Σύμφωνα με τον ναυτικό μύθο του Ιπτάμενου Ολλανδού, κάποτε ένας καπετάνιος από τη συγκεκριμένη θαλασσοκρατορία οδήγησε το καράβι και το πλήρωμά του στην καρδιά μιας καταιγίδας.
Η μοίρα του(ς), εκεί στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, αυτή που φαντάζεστε.
Έμεινε το πλοίο-φάντασμα να θαλασσοδέρνεται αενάως και να μεταδίδει την κακοτυχία του σε όποιο σκάφος το προσεγγίζει. Ακόμα και μορφωμένοι, σπουδαγμένοι, αξιωματικοί έδιναν ρεαλιστική βάση στον μύθο. Υπάρχουν και μαρτυρίες ανθρώπων ότι τον είδαν τον «Ιπτάμενο Ολλανδό». Κι ας αποδίδονται επιστημονικά στην αυθυποβολή και το φαινόμενο του διπλού αντικατοπτρισμού. Στην οφθαλμαπάτη.
Τον Ολλανδό Ρικ Σμιτς ιπτάμενο δεν τον έλεγες, βλέποντάς τον να παίζει μπάσκετ. Σέντερ χωρίς ιδιαίτερη αθλητικότητα, με μεγάλο προσόν το ύψος. Παλληκάρι 224 εκατοστών, οφείλει σε αυτά και μόνο το γεγονός ότι πήγε στις ΗΠΑ. Ότι έγινε επαγγελματίας μπασκετμπολίστας, η “κολώνα” μια (αθλητική του) ζωή των Πέισερς, ένα από τα καλύτερα “πεντάρια” του ΝΒΑ την εποχή που μεσουρανούσαν ένας Χακίμ Ολάζουον, ένας Ντέιβιντ Ρόμπινσον, ένας Πάτρικ Γιούιν. Και ένας Σακίλ Ο’Νιλ από ένα σημείο και μετά, κρατήστε ειδικά τον «Σακ».
«Δεν με είδαν καν να παίζω, μου έδωσαν υποτροφία, απλώς επειδή ήμουν πολύ ψηλός», δεν έχει πρόβλημα να παραδεχτεί ο Σμιτς. Πάντα λακωνικός και ειλικρινής, ξέρει ότι προοριζόταν για κάτι άλλο. Ίσως για μηχανικός, που ήταν το όνειρό του από μικρός, όχι για σταρ του ΝΒΑ.
Είναι, ή μάλλον ήταν, ο ίδιος που καθόταν κάτω από το καλάθι και περίμενε την μπάλα για να καρφώσει. Και δεν γύρναγε καν γρήγορα στην άμυνα. Ένας ψηλός που στεκόταν σα σκιάχτρο και τρόμαζε τους πολύ κοντύτερους αντιπάλους του. Που δεν είχε και πολλή όρεξη για προπόνηση, που κοβόταν στη δοκιμή του από την Ντεν Μπος.
Αλλά έφτασε την Ιντιάνα δυο βήματα από τον τίτλο της κορυφαίας λίγκας του πλανήτη. Αποκαλούμενος όχι «Flying» μα «Dunking Dutchman». Οφθαλμαπάτη;
Coming to America
Γνωστό για την πολυεθνική Philips, την ποδοσφαιρική PSV και… τέλος, το Αϊντχόφεν είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα του κυρίου Ρικ Σμιτς, γεννηθέντος στις 23 Αυγούστου του 1966. Μπάλα κλότσησε φυσικά μικρός, τζούντο δοκίμασε από ατομικά αθλήματα, τα ποδήλατα και οι μηχανές έγιναν και παραμένουν η τρέλα του. Ακόμα και στην άγραφη μπασκετικά Ολλανδία όμως, όταν κάποιος ρίχνει τέτοιο ύψος, ο αθλητικός μονόδρομος έχει πορτοκαλί σήμανση.
Είχε μπιστήξει μπάλα και ο μπαμπάς Αντ, στην πόλη του και τα περίχωρα την γράπωνε με τα πελώρια χέρια του και ο κατάξανθος πιτσιρικάς.
Ο καλός του άγγελος ονομάζεται Μάικ Πέρι. Ένας τύπος που δούλευε για το ταπεινό κολέγιο Μάριστ. Ειδικότης του να βρίσκει ψηλούς στην Ευρώπη και να τους προξενεύει στην ομάδα που κάποτε τον έχρισε και προπονητή, δίχως πάντως να την κοουτσάρει.
Κάπως έτσι, το 1984 κατέφτασε στο Πουκίπσι, λίγο βορειότερα της Νέας Υόρκης, όχι μόνο ο Σμιτς αλλά και ο Μίροσλαβ Πετσάρσκι. Το επόμενο έτος και ο Ρούντι Μπουργκαρέλ. Αμφότεροι πάνω από 2.10μ. Ένας σέντερ από τη Γιουγκοσλαβία που θα γινόταν Έλληνας ώστε να παίξει σε Άρη, Παναθηναϊκό και Πανιώνιο, ένας σέντερ από τη Γουαδελούπη που θα γινόταν Γάλλος και (την εποχή που ο «Μίρο» ερχόταν στα μέρη μας) ο πατέρας του Ρούντι Γκομπέρ.
Το μεγάλο ταλέντο, έστω για τα δεδομένα του κολεγίου που δεν είχε φτάσει ποτέ σε τελικό τουρνουά του ΝCAA, ήταν ο Πετσάρσκι. Χτύπησε όμως με το που πήγε στους Ρεντ Φόξες και ο Ολλανδός έγινε πενταδάτος. Και το πρόσωπο του προγράμματος για τέσσερα χρόνια.
Μαζί του οι «κόκκινες αλεπούδες» μετατράπηκαν σε πρωταγωνίστριες στην περιφέρειά τους και πήγαν δις σε τελικό τουρνουά, κάτι που δεν πέτυχαν ποτέ ξανά μέχρι σήμερα. Ο γίγαντας με την ξανθιά χαίτη μετατράπηκε ξαφνικά σε δουλευταρά. Ερωτεύτηκε το παιχνίδι, αγάπησε τους Αμερικανούς.
«Στην Ολλανδία με κορόιδευαν για το ύψος μου, με έδειχναν με το δάχτυλο. Ήμουν το φρικιό. Πρώτη φορά άκουσα στο Πουκίπσι κάποιον να λέει “τι ωραία θα ήταν να έχω το μπόι σου”».
Ξυπνούσε στις 5 αξημέρωτα και πήγαινε για ατομική προπόνηση πριν το μάθημα και την απογευματινή ομαδική, πρόσθεσε κινήσεις στο ρεπερτόριό του, όγκο στο κορμί. Και αποφοίτησε με μέσο όρο 18.2 πόντων στην τετραετία του εκεί. Με 24.7 στην τελευταία χρονιά!
Είχε φτάσει ψαρωμένος, σε βαθμό να σηκωθεί από τον πάγκο στο ντεμπούτο του κόντρα στο Φέρφιλντ και να μπει στο παρκέ με την προπονητική μπλούζα (και τον διαιτητή να τον στέλνει έξω να ξεντυθεί), και αποχαιρέτησε ως η πρώτη μούρη του προγράμματος.
Κυριολεκτικά. Έως και μινιατούρες με τη φάτσα του έβλεπες στο γήπεδο, φτιαγμένες από τα χέρια και το μεράκι του φίλου του κολυμβητή και συνάμα μεγαλύτερου φαν του, Τομ Μπεγκ.
Οι πιο παρατηρητικοί οικείοι του πρόσεξαν τη φάτσα του και στην κωμωδία του Έντι Μέρφι (με τον τόσο ταιριαστό στην περίπτωση του φίλου μας τίτλο), «Coming to America». Βγήκε στους κινηματογράφους το 1988, είχε γυριστεί το 1987. Και υπήρχε μία σκηνή με φάση από πραγματικό αγώνα του Μάριστ με το γειτονικό Σεντ Τζονς, στην οποία κατά σύμπτωση κάρφωνε (τι άλλο θα έκανε δηλαδή;) ο Σμιτς.
Το σημαδιακό Νο 2
Για τον Ολλανδό το 1988 είναι πρωτίστως το έτος που επιλέγεται στο ντραφτ. Ψηλά-ψηλά, στο Νο 2 από την Ιντιάνα. Βγαίνοντας από το άσημο Μάριστ, έτσι; Είναι όμως πια ένας σέντερ που παίζει άνετα με πλάτη στο καλάθι, διαθέτει χουκ που δεν κόβεται και δεν… χαρακτηρίζεται παλιομοδίτικο σε μια εποχή που παίζει ακόμη ο Τζαμπάρ, ρίχνει δίχως έλεος τάπες.
Είναι και η εποχή που οι σύλλογοι του ΝΒΑ ντραφτάρουν πρώτους-πρώτους ψηλούς. Αρχής γενομένης από το 1983 και τον Ραλφ Σάμπσον, ο οποίος ήταν κι εκείνος 2.24μ., αλλά και τον ύψους 2.11μ. Στιβ Στιπάνοβιτς (στο Νο 2), τα ψηλότερα πικ είναι σταθερά σέντερ: Ολάζουον και Σαμ Μπόουι το 1984 (πάνω από τον Μάικλ Τζόρνταν!), Γιούιν, Μπραντ Ντόχερτι, Ρόμπινσον…
Για να φτάσουμε στο 1988 και τον Σμιτς, πίσω από τον Ντάνι Μάνινγκ (που ήταν περισσότερο “τεσσάρι”). Θα πείτε τώρα «ποιος ήταν εκείνος ο Στιπάνοβιτς;». Ένας λευκός Αμερικανός που είχε γίνει πέντε χρόνια νωρίτερα η “κολώνα” των Πέισερς.
Ε, με το που σκάει στην Ιντιανάπολις ο Σμιτς, για να γίνει η ρεζέρβα του «Στίπο», ο βασικός ψηλός τραυματίζεται α λα… Πετσάρσκι. Δεν χτυπάει απλώς. Αναγκάζεται να μπει στο χειρουργείο για ένα χρονίζον πρόβλημα στο γόνατο και δεν ξαναβγαίνει ποτέ στα παρκέ. Η τελευταία του εμφάνιση ανάγεται εν τέλει στην προ Σμιτς εποχή και ο Ευρωπαίος ρούκι έχει ορθάνοιχτο τον δρόμο της καθιέρωσης και στο ΝΒΑ.
Ευτυχώς για τον ίδιο, τον έχουν προσπεράσει οι Κλίπερς, οι οποίοι παίρνουν τον Μάνινγκ, ενώ οι Πέισερς έχουν προλάβει τους Σίξερς, τους Νετς και τους Γουόριορς που ακολουθούν. Ούτε Λος Άντζελες, ούτε Φιλαδέλφεια, ούτε Νιου Τζέρσεϊ (ουσιαστικά Νέα Υόρκη), ούτε Όκλαντ (δίπλα στο Σαν Φρανσίσκο).
Αντί για μία μεγαλούπολη, ο Ολλανδός καταλήγει στους βλάχους από την Ιντιάνα και πολύ το εκτιμάει. «Προτιμούσα μια επαρχιακή πόλη, χωρίς βαβούρα και με κόσμο απλό, να τον νιώθεις κοντά σου», θα εξηγήσει αργότερα για τον δεσμό του με την περιοχή. Δεσμό ζωής.
Δώδεκα χρόνια στο ΝΒΑ, θα μείνει δώδεκα χρόνια στους Πέισερς. και θα συνεχίσει να (δια)μένει στην Ιντιανάπολις για πολλά ακόμα. Το Νο 2 του ντραφτ δεν θα μασήσει από τη μουρμούρα για την τόσο ψηλή επιλογή του και την γκρίνια για την απόδοσή του στη ρούκι σεζόν και θα γίνει το Νο 2 και σε αγωνιστικό επίπεδο.
Ο φονιάς σουτέρ, Ρέτζι Μίλερ, ο σούπερ σταρ, ο αντιτουριστικός ψηλός, ο δεύτερος καλύτερος παίκτης. Γρήγορα δημιουργείται ένας κορμός παικτών που θα μετατρέψουν μια λούζερ ομάδα σε δύναμη της Ανατολής.
O Σακίλ ξέρει
Η 12ετία που προηγήθηκε εκείνης του Ολλανδού στην Ιντιάνα ήταν η πρώτη της στο ΝΒΑ. Το 1976 είχε μπει στη λίγκα με τη συγχώνευση με το ΑΒΑ και 10 φορές είχε αποτύχει να μπει στα πλέι οφ. Στις δύο μοναδικές σχετικές παρουσίες της είχε αποκλειστεί χωρίς πολλά-πολλά από την πρώτο γύρο.
Επί Σμιτς τέσσερεις παρουσίες σε τελικούς Ανατολής. Κι άλλη μία σε NBA finals, για το κερασάκι στην τούρτα της μεγάλης καριέρας του το 2000. Τούρτας που έφαγαν βέβαια (με 4-2) οι Λέικερς του MVP Σακίλ Ο’Νιλ. Ακόμα κι αυτός, ο οποίος έριχνε 40άρες τότε στις πιο οργιαστικές στιγμές του, μόνο εγκώμια είχε να επιδαψιλεύσει στον προσωπικό του αντίπαλο.
«Ο Ρικ με κατέστρεφε κάθε φορά. Πικ εν ποπ, τζαμπ χουκ στο ποστ, δεν μπορούσα να το σταματήσω αυτό το παιδί. Το έκανα, όταν τον κατέβαλαν τα προβλήματα στα πόδια του», η παραδοχή του «Σακ».
Προτού πολλαπλασιαστούν οι ενοχλήσεις, που τον εξώθησαν στο να σταματήσει στα 33 του, ο Σμιτς είχε πραγματοποιήσει και σεζόν με 18.5 πόντους μέσο όρο. Μόλις στη δεύτερη επαγγελματική χρονιά του έριχνε 2.1 τάπες ανά παιχνίδι. Όταν η μπάλα ακουμπούσε στο ποστ, δηλαδή σε αυτόν, ένας αντίπαλος δεν αρκούσε ώστε να τον σταματήσει. Αν ερχόταν και δεύτερος, κάποιος θα έμενε ελεύθερος στην περιφέρεια. Εκεί όπου υπήρχε ο Μίλερ αλλά και ο επίσης εξαιρετικός σουτέρ και σκόρερ, Τσακ Πέρσον…
Η ομάδα όμως παρέμενε σοφτ. Ο Πέρσον έφυγε, οι Ντέιλ και Αντόνιο Ντέιβις πλαισίωσαν τον Ολλανδό στη φροντ λάιν, οι άνθρωποι για να βαράνε και συνάμα να γραπώνουν κάθε διεκδικήσιμο ριμπάουντ (τομέας που δεν αποτελούσε το φόρτε του Ευρωπαίου) είχαν βρεθεί, ο Μαρκ Τζάκσον στο “1” με τον Ντέρικ ΜακΚι στο “3” ήταν οι συνειδητοποιημένοι ρολίστες που συμπλήρωναν το ροτέισιον των επιτυχιών.
Έκανε και παιχνίδι με 44 πόντους ο Σμιτς, έβαλε και μπάζερ μπίτερ καλάθι στα πλέι οφ με το Ορλάντο, παρότι πήρε την μπάλα στο 1.3’’ πριν το τέλος (και πρόλαβε να κάνει προσποίηση, προτού το στάξει), κέρδισε ουκ ολίγες μονομαχίες από τον Γιούιν στα ανατολικά ντέρμπι με τους Νικς, έγινε και All Star ρ το 1998.
Την επόμενη χρονιά υπέγραψε διετές συμβόλαιο 20.5 εκατ. δολαρίων, δείγμα της εκτίμησης του συλλόγου προς το πρόσωπό του και της πίστης ότι κάνει τη διαφορά και σε σχετικά προχωρημένη ηλικία.
Δεν το εξάντλησε. Το νευρολογικό πρόβλημα στα πόδια, το οποίο είχε προκληθεί σε εφηβική ηλικία στον τύπο που φορούσε στενά παπούτσια (Νο 54 εν τέλει, στην πλήρη ανάπτυξη), τον έκανε να τα κρεμάσει το 2000 και να χαρίσει και κάποια χρήματα στην αγαπημένη του ομάδα.
Αδρεναλίνη σε δύο τροχούς
Σταθερά διψήφιος στο σκοράρισμα, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σεζόν του, ο ψηλέας με την ξανθιά χαίτη έκλεισε την καριέρα του με 14.8 πόντους στη ρέγκιουλαρ σίζον και ακριβώς τόσους (!) στην ποστ. Δις σε πορείες πλέι οφ είχε 20+ πόντους. Μία εξ εκείνων των φορών το 1995. Στην πιο… “what if” χρονιά του συλλόγου, με τον αποκλεισμό με 4-3 στους East finals από τους Μάτζικ.
Στο Τοπ 10 των υψηλότερων παικτών του ΝΒΑ μέχρι σήμερα, είχε μπει και σε εκείνο των πιο ακριβοπληρωμένων Ολλανδών αθλητών, παρά την ύπαρξη τόσων ποδοσφαιριστών τοπ επιπέδου.
Με την Εθνική του είχε εμφανιστεί στο ξεκίνημα της πορείας του αρκετές φορές, πραγματοποιώντας και αξιομνημόνευτες επισκέψεις στα μέρη μας. Παρών το 1986 στο πρώτο Ακρόπολις και με 20άρα απέναντι στη δίχως Παναγιώτη Φασούλα Εθνική μας, παρών και το 1987 στο “χρυσό” ελληνικό Ευρωμπάσκετ. Ήταν μάλιστα ο έβδομος σκόρερ της διοργάνωσης με 22 πόντους μέσο όρο, οδηγώντας τους «Oranje» και σε δύο νίκες στον πόντο επί Ισραήλ και Ρουμανίας.
Την εποχή που εμείς γνωρίζαμε την ύπαρξη ενός θεόρατου Ολλανδού που σταματιόταν δύσκολα κοντά στο καλάθι, ο ίδιος γνώριζε καλύτερα τις ΗΠΑ, ως κολεγιόπαις. Περνώντας τον Ατλαντικό, το μόνο πράγμα που ήξερε από την αμερικανική κουλτούρα ήταν οι σαπουνόπερες «Ντάλας» και «Δυναστεία». Α, είχε παρακολουθήσει σε μια βιντεοκασέτα φίλου του και έναν αγώνα των Λέικερς. Τίποτα, μα τίποτ’ άλλο. Ούτε ταινίες δεν έβλεπε.
Το μεγάλο, αν όχι αποκλειστικό, πάθος του ήταν οι μοτοσυκλέτες. Ας όψεται όποιος έκλεψε εκείνη του παππού του, πίσω στο Αϊντχόφεν.
Δεν έκατσε να την κλάψει, αγόρασε καινούρια. Λίγο μετά η Berini 50cc βρέθηκε. Αλλαγμένη, “απογυμνωμένη”, μεταμορφωμένη σε ένα dirt bike. Ό,τι έπρεπε για να την πάρει ένας επτάχρονος και να εξερευνήσει χωμάτινες και μη επιφάνειες σε δύο τροχούς.
Ο Ρικ, μεγαλώνοντας, πέρασε στις μοτοσυκλέτες και τα πρώτα του λεφτά από το μπάσκετ σε αυτές πήγαιναν. Όχι μόνο αγορά διαφόρων, μα και μετατροπές τους, δημιουργία υβριδικών μοντέλων, ανταλλαγές και πωλήσεις τους.
Ως ΝΒΑer περιωπής, κάπου το πάθος υποχώρησε. Και επανήλθε δριμύτερο, με το τέλος της μπασκετικής καριέρας του. Εγκατεστημένος στο Ζάιονσβιλ, προάστιο της Ιντιάνα, δημιούργησε δύο τεράστιους χώρους πίσω από το σπίτι του με 100 μηχανές. Συλλογή κανονική. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικούς αγώνες, πήρε την Αμερικανίδα σύντροφό του και διέσχισαν την αμερικανική επικράτεια. Σε δύο τροχούς φυσικά.
Παράλληλα καμάρωσε τον γιο του, τον Ντέρικ (από την πρώην σύζυγο, Κάντις), να παίζει με επιτυχία στα τοπικά κολέγια Βαλπαρέιζο και Μπάτλερ, αν και -χαμηλόβαθμο- στέλεχος των Πέισερς έγινε η κόρη του, Τζασμίν. Το 2017 έθεσε προς πώληση τη σπιταρόνα του έναντι 2.7 εκατ. δολαρίων και έφυγε για την άνυδρη Αριζόνα. «Επειδή βαρέθηκα τη βροχή», εξήγησε.
Με την πρώτη ευκαιρία βέβαια επιστρέφει εκεί όπου ποτέ δεν βαριούνται τον λιγομίλητο ψηλό με τα ξεβαμμένα τζιν και τα πολλά «χου και χα» στην ακόμα ολλανδική προφορά. Στην Ιντιανάπολις, για να δει τους Πέισερς.
Και μαζί τους διαχρονικούς φαν του, οι οποίοι περιμένουν πάντα να τον συναντήσουν, κρατώντας το ειδικό για την περίσταση πανό «Smits happens».
CHECK IT OUT: Η αμφισβήτηση ήταν το «καύσιμο» του Ρέτζι Μίλερ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το «προξενιό» του Χακίμ Ολάζουον με το Χιούστον έγινε «όνειρο»
Το μεγαλείο του Ντέιβιντ Ρόμπινσον δεν καθορίστηκε από τα (κάθε λογής) «γαλόνια» του