Η αναμονή για μια ζωή. Κυριολεκτικά. Του club. Η συγκυρία ανεπανάληπτη. Και έκτοτε παρέμεινε.
Πρωταθλήματα, Κύπελλα η Άρσεναλ είχε κατακτήσει. Διεθνείς τίτλους, έστω και μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, επίσης. Παρουσίες σε Τελικούς ευρωπαϊκών διοργανώσεων, αμυδρώς περισσότερους από τα τρόπαιά της, ναι, είχε και από δαύτες.
Συμμετοχή όμως σε Τελικό Champions League; Ποτέ. Εκείνη η πρώτη και η μοναδική στο Παρίσι το 2006 ήταν το αποκορύφωμα της εποχής του Αρσέν Βενγκέρ στον πάγκο των «Κανονιέρηδων». Και παράλληλα σημείο καμπής στην ιστορία και την πορεία τους. Από τότε οι Λονδρέζοι μόνο σε εγχώρια Κύπελλα αρκέστηκαν.
Η αντίπαλός τους σε εκείνο τον Τελικό, η Μπαρτσελόνα, ετοιμαζόταν για το δικό της peak. Για την ακρίβεια από εκεί, από το Stade de France, θα ξεκινούσε την χρυσή δεκαετία της πρόσφατης ιστορίας της, με τέσσερεις κατακτήσεις του τροπαίου, επτά Πρωταθλήματα και τέσσερα Κύπελλα Ισπανίας.
Η στιγμή ανάλογη της μοναδικότητας του χρονισμού. Δεν είχαν συμπληρωθεί 18 λεπτά και ο Ροναλντίνιο με “τρύπα” έβγαλε τον Ετό φάτσα με τον Γενς Λέμαν. Ο Καμερουνέζος δεν είχε πρόβλημα να ξεπεράσει τον Γερμανό, μόνη επιλογή του οποίου ήταν η ανατροπή.
Δεν δόθηκε πλεονέκτημα. Θα μπορούσε, μιας και η παράβαση ήταν εκτός περιοχής. Θα κόστιζε στην Άρσεναλ το γκολ, μιας και η μπάλα κατέληξε στον Λιουντοβίκ Ζιουλί, ο οποίος την έσπρωξε στα δίχτυα, μα θα διατηρούσε τις αριθμητικές ισορροπίες. Αυτές όμως αλλοιώθηκαν από την στιγμή που καταλογίστηκε το φάουλ, με τον Λέμαν να αποβάλλεται.
Εκείνη την ώρα ο Βενγκέρ έπρεπε να θυσιάσει κάποιον από τους εναπομείναντες 10, προκειμένου να βάλει στην εστία τον αναπληρωματικό Μανουέλ Αλμούνια.
Οι τέσσερεις της άμυνας, Εμπουέ, Τουρέ, Κάμπελ, Κόουλ, προφανώς ακλόνητοι. Οι δύο χαφ, Ζιλμπέρτο Σίλβα και Φάμπρεγας, επίσης.
Τι έμενε; Το λογικό σε τέτοιες περιπτώσεις, το προφανές, να αποχωρήσει δηλαδή ένας από τους μεσοεπιθετικούς. Για τον Τιερί Ανρί ούτε λόγος. Δεν (θα) έβγαινε. Συνεπώς, η επιλογή του Αρσέν Βενγκέρ έπρεπε να γίνει μεταξύ των τριών που υποστήριζαν τον «Τιτί».
Τελικά σηκώθηκε η ταμπέλα με το «7». Η απογοήτευση στο πρόσωπο του… διαλεχτού, στο κορμί του, στον τρόπο που δυσκολευόταν ακόμα και να περπατήσει για να διανύσει τα μερικά μόνο μέτρα ως τον πάγκο της Άρσεναλ, πασίδηλη. Δεν σήκωσε, δεν μπορούσε καν να σηκώσει το κεφάλι του για να ψάξει στα επίσημα παρηγοριά στα βλέμματα των (όντως) δεκάδων συγγενών του, τους οποίους είχε προσκαλέσει για να τον δουν να διεκδικεί το κορυφαίο ποδοσφαιρικό κύπελλο στην πατρίδα του.
Ένας γυμναστής τον πλησίασε μόνο, βγαίνοντας από τον αγωνιστικό χώρο. Ο Βενγκέρ μακριά. Δεν πλησίασαν μεταξύ τους. Ούτε ματιά δεν άλλαξαν.
Ο Αλσατός, κακά τα ψέματα, δικαιώθηκε. Οι «Κανονιέρηδες» παρά το αριθμητικό τους μειονέκτημα ήταν ανταγωνιστικοί. Προηγήθηκαν, πριν βγει το ημίχρονο, και έφτασαν τους Καταλανούς στα όρια. Προδόθηκαν μόνο από την έλλειψη επιλογών και δυνάμεων, δέχτηκαν δύο γκολ στο φινάλε και έτσι η κορυφαία διεθνής ευκαιρία τους πέρασε ανεκμετάλλευτη.
Αυτή η αποβολή ίσως και να άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Ποιος ξέρει ή ποιος μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο; Για το «7» αυτή η αντικατάσταση αποτέλεσε τη χειρότερη στιγμή της καριέρας του.
Αυτά τα 18 λεπτά ήταν τα τελευταία του με τη φανέλα της Άρσεναλ. Αυτό το φευγαλέο στιγμιότυπο που τον συνέλαβε με το κεφάλι κατεβασμένο, θαρρείς πλακωμένο από τον παριζιάνικο ουρανό, να χάνεται στο βάθος του πάγκου των Λονδρέζων, ήταν και η τελευταία εικόνα του Ρομπέρ Πιρές ως «Κανονιέρη».
Μια Ρεάλ, μια Μπενφίκα
Κάτι παραπάνω από 1.300 χιλιόμετρα χωρίζει το Οβιέδο από τη Ρεμς. Τετρακόσια περισσότερα είναι η απόστασή της από την Μπράγκα. Πρακτικά μια κωμόπολη είναι, στα βόρεια της Γαλλίας, η οποία ποτέ δεν ξεπέρασε σε πληθυσμό τις 200.000 ψυχές και ποτέ δεν αποτέλεσε ιδεατό ή έστω προτιμητέο μεταναστευτικό προορισμό.
Μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα παραγωγής εξαρτημάτων για αυτοκίνητα ήταν ουσιαστικά ο εργατικός πόλος έλξης, αλλά καλά-καλά ακόμα και εντός των γαλλικών συνόρων δεν προσέλκυε όσους αναζητούσαν δουλειά. Και όμως. Με διαφορά τεσσάρων χρόνων, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η Μαριμπέλ από το Οβιέδο και ο Αντόνιο από την Μπράγκα άφησαν τις πατρίδες τους, κάνοντας τη Ρεμς καινούργια.
Γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν δυο γιους. Η Μαμπέλ (έτσι έμαθε να τη φωνάζουν στη Γαλλία) παράτησε τη φάμπρικα και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα οικοκυρικά, αφήνοντας το μεροκάματο στον Αντόνιο. Αυτός μπορούσε να ξεδίνει παίζοντας ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο στην ομάδα του εργοστασίου.
Γοήτευε τον μεγάλο του κανακάρη. Άλλο ενδιαφέρον έτσι κι αλλιώς ο Ρομπέρ δεν είχε. Σχολείο; Καμία συγκίνηση, με την αδυναμία του στα γαλλικά (στο σπίτι έτσι κι αλλιώς ισπανικά και δευτερευόντως πορτουγκέζικα μίλαγε η φαμίλια) να κυριαρχεί και να μπλοκάρει ακόμα και το απειροελάχιστο ενδιαφέρον που κατά καιρούς έδειχνε στη Γεωγραφία και την Ιστορία.
Κλωτσώντας όμως το τόπι, γλώσσα δεν χρειάζεται για να συνεννοηθείς. Και ο πιτσιρικάς, βλέποντας τον πατέρα του να παίζει κάθε Παρασκευή απόγευμα (και να “γράφει” ασταμάτητα. ο θρύλος τον θέλει να έχει πετύχει 50 γκολ σε μια σεζόν…), γούσταρε. Τα υπόλοιπα απλώς ακολούθησαν φυσιολογικά. Τοπικά τσικό, εξέλιξη προβλεπόμενη που τον έφερε στα 15 του με διετή υποτροφία στις ακαδημίες της “μεγάλης” της γενέτειρας, της Ρεμς.
Λίγο έλειψε να τα παρατήσει. Μικροκαμωμένος, δυσκολευόταν πολύ να ακολουθήσει συνομηλίκους (και όχι μόνο). Η Μαμπέλ τον κράτησε, τον στήριξε, τον έπεισε, τον πίεσε για να συνεχίσει.
Το ποδόσφαιρο έτσι κι αλλιώς το είχε και στα δικά της γονίδια. Φανατική υποστηρίκτρια της Ρεάλ Μαδρίτης, αντιπαραβολή στη λατρεία που είχε ο Αντόνιο στην Μπενφίκα. Περνούσε και στο ντύσιμο. Κυκλικό σύστημα, εναλλάξ, α λα δακτύλιος. Τις… μόνες μέρες ο Ρομπέρ φορούσε φανέλα της «Βασίλισσας», τις ζυγές των «Αετών». Μια έτσι, μια αλλιώς. Και Κυριακές και σχόλες, επειδή υπήρχε διαθέσιμη και μια περίσσια, ντυνόταν και στα χρώματα της Εθνικής Πορτογαλίας.
Δεν ήταν όμως μόνο οι παραστάσεις, η πειθώ και τα οικογενειακά βιώματα. Το σημαντικότερο για να μην τα παρατήσει ήταν ότι μέσα σε λίγους μήνες πέταξε μπόι. Πήρε 20 πόντους και πλέον, ναι, θύμιζε έφηβο, μπορούσε πια να κοιτάξει συμπαίκτες και αντιπάλους στα μάτια ως (και) ισοϋψής τους.
Το ξεπέταγμα στη Μετς και τα ζόρια στη Μασσαλία
Με την ενηλικίωση είχε φτάσει ως και την πρώτη ομάδα, παίρνοντας κάποια παιχνίδια στην Γ’ κατηγορία. Η χρεοκοπία όμως της Ρεμς προκάλεσε αποφάσεις. Οικογενειακές πάντα, μιας και κατόπιν συμβουλίου της φαμίλιας αποφασίστηκε η μετακόμιση στη Μετς και όχι στις επίσης γειτονικές Λιλ και Σεντάν.
Εκεί άλλαξε. Από “δεκάρι” (τι άλλο θα μπορούσε να είναι ένας λεπτεπίλεπτος λευκός έφηβος σε ένα γεμάτο μούσκουλα, πνευμόνια και υπερμεγέθη κορμιά γαλλικό ποδόσφαιρο) μετατέθηκε, χάρη σε μια έμπνευση του προπονητή της Β’ ομάδας, στ’ αριστερά της επίθεσης. Δεξιοπόδαρος και όμως στ’ αριστερά.
Τώρα, στις μέρες μας, ίσως και να είναι must, να μην συνιστά καν αντικείμενο σχολιασμού. Τότε όμως, σε μια πολύ πιο συμβατική θεώρηση του ποδοσφαίρου, με πολλά περισσότερα στερεότυπα (τουλάχιστον όπως τώρα γίνονται αντιληπτά), ήταν κάτι που δεν έμοιαζε με πρωτοποριακή ευρεσιτεχνία αλλά με πασαπόρτι αποτυχίας.
Δούλεψε όμως. Ανέδειξε το ταλέντο του. Με τη “μικρούλα” Μετς έφτασε να βρίσκεται σταθερά στις κλήσεις της Εθνικής Γαλλίας. Πριν καν κιόλας αναδειχτεί κορυφαίος νέος ποδοσφαιριστής του Championnat (1996), οδηγώντας τους «Grenats» στην καλύτερη σεζόν της ιστορίας τους το 1998, οπότε και… αυτοκτόνησαν στο φινάλε του Πρωταθλήματος, χάνοντας τον τίτλο στη διαφορά τερμάτων από τη Λανς.
Μικρή η λίμνη πλέον για να τον χωρέσει στη Μετς. Πόσο μάλλον ως Πρωταθλητή Κόσμου. Έστω με σποραδική, επικουρική παρουσία, βρέθηκε στην αποστολή των «Tricolore» και τους οδήγησε στον πρώτο παγκόσμιο τίτλο τους, στα γήπεδα της πατρίδας τους, το 1998.
Η Μαρσέιγ εκείνο το καλοκαίρι δαπάνησε μια περιουσία για να τον πάρει στον γαλλικό Νότο, κάνοντας ρεκόρ μεταγραφής στο Championnat.
Τελείως διαφορετικά τα… πάντα στη Μασσαλία. Το πιο απαιτητικό, το πιο περίεργο, το πιο κυκλοθυμικό club στη Γαλλία, οι Φωκαείς, αποδείχτηκε περίτρανα και στη δική του, μόλις διετή, παραμονή στο Vélodrome. Πρώτη σεζόν πικρή αλλά ενδεικτική δυναμικής, με τη Μαρσέιγ να τερματίζει δεύτερη και να φτάνει στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA.
Δυναμική που δεν είδε, δεν αναγνώρισε ο ιδιοκτήτης, Ρόμπερ Λουί Ντρέιφους, ο οποίος βάλθηκε να διαλύσει τα πάντα. Πρώτα απέλυσε τον Ρολάν Κουρμπής και στη συνέχεια πούλησε τους Λοράν Μπλαν, Φαμπρίτσιο Ραβανέλι και Κριστόφ Ντιγκαρί, αφήνοντας έτσι τον νιόφερτο να παλεύει μόνος του να τραβήξει το κάρο.
Αδύνατον. Και συνεπώς, εύκολα μετατράπηκε σε αποκλειστικό στόχο των φανατικών της Μαρσέιγ.
Μπορεί να μην έχουν τη δύναμη να κατεβάσουν κυβερνήσεις στη Γαλλία, έχουν όμως την απόλυτη δύναμη να επιβάλλουν καταστάσεις στον σύλλογο. Η διαθλαστική οπτική που είχαν για το ακριβότερο απόκτημα στην ως τότε ιστορία του club προκάλεσε ραγδαία φθορά, τόσο που από πριν καν τις γιορτές του 1999 ο Πιρές, κατόπιν απαίτησής του, είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο πως στο τέλος εκείνης της σεζόν θα παραχωρούνταν.
Όπου φύγει φύγει.
«D’ Artagnan look»
«Πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό για τον Τελικό». Δεν ήταν συγκάτοικοι, αλλά παραμονές του Τελικού του Euro 2000 ο Νικολάς Ανελκά εμφανίστηκε στο δωμάτιο του Ρομπέρ Πιρές, λίγο πριν ξυριστεί, με τη συγκεκριμένη απαίτηση. Να κάνουν… κάτι. Η σκέψη του δεύτερου περισσότερο πήγε στην τακτική αντιμετώπιση, εστιάζοντας στο παιχνίδι με την Ιταλία. Και αυτό, παρότι -όπως και στο προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο- οι συμμετοχές του ήταν κυρίως επικουρικές.
Ο Ανελκά όμως δεν είχε στο μυαλό του ακριβώς το παιχνίδι, αλλά το πώς θα εμφανίζονταν σε αυτό. Κυριολεκτικά. «Άφησε μια λεπτή γραμμή γένι από τα χείλη σου ως το πηγούνι. Θα κάνω το ίδιο». Το δέχτηκε, το έκανε. Έτσι γεννήθηκε το περίφημο «D’ Artagnan look». Τέτοια η επιτυχία του που φρόντισε στη συνέχεια να το τονώσει αφήνοντας -όσο πρέπει, όπως έπρεπε- τα μαλλιά του να μακρύνουν.
Τέτοια η εμπορικότητα και ο αντίκτυπος της έμπνευσης του Ανελκά, ώστε για χρόνια ο βασικός χορηγός του Πιρές, η Puma, βάσει συμβολαίου τού απαγόρευε να ξυρίσει αυτήν τη λεπτή γραμμή υπογενείου, ενώ μια άλλη διαφημιστική συμφωνία που έκλεισε με εταιρεία σαμπουάν τού απαγόρευε να κόψει τα μαλλιά του.
Το κάτι διαφορετικό πάντως, όταν πρωτολανσαρίστηκε στον Τελικό εκείνου του Euro, προφανώς και επισκιάστηκε από το ποδοσφαιρικό γεγονός. Ο Πιρές ήρθε -ως συνήθως και σε εκείνο το τουρνουά- από τον πάγκο στο φινάλε, με τους «Tricolore» να χάνουν με 1-0. Αρχικά έφερε γούρι, με την ισοφάριση στα χασομέρια να οδηγεί σε παράταση. Και εκεί έφερε και το τρόπαιο, μιας και με δική του ασίστ ο Τρεζεγκέ ολοκλήρωσε την ανατροπή, στέφοντας την Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Καλύτερο περιτύλιγμα δεν θα μπορούσε να έχει. Με αυτούς τους δύο τίτλους συστήθηκε στο αγγλικό κοινό, περνώντας μια εβδομάδα μετά τον Τελικό τη Μάγχη για να ενταχθεί στην Άρσεναλ. Στεναχώρησε τη Μαμπέλ, μιας και η εναλλακτική του ήταν η Ρεάλ, ωστόσο πια οι επαγγελματικές του αποφάσεις δεν ήταν προϊόν οικογενειακών συμβουλίων.
Περισσότερο ήταν αποτέλεσμα φιλικών συμβουλών, πόσο μάλλον όταν πρόσφατα είχε προηγηθεί μια… μήκους τριών εκατοστών και πάχους ελάχιστων χιλιοστών, τόσο όμως χαρακτηριστική της εμπορικής (και όχι μόνο) εικόνας που συνόδευσε από τότε την καριέρα του.
Ο ίδιος λοιπόν που ευθυνόταν για το «D’ Artagnan look», ο Ανελκά, ήταν κι αυτός που, έχοντας εμπειρία και από Μαδρίτη και από Λονδίνο, σύστησε στον κολλητό του να επιλέξει «Κανονιέρηδες». Ανεπιφύλακτα.
Προαλείφονταν για να αποτελέσει τον διάδοχο του Μαρκ Όβερμαρς, ο οποίος είχε παραχωρηθεί στην Μπαρτσελόνα. Κλασική αγορά Βενγκέρ, κόστισε λιγότερα από 7 εκατ. ευρώ. Το ντεμπούτο του το έκανε στο Σάντερλαντ κόντρα στις «Μαυρόγατες».
«Πριν το παιχνίδι μού μίλησε ο Βενγκέρ και μου είπε πως θα με έφερνε από τον πάγκο. Να δω πρώτα πώς είναι, να πάρω αίσθηση της ατμόσφαιρας. Βλέποντας τον τρόπο με τον οποίον έπαιζαν, το πόσο ασταμάτητα συνέχιζαν να τα δίνουν όλα σε κάθε μονομαχία, σε κάθε φάση, χωρίς να περιορίζουν ένταση και ρυθμό, ολοένα και περισσότερο σκεφτόμουν “τι στο διάολο κάνω εδώ;”».
Δεν το σκέφτηκε μόνο αυτός. Ήταν τόσο εμφανώς παράταιρος με το παιχνίδι της Premiership, με το παιχνίδι ακόμα και της Άρσεναλ (ο μοναδικός στην εποχή συνδυασμός του physical play με τεχνική ποιότητα και υπεροχή. προφανώς είχε μόνο το δεύτερο τότε), ώστε τα media το διέκριναν αμέσως και δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί.
Το τι άκουσε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της θητείας του στο Λονδίνο δεν λέγεται. Ακόμα και η στιλιστική απόφαση να αφήσει μαλλί, φορώντας σιγά-σιγά μια στέκα στο κεφάλι του, δεν έμεινε ασχολίαστη. Σκαλίζοντας το παρελθόν του και τις δυσκολίες που είχε περάσει στη Μασσαλία, δεν άργησαν τα στοιχήματα πως στην αμέσως επόμενη κιόλας μεταγραφική περίοδο είτε θα του ζητούνταν είτε θα ζητούσε ο ίδιος να φύγει.
«Ποιο είναι το παιδάκι»;
Δεν έφυγε ούτε καν στην… μεθεπόμενη, την καλοκαιρινή. Και πριν καν ολοκληρωθεί η δεύτερη σεζόν του στο Λονδίνο, είχε αναγκάσει σε κυβιστήσεις ολκής τους πάντες. Σκληρός, αδυσώπητος, ανελέητος ο Τύπος στο Νησί αλλά δίκαιος. Χωρίς αναστολές θα δικάσει, θα καταδικάσει, χωρίς όμως την παραμικρή δεύτερη σκέψη θα αναγνωρίσει.
Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες ο «αλαφροΐσκιωτος» (ελεύθερη μετάφραση), η «κότα», ο «σκιέρ» ψηφίστηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής της Premier League για τη σεζόν 2001-2002 και μάλιστα χωρίς καν να παίξει στο τελευταίο της δίμηνο, μιας και τραυματίστηκε σοβαρά.
Η στιγμή της απονομής του τροπαίου του Πρωταθλητή στους «Κανονιέρηδες», με τον ίδιο ακόμη να δυσκολεύεται να ανέβει στο βάθρο για να πάρει το μετάλλιό του εξαιτίας της ρήξης χιαστών που είχε υποστεί και τους συμπαίκτες του να γονατίζουν μπροστά του, πρόσθετα ενδεικτική του πόσο ολοκληρωτικά είχε μεταβάλει την κατάσταση (του).
Ο τραυματισμός τού κόστισε τη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κορέας και της Ιαπωνίας, η αποθεραπεία όμως τον βοήθησε στην προοπτική. Ο Βενγκέρ τον έστειλε σε ένα ειδικό κέντρο αποκατάστασης, το Centre Européen de Reeducation du Sportif, στο Σαν Ραφαέλ, ένα χωριουδάκι στην Κυανή Ακτή. Για τέσσερεις μήνες έμεινε εκεί, σε ένα ταπεινό χωρίς την παραμικρή πολυτέλεια ξενοδοχείο, έχοντας για παρέα του τον Τιμπουρσέ Νταρού, έναν ειδικό γυμναστή, ο οποίος επέβλεπε όλο το πρόγραμμα που ακολουθούσε.
Πρόγραμμα που ξεκινούσε, κάθε μέρα για όλο το τετράμηνο, με 40 χιλιόμετρα ποδήλατο. Απλώς για ξεκίνημα, για καλημέρα.
Όταν όλη αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε και επέστρεψε στο Λονδίνο ώστε σιγά-σιγά να ενταχθεί ξανά στην ομαδική ποδοσφαιρική καθημερινότητα, δεν ήταν μόνο τα μαλλιά -που πλέον είχαν μακρύνει για τα καλά- η μόνη εμφανής διαφορά πάνω του.
Η «Equipe» -φυσικά- το πρόσεξε και έστειλε έναν κορυφαίο ρεπόρτερ της, τον Έρικ Μπίλντερμαν, για να παρουσιάσει τον «Αληθινό Ρομπέρ Πιρές» (έτσι τιτλοφορήθηκε το αφιέρωμα της γαλλικής εφημερίδας). Ο δημοσιογράφος έφτασε στο προπονητικό κέντρο της Άρσεναλ με το κασετοφωνάκι του, το σημειωματάριό του και μια φωτογραφία του Πιρές από τη Μασσαλία, λίγους μήνες πριν τη μεταγραφή του στους «Κανονιέρηδες».
Μόλις είδε τη φωτογραφία, ο Πατρίκ Βιεϊρά τη δανείστηκε και έτρεξε στο γυμναστήριο για να την δείξει στον Ντένις Μπέργκαμπ. Περιπαικτικά, ναι, αλλά χαρακτηριστικά της μετάλλαξης, ο Ολλανδός αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα «Ποιο είναι αυτό το παιδάκι;».
Σύντροφο, οδοντόβουρτσα και DVD
Ο baby face, clean cut, λεπτεπίλεπτος Πιρές είχε προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του επαγγελματικού περιβάλλοντός του. Είχε μετατρέψει την ατυχία σε ευκαιρία. Είχε τετραγωνίσει ώμους και πλάτες, είχε προσθέσει μύς εκεί όπου και ο ίδιος αγνοούσε πως υπήρχαν.
Ήταν πλέον και στην όψη ακόμα, στον σωματότυπο, έτσι “χτισμένος” ώστε το βασικό του μειονέκτημα, ότι δηλαδή απλώς έδειχνε υπέρ το δέον καλός, υπερβολικά καλός, όπως εκτιμούσε ο Ντιντιέ Ντεσάν, δεν ευσταθούσε. Άμα τη εμφανίσει πλέον. Είχε σκληρύνει, είχε σκληραγωγηθεί, χωρίς να χάσει τίποτα από την τεχνική του. Ούτε και τους τρόπους του.
Απαράμιλλη η ευγένεια με την οποία διαχειρίστηκε τα αδηφάγα βρετανικά media, χωρίς ποτέ να εκδηλώσει οποιαδήποτε τάση ρεβανσισμού για τα όσα αδιανόητα του έσουραν στην αρχή της θητείας του στη Γηραιά Αλβιόνα. Μόνο απότοκο μα και αποκούμπι του, μια ζώνη ασφαλείας, το ότι ήθελε πάντα να μιλάει στα γαλλικά, μιας και την αγγλική -στον δημόσιο λόγο του τουλάχιστον- δεν την εμπιστεύτηκε σχεδόν ποτέ.
Στο Λονδίνο παντρεύτηκε για πρώτη φορά, τη Ναταλί, με την οποία ήταν ζευγάρι από τα χρόνια του στη Μετς. Στο Λονδίνο τη χώρισε και εκεί παντρεύτηκε ξανά, το μοντέλο Τζέσικα Λεμαρί. Στο Λονδίνο έγινε πατέρας, της Νάια. Έζησε σε διαμέρισμα με θέα του Regent’s Park, οδηγούσε πάντα το τελευταίο μοντέλο της Mercedes, ντυνόταν στην πένα, συνοδεύοντας την εμφάνιση του με πανάκριβα ρολόγια, χωρίς ποτέ να διακρίνεται κάτι το επιτηδευμένο σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την εκτός γηπέδων εικόνα του.
Στο Ponte de Lima, στο χωριό όπου γεννήθηκε ο πατέρας του έξω από την Μπράγκα και στο σπίτι όπου μεγάλωσε στη Ρεμς, φρόντιζε να δραπετεύει σε κάθε ευκαιρία.
Τη σύντροφό του, μια οδοντόβουρτσα και ένα DVD player -δήλωνε πως- θα έπαιρνε μαζί του, αν χρειαζόταν να ζήσει σε ερημονήσι.
Και ο μπαγάσας είχε πειθώ, μια φυσική ικανότητα να περνάει στο κοινό πως έτσι ήταν όντως και πως δεν έλεγε όσα η δημοσιοσχετίστικη κορεκτίλα (του) επέβαλλε να πει, να κάνει και να δείξει.
Χειρότερος αντίπαλος του ο Γκάρι Νέβιλ. Πιο εκνευριστικός συμπαίκτης, ο Φρέντι Λιούνγκμπεργκ. Το γήπεδο της Καρλάιλ, το οποίο επισκέφθηκε σε ένα παιχνίδι Κυπέλλου, το χειρότερο που έχει αγωνιστεί ποτέ. Τα εσώρουχα που του ζήτησαν η χειρότερη αξίωση θαυμαστή, οπαδού.
Το γκολ κόντρα στην Άστον Βίλα, όταν πρώτα πέρασε την μπάλα από τον Τζορτζ Μπόατενγκ και μετά, χωρίς δεύτερο κοντρόλ, “κρέμασε” τον Πέτερ Σμάιχελ, το κορυφαίο του. Η έμπνευση του Τιερί Ανρί να μιμηθούν το θρυλικό πέναλτι του Γιόχαν Κρόιφ, κάνοντας εκτέλεση με πάσα, η μεγαλύτερη επαγγελματική του ντροπή, μιας και, όταν το αποπειράθηκε σε παιχνίδι με τη Σίτι στο Highbury, μπερδεύτηκε και καλά-καλά δεν ακούμπησε καν την μπάλα.
Η μεγαλύτερη επιθυμία του η κατάκτηση του Champions League. Η μεγαλύτερη στεναχώρια -πολύ μεγαλύτερη και από την αποτυχία στο Euro 2004, τον τότε δηλαδή αποκλεισμό στα προημιτελικά από την Εθνική και την φοβερή του κόντρα με τον εκλέκτορα Ρεϊμόν Ντομένεκ, η οποία ουσιαστικά τερμάτισε και την παρουσία του στην Eθνική Γαλλίας– όχι μόνο η απώλειά του στη μόνη φορά που το πλησίασε αλλά και ο τρόπος που εξελίχτηκαν τα πράγματα στον Τελικό του 2006.
Η υστεροφημία του πάντως δεν τρώθηκε, ούτε στο ελάχιστο. Μέλος έτσι κι αλλιώς των περίφημων «Invincibles», της ομάδας που κατέκτησε αήττητη την Premier League το 2004, συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία εξάδα των ποδοσφαιριστών της Άρσεναλ στη ιστορία του συλλόγου.
Συνέχισε στη Βιγιαρεάλ. Πήγε για δύο χρόνια στο Λεβάντε, την πρώτη σεζόν την έχασε σχεδόν ολόκληρη λόγω τραυματισμού, έμεινε τελικά τέσσερα.
Συνέχισε να παίζει όπως, όπου και όσο μπορούσε, από παιχνίδια επίδειξης μέχρι την Γκόα της Ινδίας, ως τα 42 του. Τότε, και μόνο επειδή δεν μπορούσε να βρει ομάδα, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα γήπεδα, όντας ο τελευταίος από τους Παγκόσμιους Πρωταθλητές του 1998 που κρέμασε τα παπούτσια του.
Το ποδόσφαιρο δεν το(ν) άφησε. Με ό,τι και αν έκτοτε καταπιάστηκε, η αναφορά του πάντα αυτή/αυτό είναι. Και από σημεία ένα κάρο να πιαστεί. Τόσα που εύλογα θα περίμενε κανείς να σταθεί σε κάτι διαφορετικό από το «Οι πάπιες δεν μπορούν να κάνουν τάκλινγκ» («Les canards ne savent pas tacler») ως τίτλο αυτοβιογραφίας.
Εξήγηση; Στραβοκάνης, με χαρακτηριστικό βάδισμα και τρέξιμο.
«Όταν έχεις πόδια πάπιας, σαν τα δικά μου, το τάκλινγκ μπορεί να γίνει μια από τις πιο περίπλοκες ενέργειες στο ποδόσφαιρο. Έτσι κι αλλιώς είναι μια τέχνη. Μια επιστήμη που απαιτεί ακρίβεια και ένταση. Στη Γαλλία υπάρχει ένα ρητό, “Ένα τάκλινγκ του Πιρές είναι σαν ένα γκολ του Τιράμ. Αν θες να δεις ένα, πρέπει να σηκωθείς νωρίς και να είσαι τυχερός”».
Τυχεροί οι άτυχοι που είδαν, απλόχερα και χωρίς να χρειαστεί να σηκωθούν αξημέρωτα, όλα τα υπόλοιπα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρσέν Βενγκέρ – Ολυμπιακός: Ένα παγκόσμιο what if ενός μυθικού φλερτ
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry In Motion
Ξεγυμνώνοντας τον Φρέντι Λιούνγκμπεργκ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη