Υποκειμενική τελείως η αίσθηση και η αντίληψη του θείου.
Ακόμα περισσότερο η έννοια του Θεού του ίδιου, το πώς ο καθένας Τον ορίζει, Τον σχηματοποιεί, Τον προσλαμβάνει -αν και εφόσον- στην καθημερινότητά του, στη ζωή του.
Τι θεωρεί, ανθρώπινα και διαισθητικά, συναπάντημα μαζί Του, σημάδι Του, τι μπορεί στο διάβα του να συγκεκριμενοποιήσει, με τελείως υποκειμενικές προφανώς παραστάσεις και προσλαμβάνουσες, αυτή τη μεταφυσική διάσταση που η τρισδιάστατη ζήση δεν επιτρέπει, απτά, να γίνει αντιληπτή.
Το Λίβερπουλ των αρχών της δεκαετίας του ’90 τα αναζητούσε αυτά τα σημάδια. Αναζητούσε τον έναν ή τους περισσότερους θεούς του. Κάποιον, κάποιους.
Κοινωνικά, όπως όλη η Μεγάλη Βρετανία, ύστερα από την ταραχώδη, συγκλονιστικά καταλυτική δομικά, προηγούμενη δεκαετία, η οποία είχε προεκτάσεις στα πάντα, με την ταραγμένη νεολαία των 80s να εκφράζει ποικιλότροπα τα βιώματά της, αναζητώντας διεξόδους, ερχόμενη πια στα πράγματα.
Οι Εργατικοί εξέλεξαν αρχηγό του κόμματός τους τον νεότερο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτός, ο Τόνι Μπλερ, τρία χρόνια μετά τερμάτισε μια παραμονή 24 χρόνων στην αντιπολίτευση, θρυμματίζοντας τους συντηρητικούς στις εκλογές του 1997, κάτι που τον έκανε τον νεαρότερο πρωθυπουργό της Αγγλίας στον 21ο αιώνα.
Μουσικά. Οι άγραφοι, άγνωστοι, Oasis, μια παρέα χαρακτηριστικών εικοσάρηδων της ανανεωτικής -όχι κατ’ ιδεολογία αλλά εκ των πραγμάτων και των όσων προηγήθηκαν- εποχής, στις 29 Αυγούστου 1994 κυκλοφόρησαν το «Definitely Maybe», το πρώτο τους album. Πήγε κατευθείαν στο Νο1 των charts, αλλάζοντας τη ρότα της (κυρίαρχης στο UK και από εκεί στον πλανήτη) μουσικής βιομηχανίας και κατ’ επέκταση της pop culture.
Και φυσικά ποδοσφαιρικά. Η κυρίαρχη Λίβερπουλ των 80s έδειχνε την ηλικία της. Ακόμα και το -για παράδειγμα- χαρακτηριστικό μουστάκι του Ίαν Ρας, ακόμα και το στρουμπουλό σώμα του Τζον Μπαρνς, απομεινάρηδων των glory days, παρέπεμπαν έστω και μόνο οπτικά σε μια άλλη τελείως εποχή, απόλυτα ασύμβατη με την στροφή που ξεκινούσε να παίρνει το άθλημα, τελείως ξένη με τα όσα έρχονταν.
Η Λίβερπουλ άλλαζε. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Το 1993 είχε τερματίσει στην όγδοη θέση, τη χειρότερή στις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αφορμή κατάλληλη για ριζική και, ως συνήθως, ατσούμπαλη ανανέωση. Η επόμενη σεζόν (1994-1995) την έφερε μεταξύ των ομάδων της… εμβρυακής ακόμη Premier League με τον χαμηλότερο ηλικιακό μέσο όρο.
Ακόμα και το Anfield προσαρμοζόταν, ξεπερνώντας το μεταίχμιο του ποδοσφαιρικού θατσερισμού και της παράδοσης και αναγκαστικά συμβαδίζοντας με την εξέλιξη. Μια μέρα πριν την κυκλοφορία του album των -κυρίως προερχόμενων από το Μάντσεστερ- Oasis οι «Κόκκινοι» φιλοξενούσαν την Άρσεναλ, έχοντας ξεκινήσει τη σεζόν με δύο επιβλητικές νίκες κόντρα σε λονδρέζικες ομάδες (Κρίσταλ Πάλας και Τσέλσι).
Το θρυλικό Kop ήταν κλειστό, καθώς ξεκινούσε η ανακατασκευή του, με την υποχρεωτική μετατροπή του σε θύρα καθήμενων. Και έτσι, όλοι κι όλοι -μόλις- 30.017 βρέθηκαν στις εξέδρες. Κοινό επαρκές για ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, λίγο, ελάχιστο ώστε να συναντήσει σε ένα τέτοιο, εκεί, σε αυτό, τον Θεό του.
Δεν ήταν ψηλός. Δεν ήταν δυνατός. Δεν ήταν γρήγορος. Δεν ήταν μυώδης, αθλητικός, “χτισμένος”. Δεν γέμιζε καν το μάτι. Ενώ δεν ήταν ούτε και άγνωστος, νιόφερτος. Είχε ξεκινήσει να κάνει θόρυβο από την περασμένη κιόλας χρονιά. Και θόρυβο μεγάλο.
Όσο δηλαδή μπορεί να προκαλέσει ένας έφηβος (σε προ ιντερνετικές μέρες, με τελείως συμβατικές μορφές… αναπαραγωγής του “θορύβου”) πετυχαίνοντας πέντε γκολ σε ένα παιχνίδι, από τα πρώτα του ως επαγγελματίας (κόντρα στη Φούλαμ, στο Anfield για το League Cup), και όσο να ολοκληρώνει την παρθενική του χρονιά βρίσκοντας 18 φορές δίχτυα.
Το ιστορικά όμως κακό timing των «Κόκκινων» τον παρέσυρε, τον διατήρησε θνητό. Μέχρι που αναγορεύτηκε «God» εκείνο το απόγευμα, σε εκείνο το παιχνίδι. Και δεν του χρειάστηκαν παρά μόνο 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα για να μετουσιωθεί σε θεία οντότητα, να αποκτήσει τέτοια ακριβώς διάσταση, να πείσει όσους ήταν στις εξέδρες πως, ναι, αυτό που αντίκριζαν στο χορτάρι ήταν μια συλλογική, απτή επιβεβαίωση όχι απλώς της ύπαρξης του θείου, της προσωπικής τους γνωριμίας με αυτό, αλλά και της απόλυτης ταύτισής του με ένα και μόνο πρόσωπο.
Εκείνο το απόγευμα, σε εκείνο το παιχνίδι, σε αυτά τα 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, ο «Θεός» του Anfield, ο «Θεός» του (κόκκινου έστω) Λίβερπουλ έγινε ο Ρόμπι Φάουλερ.
Ένα για κάθε τατουάζ
Ο Ίαν Ράιτ είχε περάσει το καλοκαίρι του κάνοντας τατουάζ. Δεν συνηθιζόταν. Δεν διαφημιζόταν. Είχε όμως κυκλοφορήσει πως η επιθετική αιχμή της Άρσεναλ, στα 31 του τότε, είχε “χτυπήσει” τρία.
Μέχρι το 26′ της αναμέτρησης δεν ασχολούνταν κανείς με αυτά. Ούτε η εξέδρα, ούτε οι σχολιαστές, ούτε συμπαίκτες και αντίπαλοι. Τριάντα και τρία δευτερόλεπτα μετά το ημίωρο ο αυθάδης πιτσιρίκος της Λίβερπουλ είχε ολοκληρώσει το πιο γρήγορο χατ τρικ στην ιστορία της Premier League (το ξεπέρασε μόνο ο Σαντιό Μανέ με τη φανέλα της Σαουθάμπτον κόντρα στην Άστον Βίλα τον Μάιο του 2015, πανηγυρίζοντάς το σε 2 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα) και το πιο γρήγορο μεταπολεμικά.
Κόντρα σε μια άμυνα που ήταν είδηση όχι αν επέτρεπε τρία αλλά έστω και παραπάνω από ένα γκολ σε παιχνίδι της, πόσο μάλλον από τον ίδιο ποδοσφαιριστή. Ήταν και θέμα τιμής για τους Άνταμς, Κίον, Γουίντερμπερν, Ντίξον, οι οποίοι και (μαζί με τον ανάλογης φιλοσοφίας και προσέγγισης Μπάουλντ) αποτελούσαν την αμυντική τετράδα της Άρσεναλ, πλαισιωμένη φυσικά από τον κορυφαίο τερματοφύλακα της εποχής στο Νησί, τον Ντέιβιν Σίμαν.
Γυρίζοντας λοιπόν για τρίτη φορά μέσα σε αυτά τα διαολεμένα 273 δευτερόλεπτα για να πάρει τη θέση του πίσω από τη σέντρα, περιμένοντας μια ακόμα από τους Λονδρέζους, ο Φάουλερ συνάντησε τον Ράιτ. Η αλαλάζουσα, κοχλάζουσα νεολαία κόντρα στο status quo. Η ορμητική επόμενη μέρα κόντρα στην καθεστηκυία τάξη. «Ένα για κάθε τατουάζ».
Ο στράικερ των «Κανονέρηδων» δεν αντέδρασε, παρά μόνο ανασήκωσε τους ώμους, υπομειδίασε αμήχανα, αναγνωρίζοντας πως αυτό που και αυτός βίωνε εκείνη την στιγμή ήταν αποκαλυπτικό. Και σε τέτοιες στιγμές δεν αντιδράς, δεν αντιμιλάς, δεν προκαλείς τη θεία μήνη.
Το «God» πρώτα οι συμπαίκτες του το κόλλησαν. Ποτέ δεν ήταν, ούτε καν στα ξεκινήματά του, θιασώτης της προπόνησης, ποτέ δεν τον έβλεπες να σπάει τα χρονόμετρα ή να τα “σπάει” στο γυμναστήριο, ωστόσο οι επαφές του στην περιοχή, τα τελειώματά του στις προπονήσεις, η αίσθηση του χώρου και κυρίως του γκολ δεν επέτρεπαν αμφισβητήσεις.
Ήταν εκτός του κόσμου τούτου.
Η φήμη -και όχι μόνο, είπαμε, μια σεζόν με εντυπωσιακά για rookie νούμερα είχε ήδη στα πόδια του- είχε εξαπλωθεί και, παρότι το Μερσεϊσάιντ ζητούσε Θεό, εν τούτοις κανείς δεν διανοούνταν να τον αναγορεύσει. Μετά από εκείνο το απόγευμα όμως της 28ης Αυγούστου 1994 ο 19 χρόνων 4 μηνών και 24 ημερών τότε Φάουλερ τοποθετήθηκε σε θείο βάθρο.
Και δεν κατέβηκε από αυτό ποτέ.
Παιδί της γειτονιάς, παιδί του λιμανιού, από το Τόξτετ, παιδί δικό τους. Που ένιωθε, που καταλάβαινε, που ανέπνεε Λίβερπουλ. Την πόλη, γιατί την ομάδα, τους «Reds», τους γνώρισε παίζοντας στα τσικό τους από εννιά ετών. Και όμως, μεγαλώνοντας ως και το ξεκίνημα της εφηβείας, υποστήριζε, πηγαίνοντας μάλιστα τακτικά και στο γήπεδο, την Έβερτον.
Εκείνο το χατ τρικ το πανηγύρισε πηγαίνοντας στο μπριζολάδικο της γειτονιάς του, μαζί με κολλητούς από εκεί, παραγγέλνοντας παϊδάκια και τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, τηγανητό (στα όρια του καμένου) ρύζι. Με χαρτζιλίκι από τη μαμά (με το επίθετο της οποίας, Ράιντερ, ήταν γνωστός στα ποδοσφαιρικά του ξεκινήματα), μιας και συμβόλαιο πέραν του πρώτου, τυπικού βάσει των κανονισμών της εποχής άμα τη ενηλικιώσει, δεν είχε υπογράψει.
Και ούτε περνούσε και από το μυαλό κανενός κάτι τέτοιο. Είχε μεγαλώσει ακούγοντας συνέχεια τον Στίβι Χάιγουεϊ, ακόμα ένα σημαίνον μέλος της Λίβερπουλ των 70s και μετέπειτα μάνατζερ των ακαδημιών των «Κόκκινων», να λέει πως, για να νιώσει ένας ποδοσφαιριστής επαγγελματίας και κυρίως να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος, θα πρέπει πρώτα να έχει παίξει 100 παιχνίδια.
Και αυτός καλά-καλά δεν είχε φτάσει ούτε τα μισά. Και μόνο όταν τα έφτασε, υπέγραψε το συμβόλαιό του. Υπέγραψε. Ευφημισμός, μιας και έτοιμο το βρήκε. Πηγαίνοντας στο Μέλγουντ ένα πρωινό του Νοεμβρίου, ο θρυλικός υπεύθυνος των ακαδημιών της Λίβερπουλ, Τομ Σόντερς, τον περίμενε στο πάρκινγκ, όπου άφηνε το μπεζ Ford Escort με το χαρακτηριστικό καφέ εσωτερικό, για να τον συγχαρεί.
Έμαθε τον λόγο, μπαίνοντας στο προπονητήριο των «Κόκκινων», όπου και τον περίμενε το νέο του συμβόλαιο.
Ούτε ατζέντηδες, ούτε συζητήσεις, ούτε σίριαλ μέσω media, ούτε μακρόσυρτες και πρωτοσέλιδες διαπραγματεύσεις, ούτε τίποτα. Φθινόπωρο του 1994. Όχι πάρα πολλά χρόνια πίσω, μα πρακτικά, ουσιαστικά, σε επίπεδο εξέλιξης (;) του αθλήματος, της βιομηχανίας, της football business, της ποδοσφαιρικής κοινωνίας και των όσων πλέον αντιλαμβάνεται ως θέσφατα, η διαφορά ισοδυναμεί με αιώνες.
Ίσως και παραπάνω.
Ο τρόμος του Τόξτετ
Οι Άγγλοι το λένε «guinea pig». Αντίστοιχο της «κότας με τα χρυσά αβγά». Η Λίβερπουλ, το Λίβερπουλ, παρότι την είχε στα πόδια της/του, στην αγκαλιά της/του, δεν μπορούσε να τον κεφαλαιοποιήσει. Για την αναδυόμενη όμως ηγέτιδα ποδοσφαιρική δύναμη της συνομοσπονδίας της Premier League, ο Φάουλερ ήταν ακριβώς αυτό.
Και ας μην το κατάλαβε ούτε ο ίδιος καλά-καλά. Δεν έχει κρύψει πως σε εκείνη την παρθενική, ως βασικός, επαγγελματική σεζόν του έφτασε να τρώει τα αγαπημένα του δημητριακά στο πρωινό του, βάζοντάς τα από κουτί που είχε τη φάτσα του στο πίσω μέρος του κουτιού.
Χωρίς ο ίδιος να έχει, φυσικά, ιδέα. O tempora, o mores.
Για τον τηλεοπτικό πάροχο του Πρωταθλήματος, το «Sky Sports», καταλύτης προφανώς της απόλυτης εμπορευματοποίησης του προϊόντος και προφανώς της εξέλιξης του αθλήματος και του ριζικού μετασχηματισμού του, ο «Θεός» του Λίβερπουλ μαζί με τους συνομήλικούς του που την ίδια εποχή έσκαγαν μύτη στο Μάντσεστερ ήταν μάννα εξ ουρανού στην προσπάθεια να αναδειχτούν φρέσκα πρόσωπα, νέοι πρωταγωνιστές, ει δυνατόν επιθετικοί.
Διάολε, ποδόσφαιρο είναι, για το γκολ παίζουμε.
Και ο «τρόμος του Τόξτετ» έγινε τέτοιος ακριβώς για την σχέση του με τα δίχτυα.
Επανάληψη προς εμπέδωση. Δεν ήταν ψηλός. Δεν ήταν δυνατός. Δεν ήταν γρήγορος. Δεν ήταν μυώδης, αθλητικός, “χτισμένος”. Δεν γέμιζε καν το μάτι. Ήταν όμως πάντα εκεί. Ήταν όπως, όποτε, όσο και όπου έπρεπε ώστε να “γράψει”.
Τα πρώτα του τέσσερα χρόνια -τα μακράν καλύτερα, παραγωγικότερα της καριέρας του- είναι ανεπανάληπτα στην ιστορία της Premier League. Πέτυχε 116 γκολ με τη Λίβερπουλ σε όλες τις διοργανώσεις. Κανείς, ποτέ, στην πρώτη του επαγγελματική τετραετία στη Γηραιά Αλβιόνα δεν σημείωσε περισσότερα.
Ούτε τα σαφώς περισσότερο προβεβλημένα wonder kids που τον διαδέχτηκαν, Μάικλ Όουεν και Γουέιν Ρούνεϊ. Ούτε καν ο κορυφαίος σκόρερ των αγγλικών γηπέδων, στην ακμή του εκείνη την εποχή, ο Άλαν Σίρερ, είχε να παρουσιάσει κάτι καλύτερο. Ούτε καν το πλησίαζε.
Και φυσικά ούτε η σύγκριση με τους «Μπέμπηδες» του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, την τάξη του ’94 (και) της Γιουνάιτεντ τον χαλούσε. Από όλους αυτούς ο Φάουλερ είχε εδραιωθεί ως επαγγελματίας τουλάχιστον 18 μήνες νωρίτερα. Όταν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ συστήθηκε στην παγκόσμια σκηνή με το φοβερό του γκολ από το κέντρο του γηπέδου κόντρα στην Γουίμπλεντον στην πρεμιέρα της σεζόν 1996-1997, ο επιθετικός της Λίβερπουλ είχε ήδη πετύχει 85 γκολ σε ούτε καν τρεις ολόκληρες σεζόν.
Τι θα γινόταν, αν δεν είχε πέσει στην μακριά μεταβατική στιγμή της Λίβερπουλ; Τι θα γινόταν, αν είχε βρεθεί κάπου αλλού, σε κάποια άλλη ομάδα, με πρωταγωνιστικό στάτους; Πιθανότατα η καριέρα του, σε αυτά τουλάχιστον τα μέτρα και σταθμά, δεν θα κρατούσε (ουσιαστικά) μόνο αυτή την τετραετία.
Το βέβαιο όμως είναι πως δεν θα γινόταν ποτέ «Θεός».
Spice Boys, doCKers, sniffer
Η εποχή δεν γινόταν να μην τον προλάβει. Ήθελε (όπως φάνηκε), δεν ήθελε. Το αντίβαρο των «Mωρών» του Σερ Άλεξ ονοματίστηκε «Spice Boys». Αυτός, ο κολλητός του, Στιβ ΜακΜάναμαν, o Τζέιμι Ρέντναπ, ο Ντέιβιντ Τζέιμς, ο Τζέισον ΜακΑτίρ. Όρος αποτυχημένος, όρος που ο ίδιος γέννησε εν πολλοίς εξαιτίας της φημολογίας πως ήταν ζευγάρι με μια από τις Spice Girls, την Έμα Μπάντον.
Όσο και αν εκατέρωθεν διαψεύστηκε, δεν αρκούσε. Πόσο μάλλον από την στιγμή που το παρεάκι του Anfield γλυκάθηκε και φρόντιζε σε λογιών-λογιών περιστάσεις όχι μόνο να επιβεβαιώνει το συλλογικό προσωνύμιο αλλά να το υπογραμμίζει κιόλας. Η -κατόπιν παραίνεσης του μοντέλου της Armani τότε, Ντέιβιντ Τζέιμς- εμφάνισή τους πριν τη σέντρα του Τελικού του Κυπέλλου Αγγλίας του 1996 με ολόλευκα κουστούμια στο Wembley αλησμόνητη.
«Η μεγαλύτερη μαλακία που κάναμε ποτέ», παραδέχτηκε ο Φάουλερ χρόνια μετά. Και άργησε, ειδικά συνυπολογίζοντας πως τη συγκεκριμένη αλησμόνητη πασαρέλα ακολούθησε η ήττα από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον Τελικό και ακόμα περισσότερο συγκριτικά.
Οι… άλλοι κέρδιζαν τα πάντα. Οι Spice Boys τίποτα, μένοντας μακριά έστω και από τη διεκδίκηση οποιουδήποτε τίτλου.
Στην πρώτη εννιαετή θητεία του στο Anfield ο Φάουλερ κατέκτησε όλα κι όλα πέντε τρόπαια, τα τέσσερα εκ των οποίων στην χρονιά των “Κυπέλλων”, το 2001 (Κύπελλο Αγγλίας, League Cup, Κύπελλο UEFA, Ευρωπαϊκό Super Cup).
Τότε όμως ήταν, λογιζόταν, βετεράνος, ξεπερασμένος. Η εξέλιξη (και) του αθλήματος ήταν μετεωρική, ο ίδιος ελέω και τραυματισμών δεν συμβάδισε ποτέ. Και ήταν και πρακτικά αδύνατον σε μια ομάδα που πάσχιζε να βρει ξανά βηματισμό, μεθοδολογία νίκης, να τα πάρει όλα και συνέχεια μόνος του στους -έστω και θείους- ώμους του.
Πόσο μάλλον όταν είχε σκάσει νέο φυντάνι στο λιμάνι, σηματοδοτώντας ουσιαστικά, πολύ γρήγορα, την αλλαγή σκυτάλης. Την ώρα του πρώτου (από τους πολλούς, συχνούς και καθ’ έξη ουσιαστικά που τη συνόδευσαν έκτοτε) σοβαρού τραυματισμού της καριέρας του, μετά την εντυπωσιακή αρχική τετραετία, εμφανίστηκε ένας άλλος teenager, ο Μάικλ Οουεν.
«Θεός» παρέμεινε, ναι, αυτό δεν άλλαξε και δεν θα άλλαζε ποτέ, αλλά, ακόμα και όταν πρόκειται για θεία, η μπογιά η φρέσκια είναι αυτή που μυρίζει καλύτερα, που παρασέρνει, που θέλγει, που κερδίζει πιστούς και περισσότερους ακολούθους.
Αυτός απλώς φρόντιζε να ανανεώνει την αμοιβαιότητα των όρκων πίστεως. Εσαεί, εις τον αιώνα τον άπαντα. Τον Μάρτιο του ’97 στη ρεβάνς του Κυπέλλου Κυπελλούχων κόντρα στην Μπραν στο Anfield, μετά το δεύτερο γκολ του (και το 3-0 στο ματς) σήκωσε τη φανέλα του και πανηγύρισε δείχνοντας μιαν άλλη, με μήνυμα στήριξης στους για μια διετία απεργούς λιμενεργάτες του Λίβερπουλ.
Κίνηση προσυνεννοημένη με τον ΜακΜάναμαν, ο πατέρας του οποίου ήταν ένας από τους απεργούς, αλλά συμφωνημένη να γίνει από κοινού μετά το τέλος του παιχνιδιού. Ο «Θεός» αποφάσισε διαφορετικά. Η Λίβερπουλ δέχτηκε αγωγή από την Calvin Klein, γιατί στο «Dockers» («Λιμενεργάτες») που ήταν γραμμένο στη φανέλα του Φάουλερ το ενδιάμεσο «CK» ήταν γραμμένο ανάλογα με το logo της φημισμένης ενδυματολογικής εταιρείας.
Μια μέρα νωρίτερα ο Φάουλερ είχε τιμηθεί με το βραβείο Fair Play της FIFA για την ενέργεια του να ζητήσει αρχικά να αρθεί ο καταλογισμός ενός πέναλτι σε ένα προηγούμενο παιχνίδι με την Άρσεναλ, λέγοντας στον διαιτητή πως είχε κάνει λάθος και πως δεν είχε ανατραπεί, και στη συνέχεια, αφού δεν το κατάφερε, να αστοχεί -θεωρήθηκε πως το έκανε επίτηδες, χωρίς πάντως ο ίδιος να το επιβεβαιώσει- από τη βούλα.
Μια μέρα αργότερα τιμωρήθηκε από την πάντα passive και εμφανισιακά τουλάχιστον απολιτίκ σε όρια προκλητικής απάθειας (ακόμα και τότε, σε εκείνη την όχι τόσο ενδελεχώς αρτηριοσκληρωτική εποχή) UEFA για τον τρόπο που διάλεξε να δημοσιοποιήσει την στήριξή του στους λιμενεργάτες.
Δεν ήταν, εννοείται, η μόνη φορά που το enfant terrible απαντούσε όπως γούσταρε σε ό,τι τον χαλούσε. Παραμονές του Millennium σε ένα ντέρμπι με την Έβερτον στο Anfield, αγανακτισμένος από τον κιτρινισμό των media που εμμέσως αλλά φωτογραφικά τον συνέδεαν με χρήση κοκαΐνης αλλά και τις σχετικές συγχορδίες της «μπλε» κερκίδας με τις οποίες τον αποκαλούσαν «smackhead», κάποιον δηλαδή εθισμένο στα ναρκωτικά (βοηθούσε πως η γειτονιά του στο Τόξτετ ήταν η περιοχή με τη μεγαλύτερη διακίνηση στην Αγγλία), απάντησε με τρόπο θρυλικό.
Ισοφάρισε σκοράροντας με πέναλτι και για πανηγυρισμό επέλεξε να πέσει στα τέσσερα στην προέκταση της γραμμής του τέρματος και με τη μύτη στον ασβέστη να κάνει πως σνιφάρει, μπροστά ακριβώς στη γωνιά των φίλων των «Ζαχαρωτών».
Ο ΜακΜάναμαν έσπευσε να τον σηκώσει. (Τον) Υπάκουσε εμφανώς απρόθυμα, προτού σηκώσει τα χέρια ψηλά, γυρίσει ξανά στο πέταλο και, γονατίζοντας ξανά, πέσει με τα… μούτρα παρασταίνοντας πως κάνει μια γραμμή ακόμη.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε εύλογες. Ο τότε τεχνικός του, Ζεράρ Ουγιέ (με τον οποίον δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις), προσπάθησε να τον υπερασπιστεί λέγοντας πως ήταν ένας είδος πανηγυρισμού που συνηθίζεται στο Καμερούν και που του τον είχε μάθει ο τότε συμπαίκτης, του, Ριγκομπέρ Σονγκ.
Καλύτερα να μασάς, Ζεράρ. Η ίδια η διοίκηση της Λίβερπουλ τιμώρησε με βαρύ πρόστιμο τον Φάουλερ, η ζημιά όμως, το τίμημα για μια ακόμα δίοδο στη θέωση, μικρό πολύ για τον Άγγλο, ο οποίος έφυγε το 2001, επέστρεψε για μια και μόνο σεζόν (2006-2007), χωρίς να κατηγορηθεί από κανέναν, ίσα-ίσα, για τα ενδιάμεσα περάσματά του σε Λιντς και Σίτι, κλείνοντας την καριέρα του πληρέστατος ημερών στην Αυστραλία, όπου και ξεκίνησε κατόπιν την προπονητική.
Ζούμε πλέον στην εποχή της θεοποίησης. Ευθύνη συλλογική, αποτέλεσμα κοινό που πια οι ποδοσφαιριστές είναι περσόνες υπερβατικές, φιγούρες υπερκείμενες του όποιου καλού και του όποιου κακού. Τα ξεπερνάνε, έχοντας μετατραπεί, με την αμέριστη πολυεπίπεδη στήριξη του καταναλωτικού κοινού, σε μύθους. Ούτε καν αγγίζουν -και ούτε το θέλουν- τα πόδια τους στο έδαφος.
Θέλουν να είναι -επειδή έτσι τους πλάσαμε, τους μάθαμε, τους συνηθίσαμε και τους κληροδοτούμε- πλούσιοι, επιτυχημένοι, να κερδίζουν στο γήπεδο, να επηρεάζουν και να διαμορφώνουν ό,τι αγγίζουν και έξω από αυτό. Γεύτηκαν τη δόξα που αφειδώς τους χαρίστηκε και πλέον κανείς, ούτε αυτοί ούτε όσοι τους εξύψωσαν, μπορούν, ξέρουν, θέλουν, περιμένουν να συμπεριφερθούν διαφορετικά.
Πλέον δεν είναι άνθρωποι, είναι θεοί. Και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονται, έχοντας φανατικούς followers.
Ο Ρόμπι Φάουλερ είχε πιστούς. Μόνο. Δεν πλάστηκε, αλλά θεοποιήθηκε, ακριβώς επειδή ήταν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση με αυτούς. Σάρκα από τη σάρκα τους. Κομμάτι τους.
Θνητός, ανθρώπινος, δικός μας.
Πάλι καλά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Ρόμπι Φάουλερ κερδίζει εκατομμύρια στον ύπνο του
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη