό, προφανώς, επιλέγεις να κάνεις παρέα με συναθλητές, οι οποίοι γνωρίζουν πώς είναι να βιώνεις αυτή την πίεση.
Τώρα που σταμάτησα, ομολογώ ότι μου λείπει αυτό το άγχος, στα αποδυτήρια.
Αν φέρεις έναν τρίτο να δει την καθημερινότητά σου για μία εβδομάδα, πιθανότατα θα σου πει ότι δεν θα το άντεχε και δεν θα έπαιζε επαγγελματικά.
Εμείς «χτίζουμε» πάνω σ’ αυτό, το μαθαίνουμε και αυτό το έχω ήδη επιθυμήσει, αν και η απόφαση να σταματήσω ήταν απόλυτα συνειδητή.
Το άγχος αυτό μπορεί να γίνει δημιουργικό.
Με τον εαυτό μου ήμουν πολύ αυστηρός.
Τα πρώτα δέκα χρόνια της καριέρας μου ήμουν και απόλυτος με συμπαίκτες, προπονητές. Δεν ήμουν τόσο κοινωνικός.
Η τριβή με έκανε να είμαι πιο «μαλακός». Να κάνω τη δουλειά μου, αλλά να περνάω καλά με τους συμπαίκτες μου και γι’ αυτό δεν ήταν εύκολο να αποχωρήσω.
Μου λείπει η αδρεναλίνη, αλλά και η παρέα σε κάθε ομάδα.
Στην αρχή δεν το διασκέδαζα, όμως στο δεύτερο μισό της πορείας μου το έφερα σε ισορροπία.
Έμαθα από μικρός να είμαι μόνος μου. Κάθε επιλογή που έκανα, κάθε συμβόλαιο που υπέγραψα, ήταν δική μου απόφαση. Ο πατέρας μου δεν ασχολήθηκε, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί μ’ αυτά.
Όταν αποφάσισα να παίξω εκτός Ελλάδας, ήμουν ήδη δέκα χρόνια μόνος μου στην Αθήνα και δεν είδα κάποια διαφορά στο να φύγω από τη χώρα.
Μου άρεσε να είμαι μόνος μου, είχα πίσω μια πορεία με δυσκολίες και ποτέ δεν με προβλημάτισε το να πάω σε μία ξένη χώρα.
Είχα «χτίσει» τις άμυνές μου, είχα επικεντρωθεί στο μπάσκετ και δεν κοιτούσα παραέξω.
Πρόκειται για μία διαδρομή που σου μαθαίνει πολλά και, συχνά, πολλά εκτός από το μπάσκετ.
Δεν είναι μόνο μία πάσα, ένα σουτ, μία τάπα, μία νίκη. Τα σπορ είναι πολλά περισσότερα.
Θα έχω πάντα μαζί μου την κριτική, αλλά και μία καλή κουβέντα.
Μία συμβουλή από έναν πιο έμπειρο.
Τους ανθρώπους οι οποίοι όταν ήμουν πιτσιρικάς στην Αθήνα, με έβγαλαν για έναν καφέ, με προσκάλεσαν να κάνω Χριστούγεννα σπίτι τους.
Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, ο Γιώργος Καλαϊτζής ήταν κοντά μου. Mε προσκαλούσαν στα σπίτια τους και αν και ήμουν λίγο απόμακρος, αυτή τη «ζεστασιά» την εισέπραξα.
Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, όταν έφτασα στα 30 μου, ήταν η στιγμή να πω εγώ κάτι σε ένα νέο παιδί.
Αυτό, όταν το έχεις εισπράξει, είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα, γιατί γνωρίζεις ότι όπως εσύ βοηθήθηκες από μία συζήτηση, μπορείς να κάνεις το ίδιο για κάποιον νεότερο.
Για χρόνια, καλείσαι να εργαστείς με διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικές χώρες, ομάδες με διαφοροποιήσεις.
Αυτό δεν είναι σύνηθες έξω από τον αθλητισμό και σε κάνει διαφορετικό άνθρωπο.
Σε κάνει πιο υπομονετικό, να αποδέχεσαι τις αλλαγές και του εαυτού σου και των άλλων.
Με έχουν ρωτήσει πώς θα ήθελα να με θυμούνται.
Η απόκρισή μου είναι ότι δεν θέλω να με θυμούνται. Ή, τουλάχιστον, δεν θέλω να με θυμούνται για κάτι συγκεκριμένο.
Για μένα το μπάσκετ ήταν μία διέξοδος, ένας τρόπος έκφρασης.
Τώρα που το σκέφτομαι, το μπάσκετ δεν ήταν πίεση, ήταν κάτι σαν ψυχοθεραπεία.
Ο Γλυνιαδάκης του παρκέ δεν είχε καμία σχέση με τον Ανδρέα, έξω από το γήπεδο.
Αυτή η ισορροπία σε βοηθά, συχνά, να διαχωρίζεις το σωστό από το λάθος, είτε μέσα στην ένταση του αγώνα είτε για μία απόφασή σου.
Βλέπεις το βίντεο του ματς και λες, «όπα, λάθος κίνηση εδώ».
Το λάθος είναι συχνά το καλύτερο πράγμα για να γίνεις καλύτερος. Είναι ένα «δώρο» που στην αρχή ίσως να μην το αντιληφθείς.
Η σχέση μου με τον Τύπο ήταν καλή, διότι εξαρχής κατάλαβα ότι όλα κρίνονται από το τι παρουσιάζω στο γήπεδο.
Δεν αναζήτησα εύνοια, δεν ήθελα όμως και κακοπροαίρετη κριτική.
Από τότε που ήμουν στο Περιστέρι, σταμάτησα να διαβάζω, αλλά μόνο για μένα.
Γνώριζα τι καλό ή άσχημο είχα βγάλει στο παρκέ, δεν είχα ανάγκη να το διαβάσω.
Κάπως έτσι, παρότι αυτό ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, λειτούργησα και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα social media δεν είναι «ευλογία ή κατάρα». Σαφώς και υπάρχουν υπερβολές, ωστόσο θεωρώ καλό ο αθλητής να εκφράζεται μέσα από αυτά.
Αρκεί, φυσικά, να έχει να πει κάτι.
Ως πρόεδρος του ΠΣΑΚ μου αρέσει να «βγω» στα social media και να γράψω ότι φτιάξαμε ένα γήπεδο στην επαρχία.
Δεν θα βγω, όμως, πριν, να γράψω ότι «θα» φτιάξουμε.
Στην καριέρα μου υπήρξα διαλλακτικός.
Έφτασα σε σημείο να πλακωθώ με συμπαίκτη και να φτάσουμε μέχρι και σε γροθιές!
Υπήρξε κάτι άλλο που το άκουσα, αλλά έκανα ότι δεν άκουσα, γιατί το timing και η πορεία της ομάδας δεν επέτρεπε περισσότερη ένταση και έδωσα τόπο στην οργή.
Ήταν στιγμές που αισθάνθηκα μόνος, αν και τη μοναξιά δεν την φοβήθηκα ποτέ και συχνά την αναζήτησα.
Οι δύσκολες στιγμές δεν με «έριχναν», με πείσμωναν, με δυνάμωναν.
Στο Καζακστάν, είχα πάθει φυματίωση, για 15μέρες ήμουν μόνος στο σπίτι σε θερμοκρασία -40 Cο και έκανα ενέσεις στον εαυτό μου.
Έμαθα να κάνω ενέσεις πάνω μου!
Από όλα αυτά μαθαίνεις. Δεν χρειάζεται κάθε αναποδιά να συνοδεύεται από θυμό, ξέσπασμα.
Ό,τι πάθαινα το περνούσα και πήγαινα παρακάτω.
Καμία δυσκολία δεν ήταν τέλμα. Ό,τι μου συνέβη στη ζωή και την καριέρα μου, δεν το είδα ως αδιέξοδο.
Αν ήταν κάτι λάθος, έπρεπε να το λύσω, αν ήταν προσωπικό να το αντιμετωπίσω και αν ήταν κάτι προβληματικό, να το διορθώσω.
Σημασία έχει να έχεις διάθεση να το παλέψεις και να μην το παρατήσεις.
Αυτό ισχύει, φυσικά, και για το μπασκετικό κομμάτι…
Η θέση του σέντερ υπήρξε η πιο ευμετάβλητη την τελευταία εικοσαετία.
Στις μέρες μας παρακολουθούμε ψηλούς να βγαίνουν ολοένα και πιο έξω από το καλάθι και να πρέπει να έχουν απαιτούμενο προσόν το μακρινό σουτ.
Άρχισα να παίζω το 1990 και στην Α1, μερικά χρόνια αργότερα, πρόλαβα και την αλλαγή από το χρονόμετρο επίθεσης των 30΄΄, στα 24΄΄.
Με τον γυμναστή μου, τον Γιώργο Καπερώνη, δουλέψαμε πολύ στο αθλητικό κομμάτι. Μέναμε για ώρες στο ταρτάν του στίβου.
Δεν έγινα ίσως πιο γρήγορος, όμως βελτίωσα την αντοχή και μπορούσα να παίζω αρκετά λεπτά, δίχως να πέφτει η απόδοσή μου.
Η θέση μου έχει «καταργηθεί». Δεν υπάρχει σέντερ που να μην παίζει με πρόσωπο στο καλάθι.
Οι αθλητές ακόμη και με ύψος άνω του 2,10μ., όπως στη Ευρώπη με τον Μιλουτίνοφ ή τον Τόμιτς, δεν είναι κλασικοί σέντερ.
Εγώ δούλεψα αρχικά με τον (πολύ) χρόνο. Στη συνέχεια η προπόνηση ήταν περισσότερο ποιοτική, ήμουν πιο συγκεντρωμένος.
Έτσι, επειδή η βελτίωση δεν σταματά ποτέ, προσπαθείς να εντάξεις πράγματα στο παιχνίδι σου.
Ήμουν τυχερός που πρόλαβα αυτή την αλλαγή, γιατί η πορεία δεν δείχνει ότι θα «επιτρέψει» ψηλούς» όπως την εποχή που αγωνιζόμουν εγώ.
Στο ΝΒΑ όλοι οι ψηλοί σουτάρουν. Ο Σακίλ ‘Νιλ είπε πρόσφατα ότι αν αγωνιζόταν ακόμη, θα σκόραρε 40 πόντους.
Δεν είναι υπερβολικό, για έναν λόγο.
Στη εποχή της κυριαρχίας του, είχε πάνω του ακόμη και τρεις αντιπάλους.
Πλέον, στο ΝΒΑ με τον κανονισμό των αμυντικών τριών δευτερολέπτων, ο «Σακ» θα έπαιρνε τη μπάλα και ακόμη και με νταμπλ-τιμ θα κάρφωνε.
Επιπλέον, το μπάσκετ στην Αμερική είναι πια «soft», χωρίς τις σκληρές άμυνες της δεκαετίας του ’90 και μερικών χρόνων αργότερα.
Όταν παίζεις 20 χρόνια, κάθε πράγμα που θα συναντήσεις, από κομμάτι της προπόνησης ή του αγώνα μέχρι και συμπεριφορές, μπορείς να το διαχειριστείς.
Η σκέψη της αποχώρησης είναι σαν να χάνεις κάτι, σαν να «πεθαίνει» κάτι μέσα σου.
Χάνεις, ουσιαστικά, ένα μεγάλο και χαρακτηριστικό κομμάτι του εαυτού σου το οποίο ξέρεις προκαταβολικά ότι δεν μπορείς να το επαναφέρεις.
Το μόνο που σε κάνει να το θυμάσαι είναι να συνεχίσεις να συναντάς αθλητές ή προπονητές, με τους οποίους έχεις κοινό κώδικα επικοινωνίας.
Χάνεις μία ταυτότητα την οποία δεν μπορείς να βρεις ξανά.
Στην αρχή είναι δύσκολο. Τα πάντα ήταν γύρω από το γήπεδο, την προπόνηση, το ματς.
Τώρα πρέπει να δημιουργήσεις μία νέα ρουτίνα, μία άλλη καθημερινότητα.
Να βρεις μία εργασία που να σε εκφράζει, να ζήσεις περισσότερο με την οικογένειά σου και όποιος πει ότι δεν είναι δύσκολο, λέει ψέματα.
Ένα «τίμημα» είναι ότι στο τελευταίο ματς της καριέρας σου σε χειροκροτούν 1.500 άνθρωποι και την επόμενη μέρα δεν υπάρχει ούτε ένα χειροκρότημα.
Έχεις μάθει να παίζεις για 15.000-20.000 κόσμο και ξαφνικά δεν παίζεις για κανέναν…
Στο μυαλό μου το είχα για μήνες. Ήταν μία απόφαση που είχε παρθεί καιρό πριν και είχα ετοιμάσει και το επόμενο βήμα μου.
Παραμένω κοντά σε αθλητές, από άλλο πόστο. Ήξερα πριν σταματήσω με τι θα ασχοληθώ.
Ήξερα ότι το σώμα μου το είχα πιέσει πάρα πολύ.
Είχα κάνει όλα αυτά που ήθελα και ήμουν «γεμάτος» με όσα έζησα.
Μου λείπει μεν το μπάσκετ, αλλά δεν λυπήθηκα. Μάλλον χάρηκα περισσότερο, κυρίως γιατί το έκανα και με τους δικούς μου όρους.
Τα πρώτα χρόνια, το πρώτο συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό, έθεσαν τις βάσεις για τη συνέχεια.
Έβλεπα τον Ντίνο Ράτζα να κάνει τάπα, να πιάνει τη μπάλα με το ένα χέρι, να ντριμπλάρει σαν γκαρντ και να καρφώνει και μόνο δέος ένιωθα…
«Αυτοί οι τύποι είναι σε άλλο επίπεδο», σκεφτόμουν. Οι υπόλοιποι ήμασταν κάπου αλλού. Δεν γίνεται απλώς να βρισκόμαστε στο ίδιο γήπεδο με εκείνους.
Τότε κατάλαβα ότι για να παίξω μπάσκετ, πρέπει να «σκιστώ» στη δουλειά. Τότε συνειδητοποίησα πόσο επαγγελματίας πρέπει να γίνω, αν πραγματικά θέλω να παίξω.
Η ομάδα με την οποία κατακτήσαμε την Ευρωλίγκα του 2000 ήταν απλώς… «ομαδάρα»!
Μποντίρογκα στα καλύτερά του, Κάτας, Ρέμπρατσα, Ρότζερς. Αλβέρτης…
Μέχρι τα 16 μου δεν είχα δει ποτέ επαγγελματία αθλητή και το επίπεδο των παικτών που βίωσα, σαν πρώτη εμπειρία, ήταν ασύλληπτο.
Βρέθηκα στα ίδια αποδυτήρια μαζί τους και παρότι δεν ήμουν σε εκείνο το επίπεδο, οι συμβουλές και οι εμπειρίες που έλαβα με έκαναν να καταλάβω τι πρέπει να κάνω για να ασχοληθώ επαγγελματικά.
Ο κόουτς Ομπράντοβιτς ουσιαστικά δεν με χρησιμοποίησε ποτέ.
Προφανώς δεν είναι φιλοφρόνηση και κάτι καινούριο να πω ότι είναι από τους καλύτερους προπονητές στην ιστορία.
Ακόμη πιστεύω, από τη στιγμή που από τα 18 μου ως τα 20 δεν είχα ρόλο στην ομάδα, θα έπρεπε να με είχε δώσει δανεικό, όμως είναι ο καλύτερος προπονητής που έχω δει με τα μάτια μου και έχω συνεργαστεί.
Αυτό που μένει από τη θητεία σου σε ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός είναι το επίπεδο.
Είναι κορυφαίο επίπεδο να παίζεις σε αυτές τις ομάδες και να έχεις ευκαιρία να κατακτήσεις την Ευρωλίγκα.
Πολλά χρόνια αργότερα από το πέρασμά μου από τον Παναθηναϊκό, βρέθηκα στον Ολυμπιακό, έχοντας βεβαίως εκεί έναν ρόλο.
Διαχρονικά, μιλάμε για δύο από τους κορυφαίους έξι – επτά συλλόγους της Ευρωλίγκας.
O ρόλος σε μεγάλη ομάδα και η προοπτική ενός τίτλου Ευρωλίγκας ήταν ο λόγος που δούλευα τα καλοκαίρια.
Όλη αυτή η εμπειρία, πέρα από νίκες ή τρόπαια, σε κάνει πολύ καλύτερο. Πολύ καλύτερο από όσο μπορεί να νομίζει ένας παίκτης.
Δεν είναι η φανέλα ή απλώς να το αναφέρεις στο βιογραφικό σου.
Είναι η νοοτροπία, το μέγεθος τέτοιων συλλόγων που δεν αφήνει έναν παίκτη να επαναπαυτεί, φτάνοντας εκεί.
Αντίθετα, τον υποχρεώνει να θέλει να γίνεται καλύτερος, προκειμένου να σταθεί επάξια σε αυτό το επίπεδο.
Έζησα και τη μετάβαση του Ολυμπιακού από την «προ Σπανούλη» στη «μετά Σπανούλη» εποχή της ομάδας.
Ο Βασίλης, έχοντας την υποστήριξη των αδερφών Αγγελόπουλου, έβαλε στον σύλλογο τη νοοτροπία του νικητή και οι νέοι Έλληνες που υπήρχαν στο ρόστερ, έγιναν ένα με αυτό.
Ο Σπανούλης, ανεξαρτήτως θέσης, ήταν παράδειγμα για μένα. Μαζί του μαθαίνεις απίστευτα πράγματα, κάθε μέρα.
Παίκτης ο οποίος το προηγούμενο βράδυ είχε σκοράρει 20 πόντους σε ματς Ευρωλίγκας και έρχεται την άλλη μέρα στην προγραμματισμένα χαλαρή προπόνηση, όμως εκείνος δεν είναι χαλαρός.
Δεν γελάει, δεν παίζει…
Προσπαθεί στο φιλικό διπλό της προπόνησης, ένα υποτυπώδες παιχνίδι για να μην χαθεί ο ρυθμός, να βάλει άλλους 20 πόντους.
Εγώ αν είχα σκοράρει 20 πόντους σε ματς Ευρωλίγκας το περασμένο βράδυ, ίσως να ερχόμουν στο γήπεδο με φραπέ!
Και, ξαφνικά, βλέπω αυτόν τον τύπο να μην χάνει ποτέ το κίνητρό του.
Είχα παίξει μαζί του, με την Εθνική, και στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο, το 2008, όμως μόνο τότε, στον Ολυμπιακό, κατάλαβα ποιος πραγματικά είναι, πόσο σπουδαία είναι η προσέγγισή του στο παιχνίδι και ότι έκανε πάντα το κάτι παραπάνω.
Το mindset του Σπανούλη το έχω δει σε πολύ λίγους παίκτες.
Τη σκέψη του να βελτιώνομαι κάθε μέρα, το «χτίσιμο» και του σώματος και του μυαλού και του πώς αντιμετώπιζαν το μπάσκετ, το έχω συναντήσει μόνο στον Βασίλη, τον Νίκο Ζήση, τον Διαμαντίδη και τον Ρέι Άλεν.
Ο τρόπος που παίζουν, ο τρόπος που σκέφτονται, ο τρόπος που μιλούν είναι μοναδικός.
Το πώς ετοιμάζονται για το ματς, το πώς μελετούν τον προηγούμενο αγώνα είναι κάτι σπάνιο.
Και ο Θοδωρής Παπαλουκάς είναι έτσι. Πάντα πολύ σοβαρός σε αυτό το κομμάτι, όπως ήταν και σαν παίκτης και σαν κόουτς και ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Αυτό που έμαθα από τη συνεργασία με όλους αυτούς τους εκπληκτικούς αθλητές, είναι ότι όπου κι αν έχεις φτάσει, πάντα υπάρχει ένα βήμα παραπάνω.
Όσο καλός κι αν νομίζεις ότι είσαι, μπορείς να κάνεις κάτι περισσότερο και υπάρχει και κάτι καλύτερο για σένα.
Αυτό, όταν είσαι συμπαίκτης τους, σε κάνει να θες να προσπαθήσεις το ίδιο. Δεν γίνεται εκείνοι να δίνουν το 100% σε κάθε προπόνηση και εσύ να σταματάς ή να κάνεις ένα λάθος δεύτερη φορά.
Σε όλους αυτούς δεν χρειαζόταν να πεις το ίδιο πράγματα δεύτερη φορά.
Πολύτιμη ήταν και η εμπειρία εκτός Ελλάδας.
Είδα και έζησα διαφορετικά πράγματα.
Στο Καζακστάν ο κόσμος δεν ήξερε τι να χειροκροτήσει.
Στο Σιάτλ η ομάδα ήταν τελευταία και ο κόσμος γέμιζε το γήπεδο και μας αποθέωνε σε κάθε αγώνα.
Στην Ιταλία, στην Μπολόνια, οι φίλαθλοι της Βίρτους είναι τρελοί και κρέμονται από πάνω σου!
Στην Τουρκία είχαν προηγηθεί Έλληνες πριν από μένα, όπως ο Ευθύμης Ρεντζιάς στην Ούλκερ και δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα.
Έμαθα πέντε τουρκικές λέξεις και όταν περπατούσα στον δρόμο, στην αγορά, ο απλός Τούρκος ήταν εγκάρδιος. Δεν είχε να χωρίσει τίποτα μαζί μου. Το ζητούμενο με τους Τούρκους είναι καθαρά θέμα πολιτικό.
Οι άνθρωποι είναι απλοί, που δεν έχουν κάτι με τους Έλληνες και ακόμη και αν δεν παρακολουθούν σπορ θα σε χαιρετήσουν στον δρόμο.
Στην Τουρκία πέρασα πολύ όμορφα, όπως και στη Λιθουανία.
Μπασκετικά, στο εξωτερικό, έμαθα να προσαρμόζομαι σε οποιεσδήποτε συνθήκες.
Έχω παίξει στο Καζακστάν σε γήπεδο που είχε για παρκέ κόντρα-πλακέ θαλάσσης πάνω σε πάγο και διαγράμμιση με αυτοκόλλητη ταινία. Στην άκρη υπήρχαν δύο φλογοβόλα με πετρέλαιο για να ζεσταινόμαστε, σε ένα παλιό γήπεδο χόκεϊ επί πάγου, του 1930.
Είχα παίξει σε γήπεδο ΝΒΑ, Ευρωλίγκας, όμως όταν αντίκρισα εκείνο το σκηνικό, προσαρμόστηκα και σ’ αυτές τις συνθήκες.
Σαν άνθρωπος, όπως και στο μπάσκετ πρέπει να παίξεις το παιχνίδι σου σε άδειο ή γεμάτο γήπεδο, σε φιλική ή εχθρική ατμόσφαιρα και με κρύο ή ζέστη, το ίδιο ισχύει και για τον χαρακτήρα σου.
Στο μπάσκετ, όπως και σαν άνθρωπος, κάνεις κύκλους.
Έγινα πιο προσαρμοστικός, πιο ήρεμος, πιο ανοιχτόμυαλος και πιο υπομονετικός με ανθρώπους και πράγματα.
Διδάγματα που με ακολούθησαν στην καριέρα μου σαν παίκτης και μου δείχνουν και τον δρόμο για ό,τι αποφασίσω να κάνω από εδώ και στο εξής.
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν πρόεδρος του Π.Σ.Α.Κ..
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Το Μπάσκετ Δεν Τελειώνει» / «Ευκαιρία για αλλαγή» / «Όταν σβήνουν τα φώτα» / «Πώς χρεοκοπούν οι αθλητές» / «Το lockdown σκοτώνει το μπάσκετ» / «ΝΒΑ ντραφτ σημαίνει ευκαιρία» / «Τα δύο πρόσωπα της Ευρωλίγκας» / «Ο αθλητισμός που θέλουμε»