Έναν μοχλό ζητούσε ο Αρχιμήδης για να μπορέσει να κινήσει μέχρι και τη γη.
Ένα κομμάτι της μόνο αρκεί στους Ολλανδούς για να την αξιοποιήσουν όπως κάνεις άλλος πάνω της. Μια ματιά μόνο στη μορφολογία του τόπου τους, πριν καλά-καλά συστήσουν κράτος, αναδεικνύει πως δεν καταλαβαίνουν από τοπογραφικούς περιορισμούς.
Η έκταση της χώρας τους έχει μεγαλώσει στους αιώνες, αφού δεκαετία με τη δεκαετία έχουν αποκτήσει την απαιτούμενη μεθοδολογία ώστε να μετατρέπουν το αδύνατον που αποτυπώνεται από την ονομασία κιόλας –Nether Land, Κάτω Χώρα– σε ωφέλιμο. Και έτσι, τόποι που είναι κάτω από την στάθμη της θάλασσας όχι μόνο είναι λειτουργικοί, κατοικήσιμοι, βιώσιμοι αλλά -κι όμως- επεκτείνονται, “φτιάχνοντας” έδαφος εκεί όπου κάποτε υπήρχε νερό.
Ο χώρος περιορισμένος ακόμα και έτσι. Η εκμετάλλευση μέχρι και σπιθαμής γης, ως και κυβικού εκατοστού αέρα, έχει εξελιχτεί σε εμμονή. Διαχρονική, παραδοσιακή, θαρρείς πλέον γονιδιακή. Επεκτείνεται σε κάθε τομέα της κοινωνικής τους ζωής, της ανθρώπινης δραστηριότητάς τους. Εκεί όπου άλλοι, όλοι, βλέπουν διαστάσεις πεπερασμένες, αυτοί παλεύουν να βρουν μια επιπλέον, να δημιουργήσουν κάτι παραπανίσιο, να εκμεταλλευτούν κάτι αδιόρατο, να αλλάξουν όλες τις υπόλοιπες (και ίσως όχι μόνο αυτές) συνιστάμενες του χώρου, ώστε να αλλάξουν την χρησιμότητά του.
Θυμίζει κάτι; Η θεωρητική βάση του «Total Voetbal», όπως στην γλώσσα τους λένε το Total Football που λάνσαρε στη δεκαετία του ’70 ο Ρίνους Μίχελς πρώτα στον Άγιαξ και μετά την Εθνική Ολλανδίας, είναι αυτή. Απολύτως συγκεκριμένο το πλαίσιο ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου, ενός ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Αυτό που μπορεί όμως να διαφοροποιήσει την προσέγγισή του, τον τρόπο που παίζεται, είναι η διάλυση κάθε συμβατότητας.
Ποιες θέσεις; Ποιοι ρόλοι; Ποιος χώρος ευθύνης; Όλοι παντού, όλοι με την επάρκεια και την ευχέρεια να επωμιστούν οτιδήποτε, να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε συνθήκη, να αποτυπώσουν στο χορτάρι την ποδοσφαιρική ολότητα. Ολότητα που ως κληρονομιά εκείνης της ιδέας των 70s μπορεί έκτοτε να παρέμεινε ανεφάρμοστη, όρισε όμως -και ακόμη ορίζει- οποιαδήποτε θεωρητική και πρακτική αλλαγή στην εξέλιξη του αθλήματος.
Και φρόντισαν και οι ίδιοι οι Ολλανδοί γι’ αυτό, αναγκάζοντας σε νέους ορισμούς για να αποτυπωθεί -κάπως, έστω- η χρησιμότητα των διαφόρων που κατά καιρούς προσωποποιούσαν την εξέλιξη.
Πώς να χαρακτηρίσεις λοιπόν έναν αμυντικό, έναν λίμπερο, που ολοκληρώνει την καριέρα του, έχοντας πετύχει 239 γκολ σε 685 παιχνίδια με τις διάφορες ομάδες του; Ένα δηλαδή σε λιγότερα από τρία κατά μέσο όρο, όταν η γενικά αποδεκτή σταθερά για την αποτελεσματικότητα ενός επιθετικού αποτυπώνεται μαθηματικά στο ένα γκολ ανά δύο παιχνίδια.
Βάσει των νεολογισμών του Football Manager λοιπόν: Play-making central defender; Deep lying playmaker; Holding midfielder ή, ακόμα πιο προοδευτικά, Ηolding defender; Πώς;
Ρόναλντ Κούμαν. Νέτα σκέτα.
Από μικρός φαινότανε…
Κάτι πρέπει να έχει το νερό του Ζάανταμ, δεν εξηγείται αλλιώς. Από τα τέλη του 17ου αιώνα είχε καταλάβει την ιδιαιτερότητα της μικρής πόλης στο βόρειο κομμάτι της Ολλανδίας -μέχρι και- ο Τσάρος Πέτρος Α’, χαρακτηρίζοντάς την «σπίτι του» κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πρεσβείας, της περιοδείας δηλαδή που έκανε ο ίδιος, ινκόγκνιτο, με το ψευδώνυμο «Πιοτρ Μιχάιλοβ» (και ας είχε μαζί του πάνω από 250 ακολούθους…) στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να γνωρίσει, μελετήσει, μάθει, εξοικειωθεί με το κάθε τι διαφορετικό από τη δική του Ρωσία.
Το ποδόσφαιρο τότε εννοείται πως δεν ήταν μεταξύ των λόγων της τσαρικής προτίμησης, κοντά όμως τρεις αιώνες αργότερα έγινε το σπίτι πολλών… γεννητόρων του ολλανδικού voetbal. Ο Τζόνι Ρεπ γεννήθηκε εκεί. Νωρίτερα, ο Γιόχαν Νέεσκενς, ο οποίος και αποτέλεσε το είδωλο του Ρόναλντ Κούμαν, του τελευταίου “μεγάλου” του Ζάανταμ. Για την ιστορία, ο Νέεσκενς ξεκίνησε την καριέρα του ως δεξιός μπακ. Ως δεξιός μπακ μετακόμισε στον Άγιαξ. Δεξιός μπακ μάλιστα έπαιξε (“έπαιξε”, είπαμε, για ολλανδικό, ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο μιλάμε) στον Τελικό του Wembley το 1971 κόντρα στον Παναθηναϊκό, προτού μετατεθεί την επόμενη χρονιά σε ρόλο μέσου.
Αυτόν λάτρευε λοιπόν ο Κούμαν (τίποτα δεν είναι τυχαίο), ο οποίος μπορεί να μην έζησε ή θυμάται το Ζάανταμ, αφού καλά-καλά δεν περπατούσε, όταν η οικογένειά του μετακόμισε από εκεί, αλλά πέραν της… τοπικής παράδοσης είχε και άφθονα γονίδια, μπόλικες παραστάσεις που ουσιαστικά όρισαν και τη δική του αθλητική κλίση και κατεύθυνση.
Ποδοσφαιριστής με περισσότερα από 500 επαγγελματικά παιχνίδια στην δική του καριέρα, ο πατέρας του, Μάρτιν, καλός για να καλείται συχνά πυκνά στην Εθνική Ολλανδίας, όχι όμως τόσο για να κάνει παραπάνω από μια διεθνή συμμετοχή με τους «Oranje». Ποδοσφαιριστής και ο κατά ενάμιση χρόνο μεγαλύτερος αδερφός του, Έρβιν.
Πώς να ξεφύγει λοιπόν από το ριζικό; Δεν το ήθελε κιόλας. Παρότι εξοικειωμένη η φαμίλια του, δεν έκρυβε -με τους γονείς του μάλιστα ν’ απευθύνονται μέχρι και σε ειδικούς- τη φοβία της για την πιθανότητα ο μικρότερος κανακάρης να αγγίζει (και ενίοτε να ξεπερνάει) τα όρια της αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Μόνη του φίλη η μπάλα. Μόνο του ενδιαφέρον το ποδόσφαιρο. Μόνη του απασχόληση το ατελείωτο παιχνίδι. Μόνη του στόχευση οι αναρίθμητες ώρες εξάσκησης, κυρίως εστιάζοντας ακριβώς σε αυτό, στον… στόχο, στο σημάδι. Δεν προσπάθησαν, η αλήθεια είναι, να τον αλλάξουν, Ολλανδοί γαρ…, προφανώς γιατί από νωρίς κατάλαβαν, νωρίτερα από κάθε άλλον, τη ματαιότητα μιας ενδεχόμενης τέτοιας προσπάθειας.
Και τελικά, συνέδραμαν. Από τα πιο απλά, να του πετάει δηλαδή η μητέρα του ως και φαγητό από το μπαλκόνι του σπιτιού τους για να μην διακόπτει την εξάσκησή του, ως τα πλέον θεμελιώδη, να ακολουθήσει δηλαδή τα βήματα του μεγαλύτερου αδερφού, ξεκινώντας ουσιαστικά την σταδιοδρομία του από την Γκρόνινγκεν.
Άλλος τόπος αυτός, άλλη ομάδα under the radar, ανάδειξης, σπάνιου, ακατέργαστου τάλαντου. Και τότε, στις μέρες του Κούμαν, και πρόσφατα (Άριεν Ρόμπεν, Βέρτζιλ Βαν Ντάικ). Την ευκαιρία την πήρε, πριν ενηλικιωθεί, ντεμπουτάροντας στην Eredivisie ακριβώς στα 17.5 του (17 ετών και 183 ημερών). Παρότι στο ξεκίνημά του η διευρυμένη κοινή αντίληψη ήταν πως από τα δύο αδέρφια ο (ακραίος χαφ) Έρβιν ήταν ο πλέον ταλαντούχος, δεν άργησε να την αλλάξει.
Και δεν το “φώναζε” μόνο ο προπονητής του Ρόναλντ, από τα τσικό, ο Κερ Βαν Γκέλντερ –«αυτό το παιδί είχε μια αλλεργία στην ήττα»– αλλά και οι επιδόσεις, η εικόνα, η ηγετική του φυσιογνωμία. Στην πρώτη του σεζόν πέτυχε έξι γκολ. Συμβαίνει. Γίνεται. Ακόμα και για έναν teenager. Ακόμα και στο… ελευθέρας βοσκής, απελευθερωμένο σκοπιμότητας ολλανδικό Πρωτάθλημα. Στις δύο επόμενες που έμεινε στους «Πράσινους» αύξησε τον λογαριασμό του με 14 σε εκάστη.
Αυτό δεν το λες τυχαίο. Τάση. Προάγγελος των όσων έπονταν. Γεγονός. Εκείνη η μισή ντουζίνα γκολ στην παρθενική του επαγγελματική χρονιά ήταν και η μόνη στην καριέρα του που ολοκλήρωσε χρονιά με μονοψήφιο αριθμό τερμάτων. Τότε απλώς η επιβεβαίωση πως ο μικρότερος των Κούμαν είχε -τουλάχιστον- ανάλογο του αδερφού του ταλέντο και πως ήταν έτοιμος για το επόμενο επίπεδο.
Δημιούργησε τρίτο πόλο
Σε εποχή που το εκατομμύριο αντιστοιχούσε με… εκατοντάδα σημερινών, το upgrade του Κούμαν αγοράστηκε από τον Άγιαξ (έναντι 1.25 εκατ. δολλαρίων). Η δυναμική του προφανώς επιβεβαιώθηκε, δήλωσε οπαδός του «Αίαντα», ωστόσο γρήγορα ο ενθουσιασμός σώθηκε. Το επαρχιωτόπουλο από το Ζάανταμ δυσκολεύτηκε αφάνταστα στο Άμστερνταμ. Η μοναξιά αντικατέστησε την παιδική του φίλη -και πλέον επαγγελματικό βιοποριστικό μέσο- κυριαρχώντας στην καθημερινότητα του στη μεγαλούπολη, ενώ και στο γήπεδο το μπαλατζάρισμα του Άαντ Ντε Μος, ο οποίος μία τον χρησιμοποιούσε στην άμυνα και μία τον προωθούσε στο κέντρο, δεν βοηθούσε.
Η κριτική αδυσώπητη, σκληρή, έντονη, ερχόταν σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση σε κάθε έκδοση του κορυφαίου αθλητικού εντύπου της χώρας, του «Voetbal». Δεν διαψευδόταν, δεν απαντώταν παρά μόνο από τις -επίσης εβδομαδιαίες- οργισμένες συνήθως και πάντα σε προστατευτικό τόνο για τον μοσχαναθρεμμένο της επιστολές τής μητέρας του στο περιοδικό, το οποίο (ως συνήθως ήταν υποχρεωμένο) τις δημοσίευε αυτούσιες. Δεν βοηθούσαν.
Η κακή πρώτη σεζόν στον Άγιαξ (με εννιά γκολ πάντως…) ακολουθήθηκε από την επάργυρη δεύτερη, με την κατάκτηση του παρθενικού τίτλου της καριέρας του (το Πρωτάθλημα) και την προσμονή της αξιοποίησης μιας εξαιρετικής μαγιάς (Βαν Μπάστεν, Ράικαρντ, Βάνενμπεργκ, Τζόνι Μπόσμα και η αφεντιά του) από την Αυτού Μεγαλειότητα, τον Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος αναλάμβανε καλοκαίρι του 1985 την τεχνική καθοδήγηση.
Ένα Κύπελλο ο απολογισμός της πρώτης χρονιάς του «Ιπτάμενου» στον πάγκο. Μόνο. Too little, too late. Στο μυαλό του ο Κούμαν είχε κατασταλάξει πως το πιο οικείο στις παραστάσεις του, στην ανατροφή του, ήταν το Αϊντχόβεν και το πιο προσιτό στην ικανοποίηση της φιλοδοξίας του για τίτλους, νίκες, καταξίωση club ήταν η PSV, στην οποία και ύστερα από μια τριετή, ελάχιστα αποδοτική και ανάλογη προσδοκιών θητεία στον Άγιαξ μετακόμισε στα 23 του.
Το τι άκουσε δεν λέγεται. Το τι προκάλεσε στην ολλανδική κοινή γνώμη επίσης. Το κυριότερο, το ουσιαστικότερο, ήταν πως με αυτή του την απόφαση, με αυτή του την μετακίνηση, οριστικά άλλαξε το τοπίο του ποδοσφαίρου στην χώρα. Ως τότε η PSV ζήτημα ήταν να θεωρείται έστω και η best of the rest, η καλύτερη, η πιο ανταγωνιστική, η τρίτη δύναμη πίσω από το προαιώνιο δίπολο που αποτελούσαν ο Άγιαξ και η Φέγενορντ.
Και η τότε μετακόμισή του αντιμετωπίστηκε ως μία -έμμεση έστω- παραδοχή από μεριάς του, μια επιβεβαίωση των όσων θεωρούσαν πως όντως τελικά ήταν “λίγος” για το κορυφαίο επίπεδο που αντιπροσώπευε ο Άγιαξ. Φρόντισε λοιπόν με την παρουσία του στο Αϊντχόβεν να αλλάξει το επίπεδο, διαφοροποιώντας αμετάκλητα το status quo της PSV, προσθέτοντας έτσι έναν τρίτο πρωταγωνιστικό ποδοσφαιρικό πόλο. Τόσο εντός ολλανδικών συνόρων όσο και εκτός.
Όσα χρόνια πέρασε στο Άμστερνταμ πέρασε και στο Philips Stadion. Εκεί όμως κέρδισε ισάριθμα, τρία, διαδοχικά Πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, με αποκορύφωμα όλων την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1988, με την επικράτηση στα πέναλτι κόντρα στην Μπενφίκα και τον ίδιο να αναλαμβάνει πρώτος-πρώτος την ευθύνη, ευστοχώντας στο παρθενικό πέναλτι της σχετικής διαδικασίας.
Νέο είδος
Το ίδιο καλοκαίρι στα γερμανικά γήπεδα αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι του καταπληκτικού, νεανικού κορμού (Βαν Μπρόικελεν, Κούμαν, Ράικαρντ, Γκούλιτ, Βαν Μπάστεν) που έκανε τη διαφορά στην Εθνική Ολλανδίας, κατά πολλούς ακόμα καλύτερη της «Βασίλισσας χωρίς στέμμα» της δεκαετίας του ’70, ολοκληρώνοντας το προσωπικό του καρέ τίτλων εκείνης της χρονιάς με την κατάκτηση του Euro.
Αφεντικό της άμυνας, με γρήγορες, καθαρές, αποτελεσματικές επεμβάσεις, μοναδική αντίληψη του παιχνιδιού και του χώρου και πάντα αδιανόητη για τη θέση του (“θέση” του) καθοδήγηση και του δημιουργικού, του επιθετικού κομματιού. Όχι μόνο αρκούμενος στη δημιουργία μα συχνά, συχνότατα, και στην εκτέλεση. Σε όλη του την καριέρα, στους «Oranje» σκόραρε λιγότερο απ’ οπουδήποτε αλλού.
Σ’ εκείνο το Euro βρήκε μόνο μια φορά δίχτυα, σημείωσε όμως το πιθανώς καθοριστικότερο γκολ εκείνη της πορείας, απαντώντας με δικό του πέναλτι στο πέναλτι του Ματέους που έδωσε προβάδισμα στη Δυτική Γερμανία στον ημιτελικό, προτού ο Βαν Μπάστεν στο φινάλε προσυπογράψει την ανατροπή και τους στείλει στον Τελικό με τη Σοβιετική Ένωση.
Η κίνησή του στους πανηγυρισμούς της πρόκρισης να πάρει μια φανέλα των «Panzer» και απολύτως χαρακτηριστικά να την τρίψει στον πισινό του μπορεί να ήταν τελείως κόντρα στην περσόνα και την ιδιοσυγκρασία του, ωστόσο, πέραν του ότι αποκατέστησε εν πολλοίς τη θέση του στο βάθρο της ολλανδικής κοινής γνώμης, ήταν ακόμα μια απόδειξη της ολοκληρωτικής, συνολικής πλέον, μετάλλαξής του. Πλέον δεν “έβλεπε” κανέναν και τίποτα και η Ολλανδία ήταν πολύ μικρή για να τον χωρέσει.
Ο Κρόιφ, παρότι δεν ξέχασε τον μάλλον προβληματικό έναν και μοναδικό χρόνο της πρότερης συνεργασίας τους στον Άγιαξ, την ώρα που το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του κατακτούσε κάτι που ο ίδιος, η δική του γενιά, ποτέ δεν μπόρεσε, μετρούσε τις πρώτες του εβδομάδες στη Βαρκελώνη, θέτοντας σε κίνηση τη θεμελίωση της Dream Team της Μπαρτσελόνα.
Δεν γίνονταν, δεν μπορούσε να τον παραγνωρίσει. Ποιος άλλωστε θα το έκανε για έναν αμυντικό (“αμυντικό”) που σε τρία χρόνια στην κορυφαία ομάδα της χώρας του, η οποία δεν άφησε σε αυτό το διάστημα παρά μόνο ένα Κύπελλο στους υπολοίπους, κατακτώντας μάλιστα και την ευρωπαϊκή κορυφή, πέτυχε σε 130 παιχνίδια 63 γκολ. Ανά δύο δηλαδή αυτός έβρισκε δίχτυα. 19, 26 και 18 “έγραψε” διαδοχικά. Τρίτος σκόρερ στην Eredivisie το ’87, στην εξάδα την επόμενη χρονιά.
Αδιανόητες επιδόσεις. Τότε δεν του είχαν κολλήσει το -κατοπινά διεθνώς τουλάχιστον ισχύον- παρατσούκλι «King of free kicks», αλλά το ότι το Philips Stadion σηκωνόταν στο πόδι πανηγυρίζοντας κάθε φορά που η PSV κέρδιζε φάουλ σε εύλογη απόσταση από την (όποια) αντίπαλη περιοχή ενδεικτικό της ανεπανάληπτης ακρίβειας, της εντυπωσιακής αποτελεσματικότητας που επιδείκνυε σε ανάλογες περιστάσεις. Για πέναλτι, φυσικά, ούτε λόγος.
Δεν ήταν όμως μόνο οι στατικές φάσεις. Η τεχνική του, η οξυδέρκειά του, η ταχύτητά του σε συνδυασμό φυσικά με το ότι μπορούσε να εκτελέσει από απόσταση (και από/σε αδιανόητες γωνίες) τού επέτρεπαν να κάνει τη διαφορά και με ένα ακόμα -όπως εξελίχτηκε η καριέρα του- σήμα κατατεθέν του παιχνιδιού του, τις προωθήσεις. Διαφορά που κατέληγε σε γκολ. Είτε δημιουργώντας τα με τελικές πάσες είτε πετυχαίνοντας τα ο ίδιος.
Νέο είδος. Ξανάγραψε από την αρχή τις νόρμες του αθλήματος, πετώντας, αχρηστεύοντας κάθε τι συμβατικό που για έναν αιώνα ως τότε θεωρούταν και ήταν κυρίαρχο, κανονικότητα. Κάτι τέτοιο πώς στο καλό μπορούσε να το προσπεράσει ο Κρόιφ; Έτσι, έναν χρόνο μετά τη δική του άφιξη στο Camp Nou, τον έφερε στη Βαρκελώνη, αλλάζοντας -και εκεί- την ιστορία, την ιστορική διαδρομή της Μπαρτσελόνα και -μαζί με αυτήν- του ποδοσφαίρου.
Όχι μόνο τότε αλλά ως και τις μέρες μας…
Το σημείο καμπής στη Βαρκελώνη
Η δεκαετία του ’80 ήταν πιθανώς η χειρότερη στην ιστορία της Μπαρτσελόνα. Όχι μόνο, ή κυρίως, βάσει τίτλων. Ένα Πρωτάθλημα, τρία Κύπελλα και δύο Κύπελλα Κυπελλούχων. Τίμιος απολογισμός. Ναι, για οποιαδήποτε άλλη ομάδα του πλανήτη. Όχι για τους «Blaugrana». Όχι σε εποχή που συνδυάστηκε με μια από τις πλέον φανταχτερές δυναστείες της Ρεάλ, όχι σε εποχή που οι Βάσκοι της Σοσιεδάδ και της Μπιλμπάο κατέκτησαν περισσότερα.
Αλλά στο πλαίσιο των κύκλων, αναπόφευκτοι σε κάθε τι στη ζωή, πόσο μάλλον στο ποδόσφαιρο, μια τέτοια ανομβρία μπορεί να συμβεί, ακόμα και αν δύσκολα δικαιολογείται. Αυτό που συνδυαστικά διαμόρφωσε το πλαίσιο ήταν η αίσθηση της αποτυχίας και αδυναμίας που σκιάζε τα πάντα, επαπειλούμενης ανά πάσα στιγμή και με κάθε τρόπο, σε κάθε επίπεδο. Άλλοτε καταπίνοντας στη δίνη της ακόμα και τον Ντιέγκο Μαραντόνα και άλλοτε μετατρέποντας σε ηρώα από το πουθενά τον Χέλμουτ Ντουκαντάμ.
Εκείνο το μυθικό ρεσιτάλ του Ρουμάνου τερματοφύλακα της Στεάουα, με τις αποκρούσεις τεσσάρων πέναλτι στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1986, υπογράμμισε αυτή την εποχή, δίνοντας μεταφυσικές διαστάσεις και στο χτικιό που ιστορικά έλειπε από τους Καταλανούς και κυνηγούσαν μανιασμένα, χάνοντας σε οποιαδήποτε διαδικασία σύγκρισης και εισοδίων στο εκλεκτό και απολύτως μετρημένο ως προς τα μέλη του (αλλά και τα κριτήρια ένταξης…) παρεάκι των κορυφαίων: «την κούπα» δηλαδή «με τα μεγάλα αφτιά».
Λογική συνεπώς η υπόθεση πως ακόμα και ο Κρόιφ, όταν αναλάμβανε την τεχνική καθοδήγηση των «Blaugrana», να μην έφτανε τόσο μακριά στο βλέμμα του. Δεν πήρε χρόνο όμως. Ή, τουλάχιστον, δεν πήρε πολύ χρόνο, ειδικά από την στιγμή που μπήκαν όλα τα κομμάτια στη θέση τους. Τα πρώτα, οι γηγενείς, Μπακέρο και Αμόρ, με την άφιξη του Κρόιφ. Το επόμενο καλοκαίρι (1989), ήρθαν τα επόμενα, με την αγορά του Κούμαν και του Μίκαελ Λάουντρουπ.
Πρώτη, μικρή αλλά ενδεικτική του τι ακολουθούσε, ανταμοιβή ένα Κύπελλο (1990), προτού τοποθετηθεί και το τελευταίο κομμάτι της αρχής τουλάχιστον της Dream Team, ο Χρίστο Στόιτσκοφ. Τέσσερα διαδοχικά Πρωταθλήματα σηματοδότησαν την αλλαγή στάτους των «Blaugrana», έστω πρωτίστως εντός ισπανικών συνόρων. Η ανάγλυφη αποτύπωση της ξεκάθαρης ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας του Κρόιφ πέρασε, αμετάκλητα, στο dna του συλλόγου, αποτελώντας το μοναδικό έκτοτε ζητούμενο, προϋπόθεση και απαίτηση όλων των ομάδων, όλων όσα αποτέλεσαν μέρος τους, όλων των κατοπινών εποχών.
Αυτό που έλειπε, για να ολοκληρωθεί η μετάβαση, να επικυρωθεί η οριστική μετάλλαξη, ήταν εκείνη η κούπα. Από τα πόδια του Κούμαν πέρασε. Από τα πόδια του ήρθε. Με τρόπο απολύτως χαρακτηριστικό. Εκτέλεση φάουλ. Στο 111′ του Τελικού του 1992 στο Wembley κόντρα στη Σαμπντόρια. Χωρίς τίποτα ως τότε στο παιχνίδι των Καταλανών να αναδεικνύει στιλ και εικόνα Dream Team, μα ίσα-ίσα τα πάντα να θυμίζουν εκείνον τον αέρα της αποτυχίας της περασμένης δεκαετίας.
Μέχρι το 111′. Την ώρα που ο Γερμανός διαιτητής, Άρμιν Σμίχουντερ, καταλόγισε φάουλ μερικά μέτρα μόνο έξω από την περιοχή της Σαμπντόρια, σε μια κλωτσοπατινάδα του Σακριστάν με τον Ινβερνίτσι, σχεδόν όλοι οι Γενοβέζοι έπεσαν πάνω του έξαλλοι. Ο σκηνοθέτης της τηλεοπτικής μετάδοσης στράφηκε, αντί στις διαμαρτυρίες τους, στον πάγκο τους, κάνοντας ένα κοντινό σε ένα πρόσωπο, άγνωστο ποιανού, καλυμμένο ολόκληρο με τα χέρια για να μην βλέπει, να μην θέλει να δει τίποτα από ό,τι φοβόταν πως ακολουθούσε.
Αυτός που έστησε την μπάλα ήταν ο Στόιτσκοφ. Περίμενε μήπως και. Η θέση άλλωστε βόλευε το ζερβό του πόδι. Ο Κούμαν έφτασε περπατώντας. Πήγε στον Βούλγαρο, του ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έληξε εκεί τις όποιες αμφισβητήσεις ή όνειρα. Τους πλαισίωσε ο Μπακέρο. Αυτός ανέλαβε, με τη συνδρομή του Ολλανδού, να φωνάζει για την απόσταση του τοίχους των «Blucerchiati». Επτά το στελέχωσαν. Τρεις έφυγαν σφαίρα στην μπάλα, την ώρα που ο Στόιτσκοφ με την τάπα την έσπρωξε απλώς στον Μπακέρο και αυτός με τη δική του την έστρωσε στον Κούμαν.
Μάταιος κόπος. Δεν διάλεξε τη γωνιά που ήταν αφύλακτη στην εστία του Παλιούκα. Τη δική του εξαρχής σημάδεψε, σχεδόν του έδειξε πού και πώς θα στείλει την μπάλα. Δεν γύρισε το κορμί του να δοκιμάσει να περάσει την μπάλα από το τείχος, δεν προσπάθησε να βάλει τέχνη στο σουτ. Μονοκόμματο, ξερό, ευθύβολο, με το μυτάκι. Τόσο όσο. Τόσο ώστε να βρει πλαϊνό δίχτυ. Τόσο ώστε κανείς να μην μπορεί να χρεώσει τον Ιταλό πορτιέρε.
Τόσο ώστε να ξορκίσει το προαιώνιο χτικιό της Μπαρτσελόνα, χαρίζοντας στους «Blaugrana» το παρθενικό Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας τους. Σημείο καμπής. Σημείο καμπής στην πορεία τους. Σημείο καμπής στο ποδόσφαιρο το ίδιο και την εξέλιξή του. Σημείο καμπής για τον τρόπο που το ζούμε στον 21ο αιώνα, για τον τρόπο που παίζεται στις μέρες μας.
Δεν είναι τυχαίο πως αυτό το γκολ αναγορεύτηκε το κορυφαίο στην υπεραιωνόβια ιστορία της Μπαρτσελόνα. Δεν είναι τυχαίο πως, όταν ο Κούμαν επέστρεψε στο Camp Nou ως προπονητής το καλοκαίρι του 2020, το συνοδευτικό βίντεο της παρουσίασής του ουσιαστικά δεν είχε τίποτα από την καριέρα του στους πάγκους, μα εστίασε, σχεδόν αποκλειστικά, σε εκείνο το γκολ.
Γκολ που και για τον ίδιο τον Κούμαν σφράγισε το διαβατήριο του στην αθανασία. Οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα τον λάτρεψαν. Του χάρισαν το παρατσούκλι «Floquet de Neu», το οποίο στα καταλανικά σημαίνει «νιφάδα χιονιού». Αυτό ήταν το όνομα τού για δεκαετίες ζωντανού αξιοθέατου της Βαρκελώνης, του μοναδικού γορίλα αλμπίνο που έχει καταγραφεί στη φύση και που έζησε στον ζωολογικό κήπο της πόλης από το 1967 ως το 2003.
Η «νιφάδα» έπαιξε έναν ακόμα Τελικό, στην Αθήνα το 1994, η Dream Team τότε όμως είχε περάσει το δικό της σημείο καμπής και η συντριβή από τη Μίλαν το επιβεβαίωσε. Η άφιξη του Ρομάριο (1993) είχε μεν ολοκληρώσει το αγωνιστικό παζλ, προκαλούσε όμως συνεχείς τριβές μεταξύ του Κρόιφ και -κυρίως- του Λάουντρουπ, αφού ο κανονισμός επέτρεπε μόνο την ταυτόχρονη παρουσία στην ενδεκάδα τριών μη Ισπανών. Και ο Δανός, συνήθως, ήταν ο περίσσιος.
Ήταν και ο πιο κοντινός στον Κούμαν, ο οποίος και αυτός είχε πέσει θύμα του (άτυπου και υποχρεωτικού) rotation των ξένων της Μπαρτσελόνα, στην πρεμιέρα της παρθενικής σεζόν του Βραζιλιάνου επιθετικού στα «Blaugrana». Και μπορεί ο Ρομάριο να ντεμπούταρε με χατ-τρικ κόντρα στη Σοσιεδάδ, η δημόσια τοποθέτηση όμως του Ολλανδού, πως δεν θα ανεχτεί τον πάγκο, ήταν αυτή που επισκίασε τα πάντα.
Ούτε ο Κρόιφ το αποτόλμησε έκτοτε. Τουλάχιστον όχι χωρίς λόγο. Και ο πατριώτης του, κακά τα ψέματα, δεν του έδινε. Σε εκείνη την πορεία της Μπάρσα για τον Τελικό της Αθήνας, ο Κούμαν πέτυχε οκτώ γκολ στο Champions League και μαζί με τον Νεοζηλανδό επιθετικό της Βέρντερ Βρέμης, Γουίντον Ρούφερ, αναδείχτηκαν κορυφαίοι σκόρερς εκείνης της διοργάνωσης, κάτι ανεπανάληπτο ως τότε -και εφεξής- στην ιστορία της για αμυντικό (“αμυντικό”).
Ο κύκλος της Dream Team έκλεισε οριστικά, όταν έμεινε για πρώτη φορά μετά την άφιξη του Κούμαν χωρίς τίτλο. Και παράλληλα σηματοδότησε και το δικό του τέλος από τη Βαρκελώνη. Αποχώρησε στα 32 του, έχοντας πετύχει 90 γκολ με τα «blaugrana», αποτελώντας τον κορυφαίο σκόρερ αμυντικό στην ιστορία του συλλόγου, τον δεύτερο στην ιστορία της La Liga πίσω μόνο από τον Σέρχιο Ράμος (ο οποίος όμως αγωνίστηκε 17 σεζόν στο ισπανικό Πρωτάθλημα, σχεδόν τριπλάσιες δηλαδή από τις έξι του Κούμαν) με 67 γκολ και τον δεύτερο πίσω μόνο από τον Μέσι στην Μπαρτσελόνα σε γκολ με εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι.
Προπονητής ναι μεν, αλλά…
Ο επαναπατρισμός του για τα τελευταία ένσημα ιδιαίτερος, αφού έγινε ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν και στους τρεις του Big-3 του ολλανδικού Ποδοσφαίρου (τριάδα που ο ίδιος ουσιαστικά συνέβαλε στο να δημιουργηθεί με τη θητεία του στην PSV), κλείνοντας λοιπόν την καριέρα του στη Φέγενορντ.
Φυσικά χωρίς να διακόψει το σερί με διψήφιο αριθμό γκολ ακόμα και στις τελευταίες του σεζόν, τα οποία τον ανέδειξαν στον κορυφαίο αμυντικό σκόρερ της ιστορίας τόσο συνολικά, σε όλες τις διοργανώσεις (239 γκολ), όσο και αποκλειστικά, υπολογίζοντας μόνο παιχνίδια Πρωταθλήματος (193 γκολ).
Έχοντας διδαχτεί από Μίχελς, Χίντινκ και Κρόιφ, δεν θα μπορούσε να πάει μακρύτερα από τους πάγκους, όταν αποφάσισε να σταματήσει (1997). Κρέμασε τα εξάταπα, φόρεσε σκαρπίνια και αμέσως ξεκίνησε την προπονητική μαθητεία του, πρώτα στο πλευρό του (τότε) εκλέκτορα των «Oranje», Χίντινκ, και στη συνέχεια σε αυτό του τεχνικού της Μπαρτσελόνα, Λουίς Βαν Χάαλ.
Με την αυγή της νέας χιλιετίας πήρε και την παρθενική του δουλειά ως πρώτος προπονητής, αναλαμβάνοντας τη Βίτεσε.
Έκτοτε, έχει εργαστεί σε 11 ομάδες, 10 συλλόγους και την Εθνική Ολλανδίας, σε τέσσερεις διαφορετικές χώρες, Ολλανδία (έγινε ο μόνος ever που έπαιξε και προπόνησε Άγιαξ, Φέγενορντ και PSV), Πορτογαλία, Ισπανία, Αγγλία, με απολογισμό -εξαιρουμένων των Super Cup- έξι τίτλων, οι τέσσερεις εκ των οποίων στην πατρίδα του και οι εναπομείναντες να είναι δύο Κύπελλα Ισπανίας με Βαλένθια και Μπαρτσελόνα.
Με το ζόρι ο συνολικός του απολογισμός ξεπερνάει το 50% σε ποσοστό νικών, ο μέσος όρος παραμονής του στα ηνία ενός συλλόγου ίσα που φτάνει τους 15 μήνες, όσο ακριβώς δηλαδή κράτησε και η τελευταία του στην αγαπημένη του Μπάρσα, όπου, αν δεν γκρέμισε, σίγουρα πλήγωσε βάναυσα την πρότερη μυθική του υπόσταση με τα προπονητικά πεπραγμένα του, τις τουλάχιστον συζητήσιμες και σίγουρα προχωρημένες (ίσως πάντως όχι τελείως παράλογες) αποφάσεις, επιλογές και απόψεις.
Ακόμα-ακόμα και με την στάση του στο θέμα του αναπόφευκτου, καθολικά απαιτητού από την κοινή γνώμη των Καταλανών “διαζυγίου”, αφού (του καταλογίστηκε πως) εξώθησε τη διοίκηση στην απόλυσή του, αντί να διευκολύνει με μια παραίτηση, η οποία και θα γλύτωνε τα κατακερματισμένα ταμεία του συλλόγου από μια αποζημίωση που ξεπέρασε τα 10 εκατ. ευρώ.
Όχι πως (την) είχε ανάγκη. Τα χρήματα έτσι κι αλλιώς πάντα τα υπολόγιζε, τα ζητούσε και τα έπαιρνε στην καριέρα του. Στο τέλος-τέλος, τα άξιζε κιόλας. Έκανε λοιπόν περιουσία. Σημαντικό μέρος της το έχει επενδύσει στο Αλγκάρβε, παραθαλάσσιο θέρετρο στην Πορτογαλία, το οποίο και πρώτα άρχισε να το επισκέπτεται ως τουρίστας το 1988, προτού αγοράσει έκταση 11.000 τετραγωνικών μέτρων και χτίσει εκεί μια έπαυλη που η αξία της ξεπερνάει τα 3 εκατ. ευρώ.
Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, εκεί τον βρίσκεις, μαζί με τη σύζυγό του, Μπαρτίνα. Η σοβαρή, ευτυχώς νικηφόρα, περιπέτειά της με τον καρκίνο και ο θάνατος από την επάρατο του Κρόιφ τον επηρέασαν αφάνταστα. Έκοψε μαχαίρι το τσιγάρο και πλέον είναι εξέχων πρεσβευτής της αντικαπνιστικής καμπάνιας Kick it with Help.
Ο μοναχογιός του, Ρόναλντ Jr, ακολουθεί την παράδοση της οικογένειας παίζοντας ποδόσφαιρο, παρότι στην εν λόγω περίπτωση το μήλο έπεσε μακριά από τη μηλιά, αφού παραμένει ένας μέτριος, ακόμα και για το επίπεδο της Eerste Divsie (2ης κατηγορίας στην Ολλανδία), τερματοφύλακας, χωρίς να είναι καν βασικός στην Τέλσταρ.
Σίγουρα πάντως δεν χρειάζεται κανέναν και τίποτα για να διατηρήσει ή να συνεχίσει την υστεροφημία του. Η σκιά του, απλώς, ανυπέρβλητη.
Δεν αποτέλεσε μέτρο σύγκρισης. Την σκότωσε τη σύγκριση, πριν καν αυτή, οποιαδήποτε, έστω διανοηθεί να γεννηθεί. Έθεσε ο ίδιος το μέτρο. Τα μέτρα. Τις ευθύνες. Τις θέσεις. Τους ρόλους. Αναδιατάσσοντας αυτά και όσα η συμβατική λεζάντα του ποδοσφαιρικού του ρόλου επέτασσε και προϋπέθετε μέχρι την εμφάνισή του στο γήπεδο.
Μετά από δαύτην, σκίστηκαν και ξαναγράφτηκαν εξαρχής βιβλία, διαγράφηκαν θεωρίες και τακτικές, άλλαξαν απόψεις, αντιλήψεις, φιλοσοφίες και μυαλά, ο τρόπος με τον οποίον διδάσκεται, παίζεται, αντιμετωπίζεται και βλέπεται πλέον το ποδόσφαιρο.
Ακόμα και για την ως και γονιδιακά ανικανοποίητη και πάντα χωροταξικά ανήσυχη ράτσα του δεν είναι και λίγο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βέρτζιλ Βαν Ντάικ: Η θεωρία της σχετικότητας
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου
Φρανκ Ράικαρντ – Ρουντ Γκούλιτ: Το Γιν και το Γιανγκ
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Μίκαελ Λάουντρουπ: Κόκκινη κλωστή δεμένη
Ρομάριο: Λανθασμένες Πεποιθήσεις
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη