Η ιστορία του Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς δεν είναι θορυβώδης.
Δεν έχει εξάρσεις, εντάσεις. Δεν πασπαλίζεται με χρυσόσκονη. Είναι απλώς ένας αντικατοπτρισμός του ρόλου του, της υπόστασής του στο γήπεδο. Όχι πως εκεί δεν βίωσε θορύβους, δεν κατέκτησε κορυφές, κάθε άλλο.
Γεμάτο παράσημα το βιογραφικό του. Παράσημα που άλλοι δέκα καριέρες χρειάζονται για να τα κοτσάρουν. Ή, αν τα έχουν, τα διαφημίζουν και ανάλογα. Για τον «Σάμπανε» όμως δεν χρειάζεται.
«Δεν θα τον δεις. Δεν θα τον ακούσεις. Θα τον νιώσεις και θα ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Εκεί που πρέπει να είναι». Ατάκα συμπαίκτη του, από τα χρόνια του στην ΑΕΚ, άκρως παραστατική του τι ποδοσφαιριστής ήταν.
Έκανε όσα χρειάζονταν. Εκεί που χρειαζόταν. Παίζοντας όπου χρειαζόταν. Αναλαμβάνοντας ό,τι χρειαζόταν. Ήταν ο πρώτος που σύστησε στα μέρη μας (και από τους πρώτους ενδεχομένως στο άθλημα) την έννοια του σύγχρονου αμυντικού χαφ.
Σύγχρονου σε όρους 2020, όχι δεκαετίας ’90. Και όμως. Λογιζόταν, έδειχνε, (ήθελε να) ήταν ένας συνηθισμένος τύπος. Τίποτα το εξεζητημένο, τίποτα το προβεβλημένο, παρότι, αν έλειπε από μια 11άδα, αυτή δεν θα είχε καμία σχέση με όποια θα τον είχε κομμάτι της.
Καμία εκκεντρικότητα, καμία διαφήμιση, καμία διάθεση ανάδειξης οτιδήποτε πέραν της αγωνιστικής νόρμας, της ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) καθημερινότητας.
An ordinary man.
Η επιλογή του Ερυθρού Αστέρα
Μουσουλμάνοι Βόσνιοι η φαμίλια του Σαμπανάτζοβιτς, έφτιαξαν την οικογένειά τους στην Τουζ, ένα χωριουδάκι λίγο έξω από την Ποντγκόριτσα στο Μαυροβούνιο. Ένας, ο μπαμπάς Χαλίλ, συντηρούσε τους επτά. Ποτέ τους δεν πείνασαν. Τα παιδιά του δεν μεγάλωσαν στην ανέχεια. Αλλά κάποιες στιγμές ο Ρέφικ -παραδέχεται πως- δεν είχε, μεγαλώνοντας, όσα θα ήθελε να έχει. Ρούχα, παπούτσια, μια μπάλα.
Την βρήκε αλλού αυτή. Στην Ντέτσιτς, όπως λέγεται ο λόφος που αντίκριζε από το πατρικό του και που ονομάτισε την ομάδα στην οποία πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο, προτού ανήλικος κάνει τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στην ντόπια Τίτογκραντ και από εκεί, με την ενηλικίωση, τον σκανάρει ο Ίβιτσα Όσιμ.
Ο «Švabo» τον πήρε, 18 χρόνων, στη Ζελέζνιτσαρ, στο Σαράγιεβο. Και, με δαύτον κολώνα στην άμυνα, έχτισε την καλύτερη «Ζέλια» όλων των εποχών, φτάνοντας ως και τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA (1984-1985). Ο τότε άδοξος αποκλεισμός από τη Βιντεότον και η χαμένη ευκαιρία ενός Τελικού κόντρα στη Ρεάλ ακόμη -εύλογα- μνημονεύονται.
Τέσσερα χρόνια εκεί αποτέλεσαν το σκαλοπάτι για το επόμενο, ανώτερο βήμα. Ανεξαρτήτως πού θα γινόταν. Έχοντας διαβεί πια τις πύλες και της Εθνικής ομάδας, έστω με σποραδικές παρουσίες και συμμετοχές και πάλι με τον Όσιμ υπεύθυνο (εκλέκτορας γαρ), όλο το big-4 του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου ήταν στο κατόπι του.
Ο Ρέφικ υποστήριζε στα μικράτα του την Παρτιζάν (τον ήθελε από τα γυμνασιακά του χρόνια, όμως ο Χαλίλ δεν τον άφησε, επιμένοντας να τελειώσει πρώτα το σχολείο. Και όχι μόνο, μιας και η εναλλακτική του ποδοσφαίρου ήταν η Νοσηλευτική σχολή που κατάφερε σταδιακά να ολοκληρώσει). Ο πατέρας του φίλαθλος της Χάιντουκ δήλωνε.
Ο πρώτος όμως που επικοινώνησε μαζί του ήταν ο εμβληματικός Πρόεδρος του Ερυθρού Αστέρα, ο Ντράγκαν Τζάιτς. Πήγε στο Βελιγράδι, συναντήθηκε μαζί του, δώσανε τα χέρια. Αυτό έφτανε, χωρίς -ακόμη- υπογραφές, για να αντικρούσει το ασταμάτητο πρεσάρισμα, μέχρι να επικυρωθεί η συμφωνία από όλους τους υπολοίπους (περισσότερο όλων από τον Τσίρο Μπλάζεβιτς στην Ντινάμο Ζάγκρεμπ, η οποία και ολοκλήρωσε το καρέ των τεσσάρων “μεγάλων”).
«Ο πατέρας μου, παρότι δεν είχε κάποιο συμφέρον, μου είχε ξεκαθαρίσει πως, αν αθετούσα τον λόγο μου, δεν θα με δεχόταν ποτέ ξανά στο σπίτι του».
Δεν τον αθέτησε.
Με τα χρήματα, πολλά για την εποχή, πάρα πολλά για τα όσα είχε συνηθίσει ο ίδιος ως τότε, αγόρασε σπίτι στο Σαράγιεβο και το πρώτο του αυτοκίνητο. Φυσικά, (ανταπ)έδωσε και στον πατέρα του.
«Μου τα γύρισε πίσω. Του φαίνονταν πολλά. Δεν ήξερε τι να τα κάνει».
Ο σοκαριστικός τραυματισμός από τον Σλίσκοβιτς
Η «Zvezda» τότε ήταν work in progress. Μάζευε, έχτιζε. Με στόχο την κυριαρχία. Όχι μόνο εντός των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας αλλά πανευρωπαϊκά. Όραμα που κανείς δεν έκρυβε, κανείς δεν περιόριζε τη φιλοδοξία του, άλλα άπαντες, ανοιχτά, δημοσίως το παραδέχονταν.
Και ο «Σάμπα» ήταν ακόμα ένα κομμάτι αυτού του υπό διαμόρφωση παζλ. Που λίγο έλειψε να φύγει πολύ-πολύ γρήγορα από τη θέση του.
Όλα κι όλα δύο επίσημα παιχνίδια είχε παίξει λοιπόν με το αστέρι στο στήθος. Η τρίτη αγωνιστική της παρθενικής σεζόν του στο Βελιγράδι έφερνε τη νέα του ομάδα να ταξιδεύει στο Σαράγιεβο και να αντιμετωπίσει την προηγούμενη.
Έτοιμος δεν ήταν. Ούτε ψυχολογικά ούτε πνευματικά, για να περάσει αυτό που θα περίμενε κανείς να περάσει. Μπορεί το διήμερο πριν τη σέντρα να το αφιέρωσε βλέποντας φίλους, γνωστούς και συγγενείς στα αγαπημένα του στέκια, στο Estrada και στο Serba, αλλά σίγουρα το Grbavica δεν τον περίμενε για να τον αποθεώσει.
Δεν ήταν, εκείνη την στιγμή, ο αγαπημένος γιος που επέστρεφε αλλά ο φιλάργυρος προδότης των πατρογονικών του ριζών. Όλοι στις εξέδρες λοιπόν ξελαρυγγιάστηκαν να τον γιουχάρουν, αποδοκιμάζοντας οτιδήποτε που αφορούσε σε αυτόν.
Μόνο μια φορά πανηγύρισαν. Λίγο μετά το ξεκίνημα της αναμέτρησης, όταν ο κατοπινός συμπαίκτης του Σαμπανάτζοβιτς στην ΑΕΚ, ο Ζόραν Σλίσκοβιτς, σε μια εναέρια διεκδίκηση, προτάσσοντας τον αγκώνα του, τον βρήκε κατακέφαλα και τον σώριασε στο έδαφος.
Το κοινό στην εξέδρα παραληρούσε από το χτύπημα, αλλά γρήγορα οι πανηγυρικές ιαχές μετατράπηκαν σε εκκωφαντική, νεκρική σιωπή. Ο χτυπημένος δεν αντιδρούσε, δεν κουνιόταν, δεν έκανε τίποτα. Απλώς κειτόταν, έχοντας χάσει τις αισθήσεις του.
Ο γιατρός του Αστέρα, ο Γιόζιπ Μπράκο Γιούρισιτς, ήταν αυτός που του έσωσε, προς ώρας, τη ζωή, μιας και είχε γυρίσει η γλώσσα του. Πνιγόταν, ασφυκτιούσε και τον επανέφερε. Δεν τον διασφάλισε όμως.
Μεταφέρθηκε αμέσως στο τοπικό νοσοκομείο. Σε κωματώδη κατάσταση και σε τέτοια παρέμεινε για τρεις ημέρες. Εκείνη την στιγμή δεν γινόταν λόγος για ποδόσφαιρο, ούτε καν σε δεύτερο επίπεδο, παρά το μόνο ζητούμενο, η μόνη προσευχή -καθολικά πια, μιας και η υγεία του έγινε πρώτο θέμα σε όλη τη χώρα- ήταν να κρατηθεί ζωντανός.
Ο Αστέρας ζήτησε να μεταφερθεί αμέσως στο Βελιγράδι. Λόγω της κατάστασής του όμως ήταν αδύνατον. Έγινε λίγες μέρες αργότερα και αφού ξύπνησε από το κώμα. Παρέμεινε κλινήρης για έναν μήνα.
Η αποθεραπεία του κράτησε για έξι. Αποθεραπεία όχι για να επιστρέψει στα γήπεδα. Αλλά για να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια του.
«Φοβόμουν να περπατήσω μόνος μου. Δεν σκεφτόμουν καν να βγω στον δρόμο. Ένιωθα παντελώς αδύναμος, λες και ήμουν μωρό που δεν μπορεί να κάνει τίποτα μόνο του».
Τόσο αμφίβολη ήταν η επάνοδός του στο ποδόσφαιρο που η διοίκηση του Αστέρα τού κατέβαλε προκαταβολικά ολόκληρη την προβλεπόμενη αμοιβή για τον πρώτο χρόνο του συμβολαίου του, ώστε να είναι κατοχυρωμένος. Σε κάθε περίπτωση, για παν ενδεχόμενο.
Σιγά-σιγά, βήμα το βήμα, βρήκε τα κουράγια, βρήκε τη δύναμη. Και στον δρόμο βγήκε και στο γήπεδο επέστρεψε. Και, όχι, μανιάτικο στον Σλίσκοβιτς δεν το κράτησε. «Είμαι σίγουρος πως δεν το έκανε επίτηδες, γι’ αυτό και δεν τον κατηγόρησα ποτέ για τίποτα».
Το βίντεο πάντως με τον σοκαριστικό τραυματισμό του μπόρεσε να το δει μόνο μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του.
Ο Μαραντόνα και οι δύο κίτρινες κάρτες σε επτά λεπτά
Το αμέσως επόμενο καλοκαίρι από εκείνο το χτύπημα, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Παρότι οι «Αετοί» αποκλείστηκαν από τη φάση των ομίλων, έχει να το λέει και να το παινεύεται πως, (πέραν της εμπειρίας) παρότι αμυντικός, ήταν ο πρώτος τους σκόρερ σε εκείνο το τουρνουά.
Η επόμενη μεγάλη διοργάνωση στην οποία πήρε μέρος ήταν η… μεγαλύτερη δυνατή. Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Έχοντας στεφθεί για πρώτη φορά στην καριέρα του Πρωταθλητής με τον Ερυθρό Αστέρα, σε μια Γιουγκοσλαβία η οποία… έβραζε.
Είχε γευτεί, αθλητικά, ποδοσφαιρικά, το τι επόταν στο περιβόητο παιχνίδι (που δεν έγινε) στο Ζάγκρεμπ με την κλωτσιά του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν στον (συμπατριώτη του, Βόσνιος μουσουλμάνος και αυτός) αστυνομικό, ωστόσο, ακόμα και έτσι, ακόμα και χωρίς τον Κροάτη, οι «Plavi» είχαν πρωταγωνιστικές, αστείρευτες φιλοδοξίες στα γήπεδα της Ιταλίας.
Γεμάτη ταλέντο και αρτίστες η ομάδα τους (πάλι με τον Όσιμ στον πάγκο), επιβεβλημένο και το αδιαμαρτύρητο, ενσυνείδητο χαμαλίκι. Και το προσέφερε ακριβώς έτσι, χωρίς το παραμικρό γόγγυσμα.
Γι’ αυτό και ήταν πολύτιμος, γι’ αυτό και -παρά την δυσπιστία και αμφιβολία των Γιουγκοσλάβων δημοσιογράφων- συμπεριλήφθηκε στην αποστολή, γι’ αυτό και μετά την πρεμιέρα κόντρα στη μετέπειτα Πρωταθλήτρια κόσμου, Γερμανία, ξεκίνησε σε όλα τα παιχνίδια των Βαλκάνιων στο τουρνουά.
Αναλαμβάνοντας μάλιστα στο τελευταίο την πιο δύσκολη αποστολή που υπήρχε εκείνη την εποχή στο ποδόσφαιρο. το μαρκάρισμα -αποκλειστικά, man to man, παντού στο γήπεδο- του Ντιέγκο Μαραντόνα.
Αποδείχτηκε mission impossible. Όχι λόγω του αντικειμένου του καθήκοντος αλλά του βάρους της συγκυρίας. Μέσα σε επτά λεπτά δέχτηκε δύο κίτρινες και αποβλήθηκε. Η πρώτη, γιατί βιάστηκε να βγει από το τείχος σε μια εκτέλεση φάουλ, και η δεύτερη, για ένα μαρκάρισμά του στο “Χρυσό Παιδί”.
Οι «Plavi» έμειναν από το ημίωρο με 10. Άντεξαν, φτάνοντας ως τα πέναλτι, μα εκεί ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα έδωσε τη δική του παράσταση και, αποκρούοντας τις εκτελέσεις των Στόικοβιτς, Μπρνόβιτς και Χατζιμπέγκιτς, προσωποποίησε την πρόκριση των «Gauchos».
Ανεξαρτήτως του κλίματος στη χώρα, ανεξαρτήτως του πολέμου που κατέφθανε γοργά, όποτε και αν ρωτήθηκαν τα μέλη εκείνης της ομάδας της Γιουγκοσλαβίας, όποιος και αν ρωτήθηκε, από προπονητή μέχρι… φυσικοθεραπευτές, όλοι συμφωνούν πως όχι μόνο στο 11vs11 η Αργεντινή δεν θα είχε τύχη αλλά από εκεί και πέρα είχαν όλα τα φόντα για να πάνε μέχρι τέλους.
Εκείνες όμως οι δύο κίτρινες, για τις οποίες ο «Σάμπανε» πιστεύει πως καταλογίστηκαν πολύ, μα πολύ εύκολα, παρότι συνεχώς υπεραμυνόταν της προσοχής που πρέπει να αποδίδεται (διαιτητικά) σε ποδοσφαιριστές όπως ο Μαραντόνα, τελικά άφησαν εκτός τους «Βραζιλιάνους της Ευρώπης», στην τελευταία ουσιαστικά ενιαία παράστασή τους με ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα του πάλαι ποτέ γιουγκοσλαβικού αθλητισμού.
Και ίσως, πλέον, με τόσα χρόνια να έχουν περάσει από τότε και με τις πληγές που άφησε ο εμφύλιος, όχι μόνο αθλητισμού.
Πρωταθλητής Ευρώπης, η Άστον Βίλα, ο Μπάγεβιτς και τελικά η ΑΕΚ
Αυτό όμως για το οποίο προοριζόταν όλη η εξελικτική διαδικασία του Ερυθρού Αστέρα στο δεύτερο μισό των 80’s έγινε την αμέσως επόμενη σεζόν. Με τις ντουφεκιές ήδη να ηχούν σε Κροατία και Βοσνία, η «Zvezda», η ευλογημένη ποιοτικά «Zvezda», μια ομάδα που ήταν καθρέφτης της Γιουγκοσλαβίας, πανσπερμία βαλκανικών γονιδίων, μωσαϊκό τζακιών και (όπως εξελίχτηκαν μετά τον πόλεμο) εθνοτήτων, στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας στα πέναλτι στο San Nicola του Μπάρι της Μαρσέιγ.
Αυτονόητα η καλύτερη εποχή όλων στον Αστέρα. Τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδων. Κολλητός με τους -κυρίως- Μπελοντέτιτσι (Ρουμάνος), Πάντσεβ (Σκοπιανός), Προσινέτσκι (Κροάτης), Σαβίτσεβιτς (Σέρβος), όλοι τους απολάμβαναν στάτους… βασιλιάδων στο Βελιγράδι.
Χωρίς υπερβολή, “έχτισαν” νυχτομάγαζα που σύχναζαν, δημιουργώντας θρύλους στο Tas και στο Nana εφάμιλλους με τους δικούς τους, ιστορίες που διατηρούν τη φήμη αυτών των κέντρων, την επισκεψιμότητά τους ως και σήμερα, μετατρέποντάς τα σε κάτι σαν πολιτισμικό φολκλόρ (ή και must για τους επισκέπτες) της πρωτεύουσας του Βελιγραδίου.
Ακόμα και εκεί ο Σαμπανάτζοβιτς πάντως ήταν περισσότερο το… τρόλεϊ της παρέας, ποτέ ο οδηγός. Οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, ήταν οι φασαριόζοι, οι showmen, αυτοί που εμπλούτιζαν την παρέα και την κοσμικότητά τους με μοντέλα, ηθοποιούς, περσονές του ευρύτερου καλλιτεχνικού κόσμου.
Σε αυτόν οι προτιμήσεις του «Σάμπανε» ήταν τελείως διαφορετικές. Προτιμούσε την παρέα και προφανώς τα ακούσματα των Σάμπαν Σάουλιτς και Λίουμπο Άλιτσιτς, γνωστών μεν τραγουδιστών αλλά παραδοσιακών (αντίστοιχων με τα ελληνικά) δημοτικών τραγουδιών. Κάθε άλλο παρά trendy, όπως η παρέα του και η εποχή (disco…) επίτασσε, ακόμα και σε μια ετοιμοπόλεμη χώρα.
Για πολύ όλοι τους μαζί δεν έμειναν. Στο τέλος-τέλος, τον σκοπό της δημιουργίας της αυτή η συγκεκριμένη ομάδα τον είχε πετύχει. Η αλήθεια είναι πως οι επιτελείς της «Zvezda» προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, να κρατήσουν τα αστέρια τους στο Marakana, αλλά, ακόμα και για τις αρχές των 90’s, αποδείχτηκε πως ματαιοπονούσαν.
Και έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, η ραχοκοκαλιά των Πρωταθλητών Ευρώπης, αποχώρησε. Ο Σαβίτσεβιτς πήγε στη Μίλαν, ο Προσινέτσκι στη Ρεάλ, ο Πάντσεβ στην Ίντερ, λίγο αργότερα ο Μιχάιλοβιτς στη Ρόμα και ο Γιούγκοβιτς στη Σαμπντόρια.
Φυσικά και ο Σαμπανάτζοβιτς ήταν έτοιμος να το κάνει, έχοντας συμφωνήσει με την Άστον Βίλα. Η αποχώρηση όμως του Τσεχοσλοβάκου προπονητή, Γιόζεφ Βένγκλος, άλλαξε τον μεταγραφικό σχεδιασμό των «Χωριατών» και έτσι, όταν ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, καλοκαίρι πια του ’91, ταξίδεψε στο Βελιγράδι για να συναντηθεί με τον Πρόεδρο Τζάιτς, ο Σαμπανάτζοβιτς ήταν ακόμη στο ρόστερ.
Ο «Ντούσκο» κεντρικό αμυντικό αναζητούσε και ο σκοπός του ταξιδιού του ήταν να διαπραγματευτεί την αγορά του (Σκοπιανού) Ίλιγια Ναϊντόσκι. Για πολλούς και διαφόρους λόγους και όχι μόνο οικονομικούς (παρότι το ποσό που ζητούσε ο Αστέρας ήταν όντως απλησίαστο για ελληνική ομάδα), δεν γινόταν να προχωρήσει η συγκεκριμένη μεταγραφή.
Ο Τζάιτς, για να μην χάσει… αγοραστή, έριξε στο τραπέζι το όνομα του «Σάμπανε». Είχε αγωνιστεί ως στόπερ, αλλά δεν ήταν το είδος εκείνου που αναζητούσε ο συμπατριώτης του, παίζοντας κυρίως ως δεξιός μπακ. Ο Μπάγεβιτς όμως είδε ευκαιρία και δεν την έχασε.
Δεν ήταν λίγο. Θα έφερνε στην Αθήνα έναν λίγων μόλις εβδομάδων εστεμμένο Πρωταθλητή Ευρώπης, με βασικότατο μάλιστα ρόλο. Τι σημασία λοιπόν είχε αν δεν έψαχνε κάποιον σαν και αυτόν; Βρήκε τον κατάλληλο, εκείνον που για χάρη του θα άλλαζε το πλάνο του, θα άλλαζε όλη τη δομή και την αγωνιστική προσέγγιση της ΑΕΚ, αποκτώντας τον καταλληλότερο μετρονόμο, τον ιδανικότερο ισορροπιστή.
Και γι’ αυτό ακριβώς, εν πολλοίς εξαιτίας του, θα έφτιαχνε μια ομάδα που θα κυριαρχούσε, συμπαρασύροντας τα πάντα για μια τριετία.
Η προστασία και η προσφορά του Κόκκαλη και η ζωή μετά το ποδόσφαιρο
Ο Μπάγεβιτς δεν ψάχτηκε, δεν πειραματίστηκε με τον Σαμπανάτζοβιτς. Τον Ναϊντόσκι δεν τον πήρε (έναν χρόνο μετά, το καλοκαίρι του ’92, πήγε στη Βαγιαδολίδ), αλλά εξασφάλισε με την παρουσία του έναν τύπο στο γήπεδο που έκανε τους στόπερ να αισθάνονται πιο άνετα, τους μέσους πιο σίγουρα και τους επιθετικούς πιο απελευθερωμένα.
Ο «Σάμπανε» δίδαξε ρόλο και θέση. “Κούμπωσε” ιδανικά με τον Σαβέβσκι, συμβάλλοντας καταλυτικά στη δημιουργία μιας από τις θεαματικότερες ομάδες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα επί εποχής επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Κατέκτησε τρία σερί Πρωταθλήματα (’92-’94), επέστρεψε στο Champions League (1994-1995) και μετά από πέντε χρόνια στα «κιτρινόμαυρα», με ένα Κύπελλο ως αποχαιρετισμό, αποχώρησε, ακολουθώντας στον Ολυμπιακό τον άνθρωπο που τον έφερε στην Ελλάδα, παρότι οι σχέσεις τους έφτασαν να μην είναι οι καλύτερες (και επιβαρύνθηκαν περισσότερο στην κοινή τους θητεία στα «ερυθρόλευκα»).
«Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ελλάδας, ο Σωκράτης Κόκκαλης, ήταν αυτός που μου τηλεφώνησε για να μιλήσουμε. Πήγα στη βίλα του. Μόνος μου, χωρίς ατζέντη. Ποτέ δεν είχα και όλες μου τις συμφωνίες έτσι τις έκανα στην καριέρα μου, μόνος μου. Τότε, εκείνη την στιγμή, είχα την προστασία τόσο της ελληνικής αστυνομίας όσο και της ιδιωτικής του ασφάλειας. Μιλήσαμε, δείπνησα με την οικογένειά του και συμφωνήσαμε εκείνο το βράδυ. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, έτσι όμως όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, η προσφορά που μου έγινε ήταν τέτοια που δεν μου άφηνε περιθώρια σκέψης. Δεν γινόταν να αρνηθώ. Και δεν το μετάνιωσα».
Και αυτό, παρότι στα μόλις δύο χρόνια του στον Ολυμπιακό πήρε συνολικά μόλις δυο ντουζίνες παιχνίδια, επηρεασμένος από τραυματισμούς αλλά και την περίπλοκη καθημερινότητά του με τον Μπάγεβιτς.
Ενδεικτικό της αγωνιστικής κατάστασής του ότι δεν έκανε καμία συμμετοχή με την νεόδμητη (Νοέμβριο ’95) Εθνική Βοσνίας και έτσι, στα 33 του πλέον και με δύο ακόμα Πρωταθλήματα, πέρασε τον Ατλαντικό, μετακομίζοντας στο Κάνσας και βιώνοντας μια τελείως διαφορετική από τη σύγχρονη εκδοχή (και εποχή) του MLS, όπου και κρέμασε τα εξάταπα μετά από μια μόνο σεζόν εκεί.
Κατά καιρούς (μπορεί να) είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο και να συνεχίσει από άλλο πόστο την σταδιοδρομία του. Δεν το έκανε. Δεν του χρειαζόταν μάλλον. Ζει στην Ποντγκόριτσα, όπου και έχει ανοίξει και διευθύνει -χρόνια τώρα- ένα από τα καλύτερα bar restaurant της πόλης.
Οικογενειάρχης, παντρεμένος με τη Ζερίνα, παππούς, μιας και η μεγαλύτερη κόρη του, η Αμίνα, του χάρισε το πρώτο του εγγόνι, έχοντας, όσο μπορεί, από κοντά και τα υπόλοιπα τρία παιδιά του. Μόνο ο -γεννημένος στις ΗΠΑ- Ανέλ ακολούθησε τα (ποδοσφαιρικά) χνάρια του. Ίδια θέση, ίδιο ξεκίνημα (Ζελέζνιτσαρ), ίδια συνέχεια (ΑΕΚ), μα κάπου εδώ -κακά τα ψέματα- σώζονται και οι ομοιότητες.
Το φινάλε της ως τώρα ιστορίας του δεν μπορεί να έχει σημεία στίξης. Δεν κολλάνε θαυμαστικά, τρεις τελείες, οτιδήποτε που προσθέτει (λεκτικό) μπούγιο σε κάτι που δεν του πρέπει, δεν του ταιριάζει και, στο τέλος-τέλος, δεν το χρειάζεται κιόλας.
Απλό λοιπόν αυτό, με τον ίδιο τον Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς να βάζει τη μία και μόνη τελεία που θέλει.
«Ζω μια ήσυχη, ειρηνική ζωή. Είμαι πολύ ευχαριστημένος από όσα έχω ζήσει, από όσα έχω πετύχει και όσα έχω. Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος».
Ευλογημένος καλύτερα. Γιατί τέτοιοι (μπορεί να) είναι και οι συνηθισμένοι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ίβιτσα Όσιμ: Στον δάσκαλό μας με αγάπη
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο τέταρτος των Καραμαζόφ
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
Ρόμπερτ Προσινέτσκι: Στο άδειο μου πακέτο
Σίνισα Μιχάιλοβιτς: Τα πολύχρωμα τούβλα του Βούκοβαρ
Ντάρκο Πάντσεβ: Το δηλητήριο της κόμπρας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη