Η καθημερινότητα καταπίνει την ιστορία.
Στο σύγχρονο περιβάλλον το βιώνουμε μέρα με τη μέρα, το “νέο”, το “εντυπωσιακό”, το “εξεζητημένο” πάντοτε υπερέχει, πάντοτε συνθλίβει. Υπάρχουν όμως κι εκείνες οι λιγοστές στιγμές ηρεμίας και ενδοσκόπησης, όταν το μυαλό καθαρίζει και οι σκέψεις μπαίνουν σε μια σειρά και δεν επηρεάζονται από τη φρενίτιδα της εποχής.
Όταν οι παλμοί πέφτουν, όταν φεύγουμε από το χάος του διαρκούς και αδιάκοπου scroll, τότε συνειδητοποιούμε ότι τελικά η ιστορία κατέχει μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.
Τα χρόνια θα περάσουν, ο κόσμος θα αλλάξει παραμένοντας ίδιος, οι νέες γενιές θα έχουν φτιάξει τους δικούς τους ήρωες, τα δικά τους πρότυπα. Τα μουσεία των αναμνήσεων όμως θα είναι ακόμη εδώ. Και κάτω από το ταμπελάκι του Ραούλ Γκονζάλεθ Μπλάνκο δεν θα αρκούν πέντε-δέκα άψυχες γραμμές για να περιγράψουν τη σημασία του.
Γκολ στο πρώτο του ντέρμπι με την Ατλέτικο, γκολ στους Τελικούς του Champions League, το δάχτυλο που ζήτησε από το Camp Nou να σωπάσει, το χειροκρότημα του «Θεάτρου των Ονείρων» δυο φορές, το 2000 και το 2003. Εμφανίσεις τοπόσημα, γκολ με όλους τους τρόπους, διαγώνια πλασέ να γλείφουν το δοκάρι, πριν αναπαυθούν στο πλαϊνό δίχτυ, “τσιμπήματα” διαύγειας και απαράμιλλης ποδοσφαιρικής ευφυΐας σε πρώτο χρόνο, λόμπες, «cucharas» και «vaselinas», όπως αγαπούν να τα ονοματίζουν οι Ισπανοί.
Πώς να αποτυπωθούν όλα αυτά με μια άψυχη καταγραφή αριθμών; Τι σημαίνει 323 γκολ σε 741 συμμετοχές, όταν δεν γίνεται εκ των πραγμάτων η διασύνδεση με το συναίσθημα και τη σημασία του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή για το σύμπαν της Ρεάλ Μαδρίτης;
Τέλμο Θάρρα, Ούγκο Σάντσες, Μέσι, Κριστιάνο. Αυτούς μονάχα είχε μπροστά στους μεγαλύτερους σκόρερ όλων των εποχών στη Liga. Μια Liga την οποία κατέκτησε έξι φορές, αλλά, ως γνωστόν, σε ένα σύμπαν πλασμένο από τον Πούσκας και τον Ντι Στέφανο εκείνα που μετράνε πραγματικά είναι τα τρία Champions League και τα 2 Διηπειρωτικά. Αυτά λοιπόν στην ούγια γράφουν Ραούλ.
Βουτιά στην Αρχαιότητα
Την ημέρα πριν το ντεμπούτο του, ο Βαλντάνο τον πλησίασε, τον ενημέρωσε ότι σκέπτεται να τον βάλει στο βασικό σχήμα, αλλά δεν ήξερε αν θα αντέξει στην τρομακτική πίεση. Ο μικρός κοιτούσε αποσβολωμένος, άλλος στη θέση του θα κόμπιαζε. «Αν θέλεις να κερδίσεις, βάλε με να παίξω. Αν θέλεις να το παίξεις κορώνα-γράμματα, βάλε οποιονδήποτε άλλον θεωρείς ότι σου παρέχει υποτιθέμενη ασφάλεια για να μην στην πέσουν οι δημοσιογράφοι».
Αποσβολωμένος έμεινε ο Χόρχε Βαλντάνο. Αμέσως όμως κατάλαβε με τι έχει να κάνει. Ορισμένοι άνθρωποι, κάποιοι ποδοσφαιριστές, “το έχουν” εκ γενετής, είναι άντρες, πριν βγουν από την εφηβεία. Ξέρουν να κερδίζουν, πριν καν κατακτήσουν το οτιδήποτε. Και υπάρχουν και οι σπάνιες περιπτώσεις εκείνων των ανθρώπων που συνεχίζουν να μαθαίνουν και μετά την επιτυχία και αφού πατήσουν το πόδι τους στην κορυφή.
Αυτό το σπάνιο κράμμα ήταν ο Ραούλ, η συγχώνευση όλων αυτών των χαρακτηριστικών από τότε που ξεκίνησε. Και γι’ αυτό εξελίχθηκε σε θρύλο.
Ο γιος της νοικοκυράς Μαρίας Λουίζας Μπλάνκο και του ηλεκτρολόγου Πέδρο Γκονζάλεθ από την Colonia Marconi, μια ταπεινή γειτονιά στα περίχωρα της Μαδρίτης. Με “γραμμένο” να αφοσιωθεί στην Ατλέτικο, όπως ο πατέρας του, που πιο φανατικός «Colchonero» δεν υπήρχε στη γειτονιά. Ο Πέδρο τον έγραψε στους Infantiles της Ατλέτικο, ακόμα κι αν το παιδί δεν το έβρισκε με το ποδόσφαιρο, η ομάδα θα είχε κερδίσει έναν ακόμα οπαδό κι ο πατέρας μια μόνιμη συντροφιά δίπλα του στο Vicente Calderón.
Ο μικρός ήταν καλός. Από το πρώιμο ξεκίνημα στο Σαν Κριστόμπαλ Ντε Λος Άνχελες (μια ομάδα γειτονιάς) είχε φανεί ότι ταιριάζει σε ανώτερο επίπεδο. Δεν είχε κλείσει τα 13, όταν πήγε στην Ατλέτικο. Του έβαζαν γυαλιά για να φαίνεται πιο “ώριμος” και να μπορεί να παίζει με τα μεγαλύτερα παιδιά, εκείνον δεν τον ένοιαζε, γιατί είχε την ευκαιρία να δει από κοντά τον Σούστερ και τους υπόλοιπους μύθους.
Αριστερό εξτρέμ έπαιζε συνήθως. Συνέκλινε προς τα μέσα και σκόραρε κατά ριπάς. 65 γκολ, ήταν απίθανη η σχέση του μικρού με την αντίπαλη εστία. Ανέβαινε τις βαθμίδες με ταχύτητα αστραπής, κέρδιζε τα πρωταθλήματα των μικρών ηλικιών το ένα πίσω από το άλλο, τα πάντα έμοιαζαν προδιαγεγραμμένα. Ακριβώς τότε χαλάει η ρητορική του πεπρωμένου, όταν η λογική δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις ιδιοτροπίες της τύχης και τις ανατροπές που επιφυλάσσει η ζωή.
Ο εκκεντρικός Χεσούς Χιλ, ιστορικός Πρόεδρος της Ατλέτικο, μια ωραία πρωία αποφάσισε να σταματήσει τη χρηματοδότηση των τμημάτων υποδομής του συλλόγου. Μια απόφαση της στιγμής, ένας παρορμητισμός στο λάθος χρόνο. Sliding Doors. Μια πόρτα έκλεισε, μια άλλη άνοιξε στο χωροχρόνο. Στα δεκάδες παιδιά που έμειναν ελεύθερα να διαπραγματευτούν το μέλλον τους ήταν και ο Ραούλ.
Ήταν ακόμη το 1992, ο μικρός δεν είχε κλείσει τα 16 και βρέθηκε ενώπιον μιας δύσκολης απόφασης για την κοσμοθεωρία του, πιο πολύ για τις συναισθηματικές δικλείδες του πατέρα του. Η επιλογή ήταν να ενταχθεί στον “εχθρό” ή να κυνηγήσει το όνειρο σε πολύ μικρότερες πραγματικότητες. Οι αντιρρήσεις του πατρός κάμφθηκαν, προτάχθηκε ο “επαγγελματισμός”, η ψυχρή αντιμετώπιση της κατάστασης.
Αμέσως στην Cadete της Ρεάλ (με 71 γκολ σε 33 ματς), την επόμενη χρονιά προβιβασμός στην Juvenil B, την αμέσως επόμενη στην τρίτη ομάδα των «Merengues». Σκόραρε 5 γκολ στο ντεμπούτο. Πέντε. Είχε 13 σε επτά παιχνίδια. Τέτοια νούμερα δεν περνούν απαρατήρητα από κανέναν, ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα, μέχρι να φτάσουν στα υπεύθυνα αυτιά.
Άμεσος προβιβασμός στη Β ομάδα που τότε έπαιζε στη Segunda και προπόνηση με τους “μεγάλους”, τους ακριβοθώρητους, τους άπιαστους. Δυο φιλικά με Οβιέδο και Καρλσρούη. Ο “βενιαμίν” σκόραρε και στα δυο.
Δεν ήταν 17 και τον πήραν άρον άρον να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο.
Το χρυσό δεν τον αφήνεις, τον μαζεύεις επί τόπου. Το γνωρίζει πολύ καλά ο Βαλντάνο, το είχε δει να συμβαίνει πολλές φορές στην Αργεντινή, ίσχυε περίπου και για τον ίδιο.
Μετά από εκείνη τη σουρεαλιστική κουβέντα, 29 Οκτωβρίου του 1994 ο “μικρός” στο βασικό σχήμα στο Romareda. Αμφίθυμες οι αισθήσεις μετά τη λήξη. Η Ρεάλ έχει ηττηθεί με 3-2 από τη Σαραγόσα, ο μικρός μετράει ασίστ στο γκολ του Αμαβίσκα, αλλά από υπερβάλλοντα ζήλο έχει χάσει το άχαστο σε άδειο τέρμα, αφού τους έχει περάσει όλους.
Το ρίσκο του Βαλντάνο γίνεται σε γενικές γραμμές δεκτό με συγκρατημένο ενθουσιασμό από τον οργανισμό Ρεάλ, του αρκεί για να συνεχίσει το “πείραμα” και στο επόμενο παιχνίδι. Όχι οποιοδήποτε παιχνίδι, στο ντέρμπι με την Ατλέτικο μέσα στο Bernabèu.
Ο Ραούλ είναι καθοριστικός. Γκολ με ψύχραιμη κεφαλιά και αντίθετη φορά σώματος, κερδισμένο πέναλτι, ασίστ στον Ζαμοράνο. Η Ρεάλ κερδίζει με το χορταστικό 4-2. Αποχωρεί με όλο το γήπεδο στο πόδι στο 60ο λεπτό και δίνει το χέρι στο είδωλο Εμίλιο Μπουτραγκένιο. Παράδοση-παραλαβή από την ανάποδη. Ο θρύλος «Buitre», η ζωντανή ιστορία της Ρεάλ και ο εκκολαπτόμενος αστέρας Ραούλ.
Χάνει το μυαλό του, πολύ νωρίς για να διαχειριστεί το σοκ της επιτυχίας. Ο Βαλντάνο όμως ξέρει. Τον στέλνει πίσω στην τρίτη ομάδα για να μείνει προσγειωμένος, όλες οι κλήσεις στην πρώτη ομάδα γίνονται τελευταία στιγμή. Αθόρυβα στο τέλος της σεζόν έχει συμπληρώσει 28 συμμετοχές σε Liga και Copa del Rey κι έχει προλάβει να τινάξει τα δίχτυα εννέα φορές.
Το καλοκαίρι λαμβάνει το ωραιότερο δώρο της ενηλικίωσής του. εντάσσεται στην πρώτη ομάδα οριστικά και αμετάκλητα. Σε ατομικό επίπεδο λάμπει, παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Η Ρεάλ ωστόσο σχεδόν παραπαίει για τα δεδομένα της. Όταν αποκλείεται από τη Γιουβέντους στο Champions League, ο μέντορας και φύλακας-άγγελος του Ραούλ, ο Βαλντάνο, απολύεται.
Ο Ραούλ κόντρα στο ρεύμα στήνεται στις κάμερες και δηλώνει ευγνώμων, υποστηρίζει ότι δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Δεν είπε ψέματα, τον πρώτο του γιο Χόρχε τον βάφτισε, προς τιμήν του προπονητή που πήρε όλα τα ρίσκα που υπήρχαν και τον έριξε στο λάκκο των λεόντων από τα 17 του χρόνια.
Η Ρεάλ συνέχισε με τον Αρσένιο Ιγκλέσιας, έναν αμυντικογενή προπονητή, αρχιτέκτονα της πρώτης «Super Depor» στην ιστορία. Παρά το γεγονός ότι διαφωνούσε με τον τρόπο παιχνιδιού, ο Ραούλ εξακολούθησε να είναι παραγωγικός και να σκοράρει. Η ομάδα όμως παρέπαιε. Ανήκουστο, αλλά στο τέλος της σεζόν η Ρεάλ δεν εξασφάλισε καν την έξοδό της στο Κύπελλο UEFA. Και τότε, και τώρα, και πάντα θα είναι ιεροσυλία.
Από τα ξεκινήματα έπρεπε να ωριμάσει αμέσως, να καταλάβει θέση στα αποδυτήρια, να προσδιορίσει το “χώρο” του. Όταν ανακοινώνεται ο Καπέλο, ο Ραούλ ζητά να τον δει ιδιαιτέρως, να μιλήσουν, να επανατοποθετήσουν κάποια πράγματα. Ο Ιταλός είναι δύστροπος και πολύ περίεργος χαρακτήρας, με τον Ραούλ όμως κόλλησε αμέσως.
Νεωτερισμοί στην προπόνηση, εξεζητημένες μέθοδοι διδασκαλίας, δυσνόητες τακτικές εντολές, περίεργες για το ισπανικό ποδόσφαιρο διατάξεις. Η Ρεάλ αντέχει και προτείνει το δικό της ποδόσφαιρο μέσα στην κοσμογονία της Μπαρσελόνα του Ρονάλντο. “Εκείνου” του Ρονάλντο, ενός ασταμάτητου φαινομένου που όμοιό του δεν ξανάδαμε ποτέ. Η δεύτερη θέση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να πάρει η Ρεάλ σε μια Liga-αποθέωση του επιθετικού οίστρου (102 γκολ έγραψε η Μπάρσα) του εξωγήινου Βραζιλιάνου. Με το Θεό δεν τα βάζεις, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να περιμένεις στωικά να περάσει η θύελλα και να είσαι έτοιμος να βγεις πρώτος στον ήλιο.
Έρωτας στα χρόνια της Ωριμότητας
Με τον Καπέλο είχαν βρει τη χρυσή τομή για την ένταξή του στο “σακικό” 4-4-2. Θα ήταν κάτι σαν εξτρέμ, ένας sui generis ακραίος επιθετικός με εντολή να κόβει προς τα μέσα και να εκμεταλλεύεται τους χώρους που δημιουργούν οι δυο επιθετικοί, οι σπουδαίοι Σούκερ και Μιγιάτοβιτς.
Αυτή η θανατηφόρα τριάδα ήταν υπεύθυνη για το 75% των γκολ της Ρεάλ σε ολόκληρη τη σεζόν. Ο Ραούλ σκόραρε τα 21, με ένα από αυτά να θεωρείται “μαχαιριά” στον Πέδρο, τον πατέρα του. 18 Ιανουαρίου 1997 στο Vicente Calderòn, στο κατά κοινή ομολογία καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του, στο ντέρμπι με το γκολ που καθόρισε την καριέρα του.
Η Ρεάλ είναι πίσω με 1-0, αποβάλλεται ο Μιγιάτοβιτς, βρίσκεται στα σχοινιά. Ισοφαρίζει με ένα χειρουργικό σουτ από την περιοχή. Το 1-2 είναι η εποποιΐα του. σκάψιμο του Ρεδόνδο στο πλάι, ο Ραούλ είναι κλεισμένος από τέσσερεις. Δεν έχει χώρο, δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί την ταχύτητά του ή το ξέφωτο, πρέπει να βγάλει λαγό από το καπέλο. Τους περνάει όλους σε κλειστό χώρο. Ανοίγεται στο πλάι και περνάει και τον τερματοφύλακα. Πλασάρει από αδιανόητα δύσκολη γωνία. Γκολ.
Οι δυο ασίστ για το εκκωφαντικό 1-4 που έγραψε το ταμπλό στο τέλος είναι υποσημειώσεις του αριστουργήματος.
Όλη η Μαδρίτη μιλάει και ασχολείται με το γκολ του Ραούλ, το δάχτυλο στο στόμα για να σωπάσει το Calderòn, τον ξέφρενο πανηγυρισμό. Μέχρι τότε ήταν ο πολλά υποσχόμενος μικρός, με μεγάλο προσόν την πρώτη επαφή. Πλέον έγινε το μεγάλο αστέρι, το σημείο αναφοράς, ο Σταχάνοφ του παραγωγικού μοντέλου της Ρεάλ.
Ακριβώς στο σημείο που εκείνος καθαγιάζεται, ο Καπέλο αποχωρεί. Είναι από τις δυσκολότερες καμπές της καριέρας του Ραούλ, η συνύπαρξη με τον Χάινκες δεν είναι προβληματική σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά το ποδόσφαιρο του Γερμανού απέχει παρασάγγας από τις ιδέες του Ισπανού σταρ.
Η Ρεάλ αλλάζει σε ρόμβο, ο Ραούλ πρέπει να μετακινηθεί στο “10”, να γίνει πιο πολύ χαφ και λιγότερο επιθετικός. Ο Σούκερ μέσα στη σεζόν αρχίζει και φθίνει επικίνδυνα για το επίπεδο στο οποίο αγωνίζεται, αλλά ο Ραούλ δεν είναι σε θέση να τον αντικαταστήσει, διότι οι πόνοι στη βουβωνική χώρα είναι ανυπόφοροι. Ακόμα και σήμερα οι “κοιλιακοί” είναι ο πιο ύπουλος τραυματισμός για ποδοσφαιριστή.
Δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί πέφτει η απόδοση του ποδοσφαιριστή, για ποιο λόγο δυσκολεύεται και διαμαρτύρεται ότι πονάει, πώς είναι δυνατόν να μην έχει διάθεση. Μετά από συζήτηση με το ιατρικό επιτελείο, επιλέγεται να μείνει εκτός για έναν μήνα, να παρακολουθήσουν το πρόβλημα, να ησυχάσει ο οργανισμός του.
Οι πρώτες φήμες φουντώνουν. Κάποια κίτρινα έντυπα το φτάνουν στα άκρα: «πίνει, είναι τοξικομανής, βγαίνει κάθε βράδυ και αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα». Αντί να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κλείνεται και απομονώνεται. Επιστρέφει στην ομάδα, αλλά το μυαλό του δεν είναι παρόν. Αντιδρά άσχημα σε κάποιες αντικαταστάσεις του, χαλάει τη σχέση του με τον Χάινκες, γίνεται ανυπόφορος για κάποιους συμπαίκτες του.
Μετά από 40 μέρες ενδοσκόπησης, καλεί συνέντευξη Τύπου. Ζητά συγγνώμη απ’ όλους. Προπονητή, συμπαίκτες, οπαδούς. Εξαιρεί κάποιους δημοσιογράφους. Δεσμεύεται να ωριμάσει, δημοσιοποιεί το πρόβλημα στους κοιλιακούς, ζητάει χρόνο. Επιστρέφει στην ομάδα, αλλά δυσκολεύεται πολύ. Οι επιδόσεις δεν είναι ακόμη οι καλύτερες, αλλά όσοι τον ξέρουν καλά διακρίνουν την πρόοδο.
Η Ρεάλ στέφεται Πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Άμστερνταμ, αγωνίστηκε πίσω από Μοριέντες και τον σκόρερ του Τελικού, Πέτζα Μιγιάτοβιτς, αλλά δεν έλαμψε. Δεν ήταν “δικός του” Τελικός. Δεν έχει ξανακλείσει σεζόν “μόνο” με 10 γκολ, είναι η μοναδική παραφωνία. Η κακή προσωπική σεζόν ολοκληρώνεται και με ένα κακό Παγκόσμιο Κύπελλο η απογοήτευση είναι στο ζενίθ.
Η Ρεάλ, αφού αποφασίζει να απομακρύνει τον Χάινκες, καταλήγει στον Χίντινκ για τη μετάβαση στη νέα εποχή. Με τον Ολλανδό, χάρις στην κοινή φιλοσοφία περί ποδοσφαίρου, τα βρίσκουν γρήγορα. Η Ρεάλ κατακτά το Διηπειρωτικό με δικό του γκολ, ένα από τα πιο όμορφα, από τα πιο “Ραούλ” της καριέρας του. Με εκείνη τη χαρακτηριστική πινελιά ιδιοφυΐας, με τη χειρουργική τελειότητα που καθιστά το τέλειο αναπόφευκτο.
Στην “εναλλακτική” Ρεάλ του Χίντινκ θα βγει πρώτος σκόρερ της Liga. Μέτρησε 25 γκολ σε 37 ματς, το Πρωτάθλημα όμως κατέληξε ξανά στη Βαρκελώνη. Ο αποκλεισμός από τα υπερηχητικά του Λομπανόφσκι στα προημιτελικά του Champions League καθιστά τη χρονιά της Ρεάλ μάλλον αποτυχημένη.
Αρχίζει και γίνεται pattern. όταν ο Ραούλ είναι αξιέπαινος, η Ρεάλ είναι μίζερη.
Τους πρώτους μήνες της τελευταίας σεζόν στη χιλιετία η διπολικότητα γίνεται σαφής. Το “τσίμπημα” στο Camp Nou, σε ένα από τα πιο θρυλικά «clásico» της ιστορίας, μένει στο θυμικό για πάντα κυρίως λόγω της κίνησης με το δάχτυλο στο στόμα για να σωπάσει η αρένα της Βαρκελώνης. Ο Ραούλ φίμωσε το Camp Nou, η Ρεάλ όμως κονιορτοποιήθηκε από τη «Μπάρσα».
Η Μαδρίτη είναι στο χάος, ο Τόσακ, ο οποίος αντικατέστησε τον Χίντινκ, τσακώνεται με όλο τον κόσμο, η έλευση του Ντελ Μπόσκε γίνεται συνώνυμο λευκής πετσέτας. Ο καλός Βιθέντε είναι άνθρωπος του συλλόγου, για χρόνια στις ομάδες Νέων και κατά περιόδους βοηθός του Μπενίτο Φλόρο, του Βαλντάνο και του Ιγκλέσιας. Ό,τι εγγύτερο στη δική μας οπτική περί «υπηρεσιακού», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Κι όμως, μετά τον Βαλντάνο και τον Καπέλο και παρά το μη φανταχτερό τεχνικό υπόβαθρο, ο Ντελ Μπόσκε αποδεικνύεται ο ιδανικότερος προπονητής και για τη Ρεάλ και για τον ίδιο τον Ραούλ. Η ανθρώπινη πλευρά του Ντελ Μπόσκε επαινείται ακόμη και σήμερα στη Μαδρίτη. Χαρακτηρίζεται τόσο καλός άνθρωπος, σε βαθμό πλήξης.
Ο Ραούλ τον θυμόταν από την πρώτη του χρονιά στα μικρά της Ρεάλ. Ήταν ένας κύριος που μιλούσε συχνά με τον “μικρών” ομάδων της Ρεάλ. Ενέπνεε σεβασμό και φόβο, όταν όμως τον γνώρισε και μίλησαν, κατάλαβε πόσο καλός άνθρωπος είναι, πόσο απέφευγε το σταριλίκι και άφηνε τα φώτα των προβολέων στους αληθινούς πρωταγωνιστές, τους ποδοσφαιριστές.
Αυτό, σε μια ομάδα γεμάτη αστέρες και μεγάλες προσωπικότητες, μπορεί να γίνει ευχή και κατάρα. Η Ρεάλ δυσκολεύτηκε στην αρχή με τον Ντελ Μπόσκε, άγγιξε τον πάτο μετά από ένα ντροπιαστικό 1-5 με τη Σαραγόσα, βρέθηκε πολύ χαμηλά στη βαθμολογία, όταν όμως βρέθηκε το κοινό σημείο προπονητή και παικτών, δεν ξανακοίταξε πίσω.
Κι έπειτα είναι το Κύπελλο Πρωταθλητριών, εκείνο που θαρρείς κυλάει στο dna αυτής της ομάδας και δεν σβήνει, δεν αλλοιώνεται ποτέ. Η Ρεάλ καταπίνει δυο φάσεις ομίλων, η φανέλα της ανακτά το βάρος της, το ταλέντο της θαμπώνει την Ευρώπη. Η παράσταση στο Old Trafford εναντίον της στρατοσφαιρικής Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ παραμένει ορόσημο για την ίδια την ιστορία του Champions League.
Το 2-3 στο «Θέατρο των Ονείρων» είναι ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια στην ιστορία του ποδοσφαίρου, μια διαρκής συγχορδία ταλέντου, ευφυΐας και αποθέωσης του εξεζητημένου. Απέναντι στους σεληνιασμένους Μπέκαμ, Κιν, Σκόουλς και Γκιγκς ο Ντελ Μπόσκε αντιπαραθέτει τριάδα στην άμυνα και έχει την έμπνευση να τοποθετήσει τον Μακμάναμαν στο πλάι του Ρεδόνδο. Ο Ραούλ παίζει εκεί όπου έπαιζε και στα μικράτα του. Παντού.
Στα χαρτιά υποστηρίζει τον μοναδικό προωθημένο, Μοριέντες, στην πραγματικότητα είναι ελεύθερος να κινηθεί όπου θέλει στην επίθεση. Στη συνέχεια βάζει τα δύο γκολ που έκοψαν τα πόδια της Γιουνάιτεντ. το πρώτο ένα μαργαριτάρι, μετά από άψογο κοντρόλ με το εξωτερικό και απαλό αριστερό στο αντίθετο δοκάρι. το δεύτερο με την σεκάνς του απίστευτου τακουνιού του Ρεδόνδο κάτω από τα πόδια του Μπεργκ και τον ξεμαρκάριστο Ραούλ να τη σπρώχνει στα δίχτυα.
Ο Τελικός στο Πάρκο των Πριγκίπων είναι το επιστέγασμα της καταπληκτικής σεζόν της Ρεάλ στην Ευρώπη. Ο Ραούλ παίζει πίσω από Μοριέντες και Ανελκά, αλλά εκείνος “καθαρίζει”. Οι δυο μπροστά κάνουν τη φασαρία, ο Ραούλ έρχεται σαν τον αμίλητο εκτελεστή στα Spaghetti Western του Σέρτζιο Λεόνε και εκτελεί τους “κακούς”.
Με το γκολ στον Τελικό, το ταμείο έκλεισε στα 10 γκολ σε 15 αγώνες. Πρώτος σκόρερ στο Champions League, πρώτος εκεί όπου μόνο η Ρεάλ θα μπορούσε να είναι πρώτη.
Το χρονικό ενός «Galáctico»
Μετά το Παρίσι ήρθε το καλοκαίρι της πιο αμφιλεγόμενης μετάβασης στη σύγχρονη ποδοσφαιρική βιομηχανία. Η εποχή των «Galácticos», ενώ ξεκίνησε με τις πιο φανταχτερές των προϋποθέσεων, κατέληξε σε ένα πείραμα που απείχε πολύ από την κοινή λογική και τις νίκες. Πολύ απλά γιατί στο ποδόσφαιρο δεν είναι δυνατόν να κερδίζεις συνέχεια.
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, ο Πρόεδρος που διαδέχθηκε τον Σανθ στο θώκο της μεγαλύτερης ομάδας του πλανήτη, κάνει σημαία της πολιτικής του την αγορά ενός παγκόσμιου παίκτη ανά σεζόν. Ο πρώτος, το καλοκαίρι του 2000 είναι ο Λουίς Φίγκο, για τον οποίο πληρώνεται μια εξωπραγματική (τότε) ρήτρα στη Μπαρσελόνα.
Η Ρεάλ χάνει το Διηπειρωτικό από τη Μπόκα, ο Ραούλ μάλλον διάγει μια μέτρια σεζόν, παρά το γεγονός ότι και πάλι σκοράρει κατά βούληση, αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ και η ομάδα κατακτά τον 28ο τίτλο. Η “είδηση” είναι ότι η Ρεάλ χάνει. Και όταν χάνει, το κάνει εκκωφαντικά, όπως στο Champions League, όπου η Μπάγερν του Χίτσφελντ και του Έλμπερ κάνει πλάκα στο Bernabèu.
Ο Ραούλ είναι ίσως ο μοναδικός που έχει αντιληφθεί τον πλήρη κίνδυνο του νεοπλουτισμού και της μετάλλαξης του χαρακτήρα του οργανισμού, ο οποίος κινδυνεύει στο βωμό της παγκοσμιοποίησης να χάσει το ακριβό dna του. Ο Ραούλ κινείται με ακρίβεια χειρουργού, προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες και λειτουργεί ως αντίβαρο στην αλλοφροσύνη.
Μαθαίνει και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, μπορεί και γίνεται καθοριστικός, αγγίζοντας πολύ λιγότερο τη μπάλα. Στο περίφημο «Centenariazo», στην επέτειο των 100 ετών του συλλόγου, στην ομάδα έχει προστεθεί και ο τεράστιος Ζινεντίν Ζιντάν. Οι προσδοκίες είναι συντριπτικές, η Ρεάλ είναι υποχρεωμένη να κερδίσει τα πάντα και οι αντίπαλοί της να λειτουργούν ως πρόβατα επί σφαγή.
Η πρώτη που δεν “θυσιάζεται” στο μεγαλεπήβολο “μεγαλείο” των «Galácticos» είναι η Ντεπορτίβο Λα Κορούνια στον Τελικό του Copa del Rey. Οι ταπεινοί Βαλερόν, Σέρχιο και Τριστάν προσγειώνουν ανώμαλα τη Ρεάλ, το γκολ του Ραούλ δεν είναι αρκετό και ο τίτλος καταλήγει στη Γαλικία. Στο ίδιο έργο θεατές και στη Liga, όπου η Βαλένθια του Ράφα Μπενίτεθ προσπερνά τις τελευταίες αγωνιστικές και κατακτά έναν από τους πιο γλυκούς τίτλους της ιστορίας της.
Όλο το βάρος πέφτει στο Champions League, όλη η πίεση συγκεντρώνεται στην υπερ-απαραίτητη κατάκτηση του ενάτου. Η κατάληξη ονειρική, κανείς μας δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη του το βολ πλανέ του Ζιντάν, αυτό το έργο τέχνης που γίνεται συνώνυμο μιας ολόκληρης εποχής. Κανείς δεν θυμάται ότι το πρώτο γκολ σε εκείνον τον Τελικό με τη Λεβερκούζεν το πέτυχε ο Ραούλ. Το δικό του γκολ δεν ήταν εντυπωσιακό, κανένα γκολ δεν μπορεί να επισκιάσει το κομψοτέχνημα του «Ζιζού».
Από τη στιγμή που κατακτήθηκε το ένατο, όλα τα προβλήματα κρύφτηκαν κάτω από το χαλί και ξεχάστηκαν αμέσως, όταν ο Φλορεντίνο φέρνει στη Μαδρίτη και τον Ρονάλντο. Αυτή η χρονιά, το 2002-2003, είναι πιθανότατα η τελευταία μεγάλη σεζόν του Ραούλ, το κύκνειο άσμα του ως παγκόσμιας κλάσης ολοκληρωμένου επιθετικού.
Ένα ακόμα Διηπειρωτικό με αντίπαλο την Ολίμπια Ασουνσιόν, η επιστροφή στις κατακτήσεις της Liga και η τεράστια πρόκληση για την πολυπόθητη «Decima». Ολόκληρος ο πλανήτης περίμενε το δέκατο. Ο μοναδικός που έκανε τα πάντα γι’ αυτό ήταν ο Ραούλ Γκονζάλεθ Μπλάνκο.
Μια ακόμα εποποιΐα και πάλι εναντίον του ίδιου αντιπάλου, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Άλεξ. Το παιχνίδι στο Bernabèu είναι η μέγιστη έκφραση της καριέρας του, η πιο στρατοσφαιρική εμφάνιση της ζωής του. Δεν έχει ξαναπαίξει με τόσο πλούτο και βάθος, δεν έχει ξανακάνει τόσο τέλειο ματς. Στη συνέντευξη Τύπου μετά το ματς ο Άλεξ Φέργκιουσον κουνάει το κεφάλι και ομολογεί «χάσαμε από τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο».
Ήταν ένας διαφορετικός Ραούλ, ακόμα πιο ευφυής, με απίστευτη ικανότητα ανάγνωσης του παιχνιδιού, με τρομερή ακρίβεια στην εξέλιξη των φάσεων και πλήρη αντίληψη των κινήσεων των εκκεντρικών ποδοσφαιριστών γύρω του. Ο Ραούλ ήξερε πού βρίσκονται και πώς ακριβώς θέλουν ή πασάρουν τη μπάλα ο Φίγκο, ο Ζιντάν, ο Ρονάλντο.
Προοικονομούσε και κάλυπτε τους χώρους, κινείτο στα σημεία που άφηναν για να προωθηθούν, ταξίδευε στο σύμπαν τους, κάνοντάς το δικό του. Με αυτή την αρετή έμεινε, όσο γινόταν, συμπαγής η Ρεάλ, διατήρησε μια στοιχειώδη ισορροπία και αποτελεσματικότητα. Ήταν ένα είδος ποδοσφαιρικής μαγείας, ένα παγανιστικό μανιφέστο ποδοσφαιρικού ολοκληρωτισμού.
Ήταν μόλις 26, όταν έφτασε στο peak. Φαντάζει πολύ μικρός, αλλά επρόκειτο για ένα παιδί που έμαθε να ζει σε καθεστώτα μέγιστης πίεσης και έντασης από τα 17 του χρόνια. Βρισκόταν δηλαδή ήδη επί εννέα χρόνια στον κύκλο της ύψιστης φθοράς.
Έχασε τη ρεβάνς στο Old Trafford, έχασε μεγάλο μέρος του ημιτελικού με τη Γιουβέντους που στοίχισε τον οδυνηρό αποκλεισμό. Μπήκε σαν “Ελ Σιντ” για λίγα λεπτά στο Τορίνο, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Η νύχτα της κατάκτησης του Πρωταθλήματος, όταν οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα επουλωθούν οι πληγές, εξελίχθηκε σε νύχτα των μεγάλων μαχαιριών. Ο Φλορεντίνο είχε χάσει το μέτρο, καθάρισε στιγμιαία Ιέρο και Ντελ Μπόσκε και αποφάσισε όχι μόνο να προσθέσει τον Μπέκαμ στο αμάλγαμα αλλά να απομακρύνει και τους τίμιους σταχανοβίτες της μεσαίας γραμμής, Μακελελέ και Καμπιάσο.
Στον Κάρλος Κεϊρόζ παραδόθηκε μια ομάδα που ευσχήμως ονομάστηκε «Zidanes y Pavones», μια ομάδα τόσο εμπροσθοβαρή που ήταν αδύνατον να στεριώσει. Η Ρεάλ μπορεί να σκοράρει μια χιονοστιβάδα γκολ και να διαλύει όποιον δύστυχο “μικρό” βρίσκει στο διάβα της, αλλά, όσο προχωρά η σεζόν, η “τρέλα” με Μπέκαμ και Γκούτι στα αμυντικά χαφ, αποβαίνει καταστροφική.
Ο ανόητος αποκλεισμός από τη Μονακό στο Champions League και η απώλεια του τίτλου στη Liga έμοιαζαν με φυσικά επακόλουθα μιας καταστροφικής πολιτικής, η οποία αποσκοπούσε σχεδόν αποκλειστικά στο marketing και στο merchandising.
Ο Ραούλ σε όλα αυτά ήταν τοποθετημένος κάπου στη γωνία. Όχι ξεχασμένος ακριβώς αλλά σίγουρα πίσω από την πρώτη φανταχτερή γραμμή. Και βαθμηδόν θα υποχωρούσε ακόμα περισσότερο.
Η σταδιακή αποκαθήλωση
Η «Μπάρσα» του Ράικαρντ και του Ροναλντίνιο κυριαρχεί, οι τραυματισμοί καταβάλλουν τον Ραούλ και μετά βίας επιστρέφει για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας. Η πτώση είναι δικαιολογήσιμη, απομακρύνθηκε από την περιοχή, κουράστηκε να παίζει για όλους. Στην πραγματικότητα, η φθίνουσα πορεία συνέβη με τον πιο μπανάλ τρόπο απ’ όλους.
Μειωμένες αντιδράσεις, λιγότερες εκλάμψεις, ελάχιστες πρωτοβουλίες και επινοήσεις. “Επαγγελματικές” εμφανίσεις, χωρίς φλόγα, δίχως κίνητρο. Η επιστροφή του Καπέλο στη Μαδρίτη, παρότι έφερε το Πρωτάθλημα (μετά από αυτοκτονία της «Μπάρσα»), δεν έφερε πίσω και τη λάμψη στο βλέμμα. Τα γκολ μειώνονται, η επιδραστικότητά του στα αποδυτήρια το ίδιο.
Στο ίδιο έργο θεατές και με τον Σούστερ στον πάγκο. Πρωτάθλημα αλλά οικτρή αποτυχία στο Champions League. Ο Φλορεντίνο τα δοκιμάζει όλα, αλλά η Ρεάλ βιώνει τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Κάνει ένα τελευταίο ξεπέταγμα, δεν θέλω να το πω επιθανάτιο ρόγχο, και με τα ΜΜΕ της Μαδρίτης στο πλάι του ανακτά λίγη από την ψυχολογία του παρελθόντος.
Τύπος και κοινό τον θέλουν στο Μουντιάλ. Είναι ο Ραούλ, είναι μια εικόνα που όμοιά της είχε χρόνια να εμφανιστεί στο ιβηρικό σύμπαν. Οι “εικόνες” όμως δεν παίζουν ποδόσφαιρο.
Στη Μαδρίτη καταλήγει και ο Ρομπίνιο, η επίθεση είναι “κλεισμένη” από τον Βραζιλιάνο, το “γυάλινο” Ρόμπεν και τον Ρούντ Φαν Νίστελροϊ. Θεωρητικά, ο Ραούλ μπορεί να αγωνιστεί μονάχα ως εξτρέμ.
Αρχίζουν οι πρώτοι προβληματισμοί για το κατά πόσον “χωράει” στην ενδεκάδα. Ξεκινούν οι πρώτοι ψίθυροι για το “ρόλο του” στα αποδυτήρια. Η «Marca» αρχίζει τα ανυπόγραφα χτυπήματα για τις παλιοσειρές που σιγά-σιγά πρέπει να παραδώσουν τη σκυτάλη στους νέους.
Αυτό που δεν τόλμησε ο Χουάντε Ράμος το κάνει πράξη ο Πελεγκρίνι. Ο Ραούλ εκτός ενδεκάδας. Αγωνίζεται πότε ως αλλαγή του Κακά και πότε του Φαν Ντερ Φάαρτ στο “περίεργο” 4-3-1-2.
Αυτός είναι ο επίλογος της καριέρας του στη Μαδρίτη, από τον οποίον δεν ήταν δυνατόν να λείψει και μια νότα ρομαντισμού. το τελευταίο γκολ με τη λευκή φανέλα το σημείωσε στο Romareda, το γήπεδο της Σαραγόσα. Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.
Η παρακαταθήκη ενός μεγάλου
«Σε όλους αρέσει, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα. Γνωρίζει την ουσία του παιχνιδιού, έχει την ικανότητα να απλοποιεί τα πράγματα και ψάχνει το γκολ επιλέγοντας τον πιο ενδεδειγμένο και σύντομο δρόμο. Μπορεί να παίξει πλάγια, πίσω, δίπλα, μαζί με τον επιθετικό. Πρεσάρει, κλέβει τη μπάλα, καθυστερεί την ανάπτυξη του αντιπάλου, είναι πολύτιμος και σε φάση άμυνας. Προσποιείται, τριπλάρει, πασάρει, σουτάρει, σκοράρει».
Τα λόγια του Βαλντάνο είναι υπερβολικά, μην λησμονούμε ωστόσο ότι υπήρξε ο πρώτος προπονητής που τον πίστεψε και ο μοναδικός που τον υπερασπίστηκε, όταν ολόκληρη η Μαδρίτη ζητούσε την κεφαλί του επί πίνακι.
Με την ασφάλεια της απόστασης των ετών, ο Ραούλ ήταν ένας μοναδικός επιθετικός με ικανότητα να χειρίζεται τη μπάλα και μια ανώτερη γνώση του παιχνιδιού. Το σύγχρονο ποδόσφαιρο θα τον αξιοποιούσε πολύ περισσότερο, γιατί την εποχή που μεγαλούργησε η σημασία των κινήσεών του δεν ήταν ορατή στο ευρύ κοινό. Η μπάλα πλέον δεν μένει περισσότερο από τέσσερα με πέντε λεπτά στα πόδια του επιθετικού σε ολόκληρο το 90λεπτο. Σε αυτά τα λεπτά οφείλει να είναι στο 100%, αλλά η σημασία του στην οικονομία του παιχνιδιού συνοψίζεται στα υπόλοιπα 85.
Δεν περνάει τηλεοπτικά η πίεση στα στόπερ, η κάλυψη των χώρων, η κάλυψη του συμπαίκτη, ο διάδρομος για να κινηθεί ο κρυφός επιθετικός ή ο χαφ που έρχεται από πίσω. Στον καιρό του ο Ραούλ φάνταζε συχνά «εκτός αγώνα», όπως συνηθίζαμε να ακούμε. Και, όταν άγγιζε τη μπάλα, δεν ήταν τόσο θεαματικός ώστε να θαμπώσει, τόσο εκρηκτικός ώστε να γίνει highlight και να τον αναζητούν οι νεότεροι στο Υoutube.
Κανονικότητα, μεθοδικότητα, θυσία, τακτική αίσθηση, τεχνική, όραμα του παιχνιδιού, πειθαρχία, διαίσθηση. Με λίγα λόγια, ποδοσφαιρική ευφυΐα και αδιανόητη βοήθεια στους συμπαίκτες. Είναι θλιβερό για την ιστορία να καταταχθεί ως «Ισπανός Ιντζάγκι», όπως ευρέως κυκλοφορεί από αμαθείς.
«Ο Ραούλ είναι σίγουρα ένας από τους αγαπημένους μου παίκτες, γιατί πάντα προτιμούσα επιθετικούς που μπορούν να κινούνται στο γήπεδο, όπως όταν εμείς είχαμε τον Έρικ Καντονά. Ο Ραούλ το έκανε αυτό σε μια ομάδα τόσο απαιτητική όσο η Ρεάλ Μαδρίτης, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Και το έκανε σε όλη του την καριέρα. Είναι ένας υπέροχος ποδοσφαιρικός εγκέφαλος, ο οποίος, παρότι δεν ήταν εκρηκτικός, υπήρξε από τους πιο αποτελεσματικούς επιθετικούς όλων των εποχών».
Τα λόγια είναι του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ούτε του Ντελ Μπόσκε, ούτε του Βαλντάνο, ούτε κανενός περισπούδαστου ποδοσφαιρικού αναλυτή. Δεν ήταν Ζιντάν, δεν ήταν τόσο ξεχωριστός, υπήρξε όμως πρωτοπόρος για την εποχή του, συνδύασε την ευστοχία και την αποτελεσματικότητα με την τεχνική και έκανε άψογα αυτό που είναι εφιάλτης για τα καλύτερα στόπερ του κόσμου. μπορούσε να βγει και να μπει στο παιχνίδι εναλλάσσοντας ρόλους. Όποτε χρειαζόταν, μεταμφιεζόταν σε χαφ και, όποτε έπρεπε, ξαναγινόταν κυνηγός.
Αυτή η εναλλαγή εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητη και μοιραία ως θέαμα κατατασσόταν στο “μπαρόκ”. Ένα εξευγενισμένο ποδόσφαιρο, με ευφυΐα και οξύνοια στην κίνηση, σε υψηλές εντάσεις και πλήρη εναρμόνιση με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα συμπαικτών και αντιπάλων στον αγωνιστικό χώρο. Κάθετες και ποτέ παράλληλες κινήσεις, αριστοτεχνικά χρονισμένες παύσεις, φαινομενικές αντιφάσεις που κοίμιζαν την αντίπαλη άμυνα.
Στο σετ παιχνίδι, στις κλειστές άμυνες, όλα αυτά όχι απλώς είναι δυσεύρετα και πληρώνονται ακριβά αλλά, από τότε που αποχώρησε, δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχει ποδοσφαιριστής με τη χαμαιλεοντική ικανότητα προσαρμογής σε τόσους ρόλους στο ίδιο ματς. Φορ, δεύτερος επιθετικός, επιτελικός, falsenine, ακραίος, ψεύτικος εξτρέμ. Τα κατάφερνε σε όλους χάρη στο ταλέντο και την αντίληψή του, χάρη στην ποδοσφαιρική του ευφυΐα.
Ίσως εάν δεν είχε την κηλίδα της αποτυχίας με τη φανέλα της Εθνικής Ισπανίας, να είχε αναγνωριστεί πολύ περισσότερο, τουλάχιστον όσο του αξίζει. Και στους «Furias Rojas» σκόραρε κατά ριπάς, έκλεισε με 44 γκολ σε 102 παιχνίδια, αλλά ανήκει στη γενιά ακριβώς πριν από εκείνη που διαφέντευσε το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η Ισπανία κέρδισε τα πάντα χωρίς αυτόν. Κι αυτό ιστορία είναι.
Η φιγούρα του θα μείνει συνδεδεμένη με το Champions League, μια διοργάνωση ανώτερου τεχνικού βάθους και πολύ πιο δύσκολη από ένα τουρνουά ενός μηνός. Η περιοδικότητα ξεγελά και κάνει τη διαφορά. Στην ακμή του υπήρξε μοναδικός. Η ιστορία πολλές φορές αδικεί, στο τέλος όμως πάντα αποζημιώνει.
Η εικόνα του στον Τελικό του Παρισιού του 2022 να μεταφέρει σαν μικρό παιδί το «Μεγάλο Κύπελλο» στους παίκτες της Ρεάλ θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη. Στο γήπεδο βρίσκονταν όλοι. Ο Ζιντάν, ο Ρονάλντο, ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο Μπέκαμ. Επελέγη αυτός.
Η ποίηση γράφεται με δάκρυα, η πεζογραφία με αίμα, η ιστορία με συμπαθητική, αόρατη μελάνη.
Τα χρόνια περνούν, οι συνθήκες ωριμάζουν και, μετά από ειδική κατεργασία, η ιστορία αποκαθίσταται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φέρεντς Πούσκας, ένας μύθος που δεν σβήνει ποτέ
Ιβάν Ζαμοράνο: Το πέταγμα του κόνδορα
Ο ξακουστός ιδαλγός Φερνάντο Μοριέντες / Το Satyricon του Γκούτι
Ρομπέρτο Κάρλος, η φάλτσα σφαίρα / Ρονάλντο (ο κανονικός) / Το φετίχ Μπέκαμ
Το μεγαλείο της στιγμής του Φερνάντο Ρεδόνδο
Ζινεντίν Ζιντάν, ο σολίστ / Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro