Το πέπλο μιας αόρατης δύναμης, μιας νομοτελειακής ισχύος.
Αδιαπέραστο και τεράστιο ανέκαθεν έστεκε ανάμεσα στους ανθρώπους και τους άθλους, έτσι ώστε να θυμίζει την αναπόφευκτη κατάληξη κάθε θνητού. Συχνά αυτή έχει τη μορφή μιας άτσαλης πτώσης από τον ουρανό. Όπως εκείνη του Φαέθωνος, του γιου του Ήλιου, που θέλησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του και κατέληξε να κάψει τη Γη. Ή εκείνη του Βελλεροφόντη, ο οποίος, έχοντας δαμάσει τον Πήγασο, επιχείρησε να φτάσει στον Όλυμπο. Ή ακόμα κι αυτή του Ικάρου που υπερτίμησε τη δύναμη των αυτοσχέδιων φτερών του Δαίδαλου.
Τρεις «αλαζόνες και αφελείς» θνητοί, τραγικές μορφές που πλήρωσαν το τίμημα των υπερφιλόδοξων επιλογών τους. Τρεις από τους αμέτρητους ήρωες που δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν το πέπλο της ύβρεως, πιάστηκαν στα δίχτυα της και συμβιβάστηκαν με την αναπόφευκτη επικράτησή της, αυτή που έφερε το τραγικό τους τέλος.
Μα ίσως για αυτό -αν με κάποιο τρόπο ξεπηδούν από τα βιβλία της μυθολογίας και καταφέρνουν να ρίξουν το βλέμμα τους στο σήμερα- χαμογελούν σαρδόνια εις βάρος της.
Επειδή βλέπουν πως, έστω και χιλιάδες χρόνια μετά, υπήρξε κάποιος που γλύτωσε από τη δική του ύβρι. Ή, μάλλον, όχι απλώς γλύτωσε μα τη νίκησε. Γιατί το τέλος του δικού του μύθου τον βρήκε θριαμβευτή, να περπατά περήφανα και να βγαίνει από την κόκκινη φυσούνα του Emirates.
Πιθανότατα ούτε ο ίδιος δεν θυμάται τι ακριβώς ταξίδευε στον νου του εκείνη τη στιγμή που, ως προδότης και νικητής μαζί, επέστρεψε με αυτό που πάντα ήθελε στον τόπο που ποτέ δεν θα μπορούσε να το αποκτήσει. Μα δεν μπορεί, δεν μπορεί ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι να μη σκέφτηκε πως εκείνος τα κατάφερε. Διέπραξε τη δική του ύβρι, μα στο τέλος δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά δικαιώθηκε.
Οι πρώτες περιπέτειες του θρασύτατου Ρόμπιν
Τα μάτια της είναι για ώρα κλειστά, εκείνη παραμένει σιωπηλή και ο Μπομπ ξεκινά να σκέφτεται πως μάλλον έκανε λάθος. Ίσως τελικά ήταν υπερβολικό να επισκεφτεί μια μελλοντολόγο, να τη ρωτήσει για τον γιο του, η περιέργεια όμως τον έτρωγε. Εκείνη ήδη είχε προβλέψει πως το τρίτο του παιδί θα ήταν επιτέλους αγόρι κι έτσι ο Μπομπ αποφάσισε να της δώσει την ευκαιρία να “δει” και την υπόλοιπη ιστορία του πρώτου του γιου.
«Δύο εβδομάδες αφού ο Ρόμπιν γεννήθηκε, μου είπε πως θα γινόταν ξεχωριστός. Πως, μεγαλώνοντας, θα έπαιζε επαγγελματικά ποδόσφαιρο και πως θα φορούσε τη φανέλα της Εθνικής Ολλανδίας. Ο Ρόμπιν ήταν βρέφος ακόμη, αλλά εγώ την πίστεψα», θυμάται ο πατέρας του Φαν Πέρσι.
Ίσως εκείνη η συζήτηση να μαλάκωσε τον Μπομπ, να τον διαβεβαίωσε πως όλα θα πάνε καλά, τόσο που δεν αγχωνόταν, όταν άκουγε από τους δασκάλους του γιου του για τις αμέτρητες σκανδαλιές του, την αεικινησία και τη ζωηράδα του. Ο Ρόμπιν ποτέ δεν το είχε με το σχολείο, πάντα περίμενε καρτερικά το χτύπημα του κουδουνιού για να ξεχυθεί στον δρόμο ή το πιο κοντινό γήπεδο.
«Από τη στιγμή που στεκόταν όρθιος, ξεκίνησε να κλωτσά μια μπάλα, ήταν απίθανο. Ανέκαθεν ήταν τόσο καλύτερος από τους φίλους του. Για μένα, έχει ένα στοιχείο μπαλέτου στο παιχνίδι του. Κάνει με τα πόδια του όσα εγώ με τα χέρια ή τα δάχτυλά μου», δήλωσε κάποτε ο πατέρας του.
Και δεν είχε άδικο. Άλλωστε, γρήγορα ο έφηβος πλέον γιος του κατέληξε στις ακαδημίες της Φέγενορντ. Τα προβλήματα συμπεριφοράς ωστόσο, τα οποία νωρίτερα τον είχαν αφήσει εκτός των μικρών ομάδων της Εξέλσιορ, εμφανίστηκαν και στον μεγαλύτερο σύλλογο του Ρότερνταμ.
Όλοι άκουγαν και συζητούσαν για ένα υπερταλαντούχο παιδί με φονικό αριστερό πόδι, το οποίο όμως δεν είχε τη σωστή στάση για να αξιοποιήσει το ταλέντο του.
Ο Ρόμπιν δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φλόγα στο στήθος του, τρελαινόταν με το παραμικρό και θόλωνε, αδυνατώντας να αποδώσει όπως μπορούσε.
Ακόμα κι έτσι, η κρίση τραυματισμών στη Φέγενορντ τού χάρισε το ντεμπούτο του μόλις στα 17 χρόνια, σε μια χρονιά που, με εκείνον βασικό στον Τελικό, η ομάδα κατέκτησε και το Κύπελλο UEFA. Οι υποσχέσεις όμως δεν θα επιβεβαιώνονταν.
Το σίγουρο ήταν πως ο Ρόμπιν δημιουργούσε εντάσεις, δίχαζε τους γύρω του.
«Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από ένα παιχνίδι της Φέγενορντ, όταν ο Φαν Πέρσι ήταν μικρός», θυμάται ο Ρενέ Μέουλενστεν, μετέπειτα εκ των προπονητών του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. «Η ομάδα κέρδισε ένα φάουλ σε πολύ καλή θέση και όλοι περίμεναν, ως συνήθως, τον Πιερ Φαν Χόιντονκ να εκτελέσει. Αυτός ήταν ο εκτελεστής και ένας παίκτης με επίσης ισχυρή προσωπικότητα. Αλλά ο Ρόμπιν, ήταν 18 ετών τότε, του πήρε την μπάλα και του είπε να κάνει στην άκρη, φώναξε πως αυτός θα το πάρει το φάουλ».
Σύντομα ο προπονητής της Φέγενορντ, Μπερτ Φαν Μάρβαϊκ, έχασε την υπομονή του, για καιρό τον υποβίβασε στη δεύτερη ομάδα ή τον κρατούσε στον πάγκο. Το μεγαλύτερο μέρος της τριετίας του στο Ρότερνταμ φαγώθηκε από τέτοιου είδους προστριβές, με τον Ολλανδό κόουτς από κάποιο σημείο κι έπειτα να του καθιστά σαφές πως δεν πρόκειται να ασχοληθεί μαζί του.
Αντίθετα, ένας Αλσατός συνάδελφος του Φαν Μάρβαϊκ βέβαια ήθελε διακαώς να ασχοληθεί με τον φλογερό πιτσιρικά. Στον Φαν Πέρσι ο Βενγκέρ είδε τον διάδοχο των Μπέργκαμπ και Ανρί και, παρότι ήξερε πως δεν θα περάσει εύκολα, δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι του στο ταλέντο του 20χρονου, δεν μπορούσε παρά να πείσει την Άρσεναλ να τον φέρει στο Λονδίνο.
Νεύρα, τραυματισμοί, παρενθέσεις
Οι οδηγίες του ημιχρόνου ήταν σαφείς και η αλήθεια ήταν πως στόχευαν σε ένα και μόνο άτομο: «Ρόμπιν, πρόσεχε, μην κάνεις τίποτα ηλίθιο. Μην κάνεις τάκλιν». Ο Αρσέν Βενγκέρ μιλά στον πιτσιρικά σε έντονο ύφος, η Σαουθάμπτον έχει μείνει με 10 παίκτες σε ένα παιχνίδι με πολλά νεύρα και ο Αλσατός ξέρει πως οι «Άγιοι» θα προκαλέσουν τον θερμόαιμο Φαν Πέρσι. Προσπαθεί να τον ηρεμήσει, ήδη είχε πάρει κίτρινη για να έναν τσακωμό.
Τα δύο σφυρίγματα ακούγονται, επτά λεπτά περνούν και ο Ρόμπιν αγγίζει για πρώτη φορά την μπάλα στο δεύτερο μέρος. Η ντρίμπλα του πάνω στη γραμμή δεν πετυχαίνει και καταλήγει να κυνηγά τον Γκρέιαμ Λε Σο νευριασμένος. Πέφτει και με τα δύο πόδια πάνω του και αναπόφευκτα βλέπει την κόκκινη κάρτα. Ο Βενγκέρ ανοίγει τα χέρια απορημένος και αγανακτισμένος, του ουρλιάζει, όσο ο Φαν Πέρσι περπατά σκυμμένος προς τα αποδυτήρια.
Ο 20χρονος Ρόμπιν το καλοκαίρι του 2004 μπήκε στην πιο ιστορική Άρσεναλ όλων των εποχών, στους «Αήττητους Πρωταθλητές», αλλά περπάτησε ανάμεσά τους με το γνωστό του αλήτικο θράσος, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
«Η προσωπικότητα και η αυτοπεποίθησή του ήταν έκδηλες, ήταν τρομερά αλαζόνας, αλλά με τη θετική έννοια», θυμάται ο Λόρεν, τότε αμυντικός των «Κανονιέρηδων», προσθέτοντας πως «Το ταλέντο ήταν επίσης εκεί. Ήταν σαν να είχε τόξο στο πόδι του, όταν κοντρόλαρε και σούταρε την μπάλα ήταν σαν να έριχνε ένα βέλος προς τον τερματοφύλακα».
Μόνο που η ισορροπία ανάμεσα στα δύο θα αργούσε να έρθει για τον Ρόμπιν. Στην τελική ήταν κάτι που μόνο ο ίδιος μπορούσε να διορθώσει. Κανείς δεν είχε τη δυνατότητα να τον κάνει να μεγαλώσει, να ωριμάσει.
Μετά το περιστατικό κόντρα στη Σαουθάμπτον, ο Βενγκέρ τον έκανε θαμώνα στον πάγκο της Άρσεναλ, φανερώνοντάς του τις διαθέσεις του. Σαν αυτό να μην ήταν αρκετό μάλιστα, ο Ρόμπιν έβλεπε συνεχώς το σώμα του να τον απογοητεύει, να τραυματίζεται και να τον αναγκάζει να μείνει για μήνες εκτός δράσης.
Κάθε τι καλό που έκανε, κάθε ψήγμα του μοναδικού του ταλέντου και των ικανοτήτων που εξέφραζε στο χορτάρι αναγκαστικά έπαιρνε τον ρόλο παρένθεσης, μιας και ο νεαρός Ολλανδός δεν μπορούσε να βρει τη συνέπεια που θα του επέτρεπε να γίνει από νωρίς όλα όσα φαινόταν πως ήταν γραφτό να γίνει.
Οι «Invincibles» σιγά-σιγά διαλύθηκαν, η Άρσεναλ βυθίστηκε σε μια μεταβατική περίοδο, εκείνος όμως, όταν κατάφερνε να παίζει, έδειχνε ασύλληπτα πεινασμένος να την πάρει από το χέρι και να την προσγειώσει στη νέα της εποχή. Οι ψίθυροι αντηχούσαν στα σοκάκια του Βόρειου Λονδίνου, μα, όταν ο Ανρί έφυγε για την Μπαρτσελόνα, είχαν πλέον μετατραπεί σε φωνές. Ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι ήταν αυτός, ο εκλεκτός που έπρεπε να φορέσει την κάπα του ήρωα για τους «Κανονιέρηδες».
Εγκλωβισμένο θηρίο
Ίσως να έφταιξαν οι πολλαπλοί και δύσκολοι τραυματισμοί, ίσως η παρορμητική φλόγα του Ρόμπιν. Λογικά και τα δύο. Όπως και να έχει, ο Φαν Πέρσι πήρε τον χρόνο του, καθυστέρησε να φτάσει στην κορυφή των δικών του ικανοτήτων. Μα, όταν τα κατάφερε, όταν βρήκε την ηρεμία και την ψυχραιμία μέσα του, όταν το κορμί του του έκανε για λίγο τη χάρη να μείνει γερό, εκείνος φρόντισε να γίνει ένα θηρίο στο γρασίδι.
Και κάπως μαγικά αυτό συνέπεσε με την περίοδο που η Άρσεναλ τον χρειαζόταν πιο πολύ. Σήκωσε στους ώμους του τις ευθύνες της επιθετικής γραμμής της ομάδας και ανέλαβε να κινεί τα νήματα πίσω από κάθε απειλητική της ενέργεια.
Το αριστερό του πόδι υπήρξε ένα όπλο, σχεδόν άδικα για τους αμυνομένους και τον αντίπαλο τερματοφύλακα, ο Φαν Πέρσι με τη δύναμή του μπορούσε να μετατρέψει το τόπι σε οβίδα ολκής και παράλληλα να το χαϊδέψει γλυκά για να το στείλει με άπειρα φάλτσα συστημένο στο σημείο που επιθυμεί.
Αμέτρητα τρεξίματα χωρίς την μπάλα στην πλάτη της άμυνας, δημιουργία, άνοιγμα χώρων. Ο Ρόμπιν έκανε τα πάντα. Ήταν ξεκάθαρα πλέον η καλύτερη έκδοση του εαυτού του κι όμως φρόντιζε να γίνεται ακόμα πιο καλός, ακόμα πιο κομβικός, ακόμα πιο πολύτιμος. Είναι φοβερό, αλλά ο Ολλανδός μπόρεσε να γίνει όντως ο διάδοχος του Μπέργκαμπ, σχεδόν επτά χρόνια αφού έδεσε στο Βόρειο Λονδίνο. Πιο ώριμος και πιο φονικός από ποτέ.
Όσο κι αν ο εγωισμός του τον ανάγκαζε να απολαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο όμως, το θηρίο μέσα του άρχισε να νιώθει μόνο. Το επίπεδο των γύρω του είχε φανερά πέσει και οι υπόλοιποι ανταγωνιστές της ομάδας συνεχώς ενισχύονταν. Τα πραγματικά λαμπερά χρόνια της Άρσεναλ έδειχναν να κλειδώνονται για τα καλά στο παρελθόν, την ώρα που η ανάγκη του, η δίψα του για τίτλους και διακρίσεις χτυπούσε κόκκινο.
Όταν το 2009 είχε υπογράψει το νέο του πολυετές συμβόλαιο με την Άρσεναλ, είχε χαρακτηριστικά δηλώσει πως δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να φορά διαφορετική φανέλα. Ήταν αλήθεια, πράγματι τους αγαπούσε τους «Κανονιέρηδες», άλλωστε ήταν η ομάδα από το εξωτερικό που από μικρός γούσταρε.
Εκείνο όμως το μικρό αγόρι κι εκείνο το πεινασμένο θηρίο, το οποίο ένιωθε πως τα καλύτερά του χρόνια εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο αποτυχιών ενός club που δείχνει χαμένο, συγκρούονταν.
Ο εσωτερικός του κόσμος ήταν φουρτουνιασμένος στα κύματα των μπερδεμένων του επιθυμιών, στο χορτάρι όμως τα πάντα έδειχναν να τσουλάνε αβίαστα. Ήταν απλώς ασταμάτητος. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, η Άρσεναλ στην καλύτερή του σεζόν τερμάτισε 19 βαθμούς μακριά από την κορυφή. Ήταν η πρώτη σεζόν της καριέρας του στην οποία δεν είχε ούτε έναν τραυματισμό. Έπαιξε σε κάθε παιχνίδι, δεν σταμάτησε να σκοράρει, να δημιουργεί, να τρομοκρατεί τους αντιπάλους, βγήκε πρώτος σκόρερ. Όσο όμως εκείνος επιτάχυνε επικίνδυνα, το τούνελ του δεν πλησίαζε σε κάποιο άνοιγμα αλλά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο.
Και η σφοδρή του αναπόφευκτη σύγκρουση σε αυτό έμελλε να τον εκτοξεύσει μακριά από το ποδοσφαιρικό του σπίτι. Ο Φαν Πέρσι ήθελε το Πρωτάθλημα, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη “θνητή” φύση της Άρσεναλ εκείνων των χρόνων στην Premier League. Κι έτσι, οδηγήθηκε στη δική του -έτσι όπως ερμηνεύτηκε από τους πληγωμένους φίλους των Κανονιέρηδων- ύβρι, θέλησε να φτάσει πέρα από τα θεωρητικά του όρια στο Βόρειο Λονδίνο. Στην κορυφή. Και τα κατάφερε.
Ύβρις και Πρωτάθλημα
Σαν παράνομος δεσμός, σαν ανίερη συμφωνία στην οποία και οι δύο πλευρές είναι συμφιλιωμένες με αυτό που ακριβώς θέλουν. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον -στην τελευταία του σεζόν- επέλεξαν τον Ρόμπιν Φαν Πέρσι για να πάρουν το Πρωτάθλημα και ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι επέλεξε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για να κάνει το ίδιο. Τόσο απλά.
Η μεταγραφή που προκάλεσε σεισμό στο αγγλικό ποδόσφαιρο το καλοκαίρι του 2012 είχε ξεκάθαρα κίνητρα από πίσω της. Μόνο τυχαία δεν διάλεξε ο Ολλανδός κάτω από το όνομά του στην κόκκινη φανέλα να απλώνεται το «20». Ήξερε πως αυτή ήταν η αποστολή του, να χαρίσει στους «Κόκκινους Διαβόλους» το 20ο Πρωτάθλημα.
Μπαίνει στη σεζόν και είναι φανερό πως το θηρίο της Άρσεναλ πλέον έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, διαφορετικό. Στέκεται σε ένα ράφι μόνος του. Είναι ο καλύτερος παίκτης στην Premier League. Δεν χρειάζεται καν χρόνο προσαρμογής, ξεκινά να βάζει γκολ και δεν σταματά, παρασύρει στον χορό της φόρμας του ολόκληρη την ομάδα, την κουβαλά στους ώμους του.
Κι όμως σε κάποια φάση της σεζόν ο Φέργκιουσον, ο οποίος θα μπορούσε να τρίβει τα χέρια του, βλέποντας ένα ρίσκο, για το οποίο δέχθηκε σφοδρή κριτική, να αποδίδει, είναι έξαλλος με τους παίκτες του. «Μας φώναζε “Ακούστε, αν θέλετε να πάρουμε το Πρωτάθλημα, πρέπει να του δίνετε την μπάλα. Σας δείχνω τις κινήσεις του, πρέπει να τις βλέπετε κι εσείς. Όλη την ώρα τις κάνει και δεν του πασάρετε τη σωστή στιγμή. Αυτό σημαίνει ότι δεν βάζει όσα γκολ θα μπορούσε να βάζει. Αυτός εδώ θα σας κερδίσει το Πρωτάθλημα”». Ο Φέρντιναντ θυμάται χαρακτηριστικά τις φωνές του Σερ Άλεξ, γιατί πολύ απλά δεν τον είχε ακούσει ποτέ να μιλάει έτσι για κανέναν.
Ο Ρόμπιν βρίσκεται παντού, στην κατάληξη κάθε σέντρας, πίσω από κάθε γκολ και, όσο το μίσος των φίλων της Άρσεναλ γιγαντώνεται, εκείνος δείχνει να το χρησιμοποιεί για να δυναμώνει. Στα 29 του έχει επιτέλους την ωριμότητα να διαχειριστεί τις καταστάσεις με ηρεμία να επικεντρωθεί στο δικό του παιχνίδι.
Οι φίλοι της Γιουνάιτεντ γρήγορα κάνουν το όνομά του τραγούδι. Τραγούδι που ουρλιάζουν, όσο τον βλέπουν να τους οδηγεί στον τίτλο. Το πιο κομβικό κομμάτι του παζλ, το κλειδί του Πρωταθλήματος είναι εκείνος ο φλογερός Ολλανδός που κάνει τα πάντα.
Άνετα, σχεδόν αναπόφευκτα η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ φτάνει στα τέλη του Απρίλη του 2013 να υποδέχεται την Άστον Βίλα και να χρειάζεται μόλις τρεις βαθμούς για να “κλειδώσει” το 20ο. Σιγά το πράγμα. Ένα, δύο, τρία. Σε 33 λεπτά ολοκληρώνει το χατ τρικ του, σκοράροντας επίσης κι εκείνο το αξέχαστο μονοκόμματο βολέ μετά τη βαθιά μπαλιά του Γουέιν Ρούνεϊ.
Παίρνει το στέμμα του Πρωταθλήματος και το τοποθετεί πρώτα στο δικό του κεφάλι και έπειτα στης Γιουνάιτεντ. Εκείνος είναι ξανά, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, πρώτος σκόρερ της Premier League.
Ακόμα πιο σημαντικά όμως είναι Πρωταθλητής με τον πιο μαγικό τρόπο, αυτόν που ο εγωιστής μέσα του θα επέλεγε. Αυτό ήταν. Μέσα σε λίγους μήνες μετά το αντίο του στην Άρσεναλ, φτάνει στην πιο ψηλή κορυφή της ζωής του. Και πλέον έχει έρθει στιγμή να επιστρέψει στον τόπο της ύβρεως.
Έξι μέρες μετά το παιχνίδι κόντρα στην Άστον Βίλα, η μαθηματικά Πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ φιλοξενείται από την Άρσεναλ. Ο Φαν Πέρσι, εντελώς ειρωνικά, τότε επιστρέφει στο Emirates ως αντίπαλος για πρώτη φορά. Οι παίκτες των «Κανονιέρηδων» βγαίνουν από την κόκκινη φυσούνα πρώτοι, χωρίζονται σε δύο λωρίδες και, ως είθισται, χειροκροτούν κατά την έξοδό τους τους Πρωταθλητές.
Εκείνος βγαίνει τελευταίος, φυσικά γιουχάρεται. Βλέμμα περήφανο και λίγο αλαζονικό, αλλά, ξέρετε, με τον δικό του θετικό τρόπο. Ποια μοίρα να το έγραφε; Ο Ρόμπιν δεν θα μπορούσε να βγει από αυτή την κόκκινη φυσούνα πιο προδότης αλλά και πιο θριαμβευτής.
Άλλωστε, εκείνος δεν δείλιασε μπροστά στις υπερβολικά φιλόδοξες επιθυμίες του. Πίστεψε πως μπορούσε, ονειρεύτηκε και κατάφερε. Αποφάσισε να διαπεράσει το ανίκητο πέπλο της ύβρεως. Ήξερε πως κι αυτός θα μπορούσε να δει τον εαυτό του να πέφτει από τον ουρανό. Δεν έγινε κάτι τέτοιο όμως.
Γιατί εκείνος διέπραξε την ύβρι του και νίκησε, δικαιώθηκε, αφού το τέλος τον βρήκε εκεί. Στην κόκκινη φυσούνα. Να κρατά αυτό που πάντα ήθελε στον τόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να το αποκτήσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γουέσλι Σνάιντερ: Η μοναξιά του σχοινοβάτη