Ένας αναιδής ξανθός τύπος επελαύνει ράθυμα, ντριμπλάροντας με παλιακό στυλ αφιονισμένους αντιπάλους.
Προσπαθούν να τον ανακόψουν, χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα, τον κλωτσούν, αλλά ο τύπος δεν πέφτει. Με αυτήν την μπαρόκ ντρίπλα, με εκείνα τα αγγίγματα της τελευταίας στιγμής με τη σόλα του παπουτσιού, με καταιγιστικές αλλαγές κατευθύνσεων. Ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι στα καλύτερά του.
Με κίνητρο να ξεφτιλίσει τους αμυντικούς και τους μέσους που θέλουν να του πάρουν το σκαλπ, με μια ακατανόητη προκλητική συμπεριφορά, αδικαιολόγητη για το εύρος του ποδοσφαιρικού ταλέντου του. Αναλώνεται σε περιττές ενέργειες, κάνει αχρείαστη κατάχρηση της μπάλας, αναζητά σαν τρελός ένα sidestory σε ένα τελειωμένο και καλογραμμένο σενάριο.
Ανικανοποίητος, δεν γούσταρε να μπει σε κανένα καλούπι, ανήκει σε εκείνη τη σέχτα των καλλιτεχνών που θεωρούν εαυτόν καλύτερο απ’ όλους τους άλλους μαζί. Κάποτε ο Τζορτ Μπεστ είπε στον Κρόιφ ότι είναι ο καλύτερος, επειδή ο Ιρλανδός δεν είχε χρόνο για να τον εκθρονίσει. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Προσινέτσκι.
Ποτό, καλή ζωή, τσιγάρο. Ειδικά με τη νικοτίνη ήταν ανυποχώρητος. «Το ξέρω ότι για έναν αθλητή δεν είναι και ό,τι καλύτερο, αλλά ένα μεγάλο κακό έχω στη ζωή μου, το τσιγάρο. Κανείς δεν ζει μέχρι τα 100, οπότε το απολαμβάνω».
Ο Ζβόνε Μπόμπαν, συμπαίκτης του από τις ομάδες Νέων της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, ορκίζεται ότι ο Ρόμπερτ κάπνιζε τρία πακέτα τσιγάρα από 12 χρόνων.
Το είχε σαν βίτσιο, λίγο περισσότερο από τον δεύτερο εθισμό του: την ντρίμπλα. Κλειστή, με τη μπάλα να κολλάει στο πόδι, με τον αστράγαλο να περιστρέφεται σε αδιανόητες μοίρες για να “βγει”. Μόνο ο Χατζηπαναγής μπορεί να συγκριθεί με την εμμονή στην ντρίμπλα του Προσινέτσκι. Ίδιο στυλ, ίδια κοψιά. Σώμα να προστατεύει τη μπάλα, ευαισθησία στο άγγιγμα, χρήση του πέλματος, ατομισμός.
Δεν βγαίνουν πια τέτοιοι, και, αν κάποιος πιτσιρίκος στις ακαδημίες προσπαθεί να παίξει αυτό το “δικό του παιχνίδι”, οι προπονητές τού τραβάνε το αφτί και είτε δεν τον βάζουν να ξαναπαίξει είτε το “τιμωρούν” με ειδικές ασκήσεις για παιχνίδι «με τη μία». Ο εφιάλτης του Προσινέτσκι ήταν το παιχνίδι «με τη μία». Ήταν σαν να του στερούν το οξυγόνο, σαν να του απαγορεύουν να ερμηνεύσει το ποδόσφαιρο όπως ακριβώς το ονειρευόταν παιδί.
Γεννημένος στη Γερμανία, γιος gastarbeiter μεταναστών, Κροάτης ο πατέρας, Σέρβα η μάνα. Κανένας από τους δυο δεν είχε επαγγελματική σχέση με το ποδόσφαιρο, ο Ρόμπερτ δεν είχε κανένα έρεισμα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του όμως, μπάλα ήθελε να παίζει. Πρώτα Σβένινγκεν, μετά στους μεγάλους Κίκερς της Στουτγκάρδης.
Όταν οι γονείς επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία, ήταν 10 χρόνων. Ο πατέρας τον γράφει στις ακαδημίες της Ντιναμό, ο μικρός έχει αποφασίσει πολύ νωρίς ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής.
Στα 17 τον βλέπει ο Τσίρο Μπλάζεβιτς, μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, και λέει στον πατέρα του να μην σπαταλά άδικα τον χρόνο του. «Εάν ο γιος σου γίνει ποτέ επαγγελματίας, εγώ θα φάω το δίπλωμα προπονητή». Ο Μπλάζεβιτς δεν πιστεύει επ’ ουδενί ότι αυτό το ατίθασο παιδί μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο.
Το πίστεψε όμως ένας άλλος θρύλος της μεγάλης των «Plavi» σχολής, ο Ντράγκαν Τζάιτς. «Ήμουν έτοιμος κι εγώ να τον διώξω, στεκόταν εκεί με έναν αδιάφορο αέρα ενός εφήβου που βρέθηκε τυχαία μπροστά μου. Όταν όμως μπήκε στο γήπεδο, εγένετο η μεταμόρφωση. Συμφώνησα με τον πατέρα του σε πέντε λεπτά, δεν πίστευα στα μάτια μου».
Στα 18 του, ο «Žuti» («ξανθός») μπουκάρει με άγνοια κινδύνου στο Παγκόσμιο Κύπελλο U20 στη Χιλή. Με συμπαίκτες τον Μπόμπαν, τον Σούκερ, τον Μιγιάτοβιτς και πάλι είναι ο πιο ταλαντούχος απ’ όλους.
Στο νοκ άουτ με τη Βραζιλία σκοράρει ένα αριστουργηματικό φάουλ σε νεκρό χρόνο, με τον πιο αναιδή τρόπο που φαντάζεται ανθρώπινος νους: χωρίς φόρα, ράθυμα, ένα βήμα και τη στέλνει στο «γάμα».
Ξαφνικά όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος ασχολείται μαζί του. Ένας χαφ με επιθετικές αρετές που κινείται όπου τον πηγαίνει το ένστικτο, ένα «κάτι σαν δεκάρι» που χορεύει στο χορτάρι, ντριμπλάρει με χαρακτηριστική ευκολία και σερβίρει την μπάλα στον φορ ακριβώς εκεί όπου πρέπει.
Οι Γιουγκοσλάβοι κατέκτησαν εκείνο το Μουντιάλ, επρόκειτο ουσιαστικά για το κύκνειο άσμα τους στο ποδοσφαιρικό στερέωμα ως Ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Κορυφαίος του τουρνουά αναδείχθηκε εκείνος, παρά το γεγονός ότι αποβλήθηκε και έχασε τη διαδικασία των πέναλτι στον Τελικό με τη Δυτική Γερμανία.
Εκείνο που απέμενε ήταν να καταφέρει κάτι ανάλογο και σε συλλογικό επίπεδο. Δύσκολο, αδύνατο στο ποδοσφαιρικό σύμπαν των αρχών της δεκαετίας του ’90. Κι όμως, το αμάλγαμα που έφτιαξαν ο σπουδαίος Ντράγκαν Τζάιτς και ο πρώην μπασκετμπολίστας (!), Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς, ήταν συντριπτικό. Σίνισα Μιχάιλοβιτς, Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς, Ντέγιαν Σαβίσεβιτς, Ντάρκο Πάντσεβ και φυσικά εκείνος, ο «ξανθός Πελέ», ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι.
Υπό την καθοδήγηση του Λιούπκο Πέτροβιτς και παρά την πώληση του φυσικού ηγέτη της ομάδας, Ντράγκαν Στόικοβιτς, ο Ερυθρός Αστέρας υπηρετεί το άυλο δόγμα «πεθαίνοντας στην ομορφιά». Όλο το γιουγκοσλαβικό ποδόσφαιρο θαρρείς και συγκεντρώθηκε σε εκείνη την ομάδα, όλα τα αξιώματα αυτής της σπουδαίας σχολής σε μια ομάδα.
Ηγέτης εκείνης της ομάδας ένας αντιπαθής ξανθός επαναστάτης, αμφιδέξιος, με εξαιρετική ανάγνωση του παιχνιδιού και μια απίστευτη ικανότητα στον χειρισμό της μπάλας και την ντρίμπλα. Προσποίηση δεξιά, προσποίηση αριστερά, κόψιμο της μπάλας, ποδιά, σομπρέρο, σπάσιμο μέσης.
Όλα με εκείνο το εκνευριστικό και ράθυμο στυλ, με εκείνο το ύφος ανωτερότητας που εξόργιζε φίλους και αντιπάλους, αλλά λάτρευαν οι «Delije».
Όταν σκόραρε μέσα στο Ibrox με τη Ρέιντζερς, έτρεξε διασχίζοντας όλο το γήπεδο για να πανηγυρίσει με τους πιστούς του, φίλησε το Αστέρι στη φανέλα και φώναξε: «πάμε να το πάρουμε». Ο Τελικός στο San Nicola του Μπάρι ήταν το επιστέγασμα εκείνου του σπριντ. Η Μαρσέιγ λύγισε στα πέναλτι, ο Ερυθρός Αστέρας έκανε το αδιανόητο, πήρε την «κούπα με τα μεγάλα αφτιά» και την έβαλε στην αίθουσα τροπαίων του «Marakana».
Ο Προσινέτσκι εκτέλεσε εν ψυχρώ το πρώτο πέναλτι. Σαν τον Hitman που εκτελεί το συμβόλαιο, βάζει το όπλο στη θήκη και αποχωρεί στρώνοντας την γραβάτα.
Πιθανόν να είχε συνειδητοποιήσει ότι εκείνη ήταν η τελευταία φορά της ενωμένης ποδοσφαιρικά Γιουγκοσλαβίας, σίγουρα είχε καταλάβει ότι με πολλούς από τους συμπαίκτες του πολύ δύσκολα θα ξαναμοιραζόταν τα ίδια αποδυτήρια.
Είναι συγκλονιστική η εικόνα των πανηγυρισμών στο Μπάρι. Οι Σέρβοι με υψωμένα τα τρία δάχτυλα της ορθοδοξίας, οι Κροάτες με τις γροθιές, οι Βόσνιοι και ο Πάντσεβ να χαμογελούν.
Έχουν περάσει 11 χρόνια από τον θάνατο του Τίτο, μόλις δύο από την Πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, σε λίγους μήνες θα πάψει να υπάρχει Σοβιετική Ένωση.
Ο Προσινέτσκι, παρά το γεγονός ότι έχει προλάβει να αγωνιστεί με τη φανέλα της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας σε Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990 στην Ιταλία, είναι και νιώθει Κροάτης. Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει με δυο ομάδες σε τελική φάση Μουντιάλ, αφού, όσο άντεξαν τα πόδια του, ήταν και ο “αφέντης” της Εθνικής Κροατίας.
Την κατάκτηση του “πειραματικού” Champions League την εξαργυρώνει με μια φαντασμαγορική μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης. Όσο του επιτρέπουν οι τραυματισμοί και η κακή εξωγηπεδική ζωή, είναι χάρμα ιδέσθαι. Στο τελικό ταμείο ωστόσο, η παρουσία του στη Ρεάλ είναι φτωχή. Ένα γκολ-φάουλ στο «clásico» και μια άνευ προηγουμένου “αναίδεια” απέναντι στον Μαραντόνα σε ένα ματς με τη Σεβίλλη είναι ό,τι θυμούνται οι «Merengues» από την παρουσία του στη Ρεάλ.
Έφυγε δανεικός στην Οβιέδο, θεώρησε ότι στην αγκάλη του Ράντομιρ Άντιτς θα βρει το σθένος να αναστηθεί, να επανέλθει στα επίπεδα του Ερυθρού Αστέρα. Τα κατάφερε. Εκείνη η μπαρόκ ντρίμπλα επέστρεψε, οι τραυματισμοί τον άφησαν για λίγο σε ησυχία, το περιβάλλον ήταν ιδανικό.
Ξανάγινε τόσο καλός στην Οβιέδο, ώστε ανάγκασε τον Κρόιφ να τον πάρει στη Μπαρσελόνα. Τον περίμενε όσο περισσότερο γινόταν, αλλά η σπίθα μεταξύ τους δεν άναψε ποτέ. Ο Προσινέτσκι δεν συμμερίστηκε ποτέ το όραμα του παιχνιδιού των «Blaugrana», από ένα σημείο κι έπειτα ήθελε να παίζει ένα “δικό του ποδόσφαιρο”. Και στη Βαρκελώνη ελάχιστες οι αξιομνημόνευτες στιγμές. Ένα απίθανο γκολ εναντίον της Αλμπαθέτε και πολλά, πάρα πολλά πειθαρχικά παραπτώματα.
Το 1996 ήταν μόλις 27 ετών και έμοιαζε ήδη βετεράνος. Κίνητρο είχε μονάχα εν όψει του Euro στην Αγγλία, επειδή επρόκειτο να εκπροσωπήσει την Κροατία για πρώτη φορά σε διεθνή διοργάνωση.
Η Κροατία είναι συγκλονιστική στα αγγλικά γήπεδα, αλλά κόντρα στους μετέπειτα Πρωταθλητές Ευρώπης Γερμανούς αδυνατεί να ανταπεξέλθει. Τιμητικός αποκλεισμός σε προημιτελικό στην παρθενική συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση. Οι ποδοσφαιριστές αντιμετωπίζονται σαν ήρωες στο Ζάγκρεμπ, ο Προσινέτσκι αποκτά ξανά όρεξη για ποδόσφαιρο.
Η κάκιστη σχέση με τον Μπόμπι Ρόμπσον τον φέρνει στην πόρτα της εξόδου από τη Μπαρσελόνα, αλλά δεν πτοείται καθόλου. Στη Σεβίλλη ανέκαθεν εκτιμούσαν τους δύστροπους καλλιτέχνες, ο Προσινέτσκι χαρίζει μοναδικές παραστάσεις στο κοινό του Sanchez Pizjuan, πριν επιστρέψει για το ρέκβιεμ στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ.Το όραμα, ο μεγάλος στόχος ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Αν «ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα» είχε διαδραματιστεί στη Γαλλία το 1998, ο Ρόμπερτ θα έπαιζε τον ρόλο του Μερκούτιου. Με προπονητή τον άνθρωπο που έπρεπε να φάει το δίπλωμά του, τον Τσίρο Μπλάζεβιτς, ο Προσινέτσκι ξεκινά με τρομερά παιχνίδια, αλλά εν συνεχεία εξαφανίζεται, όπως ακριβώς εξαφανίζεται και ο Μερκούτιος που σκοτώνεται από τον Τυβάλτο.
Είναι από τους πρώτους ποδοσφαιριστές εκείνη την εποχή που λανσάρουν τατουάζ και σκουλαρίκια. Ειδικά το λιοντάρι στο δεξί του πόδι φωτογραφίζεται ξανά και ξανά από κοινό και επαγγελματίες.
Στον ημιτελικό με τη Γαλλία ο Τσίρο τον αφήνει εκτός, ο Ρόμπερτ το φέρει βαρέως, φεύγει από την προπόνηση, είναι τόσο νευριασμένος, ώστε απειλεί ότι θα επιστρέψει στην Κροατία. Ο Τσίρο τον ηρέμησε, συζήτησαν, του εξήγησε ότι οι τραυματισμοί του δεν του επιτρέπουν τα συνεχή παιχνίδια και την καταπόνηση. Ο Προσινέτσκι ανένδοτος: «ο Μπλάζεβιτς έχει κι αυτός τα ελαττώματα και τις εμμονές του. Για κάποιον λόγο από την αρχή είχε πρόβλημα μαζί μου. Αν είχα παίξει έστω μισή ώρα με τη Γαλλία, νομίζω θα είχα καταφέρει να αλλάξω τη ροή του αγώνα. Έκανε λάθος ο Μπλάζεβιτς. Δεν είμαι θυμωμένος μαζί του, αλλά έκανε λάθος».
Στο μικρό Τελικό με τους Ολλανδούς ο Τσίρο τον ξεκινάει βασικό, στο τέταρτο έχει κάνει το μαγικό του, παρά το διπλό τάκλιν από Νούμαν και Κοκού, νικάει το Βαν Ντερ Σάρ και η Κροατία βάζει τις ισχυρές βάσεις για το τελικό 2-1 που της αποφέρει το Χάλκινο μετάλλιο.
Άναψε το τσιγάρο, πήρε μια θεριακλίδικη ρουφιξιά και ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι θα συνεχίσει.
Όλοι περίμεναν ότι θα σταματούσε, ότι δεν άντεχε άλλο τραυματισμούς και καταπονήσεις, εκείνος όμως δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αφήσει το ποδόσφαιρο.
Μετά από τρία Πρωταθλήματα με την Ντιναμό (τότε Κροάσια σημειωτέον), ένα πολύ σύντομο πέρασμα από την Χρβάτσκι Ντραγκοβόλιατς και τη Σταντάρ Λιέγης, έζησε το απόλυτο στην Πόρτσμουθ. Παραμένει αθάνατο είδωλο για τους οπαδούς, είναι απίστευτο πώς δούλεψε αυτός ο συνδυασμός.
Τους κέρδισε όλους με την απαράμιλλη κλάση του, μπορεί να ήταν πια απελπιστικά αργός, αλλά η ποδοσφαιρική ευφυΐα και η εκλεπτυσμένη τεχνική ήταν νέκταρ στον ουρανίσκο των οπαδών. Ακόμα και σήμερα στο λιμάνι του Χάμσαϊρ τραγουδούν τ’ όνομά του, τον έχουν ως μέτρο σύγκρισης για κάθε μπαλαδόρο που φοράει τη φανέλα της Πόρτσμουθ.
Προσποιήσεις, ντρίμπλες, ασίστ, φάουλ βγαλμένα από εγχειρίδιο, κλάση. Αληθινή κλάση. Ένας πραγματικός μαέστρος ορχήστρας, ένας ευφυής πυρήνας εκτόξευσης ποδοσφαιρικής ουσίας με gourmet πασπαλίσματα “περιττού”.
Ο Προσινέτσκι “έφτιαξε” εκείνον τον ψηλό και άχαρο φορ που πουλήθηκε στα μέσα της σεζόν στην Άστον Βίλα. Πίτερ Κράουτς τον έλεγαν. Ο ίδιος ο Πιτ δηλώνει εκστασιασμένος στην αυτοβιογραφία του, κάνει λόγο για τον πιο ιδανικό πασέρ στην καριέρα του και ασφαλώς τονίζει το απίστευτο και αδιανόητο για το σύγχρονο ποδόσφαιρο συνήθειο του τσιγάρου πριν το ματς: «Λίγο πριν μαζευτούμε για να βγούμε από τη φυσούνα, κάθε φορά τον περίμενε ο φροντιστής με το Marlboro αναμμένο έξω από το αποθηκάκι. Το ίδιο πράγμα και στο τέλος του ματς. Ήταν τρελό αυτό που συνέβαινε».
Όσες φορές ρωτούσαν τον Προσινέτσκι για τη συνήθειά του, απαντούσε «δεν καταλαβαίνω» με σπαστά αγγλικά. Όλοι του οι συμπαίκτες ορκίζονταν ότι όχι μόνο μιλούσε άπταιστα αγγλικά αλλά μπορούσε να συνεννοηθεί και στην τοπική διάλεκτο. Απλώς δεν ήθελε ποτέ να μπλέκει με ρεπόρτερς και δημοσιογράφους.
Το καλοκαίρι του 2002 έφυγε από την Πόρτσμουθ, έκανε την τελευταία βόλτα του σε Ολίμπια Λιουμπλιάνα, ΝΚ Ζάγκρεμπ και Σάβσκι Μάροφ και αποσύρθηκε στα 36. Είναι από τους παίκτες για τον οποίον δεν λέμε «σταμάτησε» αλλά «το έκοψε». Εθισμός ήταν και το ποδόσφαιρο, 30 χρόνια έτσι ζούσε, από αυτό έπαιρνε ζωή.
Έγινε προπονητής σχεδόν αμέσως. Δεν μπορούσε να μείνει μακριά ούτε λεπτό. Δύστροπος, ανυπόμονος, πολλές φορές ανυπόφορος προπονητής, όπως όλοι οι μεγάλοι παίκτες. Περίμενε ότι οι ποδοσφαιριστές του θα μπορούν να κάνουν όσα έκανε εκείνος στο γήπεδο. Κλασσικό σφάλμα των καλλιτεχνών του χώρου.
Γούσταρε μονάχα τη δουλειά μαζί με τον Μπίλιτς στην Εθνική. Hard rock και αναβίωση του ιστορικού 3-5-2 του Τσίρο. Δεύτερη νιότη, αλλά ως γνωστόν στις Εθνικές ομάδες το thrill κρατάει ελάχιστα.
Πήγε να το ξαναβρεί στον Ερυθρό Αστέρα το 2010, ήταν ο πρώτος Κροάτης που προπόνησε στη Σερβία μετά τον Πόλεμο, βρίσκει στην ομάδα σχεδόν όλους τους παλιούς του συμπαίκτες σε διάφορα πόστα, προσπαθεί να κάνει την ομάδα να παίξει όπως η ομάδα του Μπάρι και ασφαλώς αποτυγχάνει.
Περιπλανήθηκε και στην Τουρκία, η χάρη του έφτασε στο Αζερμπαϊτζάν όπου προπόνησε την Εθνική ομάδα, η σχετικά συμπαθητική παρουσία έφερε την κλήση από τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, αλλά -κακά τα ψέματα- ο Προσινέτσκι καλός προπονητής δεν ήταν ούτε μπορεί να γίνει.
Είναι υποχρεωμένος να ζει το μαρτύριο του μύθου του να ξεθωριάζει.
Έχει αφήσει τον εαυτό του, αναλαμβάνει αποστολές αυτοκτονίας σε διάφορες ομάδες, κυρίως στην Ανατολή, παλεύει να κρατηθεί σε έναν χώρο που ποτέ του δεν αγάπησε. Ήταν πεπεισμένος ότι εκείνος έπρεπε να αγαπηθεί από το ποδόσφαιρο, από ένα σημείο κι έπειτα τόσο ξένος έμοιαζε.
Κάθεται σκυφτός στην πολυθρόνα, ανάβει ένα τσιγάρο και θυμάται. Και θέλει και δεν θέλει να θυμάται. Ο χρόνος κυλάει. Το τασάκι έχει γεμίσει, το πακέτο άδειασε. Το πιάνει και το τσαλακώνει στη χούφτα του. Σηκώνεται και στον δρόμο βλέπει κάποιους πιτσιρικάδες να παίζουν μπάλα.
«Εδώ, Žuti».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο τέταρτος των Καραμαζόφ
Σίνισα Μιχάιλοβιτς: Τα πολύχρωμα τούβλα του Βούκοβαρ
Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, (Not) An ordinary man
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
Ντάρκο Πάντσεβ: Το δηλητήριο της κόμπρας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro