Ένα έργο τέχνης είναι ένα έργο μυστηρίου, ακραίας μαγείας.
Αναλύσεις για τη βαρύτητα, τον μηχανισμό δημιουργίας του. Εξισώσεις μαθηματικών και γεωμετρικών τύπων. Πυθαγόρεια θεωρήματα, ακόμα και διάβασμα ζωδιακών κύκλων. Instant replays και στοπ καρέ ειδικών που πάσχουν για μία ρεαλιστική προσέγγιση. Μία προσπάθεια να ερμηνευτεί η πράξη.
Όλοι τους όμως ξεχνούν πως δεν έχουν κανένα νόημα όλ’ αυτά. Πως απλώς πρόκειται για τη “μαγική” στιγμή. Αυτή που μπορεί να αλλάξει όλη την ύπαρξη εκείνου που την πραγματοποιεί.
Είναι το σλάλομ του Μαραντόνα, το βολ πλανέ του Ζιντάν, το «σβήσιμο του τσιγάρου» του Ροναλντίνιο. Είναι εκείνο το ψαλιδάκι του Ριβάλντο…
Η στιγμή
Στις 21 Ιουνίου το Camp Nou βράζει, υποδεχόμενο τη Βαλένθια, η οποία βρίσκεται στην τέταρτη θέση και στο +3 από την Μπαρτσελόνα, η οποία όμως με νίκη την προσπερνάει στην ισοβαθμία και στη μάχη για έξοδο στο Champions League.
Μία κάκιστη χρονιά, με αλλαγές προπονητών, με υπηρεσιακό τον Κάρλες Ρεσάκ, λανθασμένες μεταγραφές και χείριστο κλίμα. Είναι η τελευταία αγωνιστική και το “αντίο” του Πεπ Γκουαρδιόλα. Πάνω απ’ όλα όμως είναι η βραδιά του Ριβάλντο. Θα ανοίξει το σκορ με γκολ-φάουλ, θα βάλει και δεύτερο με τέλεια προσποίηση και μακρινό συρτό και θα απειλεί διαρκώς τον Σάντι Κανιθάρεθ.
Μόνο που εκείνη η Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ αποτελεί δύσκολο εμπόδιο. Είναι η ομαδάρα των δύο Τελικών Champions League και η βάση για τα επόμενα χρόνια των δύο πρωταθλημάτων με τον Ράφα Μπενίτεθ. Οπότε, δύο κεφαλιές ψαράκι του Ρουμπέν Μπαράχα φέρνουν ισάριθμες φορές τον “τελικό” στην ισοπαλία και άρα υπέρ των «Νυχτερίδων».
Ο Ριβάλντο ωστόσο δεν νιώθει. Εκείνος ξέρει, το πιστεύει, είναι η στιγμή του. Και θα τη σφραγίσει με έναν τρόπο που θα μνημονεύεται για πάντα. Ένα μυθικό χατ τρικ, από τα πιο ιδιαίτερα όλων των εποχών στο άθλημα. Και κυρίως για το τρίτο και τελευταίο γκολ. Για το ποίημα.
G⚽️AL OF THE DAY!
😱🚲@RIVALDOOFICIAL loves a good bicycle kick pic.twitter.com/R2sqPDpqMp
— FC Barcelona (@FCBarcelona) June 17, 2020
Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας, Τρούμαν Καπότε, ισχυριζόταν πως «Ένα έργο τέχνης είναι ένα έργο μυστηρίου, ακραίας μαγείας. Οτιδήποτε άλλο είναι είτε αριθμητική είτε βιολογία». Ο Ριβάλντο έσπευσε να τον ακυρώσει. Στο 89′, με την πλάτη στην εστία, έξω από την περιοχή, υποδέχτηκε με το στήθος τη μακρινή μπαλιά, την έστρωσε στον εαυτό του και, με τον αντίπαλο κρεμασμένο πάνω του, απογειώθηκε για το ψαλιδάκι που αποτέλεσε μία σύμπτυξη όλων αυτών των συστατικών της μαγείας. Περιελάμβανε σε απόλυτο βαθμό την τέχνη, το μυστήριο του ανεξήγητου και είχε μέσα του και μαθηματικά και βιολογία και φυσική και χημεία και κάθε τι που χωράει -ή και όχι- ο ανθρώπινος νους.
Μέχρι τότε όμως είχαν προηγηθεί πολλά. Και άλλα τόσα που θα ακολουθούσαν
Βιταμίνη D
Κάπως κάπου στο 1991. Κάποια τοπικά Μέσα έχουν συγκεντρωθεί έξω από ένα αρτοποιείο στη γειτονιά Παουλίστα, μία υποβαθμισμένη περιοχή του Ρεσίφε στη βορειοανατολική Βραζιλία.
Ένας 19χρονος στέκεται αμήχανα, περιμένοντας ντροπαλά να δώσει την πρώτη του συνέντευξη. Οι περαστικοί δεν καταλαβαίνουν. Σίγουρα δεν μοιάζει τόσο με ποδοσφαιριστή.
Ανησυχητικά αδύνατος, το αλλόκοτο καφέ μπλουζάκι του κρέμεται από τους ώμους, ενώ τα μακριά πόδια του έχουν ένα παράξενο σχήμα. Κυρτά προς τα έξω στο γόνατο, ένα εξειδικευμένο σημάδι ανεπάρκειας βιταμίνης D, αναμφίβολα η αιτία για το βάδισμα του στραβοκάνη. Στο πρόσωπο η κατάσταση είναι πιο δεινή. Τα μάγουλά είναι βυθισμένα, αποτέλεσμα του ότι είχε χάσει τα περισσότερα από τα δόντια του λόγω χρόνιου υποσιτισμού στις αρχές της εφηβείας του.
Ο Ριβάλντο Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα δεν γνωρίζει ότι βρίσκεται ακριβώς πάνω στο μεταίχμιο της καριέρας, κυρίως όμως της ζωής του. Το όνειρο απλώνεται μπροστά του.
Μόνο που ακόμη δεν έχει αφήσει ξωπίσω του τις δυσκολίες. Το πολυδιαβασμένο βραζιλιάνικο αφήγημα ενός παιδιού γεννημένου στις φαβέλες και τη φτώχια. Με τη φαμίλια να μην τα φέρνει βόλτα, παράτησε πολύ μικρός το σχολείο και βγήκε στους δρόμους. Πουλώντας αναψυκτικά, έφτανε μέχρι την παραλία. Εκεί έβγαζε κάποιο χαρτζιλίκι, αλλά έκανε και το διάλειμμά του για να παίξει λίγο με το τόπι στην αμμουδιά. Αυτά μέχρι τα 15 χρόνια του. Κάπου εκεί σμπαραλιάστικε ο κόσμος του. Το καχεκτικό αγόρι αναγκάστηκε να γίνει άντρας ξαφνικά, καθώς ο πατέρας του σκοτώθηκε σε δυστύχημα και πλέον έπρεπε να δουλέψει κανονικά.
Η αγάπη ωστόσο για το παιχνίδι ήταν τόσο μεγάλη που του έδινε καθημερινά το κίνητρο για την υπέρβαση. «Όσο εξαντλημένος κι αν ήμουν από τη δουλειά, περπατούσα κάθε μέρα 10χλμ. για να πάω στην προπόνηση. Αυτό ήταν άλλωστε που με έσωσε από τη θλίψη».
Κόντρα όμως στην επιθυμία, δεν μπορούσε να βρει αποδοχή. Στα 16 του ίσα που έπαιζε στην τοπική Παουλιστάνο, καθώς δεν πίστευαν στις ικανότητές του. Αυτό που έβλεπαν ήταν ένα μονίμως κουρασμένο ψιλόλιγνο παιδί χωρίς προοπτικές. Τις περισσότερες φορές ο Ριβάλντο έμενε στον πάγκο. Ώσπου το 1991 ένας ανιχνευτής ταλέντων είδε κάτι σε εκείνον και τον κάλεσε στη Σάντα Κρους.
Η πρώτη μετακόμιση ήρθε σε ηλικία 19 ετών. Τα Μέσα έσπευσαν τότε κοντά του και αποτύπωσαν εκείνη την εικόνα του κακοταϊσμένου νεαρού, ο οποίος όμως πλέον άρχιζε να πιστεύει στον εαυτό του.
Ασχημόπαπο
Μότζι Μίριμ, ένας δανεισμός στην Κορίνθιανς και η απογείωση με το Πρωτάθλημα στην Παλμέιρας (1994-1996). Ο Ριβάλντο είχε γίνει διάσημος και η φήμη του άρχιζε να ξεπερνάει τα σύνορα και τον Ατλαντικό.
Μόνο που ο ίδιος εξακολουθούσε να αισθάνεται μειονεκτικά. Ήταν 22 ετών, μα μέσα του παρέμενε εκείνο το ντροπαλό φτωχό παιδί που αναζητούσε την αποδοχή. Και για κάποιον λόγο όχι μόνο δεν την εύρισκε, παρά την ξεκάθαρη αγωνιστική ανωτερότητά του, αλλά το καλοκαίρι του 1996 η κατάσταση για εκείνον χειροτέρεψε, σε σημείο να γίνει ο πιο δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος στη Βραζιλία. Συνέβη στα ημιτελικά του τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα.
Σε μία ομάδα όπου άπαντες αναζητούσαν ένα αυτόγραφο από το εκκολαπτόμενο αγαπημένο παιδί της χώρας, τον Ρονάλντο, και τον υπέροχο Μπεμπέτο, εκείνος πάλευε να σταθεί ως αντιεμπορικός στην επιφάνεια.
Στο γήπεδο ήταν γενικά πολύ καλός, αλλά κόντρα στη Νιγηρία έχασε το άχαστο και έπειτα έκανε το απρόσεκτο λάθος από το οποίο προήλθε το 4-3 με το «Χρυσό γκολ» των Νιγηριανών.
Αμέσως έπεσαν όλοι πάνω του και ήταν τόσο άσχημη η ψυχολογική κατάσταση του, ώστε έμεινε εκτός αποστολής στον νικηφόρο μικρό Τελικό. Για πρώτη φορά το alter ego του παικταρά, το «ασχημόπαπο», θα έκανε την εμφάνισή του σε διεθνές επίπεδο. Και με κάποιον τρόπο θα τον συντρόφευε, σαμποτάροντας μικρές και μεγάλες ευτυχίες μίας πραγματικά εκπληκτικής διαδρομής, η οποία θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο συγκλονιστική.
Ισπανία
Λίγο πριν το ταξίδι στην Ατλάντα, η Πάρμα ανακοίνωσε την απόκτηση των δύο νεαρών της Παλμέιρας. Ριβάλντο και Αμαράλ ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για τη Serie A, όταν μία απόφαση περιορισμού μεταγραφών υποχρέωσε τους «Gialloblu» να πάρουν μόνο τον έναν. Και επέλεξαν τον Αμαράλ (έπαιξε μόλις τέσσερεις φορές).
Η Λα Κορούνια δεν δίστασε και τον έκανε δικό της. Και μπορεί να έμεινε μόλις μία σεζόν στο Riazor, αλλά πρόλαβε να κάνει τα μαγικά του. Με απρόσμενη αυτοπεποίθηση απογειώθηκε στα 21 γκολ και την οδήγησε στην καλύτερη μέχρι τότε θέση της ιστορίας της στη La Liga (τρίτη). Η ομαδάρα της Γαλικίας ήταν έτοιμη για την εκτίναξη, όπως και ο ίδιος.
Η Μπαρτσελόνα μόλις πουλούσε τον Ρονάλντο στην Ίντερ και τον καλούσε ως τη μεγάλη μεταγραφή της σεζόν της. Και μπορεί η διοίκηση των «Blaugrana» να προσπαθούσε να αποκτήσει τον Στιβ ΜακΜάναμαν, αλλά ήταν ο συμπατριώτης του, Σερ Μπόμπι Ρόμπσον, που επέμενε να προτιμήσουν τον Ριβάλντο. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε, μα ο Άγγλος κόουτς δεν έμεινε στον πάγκο και δεν τον είδε από κοντά να τον δικαιώνει, οδηγώντας την «Μπάρτσα» στο Νταμπλ με 19 δικά του γκολ.
Ήταν ο καλύτερος παίκτης στην Ισπανία, αλλά κάπως πάλι δεν ένιωθε ότι παίρνει την αποδοχή που είχε τόσο ανάγκη.
Ο Τύπος, οι οπαδοί, ακόμα και το κοινό της ομάδας του έμοιαζαν έτοιμοι να τον υποδεχθούν με αμφισβήτηση στην πρώτη στραβοκλωτσιά. Και ο ίδιος το εισέπρατε αυτό και το αποτύπωνε στο παιχνίδι του. Κάθε φορά έμοιαζε να εφορμά με ένα περίεργο αγωνιστικό μείγμα που περιλάμβανε θυμό, οργή, αγανάκτηση, μία πικρή δυσαρέσκεια. Έφτασαν να τον παρομοιάζουν ακόμα και με τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Και δεν ήταν εντελώς άστοχο. Από την εποχή του «Ντιεγκίτο» δεν είχε εμφανιστεί κάτι τόσο σπουδαίο στη θέση.
Κύκνος
Ο Ριβάλντο μπορούσε να κινηθεί παντού στο επιθετικό τρίτο του γηπέδου. Εκείνος πάντα ήθελε να παίζει επιτελικά με το “10”. Η δεύτερη καλύτερη επιλογή του ήταν να βρίσκεται στα δεξιά και να συγκλίνει, ώστε να εξαπολύει εκείνα τα τρομερά δυνατά και φαλτσαριστά αριστουργήματά του. Η κάθε μικρή ή μεγάλη επαφή του με την μπάλα, ο περίεργος δρασκελισμός στα πρώτα μέτρα με το άνοιγμα στο τόπι και αφού μόλις είχε αδειάσει έναν ή και περισσότερους αντιπάλους με τη γνωστή του προσποίηση.
Άπαντες γνώριζαν πως μπλόφαρε ότι θα πασάρει ή θα σουτάρει και κάθε φορά έκανε το αντίθετο. Μα και κάθε φορά άπαντες πιάνονταν κορόιδο.
Παρά το ύψος και το ασουλούπωτο κορμί, η ευελιξία και η πλαστικότητα στις κινήσεις υπήρξε παροιμιώδης. Ένα παράταιρο παρουσιαστικό, κόντρα στη ζόρικη εφηβεία και τα περίεργα προβληματικά πόδια, τα οποία με κάποιον τρελό τρόπο μέσα από το πείσμα και την επιμονή είχε μετατρέψει σε πλεονέκτημα.
Υπό αυτές τις φανταστικές συνθήκες ανέλιξης, βρέθηκε ηγέτης στο Μουντιάλ του 1998, όπου συνέβαλε τα μέγιστα με τρία γκολ στο να φτάσει η «Seleção» στον χαμένο Τελικό και στο αμφιλεγόμενο περιστατικό με τον Ρονάλντο.
Επιστρέφοντας από το Παρίσι, βάλθηκε να κατακτήσει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Και τον βρήκε.
Το 1999 επανέφερε με 24 γκολ την Μπαρτσελόνα στον τίτλο και έφτιαξε εκπληκτικά σόου στο Champions League. Αποκορύφωμα η αδιανόητη εμφάνισή του στο επιθετικό φεστιβάλ του Μπαρτσελόνα-Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για τον όμιλο στη Βαρκελώνη. Εκεί όπου υποχρέωσε τον θρυλικό Πέτερ Σμάιχελ να του αποδώσει σεβασμό. Νωρίτερα ο Ριβάλντο τού είχε βάλει ένα απευθείας φάουλ, ένα ψαλιδάκι, είχε δοκάρι και ένα απίθανο πάρε-βάλε που έχασε ο Τζιοβάνι.
Στο τέλος του αγώνα ο Ρόι Κιν είπε ότι του ζήτησε να πάει να παίξει για εκείνους στο Μάντσεστερ και ο «Guardian» έγραψε το πλέον κολακευτικό σχόλιο: «Με 11 Ζιντάν στην ομάδα μπορείς να κατακτήσεις τα πάντα. Το ίδιο ακριβώς όμως μπορείς να κάνεις με 10 Γκάρι Νέβιλ και έναν Ριβάλντο».
Ήταν η εποχή που ο παγκόσμιος Τύπος υποκλινόταν στο αριστερό βολέ και τον ποδοσφαιρικό εγκέφαλό του. Ήταν η σεζόν που στο τέλος της θα τον επιβράβευε με ό,τι σημαντικότερο για έναν ποδοσφαιριστή, τη Χρυσή Μπάλα.
Πλέον είχε φτάσει εκεί που ήθελε. Για την ακρίβεια, παραπάνω απ’ όσα είχε ποτέ ονειρευτεί. Ήταν ο κορυφαίος στον κόσμο.
Θα συνεχίσει να κάνει τα φοβερά του, με αποκορύφωμα εκείνο το τέλειο χατ τρικ με τη Βαλένθια. Αυτό ήταν που του έφερε και ό,τι του έλειπε στη Βαρκελώνη. Την αγάπη του κόσμου. «Το έκανα για εμάς, για εσάς. Για να είμαστε και να είσαστε χαρούμενοι», θα δηλώσει μετά την παράσταση και θα βρει τη θέση που είχε ανάγκη στις καρδιές του κοινού.
Είναι η στιγμή που παύουν να τον κατηγορούν για κάθε λάθος. Έχει βγάλει τη φανέλα και τρέχει να πανηγυρίσει μαζί τους. Δεν τον βλέπουν πια με το σκληρό προσωπείο ενός απρόσωπου μισθοφόρου που παίζει μόνο για την πάρτη του.
Πρώτος, μα κάπως… δεύτερος
Όλα πάνε τέλεια. Εκεί όμως είναι που θα εμφανιστεί ένας εσωτερικός αντίπαλος. Ο Λούις Φαν Χάαλ θα επιστρέψει στην «Μπάρτσα και θα επιμένει να τον τοποθετεί στα πλάγια, ενώ εκείνος ήταν το καλύτερο “10άρι” στον πλανήτη. Βρέθηκαν σε κόντρα και αυτό τον οδήγησε στην έξοδο.
Το 2002 η Μίλαν τον υποδέχθηκε, αλλά τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο. Θα κατακτήσει μαζί της το Champions League, μα χωρίς ουσιαστική συμβολή, ενώ τον Τελικό με τη Γιουβέντους θα τον δει από τον πάγκο.
Αυτό τον πικραίνει. Στο Μιλάνο έχει πάει ως ένας μάγος. Ως Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Το προηγούμενο καλοκαίρι έχει σηκώσει το τρόπαιο του Μουντιάλ και μάλιστα ως απόλυτος πρωταγωνιστής.
Θα σκοράρει πέντε φορές, θα συμμετάσχει άμεσα στα δύο γκολ του Τελικού, αλλά για ακόμα μία φορά η δόξα θα πάει αλλού και όχι στο αντιεμπορικό στραβοκάνικο σουλούπι του. Ο Ρονάλντο θα επισκιάσει τους πάντες με την επιστροφή του και ο Όλιβερ Καν θα λάβει το βραβείο του MVP, με τον προπονητή της «Seleção», Λουίς Φελίπε Σκολάρι, να είναι ο μοναδικός που φώναξε πως «Ο κορυφαίος του Παγκόσμιου Κυπέλλου ήταν ο Ριβάλντο».
Ελλάδα και τέλος
Θα αποχωρήσει από τη Μίλαν με τον χειρότερο τρόπο, καθώς θα του αποδωθεί από τον Τύπο το «Bidone d’Oro», το βραβείο δηλαδή για τη χειρότερη μεταγραφή της χρονιάς στο Campionato.
Κάποιες σκόρπιες εμφανίσεις με την Κρουζέιρο και η μεγάλη βόμβα. Ο Ολυμπιακός βρήκε τον τρόπο να τον κάνει δικό του, στη μεγαλύτερη έως τότε και ίσως για πάντα μεταγραφή του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τρία υπέροχα χρόνια για τους φίλους της ομάδας που τον είδαν να σκοράρει με όλους τους φοβερούς τρόπους του, κυρίως μία φαουλάρα με τον Παναθηναϊκό και μία ακόμα με τη Λίβερπουλ μπροστά στο KOP. Μόνο που, παρά τα 43 γκολ σε συνολικά 81 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις, θα φύγει με άγαρμπο τρόπο και θα πάει στην ΑΕΚ.
Εκεί, σε ένα τρελό 4-0 κόντρα στους «Ερυθρολεύκους», θα τους κάνει να τον μισήσουν κι εκείνοι. Τα τέσσερα δάχτυλα που θα δείξει επιδεικτικά και εκδικητικά στην κάμερα θα ακυρώσουν το συναίσθημα που υπήρχε. Για ακόμα μία φορά θα γίνει ο μισθοφόρος, εκείνος που δεν έχει συναίσθημα και παίζει μόνο πεισματικά κόντρα στην εφηβική πείνα του.
Το καλοκαίρι του 2008 έχει φτάσει 36 ετών, αλλά δεν θέλει να σταματήσει. Θα τον λοιδωρήσουν ότι παίζει για τα χρήματα και μόνο. Ίσως να είναι και έτσι. Θα βρεθεί με χρυσό συμβόλαιο στις στέπες του Ουζμπεκιστάν και μέχρι την απόσυρσή του το 2014, στα 42 του, θα ακολουθήσουν ακόμα πέντε προορισμοί.
Ιστορία
Για κάποιο παράδοξο αίτιο, ο «Ρίμπο» δεν βρίσκεται εκεί όπου αξίζει στη συνείδηση του ποδοσφαίρου. Ο κάτοχος της Χρυσής Μπάλας του Μουντιάλ, των δύο παρουσιών σε All Star 11άδες Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο Ριβάλντο -με τις φαουλάρες, τα ψαλιδάκια, το πιο υπέροχο χατ τρικ- έχει αφήσει μία εικόνα σχετικά μικρής αγάπης και νοσταλγίας.
Αυτό ωστόσο αφορά στην ιστορία της μπάλας και λιγότερο πλέον τα δικά του συναισθήματα. «Θυμάμαι ακόμη να περπατάω εκείνα τα ατελείωτα χιλιόμετρα για να κάνω προπόνηση. Και κοιτάχτε πόσα πέτυχα», θα πει κάποτε με αιτιολογημένη υπερηφάνεια για τα κατορθώματά του.
Για εκείνον όσα συνέβησαν ήταν ένα παραμύθι που τον παρέσυρε. Που τον έκανε να μην σπαταλήσει τα ταλέντα, τη ζωή του. Αναζήτησε και βρήκε τη μαγική πόρτα που στο τέλος τον οδήγησε στο χαμένο βασίλειο της γαλήνης που πάντοτε αναζητούσε.
Ο Ριβάλντο το νόημα της ζωής χρειάστηκε να το δημιουργήσει μόνος του. Και κάπου ανάμεσα στα τρόπαια, το χρυσάφι και το ασήμι, τις γκολάρες και την κατακραυγή, κατάφερε να αφήσει στιγμιότυπα ανεξίτηλα και μία ιστορία που να αξίζει και με το παραπάνω να τη διηγηθείς...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάμψη στο σκοτάδι του Ροναλντίνιο
Μπεμπέτο: Στο λίκνο της αιωνιότητας