Οι ιστορίες είναι ο τρόπος που κατανοούμε τον κόσμο.
Πολλές φορές ο τρόπος που τις διηγούνται είναι αυτό ακριβώς που τις κάνει ιστορίες. Είναι οι ψίθυροι του παρελθόντος που καθορίζουν το παρόν. Δεν περιγράφουν αυτό που συνέβη αλλά αυτό που λέμε, αυτό που λένε πως συνέβη.
Γι’ αυτό και όποιος ελέγχει την αφήγηση μιας ιστορίας ελέγχει και τη μνήμη. Γι’ αυτό και ο αφηγητής δεν είναι ποτέ αθώος. Και στο τέλος-τέλος, ειδικά για τούτη εδώ, πώς στο καλό να την εμπιστευτείς σ’ έναν αφηγητή που το επίθετό του στη γλώσσα του σημαίνει «αυτός που δεν θυμάται»;
«Nepomnyashchy». Ο «αθύμητος» είναι η ακριβής μετάφραση της λέξης από τα ρωσικά. Ο Βαλερί Νιπόμνισι λέει ουσιαστικά την ιστορία που ακολουθεί. Δεν είναι, μόνο, δική του. Δεν είναι ολόκληρη. Ούτε καν. Δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς. Είναι όμως τόση, αυτή, που εξασφάλισε στον αφηγητή την ευκαιρία, τη δυνατότητα, να τη μοιράζεται. Να μνημονεύεται. Να τον θυμούνται.
Επειδή ήταν εκεί. Επειδή έτυχε να μοιραστεί ένα σκάρτο τετράωρο της αρχής του καλοκαιριού του ’90 με έναν τύπο που το σουλούπι κι η όψη του δεν παρέπεμπε σε ποδοσφαιριστή, έναν τύπο που δεν είχε -ειδικά εκείνη την εποχή- ηλικία ποδοσφαιριστή, έναν τύπο που δεν ήταν καν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, με το μολυβωτό μουστάκι και τα κενά στα μπροστινά δόντια του να τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με φιγούρα σκιτσογράφου.
Κι όμως, έτσι, αυτό το τετράωρο που αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 έφτανε για να γίνει, αυτό και μόνο, η δική του ιστορία, το δικό του πασαπόρτι στην αιωνιότητα, στο συλλογικό, καθολικό, οικουμενικό διαχρονικά θυμικό. Χωρίς να χρειαστεί καμία άλλη.
Αυτήν περιγράφει, μέσα από τη δική του διαδρομή, ο Νιπόμνισι. Έτσι κι αλλιώς, οι ιστορίες είναι αυτές που διαμορφώνουν και καθορίζουν τους ανθρώπους, είναι ο τρόπος με τον οποίον εκλογικεύουμε τη ζήση μας. Και ο πάλαι ποτέ Σοβιετικός προπονητής διαμορφώθηκε, καθορίστηκε από την ιστορία του Ροζέ Μιλά.
Ας την πει λοιπόν…

Ιούνιος 2005: Ο Ροζέ Μιλά στην Αθήνα για φιλανθρωπικό αγώνα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Πέρα από την Αφρική
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Νιπόμνισι δεν ήταν απλώς αθύμητος, ήταν και… ανώνυμος στα ποδοσφαιρικά δρώμενα της Σοβιετικής Ένωσης. Κι αυτό, παρότι μετρούσε 20 χρόνια στους πάγκους, ξεκινώντας από ακαδημίες στο Τουρκμενιστάν και έχοντας ως αποκορύφωμα της ως τότε καριέρας του το ότι το 1978 ως προπονητής της Κολκόζι Άσγκαμπατ ήταν σε ηλικία 35 ετών ο νεότερος στις δύο πρώτες κατηγορίες του ποδοσφαίρου της ΕΣΣΔ.
Φιλόδοξος όπως και να ‘χει. Συχνά έκανε αγόγγυστα και μάλιστα οδικώς τα 3.000 χιλιόμετρα που χώριζαν την πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν από τη Μόσχα, μόνο και μόνο για να παρακολουθεί προπονητικά σεμινάρια. Απαραίτητα και για τη δική του επαγγελματική εξέλιξη αλλά και για το αναγκαίο (εννοείται και) στα χρόνια των σοβιέτ lobbying.
Ήταν εκεί, προσδοκώντας να ξεφύγει από την ανωνυμία, να προσεχθεί, να επιλεχθεί. Για κάτι. Οτιδήποτε. Η πολιτική, εννοείται, πρόσφερε την ευκαιρία. Στη σκακιέρα της υδρογείου, στη μάχη για ζώνες επικυριαρχίας, η Αφρική αποτέλεσε ακόμα ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Σοβιετικών και των Αμερικανών.
Το ποδόσφαιρο, ο αθλητισμός γενικότερα, άλλοτε εύκαιρος, άλλοτε χρήσιμος και άλλοτε ιδανικός πολιορκητικός κριός. Βαφτίζονταν «κρατική βοήθεια» και εξασφάλιζε προσβάσεις, άνοιγε πόρτες, τοποθετούσε (κόκκινα) πιόνια στον χάρτη. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής επιρροής, ο Νιπόμνισι για τρία χρόνια περίμενε τις τελικές εγκρίσεις για να πάει να δουλέψει κάπου στην Αφρική. Δουλειές στην Τυνησία, το Μαρόκο, την Αλγερία, όλες τσάκισαν.
Στο Καμερούν όμως όχι. Η… αγορά για τους Σοβιετικούς είχε ανοίξει νωρίτερα, αφού είχαν στείλει έναν προπονητή βόλεϊ στην ανδρική Εθνική ομάδα της χώρας, ο οποίος μάλιστα πολύ γρήγορα τη μετέτρεψε στην κορυφαία της ηπείρου. Και έτσι, τον Νοέμβριο του 1988 απέκτησε… παρέα, με τον Νιπόμνισι να φτάνει στη Γιαουντέ, έχοντας ενημερωθεί πως θα αναλάμβανε συνολικά εποπτικό ρόλο στις φυτωριακές Εθνικές ομάδες των «αδάμαστων λιονταριών».
Αμ δε.
Προσγειώθηκε στις 2 Νοεμβρίου. Στις 8 ξεκινούσε ένα τουρνουά χωρών Δυτικής Αφρικής και οι Καμερουνέζοι δεν είχαν εκλέκτορα. Αυτόν βρήκαν, αυτόν και όρισαν.
Το κέρδισαν. Και τον κράτησαν με συμβόλαιο οκτώ μηνών αρχικά, ως το επόμενο καλοκαίρι. Συμβόλαιο που προέβλεπε αμοιβή 3.000 δολαρίων, τα οποία και κάθε πρωτομηνιά τα εισέπραττε από τη Σοβιετική Πρεσβεία. Στην τσέπη του έμεναν μόλις τα 700. Τα υπόλοιπα τα κρατούσε το Κόμμα.
Στην αρχή έμενε σε ξενοδοχείο. Ο Υπουργός Αθλητισμού και Νεολαίας, ο Ζόζεφ Φοφέ, είχε υποσχεθεί διαμονή σε υπό κατασκευή βίλα. Ολοκληρώθηκε μετά από κάποιες, αρκετές, εβδομάδες, μα, όταν μετακόμισε, η… ολοκλήρωση δεν περιλάμβανε νερό και ηλεκτρισμό. Άφησε εκεί τα υπάρχοντά του και επέστρεψε στο ξενοδοχείο. Επιστρέφοντας το επόμενο πρωί, δεν υπήρχε τίποτα από δαύτα, αφού τα πάντα είχαν κλαπεί.

Ο Ροζέ Μιλά (καθιστός στο μέσον) σε επίσκεψή του στο παλάτι του Καμερούν, το 1975.
Η τότε εγγύηση για αποτροπή ανάλογων, στο μέλλον, λεηλασιών είχε να κάνει με την πρόσληψη, κατόπιν κυβερνητικής σύστασης και ιδίοις εξόδοις, ενός ντόπιου οικονόμου. Το έκανε και έτσι μπόρεσε να διασώσει ό,τι και όσα χρειάστηκε να αγοράσει για να ζήσει στη Γιαουντέ.
Πρώτη, ουσιαστικά, αποστολή του ως Ομοσπονδιακός τεχνικός ήταν τα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Όλα κι όλα, η FIFA έδινε τότε μόλις δύο εισιτήρια για τα τελικά σε αφρικανικές χώρες. Το Καμερούν ξεκίνησε με εντός έδρας ισοπαλία κόντρα στην Αγκόλα (Ιανουάριος 1989).
Η πίεση, με το καλημέρα, έγινε αφόρητη. Οι φωνές για επιστροφή του Γάλλου Κλοντ Λε Ρουά, του προπονητή που είχε οδηγήσει τα «Λιοντάρια» στην κατάκτηση του αμέσως προηγούμενου Κυπέλλου Εθνών Αφρικής, γρήγορα θέριεψαν. Έτσι κι αλλιώς, στη χώρα η γαλλική επιρροή, ειδικά ποδοσφαιρικά, εκείνα τα χρόνια ήταν τεράστια, εμφανής παντού, στο κάθε τι.
«Μου είχαν πει πως, αν δεν κερδίζαμε στο δεύτερο παιχνίδι του ομίλου στην Γκαμπόν, δεν θα επέστρεφα στη Γιαουντέ, αλλά θα έφευγα από τη Λίμπρεβιλ κατευθείαν για Παρίσι», εξιστορεί ο Νιπόμνισι.
Δεν έμελλε. Το Καμερούν κέρδισε (3-1), πήρε τελικά την πρωτιά στο γκρουπ και στα play offs ξεπέρασε, με δύο νίκες, το εμπόδιο της Τυνησίας, τσεκάροντας έτσι διαβατήριο για τα γήπεδα της Ιταλίας.
Παραμονές της διοργάνωσης, Μάρτη μήνα, ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί εκ νέου το Κύπελλο Εθνών Αφρικής. Οι προσδοκίες είχαν γίνει απαιτήσεις. Η κοινή γνώμη πλέον ήθελε διακρίσεις, νίκες, επιτυχίες, παντού. «Ενημέρωσα τους υπευθύνους πως ήταν αδύνατο να παρουσιάσω μια ομάδα σε κατάλληλη φόρμα και τον Μάρτιο και τον Ιούνιο. Έπρεπε να θυσιάσουμε κάτι».
Συνυπολογίζοντας πως το εγχώριο Πρωτάθλημα ξεκινούσε Φεβρουάριο και πως οι μισοί -και παραπάνω- της δεξαμενής από την οποία αντλούσε ο Σοβιετικός προπονητής τις επιλογές του ήταν γηγενείς, η επιλογή, μάλλον, δεν ήταν δύσκολη. Οι Καμερουνέζοι πάτωσαν στη διοργάνωση της ηπείρου τους, αδυνατώντας να ξεπεράσουν έστω τον όμιλο.
Και έτσι, πάλι ακούγονταν φωνές για τον προπονητή. Άλλες όμως ήταν πιο δυνατές. Αυτές που ζητούσαν, επιτακτικά, την ως και… μεσιανική επιστροφή στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, από το οποίο είχε αποχωρήσει αμέσως μετά την κατάκτηση του τίτλου του 1988, ακόμα και σε ρόλο Ελ Σιντ, ενός 38χρονου όχι απλώς παλαιμάχου αλλά απομάχου.
Του Ροζέ Μιλά.
Ο Πελέ, ο Φιντέλ και η «γαζέλα»
Επισήμως, στα χαρτιά, δεν λέγονταν έτσι. Ροζέ Άρθουρ Μίλερ είχε δηλωθεί. Ο παππάς που τότε, το 1952, οπότε και γεννήθηκε, ανέλαβε το ληξιαρχικό καθήκον άκουσε λάθος, δεν κατάλαβε πως οι γονείς του ήθελαν να του χαρίσουν τ’ ονοματεπώνυμο του θείου του και τον κατέγραψε Μίλερ.
Μικρό το κακό. Στην Αφρική πάντα, πόσο μάλλον τότε, τα πάντα είναι σχετικά. Και δεν είναι. Ενδεικτικό εν προκειμένω ότι τα τρία αδέρφια του λέγονται Ζόζεφ Ντεμπούντα, Ζακ Ετζάνκ και Αλεξάντρ Ντιμπουσί. Άντε βρες άκρη. Για όποιον φυσικά την ψάχνει και τη χρειάζεται.
Ο πατέρας του, υπάλληλος της κρατικής σιδηροδρομικής εταιρείας, τρελός και παλαβός με το ποδόσφαιρο. Του πέρασε το μεράκι. Οι πρώτες του θύμησες, έξι χρόνων, προσωποποιήθηκαν από τον Πελέ. Όχι βλέποντάς τον αλλά διαβάζοντας τα κατορθώματά του στα ποδοσφαιρικά εισόδια του έφηβου Βραζιλιάνου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’58.
Τέτοια μανία είχε με τον «Βασιλιά» που, παρότι καλά-καλά δεν ήξερε να διαβάζει, ό,τι απόκομμα εφημερίδας έβρισκε που αφορούσε σ’ αυτόν, το έκοβε και το κολλούσε στον τοίχο πάνω από προσκέφαλό του. Αν τύχαινε μάλιστα να έβρισκε και φωτογραφία, ο κόσμος όλος -ονειρικά έστω- του χαριζόταν. Το πρώτο παρατσούκλι του, μοιραία, αυτό ήταν. «Πελέ».
Τα γράμματα αδύνατον να ξεπεράσουν το τόπι (παρότι ο ίδιος ισχυρίζεται πως ολοκλήρωσε την σχολική εκπαίδευσή του, κάτι που όμως συμπατριώτες του γραφιάδες έχουν αποδείξει πως δεν ισχύει). Το όποιο τόπι. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στον δρόμο, ξυπόλητο, παίζοντας με αυτοσχέδιες μπάλες από λεμόνια, τσιγκάκια και κουρέλια, πληγιάζοντας τα πόδια του.
Οι γονείς του γρήγορα αποδέχτηκαν πως άλλο χαΐρι πέραν του ποδοσφαίρου δεν θα έβλεπε. Η μετακόμιση της οικογένειας στη μεγαλύτερη πόλη του Καμερούν, την Ντουάλα, στα 11 του βοήθησε να μπει, σιγά-σιγά, σε πιο -έστω και για την εποχή και τον τόπο- οργανωμένα καλούπια.
Στα 13 του είχε ήδη δελτίο. Ο εθνικός ήρωας, από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς, Εμπαπέ Μάρσαλ Λέπε, αρχηγός της ντόπιας Oryx Douala, η οποία το 1965 κατέκτησε το παρθενικό Αφρικανικό Κύπελλο Πρωταθλητριών, είχε πάρει (κυρίαρχη) θέση δίπλα στον Πελέ πάνω από το μαξιλάρι του αλλά και σε όσα στα γήπεδα πλέον -χωμάτινα όλα- προσπαθούσε να ξεπατικώσει.

Ο νεαρός Ροζέ Μιλά υπογράφει συμβόλαιο στα 70’s.
Στα 15 του αγωνίζονταν ήδη σε ομάδα Β’ Εθνικής. Γοργοπόδαρος, αλαφροΐσκιωτος, χωρίς ούτε δράμι λίπους, με το ζόρι ζύγιζε 60 κιλά (δεν ανατράφηκε φτωχικά, αλλά σίγουρα η οικογένειά του απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί, έστω και για τα οικονομικά δεδομένα του Καμερούν της παιδικής του ηλικίας, εύπορη), εκρηκτικός, αθλητικός, «μια «γαζέλα που μάταια άνθρωποι προσπαθούσαν να προλάβουν», όπως είχε πει ο Ομοσπονδιακός τεχνικός των «Λιονταριών» στα ’70s, Πέτερ Σνίτγκερ.
Ενδεικτικό ότι στα 17 του στέφθηκε εθνικός Πρωταθλητής Εφήβων στο ύψος. Συγκυριακά βρέθηκε να συμμετέχει, απλώς και μόνο επειδή τα αθλητικά προσόντα του ήταν τέτοια που (τον) παρακινούσαν να τα επιδείξει. Λίγο αργότερα μετακόμισε σε μια από τις μεγάλες της χώρας, τη Léopard Douala. Τρία χρόνια εκεί, τα επόμενα τρία στην Tonnerre της πρωτεύουσας, αγωνιζόμενος συνολικά σε 203 παιχνίδι και πετυχαίνοντας 158 γκολ.
Επιδόσεις που, εννοείται, πως του άνοιξαν την πόρτα της Εθνικής. Με το εθνόσημο ντεμπούταρε το ’73, τρία χρόνια αργότερα η συνέπεια και η σταθερότητα στο σκοράρισμα τον αναγόρευσαν κορυφαίο Αφρικανό ποδοσφαιριστή, τίτλο που τότε δεν είχε τον παραμικρό διεθνή αντίκτυπο. Πέραν ίσως της -πανταχού παρούσας στο Καμερούν- Γαλλίας.
Μοιραία, ομάδες του Championnat ήταν αυτές που μπήκαν στη διαδικασία αρχικά έστω να τον τσεκάρουν. Δύσκολα, πολύ δύσκολα εκείνη την εποχή, ακόμα και για τους ομόγλωσσους της Ligue 1, αναλαμβανόταν το ρίσκο της εμπιστοσύνης σε Αφρικανούς ποδοσφαιριστές. Απόδειξη ότι ο κορυφαίος της ηπείρου, ο σκόρερ των (κατά μέσο όρο) δύο γκολ ανά τριών παιχνιδιών, έφτασε στα 25 του χρόνια για να μετακομίσει στη Γαλλία.
Δεν αρκούσε στον εμπλουτισμό των ποδοσφαιρικών διαπιστευτηρίων του, παρά μόνο στη γιγάντωση της φήμης που έχτιζε ότι μέχρι και κοτζάμ Φιντέλ Κάστρο είχε νωρίτερα ταξιδέψει ως το Κονακρί, πρωτεύουσα της Γουινέας, για να τον παρακολουθήσει σε ένα παιχνίδι του Αφρικανικού Κυπέλλου Πρωταθλητριών (για την ιστορία, στο ημίχρονο του συγκεκριμένου παιχνιδιού, κόντρα στη Χαφία, η τότε ομάδα του, η Léopard, έχανε με 2-0. Με χατ-τρικ του Μιλά, το γύρισε στο δεύτερο και επικράτησε με 4-2).
Πειστήριο ποδοσφαιρικής επάρκειας το γεγονός ότι “επιβίωσε” για δεκατρία χρόνια στη Γαλλία, παρότι καμία από τις πέντε συνολικά ομάδες που αγωνίστηκε δεν ήταν κορυφαίου επιπέδου (κάθε άλλο). Συνεπής στο γκολ, χωρίς αναμενόμενα την ευχέρεια και τη συχνότητα που είχε στην πατρίδα του, πανηγύρισε, όλα κι όλα, δύο (back to back, με Μονακό και Μπαστιά, το 1979 και το ’80) Κύπελλα.
Τίποτα το ξεχωριστό, τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα που -ακόμη- φτιάχνει ιστορία.

Ο Ροζέ Μιλά με τη φανέλες των Μπαστιά και Μονακό.
Φωνή λαού
Για έναν 37χρονο όμως -τόσο ήταν, όταν ολοκληρώθηκε η περατζάδα του στη Γαλλία- ήταν τόσο όσο. Όσο δηλαδή του χρειαζόταν για να φτιάξει, όπως ήθελε, το πέρασμα από τον επαγγελματισμό στη συνταξιοδότηση και τις απολαύσεις της. Και πού περισσότερες από τη Ρεουνιόν, ένα μικροσκοπικό νησί στις ακτές της ανατολικής Αφρικής, μια αλλοτινή γαλλική αποικία, έναν παράδεισο επί γης;
Εκεί κατέληξε καλοκαίρι του ’89, υπογράφοντας με την (ερασιτεχνική εννοείται) Jeunesse Sportive Saint-Pierroise. Μόνο και μόνο για να συνεχίσει, όσο γούσταρε, να παίζει ποδόσφαιρο, για την πλάκα του πια τελείως, προσθέτοντας και αυτό στα πλείστα όσα απολάμβανε.
Κανένα ενδιαφέρον και καμία συνέπεια για το αν θα πάρει κιλά. Και ας πήρε πολλά και ας στρογγύλεψε. Έμαθε (ή τουλάχιστον προσπαθούσε) το τένις, εκτίμησε τις αχανείς παραλίες του νησιού, τα λογιών-λογιών κοκτέιλ, την καλή ζωή ενός εύπορου ποδοσφαιρικού ημι-απομάχου.
Όλα, μα όλα φαίνονταν, “φώναζαν” τα Χριστούγεννα κιόλας του ’89, όταν ο συμπαίκτης του στην αποστολή της παρθενικής συμμετοχής του Καμερούν σε τελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1982 στην Ισπανία, ο Τεοφίλ «Ντοκτόρ» Αμπέγκα, διοργάνωσε το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του στη Ντουάλα.
Πήγε, έπαιξε για σκάρτο ένα ημίχρονο, αλλά, παρότι… ολόγιωμος, παρότι ξεκάθαρα σε άλλον ρυθμό σε σχέση με εκείνους που μοιραζόταν το γήπεδο, σκόραρε δις, αναγκάζοντας τους συμπατριώτες του να αρχίσουν, όχι φωναχτά εκείνη τη στιγμή, να τον αναπολούν. Ακόμα και έτσι.
Σε κραυγές μετατράπηκαν οι φωνές λίγο καιρό αργότερα, μετά την παταγώδη -αλλά προδιαγεγραμμένη βάσει των όσων ισχυρίστηκε πως είχε συναποφασίσει με τους ποδοσφαιρικούς διοικούντες ο Νιπόμνισι- αποτυχία των «Λιονταριών» στο Κύπελλο Αφρικής του επόμενου Μαρτίου. Φωνή λαού. Τόση η ένταση, τέτοια η έκταση της απαίτησης που ανάγκασε τον Πρόεδρο της χώρας (παραμένει στον θώκο ως και σήμερα, συμπληρώνοντας αισίως 43 χρόνια στο αξίωμα), Πολ Μπιγιά, να παρέμβει.
Πρώτα μιλώντας με τον Σοβιετικό προπονητή και ζητώντας του να σκεφτεί την επιστροφή του Μιλά. Ο εκλέκτορας, μάλλον απρόθυμα είναι η αλήθεια, μίλησε πρώτα μαζί του. «Τον είχα παρακολουθήσει στα παιχνίδια του Κυπέλλου Αφρικής του ’88. Παρότι μεγάλος σε ηλικία, ξεχώριζε, έκανε τη διαφορά. Όταν όμως μιλήσαμε, συμφωνήσαμε πως πλέον δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει, δεν θα μπορούσε».

Ο Ροζέ Μιλά με τη φανέλα της Εθνικής Καμερούν στα 80’s.
Ακόμα μια αλήθεια πως την καθολική απαίτηση επανόδου δεν τη συμμερίζονταν οι συμπαίκτες του στην Εθνική. Είτε αυτοί με τους οποίους είχε νωρίτερα συνυπάρξει είτε όσοι απλώς και μόνο αρκούνταν στα όσα το παρατσούκλι που του είχε αποδοθεί, «Γκαντάφι» (κατά τον Λίβυο Δικτάτορα), φωτογράφιζε τη συνολική συμπεριφορά και στάση του.
Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’90 έγινε στο Μπορντό. Για τον Νιπόμνισι, ευλογία. «Στο Καμερούν προπονούμασταν σε χωμάτινα γήπεδα, με συνθήκες ακραίας ζέστης και πολλές φορές το μόνο που είχαν οι παίκτες για να δροσιστούν ήταν ένα μεγάλο μπουκάλι νερό. Ένα. Τουλάχιστον στη Γαλλία παίζαμε σε κανονικά γήπεδα και δεν έκανε τόση ζέστη».
Ο Μιλά δεν ήταν εκεί. Δεν θα πήγαινε ούτε στη Γιουγκοσλαβία, όπου και θα πραγματοποιούνταν το τελευταίο προπονητικό καμπ. Ούτε ο κόσμος όμως ούτε και ο Πρόεδρος της χώρας (τον) είχαν ξεχάσει, ειδικά εφόσον και η ομάδα… βοηθούσε, χάνοντας όλα τα φιλικά της προετοιμασίας.
Ο Μπιγιά τότε ανέλαβε αποφασιστική δράση, υπογράφοντας διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά επέβαλλε την κλήση του.
«Μίλησα αρχικά με τον Υπουργό Φοφέ, ο οποίος και μας επισκέφθηκε για να μου πει πως ο Πρόεδρος, προσωπικά, ζητούσε την ένταξη του Μιλά στην ομάδα, ώστε να καταπραΰνει και να περιορίσει την αναταραχή που υπήρχε στη χώρα. Για να το σκεφτώ, ζήτησα πως θα έπρεπε να ερχόταν στο καμπ για να τον δω».
Στην πρώτη προπόνηση που συμμετείχε ο εκτός οποιασδήποτε αποδεκτής ποδοσφαιρικής φόρμας Καμερουνέζος, στην πρώτη του κιόλας επαφή με την μπάλα, άφησε με μια κίνησή του σύξυλους τους δύο αντίπαλους στόπερ, τον Μασίνγκ και τον Κουντέ, πετυχαίνοντας ένα καταπληκτικό γκολ.
Αυτή ήταν και η αφορμή, η δικαιολογία που χρειαζόταν ο Νιπόμνισι για να παραγνωρίσει τη λογική και να αποδεχτεί το παράλογο. Τουλάχιστον επιβάλλοντας έναν αμοιβαίο συμβιβασμό. «Συμφωνήσαμε πως δεν θα είχε ρόλο βασικού και πως θα έπρεπε στο υπόλοιπο της προετοιμασίας να έκανε εντατική δουλειά για να φτάσει σε ένα μίνιμουμ επίπεδο κατάλληλης φυσικής κατάστασης και εικόνας».
Και έτσι, στο παρά πέντε, κυριολεκτικά, της κατάθεσης της επίσημης αποστολής του Καμερούν για το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο 38χρονος, ερασιτέχνης πια, Ροζέ Μιλά βρήκε θέση σε αυτήν, δύο χρόνια μετά την επίσημη αποχώρησή του από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Ιούνιος 1990: Ο Ροζέ Μιλά με τη φανέλα του Καμερούν στο Μουντιάλ σε αναμέτρηση με την Ρουμανία / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Τα γκολ, ο χορός, η αιωνιότητα
Περιττή, πλέον, η όποια αντιπαράθεση για το αν το κατάφερε να εμφανιστεί στα ιταλικά γήπεδα όπως του είχε ζητηθεί ή όχι. Τότε ήταν εκεί και αυτό έφτανε για να σβήσουν τα πάθη και οι εντάσεις που δημιουργούσε η απουσία του.
Και να περιοριστούν και τα μύρια άλλα συνόδευσαν την αποστολή του Καμερούν ως τα ιταλικά γήπεδα. Η διαμάχη για το ποιος από τους δύο τερματοφύλακες θα αγωνιζόταν βασικός, δύο από τους καλύτερους εκείνης της εποχής, ο Ζόζεφ Αντουάν Μπελ και ο Τόμας Ενκόνο (αμφότεροι μεταξύ των 11 μόλις λεγεωνάριων της 22μελούς αποστολής, οι άλλοι τόσοι αγωνίζονταν εντός συνόρων), αλλά και η διαφωνία των διεθνών με την κυβέρνηση για τη μη καταβολή των πριμ πρόκρισης, μερικά μόνο από όσα έφεραν τα «Λιοντάρια» στα τελικά.
Το τελευταίο διευθετήθηκε μόλις λίγες μέρες πριν το εναρκτήριο παιχνίδι με την Αργεντινή, με προεδρική επίσκεψη στην Ιταλία και σχετικές διαβεβαιώσεις από τον ίδιο. Αφρικανικό, επιβεβλημένο και για εκεί και τότε, γρηγορόσημο. Χαρακτηριστικό πως οι πολυτελείς επαύλεις που υποσχέθηκαν στους Καμερουνέζους μετά την επιτυχία τους το ’90 τούς δόθηκαν, έτοιμες να κατοικηθούν το… 2020. Τριάντα χρόνια μετά. Μόλις.
Νίκη στην παρθενική παρουσία του σε Παγκόσμιο Κύπελλο, οκτώ χρόνια νωρίτερα, στην Ισπανία, το Καμερούν δεν πανηγύρισε. Ούτε όμως και ηττήθηκε. Τρεις ισοπαλίες έκανε στον όμιλο. Ο Μιλά είχε δοκάρι στο πρώτο ματς με το Περού, του ακυρώθηκε ως οφσάιντ γκολ (ορκίζεται πως δεν ήταν), τα «Λιοντάρια» έμειναν εκτός, με την Ιταλία να τους ξεπερνάει για ένα γκολ και τελικά να κατακτά τον τίτλο.
Στη δεύτερη συμμετοχή τους, στο σπίτι πλέον τον Παγκόσμιων Πρωταθλητών του ‘82, στην πρεμιέρα του τουρνουά, κόντρα στην αμέσως προηγούμενη Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, οι Καμερουνέζοι προκάλεσαν το πρώτο σοκ. Έπαιξαν σκληρά, χτύπησαν τους Αργεντινούς στο ψαχνό, ολοκληρώνοντας το παιχνίδι με εννιά παίκτες, και τελικά επικράτησαν με 1-0. Ακόλουθα του συμφωνηθέντος πλάνου, ο Μιλά ήρθε από τον πάγκο, παίζοντας στο τελευταίο δεκάλεπτο.

Ιούνιος 1990: Ο Ροζέ Μιλά με τη φανέλα του Καμερούν στο Μουντιάλ σε αναμέτρηση με την Ρουμανία / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Νωρίτερα μπήκε στο γήπεδο στο δεύτερο παιχνίδι, κόντρα στη Ρουμανία. Μετά από ένα τέταρτο άνοιξε το σκορ, κερδίζοντας μια εναέρια μονομαχία και πλασάροντας άψογα. Ο πανηγυρισμός του ξεπέρασε στη μνήμη ακόμα και τη δυσκολία, την ομορφιά, την απόδειξη ποιότητας του δεύτερου γκολ που σημείωσε, δέκα λεπτά αργότερα.
Έτρεξε στο σημαιάκι του κόρνερ και άρχισε να χορεύει, με όλα τα νευρώδη άκρα του να λικνίζονται ρυθμικά σε κάτι που έμοιαζε με makossa, έναν παραδοσιακό χορό της πατρίδας του. «Δεν ήταν σάμπα. Ήταν ένας ερωτικός χορός μπροστά στο σημαιάκι, ο οποίος κατέληξε με το χέρι του να καταλήγει στη βουβωνική χώρα, λες και έδειχνε στον κόσμο τον αρρενωπό τρόπο με τον οποίον είχε διαπεράσει την αντίπαλη άμυνα», έγραψε ο, ίσως πιο φημισμένος Καμερουνέζος συγγραφέας, Εζέν Εμποντέ.
«Δεν ήταν πραγματικός χορός. Ήταν απλώς μια αυθόρμητη εκδήλωση της χαράς μου. Δεν υπήρχε τίποτα το προσχεδιασμένο. Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα μου που αντέδρασα έτσι», αντέτεινε χρόνια μετά ο ίδιος ο σκόρερ, ο οποίος έγινε τότε ο γηραιότερος που βρίσκει δίχτυα σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο ίδιος κατέρριψε αυτό το ρεκόρ, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις ΗΠΑ, πετυχαίνοντας σε ηλικία 42 ετών και 39 ημερών το μοναδικό γκολ των «Λιονταριών» στη συντριβή (1-6) από τη Ρωσία.
Μια συντριβή (0-4), χωρίς όμως επιπτώσεις, έφερε και το τελευταίο παιχνίδι των Αφρικανών στον όμιλο του 1990. Αντίπαλος η Σοβιετική Ένωση, με τον Νιπόμνισι να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τους βασικούς του (παρότι δεν το σκόπευε) κατόπιν -και πάλι- κυβερνητικής εντολής, «για να μην θεωρηθεί πως θα χάριζα το παιχνίδι στους συμπατριώτες μου».
Δεν τους βοήθησε έτσι κι αλλιώς. Έμειναν τελευταίοι στον όμιλο και αποκλείστηκαν, ενώ οι Καμερουνέζοι, ως πρώτοι, θα έβρισκαν πλέον μπροστά τους στους «16» την Κολομβία. «Θα βάλω γκολ σε αυτόν τον ανόητο. Αυτή ήταν η ακριβής του φράση, “ανόητος”», θυμάται ο Νιπόμνισι να του λέει ο Μιλά, αναφερόμενος στον τερματοφύλακα των Λατινοαμερικάνων αλλά και τον εκκεντρικό, ριψοκίνδυνο τρόπο παιχνιδιού του, τον περίφημο Ρενέ Ιγκίτα.

Μάιος 1994: Ο Ροζέ Μιλά (στο μέσον) στην προετοιμασία του Καμερούν για το Μουντιάλ των ΗΠΑ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Τήρησε την υπόσχεσή του. Δις μάλιστα, αμφότερες στην παράταση και φροντίζοντας, στη μία εξ αυτών, όντως να εκθέσει τον «ανόητο». Το Καμερούν έγινε η πρώτη αφρικανική ομάδα που έφτασε στα προημιτελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου, κατόρθωμα που ισοφάρισαν έκτοτε μόνο η Σενεγάλη (2002) και η Γκάνα (2010) και ξεπέρασε στη διοργάνωση του 2022 το Μαρόκο, φτάνοντας στην τετράδα.
Τότε στους «8» περίμενε η Αγγλία. Ο Μιλά και πάλι, όπως σε κάθε παιχνίδι στο τουρνουά, ως αλλαγή αγωνίστηκε. Μέσα σε πέντε λεπτά κέρδισε το πέναλτι με το οποίο το Καμερούν ισοφάρισε και συμμετείχε στο γκολ με το οποίο ανέτρεψε το 0-1. Το πέναλτι του Γκάρι Λίνεκερ στο 86′ έστειλε την αναμέτρηση στην παράταση και εκεί οι Νησιώτες, με δεύτερο πέναλτι του «9αριού» τους, πήραν την πρόκριση για τα ημιτελικά.
«Οι Καμερουνέζοι δεν φοβούνται, αλλά παρασύρονται. Έπρεπε να είμαστε πιο έξυπνοι, να παίξουμε πιο πίσω, να αξιοποιήσουμε τον χρόνο και να τελειώσουμε το παιχνίδι. Συνεχίσαμε όμως να παίζουμε ψηλά, να κυνηγάμε και τρίτο γκολ και αυτό μας κόστισε», το απολογιστικό σχόλιο του Σοβιετικού προπονητή, ο οποίος παρά την ανεπανάληπτη επιτυχία δεν θέλησε -όπως ισχυρίζεται- να ανανεώσει το συμβόλαιό του, φεύγοντας από το Καμερούν, συνεχίζοντας ανά τον πλανήτη τη σταδιοδρομία του και λέγοντας έκτοτε την ιστορία.
Ιστορία, ναι, πλέον ξεχωριστή, μοναδική. Αυτές οι κάτι παραπάνω από τέσσερεις ώρες μπάλας του Ροζέ Μιλά στα ιταλικά γήπεδα έφτασαν για να τον αναγορεύσουν, για δεύτερη φορά στην καριέρα του, κορυφαίο Αφρικανό για το 1990 και για να τον χρίσουν, στην αυγή πια του 21ου αιώνα, λίγο μετά από τότε που κρέμασε οριστικά πια τα εξάταπα, στα 44 του, παίζοντας στην Ινδονησία, τον κορυφαίο Αφρικανό του 20ού.
Αυτές σμίλεψαν την ιστορία του, την έκαναν οικουμενική, διαχρονική, αιώνια. Αυτές και μόνο, αυτές οι εικόνες, αυτή η αλληλουχία γεγονότων, στιγμών, συγκυριών, όλα, τελικά μάλλον επιβεβαιώνοντας πως δεν φτιάχνονται οι ιστορίες από τους ανθρώπους αλλά οι άνθρωποι από τις ιστορίες.

Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ιριδίζουσα φύση του Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ
Ντιντιέ Ντρογκμπά, κάτι παραπάνω από ένας επιθετικός
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη