Μια παρέα πιτσιρικάδων παίζει μπάλα στην παραλία της Κοπακαμπάνα.
Ο πιο μικρόσωμος την κολλάει στο πόδι του, τρέχει με το κεφάλι κάτω, ντριμπλάρει με χαρακτηριστική ευκολία τους πάντες.
Οι υπόλοιποι τον φωνάζουν «baixinho» («κοντούλη», «ψείρα»), μήπως τον εκνευρίσουν και τη χάσει.
Δεν τον νοιάζει, όμως, τον μικρό, ίσα-ίσα δείχνει να το απολαμβάνει κιόλας.
Το είδωλό του είναι ένας άλλος «κοντορεβυθούλης», ο Ρομάριο ντε Σόουζα Φαρία.
Τα 167 εκατοστά του ύψους του δεν τον εμπόδισαν να χτίσει έναν από τους μεγαλύτερους και πιο ανθεκτικούς μύθους, όχι μόνο στην Κοπακαμπάνα αλλά σε ολόκληρη τη Βραζιλία.
Κι αφού τα κατάφερε εκείνος, τότε μπορεί να τα καταφέρει και ο δικός μας πιτσιρικάς.
Ο «baixinho» τους περνάει όλους, περνάει με μια καταπληκτική προσποίηση και τον τερματοφύλακα, σταματάει τη μπάλα στη νοητή γραμμή και με το κεφάλι τη σπρώχνει απλώς μέσα. Γκολ.
Αν μπορούσε ο Ρομάριο, θα έκανε το ίδιο σε όλη του τη ζωή, σε όλη του την καριέρα. Γιατί ο Ρομάριο ήταν το γκολ. Όχι το απλό γκολ, αλλά εκείνο με την -καλώς και κακώς εννοούμενη- αλητεία μέσα του.
Σκόραρε χίλια γκολ. Όλα τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια μεταξύ τους συνάμα. Βγήκε πρώτος σκόρερ 26 φορές σε κάθε πιθανή και απίθανη διοργάνωση, στην οποία μετείχε.
“Το ‘κοψε” αναγκαστικά στα 43. αν ήταν στο χέρι του, το πιθανότερο είναι ότι θα έπαιζε ακόμα.
Στην τελευταία του ομάδα, την Αμέρικα του Ρίο, της ταπεινής Β’ Εθνικής, έπαιξε 25 λεπτά, ίσα για να ικανοποιήσει το όνειρο τού πατέρα του, να φορέσει τη φανέλα της ομάδας που υποστήριζε από παιδί. Πιθανότατα ήταν η μοναδική φορά που φόρεσε φανέλα και σορτσάκι, σκεπτόμενος κάποιον άλλον και όχι τον εαυτό του, σίγουρα η μοναδική φορά που δεν τον ένοιαζε να βάλει γκολ.
Από τα 19 τον θεωρούσαν “μηχανή” παραγωγής γκολ. Είχε σκοράρει 11 στην παρθενική του σεζόν με τη Βάσκο, τη δεύτερη τα υπερδιπλάσια, 29.
Σκόραρε με απλότητα και κομψότητα, μέσα από ένα -ουσιαστικό μεν, σαγηνευτικό δε- στυλ παιχνιδιού. Κάθε κίνηση, κάθε ενέργεια, είχε ως τελικό στόχο το γκολ. δεν ήταν ποτέ η ίδια. Δεν γέμιζε το μάτι, ήταν «baixinho», ναι, αλλά τούτος εδώ ήταν δυνατός ακόμη και στο ψηλό παιχνίδι. Γρήγορος, εκρηκτικός, πονηρός, άπιαστος.
Ο υπόλοιπος κόσμος τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988. Ήταν 22 χρονών, έμοιαζε “ψαρωμένος”, καθώς φορούσε τη φανέλα των ονείρων εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών στην πατρίδα του. Μαζί του μια καταπληκτική φουρνιά μελλοντικών παγκόσμιων πρωταθλητών: Ταφαρέλ, Ζορζίνιο, Μπεμπέτο. Όλοι τους συνοδοιπόροι στο Μουντιάλ του ’94 στις Η.Π.Α., όταν η Βραζιλία ήπιε το νέκταρ που της χάρισε δεκαετίες ποδοσφαιρικής ζωής.
Και στη Σεούλ είχε βγει πρώτος σκόρερ, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Η Ολυμπιακή ομάδα των Βραζιλιάνων λύγισε τότε μονάχα απέναντι στους υπερηχητικούς Σοβιετικούς στον Τελικό του τουρνουά, η επίγευση, ωστόσο, που άφησε εκείνη η ομάδα, είναι ότι κάτι (πολύ) μεγάλο ξαναγεννιέται.
Ο Ρομάριο από τότε ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Εκείνο το Ολυμπιακό τουρνουά ήταν και το διαβατήριό του για την Ευρώπη, ο λόγος, για τον οποίο η PSV “έκανε την τρέλα” και εμπιστεύτηκε τη θέση τού σέντερ φορ σε έναν κυνηγό “τσέπης”, όπως χλεύαζαν τότε κάποιοι βιαστικοί.
Ο Ρομάριο στην Ολλανδία έσπασε όλα τα κοντέρ. 128 γκολ σε 142 παιχνίδια, τρία Πρωταθλήματα, δυο Κύπελλα, Σούπερ Καπ, πορείες στην Ευρώπη.
Δεν αμύνετο ποτέ, δεν συμμετείχε καν στη διαδικασία δημιουργίας των φάσεων. Ακόμα και όταν η μπάλα έφτανε στο τελευταίο τέταρτο του γηπέδου και εκ των πραγμάτων έπρεπε να συμμετάσχει, το έκανε απρόθυμα, με τον πιο προκλητικό και ράθυμο τρόπο.
«Ο Ρομάριο είναι το ποδόσφαιρο. Και το ποδόσφαιρο είναι η αποθέωση της απάτης. Όλο στηρίζεται στο λάθος, στην κοροϊδία τού αντιπάλου, στον τρόπο, με τον οποίο θα ξεγελαστεί ο αμυντικός, ο διαιτητής, ο τερματοφύλακας. Ο Ρομάριο όλα αυτά τα κάνει με τον πιο υπέροχο τρόπο από καταβολής ποδοσφαίρου», είπε κάποτε ο Χόρχε Βαλντάνο.
Είχε δίκιο ο Αργεντίνος πρώην σταρ και προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης. Αυτή η αισθητική της τεμπελιάς, αυτή η πονηρή και “αλήτικη” δημιουργικότητα του Ρομάριο, ήταν η πεμπτουσία του παιχνιδιού του Βραζιλιάνου.
Στο γήπεδο έμοιαζε ένα περιπλανώμενο ψέμα, ένας περιπατητής που δεν τρέχει, δεν μαρκάρει, δεν ιδρώνει. Κινείτο σε απελπιστικά αργούς ρυθμούς, πολλές φορές έβαζε προκλητικά και τα χέρια στη μέση, κάποιες άλλες τα σήκωνε κιόλας και υποδείκνυε στους συμπαίκτες τι πρέπει να κάνουν. Δεν υπάρχει χειρότερο.
Ξάφνου όμως, όταν ερχόταν η στιγμή για το “τσίμπημα”, το χειρουργικό πλασέ, το φαλτσαριστό σουτ, όλα γίνονταν κατανοητά. Ως διά μαγείας, όπως οι οφθαλμαπάτες στο σινεμά.
Ολόκληρος ο ποδοσφαιρικός βίος του Ρομάριο, όλη του η παρουσία μέσα στις τέσσερεις γραμμές τού γηπέδου, μπορεί να παρομοιαστεί μονάχα με τη διαδικασία ενός τοξοβόλου. Αργές, φαινομενικά ράθυμες κινήσεις, απόλυτη συγκέντρωση, χειρουργική ταλάντωση και μετά… «απελευθερώστε την κόλαση» που έλεγε και ο Μάξιμος Δέκιμος Μερίδιος. Τα βέλη του Ρομάριο ήταν πάντοτε ξαφνικά και θανατηφόρα, αναθεματισμένα ακριβή.
Μακριά από την περιοχή προσποιείτο. Με τον χειρότερο, ίσως, τρόπο. Στα τελευταία δεκαέξι μέτρα, όμως, ήταν ό,τι πιο μοναδικό είδαμε ποτέ.
Κάποια σουτ εκτός περιοχής, λίγες κεφαλιές, ελάχιστα “σόλο” α-λα Μαραντόνα. Ο Ρομάριο ήταν “της μιας επαφής”, του “τσιμπήματος”, της μύτης του παπουτσιού. Έχω την αίσθηση και από επιλογή, όχι μόνο λόγω του θεόσταλτου ταλέντου του.
Αυτή είναι η παρακαταθήκη του στο ποδόσφαιρο, αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο ακόμα και τώρα διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Το “μυτάκι”.
Όταν, μεγαλώνοντας, τον σπούδαζαν οι αντίπαλοι προπονητές, γινόταν κατανοητό ότι όλα ήταν προϊόν ενός συγκεκριμένου μοτίβου, ότι κάθε του κίνηση ήταν μέρος ενός σχεδίου που μόνον εκείνος είχε στο μυαλό του και ήξερε πώς να το απελευθερώνει μέσα στην περιοχή.
Προσωπικότητα και υπερβολική πίστη στις δυνατότητές του. Το μεγάλο μυστικό του Ρομάριο αυτό ήταν και εκεί έγκειται και η εμπιστοσύνη προπονητών και συμπαικτών στο πρόσωπό του. Δεν είναι μικρό πράγμα να θυσιάζεται η υπόλοιπη ομάδα, να αποδέχεται ο προπονητής αυτή τη σιγουριά, η οποία άγγιζε τα όρια της αυθάδειας, του κεντρικού κυνηγού του.
Στα χρόνια της PSV, όταν ο Χίτινγκ προσπαθούσε να βρει τρόπους εξουδετέρωσης των αντιπάλων και σχεδίαζε τακτικές αλχημείες και νεωτερισμούς στη διάταξη, πεταγόταν ο αυθάδης Βραζιλιάνος και τον “αποδομούσε” με μια φράση: «Μην ανησυχείς, θα βάλω δυο γκολ και θα κερδίσουμε».
Το συγκλονιστικό και… εκνευριστικό συνάμα, ήταν ότι εννιά στις δέκα φορές, είχε δίκιο. Πολλοί προπονητές ήταν αδύνατον να αποδεχτούν αυτή του την ιδιαιτερότητα, αυτή την ανήκουστη συμπεριφορά που ακύρωνε βασικές ποδοσφαιρικές δομές.
Κάποτε, σε ένα φιλικό της Σελεσάο εναντίον της Γερμανίας στο Πόρτο Αλέγκρε, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το Μουντιάλ των Η.Π.Α., ο Παρέιρα δεν τον ξεκίνησε, προτιμώντας τον Καρέκα. Μπήκε ανόρεχτος στο τελευταίο εικοσάλεπτο, περπατούσε σε όλο το ματς, ζήτημα να ακούμπησε δυο φορές τη μπάλα. «Αν ήξερα ότι θα παίξω είκοσι λεπτά, θα είχα μείνει στο Αϊντχόφεν να ξεκουραστώ». Η ομάδα έγινε άνω-κάτω, ο Παρέιρα δήλωσε ότι δεν θα τον ξανακαλέσει, ότι κανένας δεν είναι πάνω από την ομάδα.
Πράγματι, τον αγνοούσε επί δέκα μήνες, αλλά την ίδια περίοδο η Βραζιλία δεν είχε καν εξασφαλίσει την πρόκριση στα τελικά. Στο τελευταίο παιχνίδι με την Ουρουγουάη, ένα ματς “ζωής και θανάτου”, ο Παρέιρα έκανε πίσω και τον συμπεριέλαβε στις κλήσεις.
Ο Ρομάριο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ρίο, βγήκε χαμογελαστός με το γυαλί ηλίου στους δημοσιογράφους και οι πρώτες λέξεις που ξεστόμισε ήταν «το ξέρετε το έργο, ήρθα για να κερδίσω την Ουρουγουάη και να φύγω».
Δεν χρησιμοποίησε πρώτο πληθυντικό, δεν είπε «θα χάσει η Ουρουγουάη» ή έστω «θα κερδίσει η Βραζιλία». Δεν υπολόγισε συμπαίκτες, προπονητή, τον κόσμο που αγωνιούσε για ένα παιχνίδι δίχως αύριο, γεγονός που ειδικά στη Βραζιλία λάμβανε και λαμβάνει χαρακτήρα εθνικού ζητήματος. «Εγώ».
Αυτός.
Δυο προσωπικά γκολ, το πρώτο με σκαστή κεφαλιά, το δεύτερο με σπάσιμο της μέσης και ντρίπλα στον τερματοφύλακα. Μέσα στο Μαρακανά, με χιλιάδες πιστούς να παραληρούν και τον ίδιο να πετάει το στήθος μπροστά σαν Λουδοβίκος.
Τα λάτρευε αυτά τα θεατρινίστικα, ζούσε για να εξάπτει τα πάθη. Αμφίδρομα, σαν να μην του έφτανε το ανάθεμα των αντιπάλων. Το απέπνεε αυτό η γλώσσα του σώματός του, διέθετε αυτή τη μαγική ικανότητα να είναι φυσικός, τέλειος, μετά από μια ακολουθία κινήσεων που έμοιαζαν προϊόν αυτοσχεδιασμού.
Στην πραγματικότητα ενεργούσε με το οξύμωρο του σκεπτόμενου αυτοσχεδιασμού. Είναι αδόκιμος ο όρος, ξενίζει, αλλά αυτό ήταν ο Ρομάριο και στην επιλογή των έργων του και στον τρόπο εκτέλεσης.
Ο ρυθμός με τον οποίο άγγιζε τη μπάλα, η αλλαγή κατεύθυνσης, όλη του η κίνηση ήταν ακανόνιστη. Οι αντίπαλοι αμυντικοί, ακόμα και οι συμπαίκτες του στην επίθεση, δεν είχαν ιδέα τι θα κάνει, πού θα πάει, σε ποιον χρόνο και με ποια ταχύτητα.
Ήταν συναισθηματική πρόκληση να παίζει οποιοσδήποτε και μαζί και εναντίον τού Ρομάριο.
Όταν μεταγράφηκε στη Μπαρσελόνα, οι περισσότεροι είχαν την αίσθηση ότι στην Ισπανία θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το “εύκολο” ολλανδικό πρωτάθλημα. Η απάντηση του Ρομάριο ήταν 30 (!) γκολ, ο τίτλος του πρώτου σκόρερ και το τρόπαιο του Πρωταθλητή.
Στο πρώτο του Clasico έβαλε τρία γκολ. Η Μπάρσα σκόρπισε τη Ρεάλ με 5-0, το πρώτο γκολ ήταν ποίημα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα ποίησης του Ρομάριο:
Είναι ό,τι εγγύτερο σε μια έκδοση “Κρόιφ αλάνας”, ό,τι πιο κοντά σε αριστουργηματική λαϊκή τέχνη βγαλμένη από τα σπλάχνα των ramblas.
«Είναι ο καλύτερος παίκτης που προπόνησα στη ζωή μου». Το είπε ο ίδιος ο Κρόιφ, ο οποίος όσο να ‘ναι κάτι ήξερε παραπάνω απ’ όλους μας.
Ο τρόπος του Ρομάριο, η δική του αντίληψη για το ποδόσφαιρο ήταν καθεστωτικά. Κάθε γκολ ήταν προεόρτιο του επόμενου, κάθε πράξη μια παράσταση επίδειξης αυθάδους ανωτερότητας. Είχε ειλικρινές πάθος να σκοράρει προ κενής εστίας, το θεωρούσε το τέλειο τελετουργικό, το πιο “σωστό”, το πιο αγνό γκολ.
Ήταν σχεδόν εμμονική η αντίληψή του, συμπεριφερόταν, όπως οι γκέιμερς που θέλουν με κάθε τρόπο να τελειώσουν την πίστα, παίρνοντας όλα τα μπόνους, δίχως ταυτόχρονα να χάσουν γραμμή ζωής. Κάτι που δεν απέχει πολύ από την εμμονή με την τάξη, με τον απόλυτο έλεγχο, με την άσκηση εξουσίας. Κάτι που ασφαλώς δεν είναι πολύ βραζιλιάνικο, παραπέμπει σε πιο ευρωπαϊκά μοντέλα.
Ίσως γι’ αυτό επελέγη μια παρόμοια φιλοσοφία και από την ίδια την Εθνική Βραζιλίας στο εξαγνιστικό Μουντιάλ του 1994. Η Βραζιλία κατέκτησε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο παίζοντας πιο ευρωπαϊκά από ποτέ, με τη διαφορά ότι αυτό ήταν το ιδανικό πάλκο για το Ρομάριο, τον κατά γενική ομολογία καλύτερο παίκτη του κόσμου εκείνη την εποχή.
Κι όμως, ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου κατόρθωσε να έρθει σε ευθεία ρήξη ακόμα και με τον ίδιο τον Κρόιφ που τον αποθέωνε, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Δεν ήταν διαχειρίσιμη η συμπεριφορά του Ρομάριο. Από κανέναν, ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό.
Έφυγε από το Καμπ Νου στην πιο ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία, δεν ήταν καν 29 ετών. Επέστρεψε στη Βραζιλία, ξεκίνησε μια περιπλάνηση και μια ακατανόητη σπατάλη στην καριέρα του, κυνηγώντας το άπιαστο όνειρο των γκολ του Πελέ.
Η ανάλυση και η ερμηνεία αυτής της καριέρας είναι σαν να προσπαθήσει κάποιος να βρει λογική στην πορεία μιας μεταλλικής μπάλας φλίπερ. Δεν υπάρχει συνεκτική αφήγηση στις κινήσεις της, στις παρορμήσεις της. Ο Ρομάριο δεν είδε ποτέ τον εαυτό του σαν εταιρεία, ήταν μάλλον ανεξάρτητος, ένας εξαιρετικός και παραγωγικός βιοτέχνης που λειτουργούσε άψογα σε μια αγορά βιομηχάνων, επειδή ήταν σε θέση να αποδίδει καλά οπουδήποτε.
Τα “1000 γκολ” ήταν κάτι σαν λόγος ύπαρξης, σαν τη μοναδική δουλειά στο μυαλό του. Κάθε γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν το γραφείο του και η μοναδική του έννοια ήταν να “χτυπήσει κάρτα” και να φύγει.
Μετέτρεψε ένα ομαδικό άθλημα σε ατομικό. Με τον τρόπο του, με την ανοχή ολόκληρου του περιβάλλοντος που μπορούσε να τον αντέξει. Όλη του η ιστορία, όλη του η διαδρομή ήταν μια καθαρά ιδιωτική, προσωπική υπόθεση.
Μόνο στην Εθνική έβγαλε συναίσθημα, μετά από εκείνο το Μουντιάλ του ’94. Απολάμβανε το δίδυμο με τον Ρονάλντο, το θρυλικό «Ro-Ro», το οποίο έμεινε στο ποδοσφαιρικό διηνεκές και πιθανότατα θα είχε γράψει την ιστορία τού Παγκοσμίου στη Γαλλία εντελώς διαφορετικά.
Ένας σοβαρός τραυματισμός τού στοίχισε την ένταξη στην αποστολή, ο Ζαγκάλο προτίμησε τον Έμερσον. Ο Ρομάριο κάλεσε εσπευσμένα συνέντευξη Τύπου, με δάκρυα στα μάτια -ειλικρινή- και μέσα από την ψυχή του είπε στους Βραζιλιάνους τη δική του αλήθεια.
Το ίδιο καλοκαίρι, όταν η Βραζιλία ταξίδεψε στη Γαλλία, εκείνος άνοιξε ένα μπιτς μπαρ στο Ρίο. Το ονόμασε «Café do Gol», στην πόρτα της τουαλέτας είχε βάλει να ζωγραφίσουν μια καρικατούρα του Ζαγκάλο, καθιστό στη λεκάνη με τα παντελόνια κατεβασμένα. Αυτός ήταν ο τρόπος του. Μπρούσκος, λαϊκός, αναιδής, “δεύτερος”.
Επέστρεψε στην Εθνική μετά την απομάκρυνση της “πέτρας του σκανδάλου”, Ζαγκάλο. Σε πείσμα όλων, μέχρι τα 35 του δεν έλεγε να πει «σταματάω από την Εθνική» και δεν είχε κανείς την παρρησία να του το προτείνει ακόμα και με τρόπο.
Άφησε τη Σελεσάο με 55 γκολ σε 70 ματς. Είναι αδιανόητα νούμερα, περισσότερα γκολ έχουν μόνο ο Πελέ και το «Φαινόμενο», δυο ποδοσφαιριστές με απείρως περισσότερη και μεγαλύτερη αναγνώριση από εκείνον. Επιλογή του ήταν κι αυτό, αποφάσισε να ακολουθήσει έναν δρόμο που χάραξε ο ίδιος, διάλεξε να είναι ο εαυτός του και να μην ακούει κανέναν ακόμα και στα λάθη του.
Δεν έγινε σύμβολο, δεν έγινε “σημαία” καμίας ομάδας, δεν τον ενδιέφερε κανένας άλλος, εκτός από τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στις παραλίες.
Ακόμα και τα 1000 γκολ, για εκείνον ήταν σκοπός, για τον Πελέ καρπός του ταλέντου του. Δεν τον ένοιαξε και εξακολουθεί να μην τον νοιάζει μέχρι και σήμερα, απλούστατα διότι στο μυαλό του ήταν, είναι και θα είναι ο καλύτερος!
«Όταν γεννήθηκα, κατέβηκε ο Θεός, με έδειξε και είπε σε όλους: -Αυτός είναι ο εκλεκτός!».
Πρόσφατα, τον είχαν ρωτήσει για το πολυδιαφημισμένο στην εποχή μας «Μέσι ή Ρονάλντο». Στράβωσε, πατημένα 50, και ενοχλήθηκε αφάνταστα, απαντώντας ότι είναι καλύτερος κι από τους δυο.
Άσπρισαν τα μαλλιά του και εξακολουθεί να καυχιέται, να θεωρείται “καβαλημένος”, όπως τον καιρό που έπαιζε. Το ήξερε, όπως ήξερε ότι το ήξεραν και οι άλλοι και γι’ αυτό περίμενε να του συμπεριφέρονται ανάλογα.
Στο γήπεδο αυτό ήταν ανεκτό, εκτός γηπέδου, στην καθημερινή ζωή, δεν είναι μόνο κουραστικό, αλλά καταντά και ανυπόφορο. Στον Ρομάριο, όμως, συγχωρείται, διότι εν προκειμένω πρόκειται για ένα ιδιότυπο “γνώθι σαυτόν”, μια πεποίθηση ότι «όλοι ξέρουν ότι είμαι υπερφίαλος, συνεπώς συμπεριφέρομαι ως τέτοιος».
Έτσι έγινε ‘πολιτικός”, έτσι εξελέγη και εξαπολύει ακραίες κορώνες μπολσοναρικού τύπου. Δεν ξέρω κατά πόσον του συγχωρούνται και αυτές, αλλά όσο ο μύθος είναι ζωντανός, πολύ δύσκολα θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά.
Ο Βραζιλιάνος είχε και έχει μια πολύ σαφή ιδέα για το ποιος ήταν, ποια ήταν η φήμη του, τι σήμαινε για τους άλλους και ιδιαίτερα για τους αντιπάλους του.
Ορισμένες φορές, η γνώση παραμερίζει και κάνει χώρο για την πεποίθηση. Και ακλόνητη γίνεται η πεποίθηση, μονάχα όταν δεν μελετάται τίποτα εις βάθος.
Στη ζωή μας, όμως, δεν θα κάναμε τίποτα, αν δεν μας καθοδηγούσαν λανθασμένες πεποιθήσεις.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: