Το ερέθισμα το πήρα καθαρά από το οικογενειακό μου περιβάλλον.
Οι δυο θείοι μου αλλά και ο πατέρας μου έπαιζαν στον Γεωργικό Καρδίτσας, την ομάδα του χωριού μου, ένα χωριό 700 κατοίκων που απέχει μόλις πέντε λεπτά από την πόλη.
Από μωρό παιδί πήγαινα στα ματς και ήταν αναπόφευκτο να κολλήσω το μικρόβιο της μπάλας.
Κουβαλούσα και εγώ την μπάλα μου και άρχισα να παίζω.
Ως τα 12 ήμουν στην ομάδα του χωριού, ώσπου μια μέρα ξαφνικά μπήκα στο λεωφορείο και πήγα μόνος μου στην Καρδίτσα.
Το θυμάμαι σαν χθες.
Οι γονείς μου πουλούσαν (πουλάνε ακόμη) φρούτα στη λαϊκή, όταν τους ανακοίνωσα ότι θα γραφτώ σε μια ακαδημία στην Καρδίτσα.
Με κοίταξαν στην αρχή λίγο περίεργα, αλλά αυτή η απόφαση που πήρα χάραξε μια πορεία που δεν είχε επιστροφή.
Ήταν μια ακαδημία που έβγαλε πολλά παιδιά στο ποδόσφαιρο, λέγεται Ελπίδες Καρδίτσας 1994 και είναι η πρώτη που έχει και γυναικεία ομάδα στην Α’ Εθνική.
Οι δυο προπονητές, Τάκης Κουτσονάσιος και Γρηγόρης Μαγουλιώτης, με ανακάλυψαν και με έκαναν να αγαπήσω το ποδόσφαιρο.
Οι καλύτεροι παίκτες από τα γύρω χωριά πήγαιναν σε αυτή την ακαδημία. Πηγαίναμε σε τουρνουά, όπως του Αλκέτα Παναγούλια στη Χαλκιδική.
Τα πρώτα χρόνια εκεί έπαιζα σέντερ φορ, στα 15 μου ξαφνικά ο προπονητής μού λέει ότι η θέση που μου ταιριάζει και μπορώ να κάνω καριέρα είναι του αμυντικού χαφ.
Ήμουν ένα παιδί που είχα πολλή ενέργεια, μεγάλα φυσικά προσόντα και αντοχές, αλλά ποτέ δεν είχα μάθει ως τότε σωστά το ποδόσφαιρο, παλιά δηλαδή τρέχαμε πίσω από μια μπάλα και το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως θα σκοράρω.
Τώρα, μου άρεσε ο καινούργιος μου ρόλος, ήμουν πιο δημιουργικός, έπαιζα για τους συμπαίκτες μου. Ήμουν από τότε, και το κράτησα σε όλη μου την καριέρα, παιδί των αποδυτηρίων, του προπονητή και της ομάδας.
Με την ακαδημία άρχισαν και οι διακρίσεις. Με κατακτήσεις τουρνουά, κύπελλα, γενικά άρχισε να ακούγεται το όνομά μου.
Στις μεικτές με είδε ο Μάκης Σεντελίδης και με κάλεσε στην Εθνική για κάποιους αγώνες στην προεπιλογή.
Τότε δεν υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στόμα με στόμα μεταδιδόταν η πληροφορία, ότι δηλαδή υπάρχει π.χ ένας καλός παίκτης στην Καρδίτσα.
Έτσι άρχισαν και οι πρώτες δοκιμές σε ομάδες. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, γιατί όπου πήγαινα δεν με έπαιρναν.
Είχα πάει στο Μαρκό, στην Προοδευτική, με απέρριψαν και τελικά επιλέγω την Αναγέννηση Καρδίτσας, η οποία τότε ήταν Γ’ Εθνική.
Ένα 16χρονο στην ομάδα της πόλης μου, ήταν πολύ δύσκολο να παίξω, αλλά κατάφερα να αγωνιστώ σε όλα τα παιχνίδια βασικός.
Το επόμενο καλοκαίρι γίνονταν κάτι δοκιμαστικά στη Χαλκηδόνα του κ. Σπανού. Πήγα καλά και μαθαίνω ότι θα με πάρουν.
Γυρίζω στην Καρδίτσα και από την τρέλα μου για το ποδόσφαιρο, ενώ Δευτέρα έφευγα για Αθήνα, πήγα το Σάββατο να παίξω 5Χ5 στο πλαστικό και παθαίνω χιαστό!
Σοκ! Στα 17 μου έπρεπε να μείνω έξω σχεδόν έναν χρόνο!
Δούλευα μόνος μου, έκανα θεραπείες μόνος μου, όλοι με είχαν ξεχασμένο και η Καρδίτσα δεν μου έδινε το δελτίο.
Το επόμενο καλοκαίρι, ξυπνάω ένα πρωί, παίρνω μια τσάντα και, χωρίς ακόμη να είναι έτοιμο 100% το πόδι μου, πηγαίνω στον Πανναξιακό , ο οποίος ήταν τότε Δ’ Εθνική και είχε προπονητή τον Ηλία Ράμμο, παλιό “10άρι” του Απόλλωνα Αθηνών.
Θυμάμαι έφτασα στο νησί επτά το πρωί. Με έβαλαν σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο δωμάτιο που το μόνο που είχε ήταν ένα κρεβάτι, ένα ραδιοφωνάκι και μια εικόνα της Παναγίας στον τοίχο. Εικόνες χαραγμένες στη μνήμη ενός 17χρονου παιδιού.
Λέω «Βασίλη, δεν υπάρχει γυρισμός. Ή θα στρωθείς και θα παίξεις με την καρδιά σου ή θα γυρίσεις πίσω».
Η ομάδα δεν πήγαινε να βγει, πάλευε να σωθεί, αλλά γνώρισα καλούς ανθρώπους.
Από τον τραυματισμό μου είχα παραπανίσια κιλά και στην προετοιμασία δεν ήμουν ακόμη ούτε στο 50%.
Ο Ηλίας Ράμμος ήταν ο δεύτερος προπονητής που εκτίμησα πολύ, μου έλεγε πάντα την αλήθεια και η συμβουλή του ήταν ότι, αν δουλέψω και είμαι καλός, θα βρω τον δρόμο μου.
Έτσι και έγινε, έκανα πολύ καλή χρονιά, έβαλα μάλιστα και οκτώ γκολ.
Ενδιαφέρθηκε τότε η Προοδευτική με προπονητή τον Σπύρο Μαραγκό, η οποία μόλις είχε υποβιβαστεί στη Β’ Εθνική. Μου έδιναν τριετές συμβόλαιο, αλλά το δελτίο μου ακόμη ανήκε στην Καρδίτσα, γιατί στη Νάξο έπαιξα με τον κανονισμό που υπήρχε για την χιλιομετρική απόσταση (πάνω από 200 χιλιόμετρα).
Στην Προοδευτική δεν το ήξεραν και τελευταίες μέρες των μεταγραφών μού λένε ότι, αν δεν βρω λύση, δεν μπορούν να με πάρουν.
Για καλή μου τύχη, αλλάζει η διοίκηση στην Αναγέννηση, μπαίνει Πρόεδρος ένας γνωστός του πατέρα μου, δώσαμε και κάποια χρήματα από την τσέπη μας κι έτσι ξεκίνησε το όνειρο της επαγγελματικής καριέρας.
Ήταν η ομάδα που με βοήθησε να γίνω άντρας, για χρόνια στη μεγάλη κατηγορία, με τον Γιάννη Αγγελόπουλο Τεχνικό Διευθυντή και Πρόεδρο τον Γιάννη Καρρά, με τον οποίον μιλάω ακόμη και ο οποίος συγκαταλέγεται στους ανθρώπους που με βοήθησαν πολύ.
Δυο χρόνια στην Προοδευτική ήμουν βασικός και αναντικατάστατος.
Τη δεύτερη χρονιά έχουμε προπονητή τον Σούλη Παπαδόπουλο, προσωποποίηση του πάθους, της δύναμης, ένας νέος και ανερχόμενος προπονητής που μας μετέδωσε την ένταση που είχε ως άνθρωπος.
Από την Προοδευτική με αγόρασε ο Ατρόμητος, ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε τότε.
Θυμάμαι τον κύριο Σπανό να μου λέει: «Φτάσαμε να σε χρυσοπληρώσουμε για να σε πάρουμε από την Προοδευτική, ενώ θα σε είχαμε πάρει τσάμπα, αν δεν είχες τραυματιστεί τότε», ακόμα μια απόδειξη ότι το ποδόσφαιρο είναι κύκλος και κάποιους ανθρώπους τους βρίσκεις ξανά μπροστά σου.
Μπαίνοντας πια σε ένα νέο κλίμα, αυτό της Α’ Εθνικής, με συμπαίκτες όπως οι Λουτσιάνο, Άντερσον Λίμα, Κούτση, Γελαδάρη και Γιώργο Παράσχο προπονητή, εγώ είχα ακόμη τη νοοτροπία της Β’ Εθνικής.
Αυτό λέω και στα νέα παιδιά που εκπροσωπώ σήμερα, ή αλλάζεις και εξελίσσεσαι ή θα μείνεις μια ζωή στάσιμος.
Ενώ ήμουν πάντα μαχητικός και πρώτος στα τρεξίματα, αυτό δεν ήταν αρκετό στη μεγάλη κατηγορία. Ο Παράσχος μου έλεγε: «Καρδιτσιώτη, για να σταθείς στην Α’ Εθνική, πρέπει να διαφοροποιήσεις το παιχνίδι σου, να γίνεις πιο δημιουργικός, όχι μόνο να μαρκάρεις».
Στην ουσία, πέρα από τα ανασταλτικά μου καθήκοντα μού ζητούσε κοντρόλ, σίγουρη πάσα και να ζητάω την μπάλα.
Ήταν μια δύσκολη μετάβαση για μένα, ζητούσα συμβουλές από τον Κούτση, τον Λίμα, τον Κορακάκη, δίπλα στους οποίους προσπαθούσα να εξελίσσομαι.
Την πρώτη μου συμμετοχή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν δεύτερη αγωνιστική με την ΑΕΚ εντός. Και τη θυμάμαι, γιατί δεν έπαιξα στη φυσική μου θέση αλλά δεξί μπακ. Με έβαλε να μαρκάρω τον Ζούλιο Σέζαρ. Βγήκε αλλαγή στο 70′, πήγα πολύ καλά αμυντικά, πήραμε ισοπαλία 1-1. Έτσι με γνώρισε το κοινό του Ατρομήτου.
Από εκείνη την ημέρα, όποτε με χρειαζόταν ο προπονητής μου, έπαιζα είτε δεξιός μπακ είτε στα χαφ ως αλλαγή.
Με την έλευση του Κοκότοβιτς στα μέσα της χρονιάς, ίσως επειδή του άρεσε πιο πολύ το physical, έγινα βασικός και δεν ξαναβγήκα μέχρι που έφυγα.
Έκανα καλές χρονιές στο Περιστέρι και έφτασα στο σημείο να με θέλουν μεγάλες ομάδες.
Δυστυχώς, παθαίνω πάλι χιαστό, επιστρέφω, αρχίζω πάλι να παίζω και έρχεται το ενδιαφέρον του Άρη.
Υπήρχε κάτι το περίεργο με τον Άρη. όποτε παίζαμε αντίπαλοι, είτε στο Πρωτάθλημα είτε στο Κύπελλο, έκανα πολύ καλά παιχνίδια, σαν να ήταν παιχνίδι της μοίρας να πάω σε αυτή την ομάδα.
Ήταν καλοκαίρι του 2009, προπονητής ο Μαζίνιο, εκπλήρωνα ένα παιδικό μου όνειρο, να αγωνιστώ σε μια μεγάλη ομάδα με πολύ κόσμο.
Ήμασταν μια φουρνιά Ελλήνων παικτών, με Σηφάκη, Πρίττα, Αραβίδη, Κουλουχέρη, Λαμπριάκο, Βανγκέλι, δεμένη, όλη τη μέρα μαζί.
Εκεί λοιπόν θεωρώ ότι έκανα το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου. επειδή είχα καθιερωθεί πλέον στη Super League, νόμιζα ότι θα είχα την ίδια αντιμετώπιση και στον Άρη, τις ίδιες ευκαιρίες.
Αυτό δεν γινόταν. Έπαιζα κάποιες αλλαγές ή όταν έλειπαν ο Ναφτί και ο Ντάριο Φερνάντες.
Φεύγει ο Μαζίνιο, έρχεται ο Έκτορ Κούπερ, ο οποίος από την πρώτη στιγμή μου είπε να κάνω υπομονή και ότι θα μου δώσει ευκαιρίες. Εγώ του απάντησα ότι δεν μπορώ να κάθομαι στον πάγκο και ότι καλύτερα θα ήταν να πάω δανεικός και να γυρίσω το καλοκαίρι.
«Εγώ σε έχω ανάγκη τώρα, το καλοκαίρι δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί», μου είπε, αλλά είχα αποφασίσει να το ρισκάρω.
Πήγα στον ΠΑΣ Γιάννινα με προπονητή τον Νίκο Αναστόπουλο. Με βοήθησε να επανέλθω, κάναμε εκπληκτική πορεία στον δεύτερο γύρο, αλλά δεν σωθήκαμε για ένα βαθμό.
Όταν επέστρεψα, ο Κούπερ αποδείχτηκε προφητικός. Περιμένω να φύγουμε για προετοιμασία και με φωνάζει στο γραφείο του για να μου πει ότι δεν με υπολογίζει στα πλάνα του για τη νέα χρονιά.
Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να αλλάξω περιβάλλον.
Είχα ήδη αρχίσει να το μετανιώνω, γιατί τον Γενάρη έπαθε θλάση ο Φερνάντες και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό ο Πρίττας, έπαιξε, έβαλε το γκολ, καθιερώθηκε και έφτασε μέχρι και την κλήση στην Εθνική και τη συμμετοχή στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής.
Δεν ξέρω αν θα ήταν καρμικό να συμβεί και με εμένα, αλλά θεωρώ ότι βιάστηκα και δεν είχα υπομονή, ίσως δεν είχα και καλούς συμβουλάτορες. Όταν είσαι σε μια τέτοια ομάδα με πολλούς καλούς παίκτες, πρέπει να περιμένεις την ευκαιρία σου.
Επόμενος σταθμός ο ΟΦΗ το καλοκαίρι του 2010.
Πρόεδρος ο Νίκος Μαχλάς, μεγάλα ονόματα και μεγάλο μπάτζετ για τα δεδομένα της Β’ Εθνικής, στόχος να βγούμε στη Super League.
Εγώ δεν ήμουν έτοιμος, δεν είχα κάνει προετοιμασία, είχα παρατήσει τον εαυτό μου, ένιωθα ότι δεν ήμουν καλά.
Τους είπα ότι δεν θέλω να υπογράψω αμέσως, αλλά να πάω πρώτα στην προετοιμασία στο Καρπενήσι.
Γυρίζουμε Κρήτη και μετά από δυο-τρεις προπονήσεις έρχεται πάλι ένας μεγάλος τραυματισμός, κόβω τον αχίλλειο τένοντα σε ένα σπριντ στην προθέρμανση. Δεν είχα υπογράψει ακόμη και όλα μου ήρθαν σαν ταινία μπροστά μου, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, θυμάμαι ότι φώναζα «καταστράφηκα», έλεγα ότι σταματάω το ποδόσφαιρο και ήμουν μόνο 27.
Προς τιμήν του, ο Μαχλάς μού είπε αμέσως ότι δεν θα με πετάξει στον δρόμο κι εγώ απλώς του ζήτησα να μην τρέξει το συμβόλαιο μου το πρώτο εξάμηνο, μέχρι να γίνω καλά. Με στήριξαν πολύ σε μια χρονιά με οικονομικά προβλήματα.
Επέστρεψα τον Φλεβάρη, εκεί συναντώ για δεύτερη φορά τον Αναστόπουλο.
Έπαιζα κάτι πεντάλεπτα ως αλλαγή και είχα παράπονα από τον κόουτς, ήμουν εγωιστής και δεν καταλάβαινα ότι δεν ήμουν καλά.
Παρότι τερματίσαμε τρίτοι, ανεβήκαμε, γιατί προσφύγαμε στο διαιτητικό, αλλά η απόφαση βγήκε πολύ αργά, με συνέπεια να έχουμε μείνει 13 παίκτες.
Παίζαμε ρακέτες στην παραλία με τα άλλα παιδιά, όταν μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε ότι σε δυο μέρες παίζουμε μπαράζ στην Αθήνα με Λεβαδειακό, Διαγόρα και Δόξα, ώστε να ανέβει η μια. Πάμε με 13 παίκτες, οι δυο στον πάγκο πιτσιρικάδες. Χωρίς ουσιαστικά προπόνηση, κερδίζουμε 1-0 τον Λεβαδειακό και επιστρέψαμε στην Κρήτη ως ήρωες.
Παρότι ήρθαν 18 νέοι παίκτες και είχαμε και πάλι οικονομικά προβλήματα, δεν με ένοιαζε, γιατί ένιωθα σημαντικός για την ομάδα.
Ξαφνικά γύρω στον Νοέμβριο άρχισα να μην παίζω και αποφασίζω να κάνω προσφυγή και να φύγω.
Με έψαχναν και εγώ ήμουν στο χωριό μου και χωρίς ομάδα.
Με παίρνει ο Κούγιας τότε να πάω στην Παναχαϊκή στη Β΄ Εθνική, «Έρχομαι να σε πάρω να πάμε να δούμε το φιλικό με τη Ζάκυνθο».
Τι είχαμε, τι χάσαμε, πάμε Ζάκυνθο, βλέπουμε το φιλικό και, ενώ ήμουν έτοιμος να υπογράψω, με πήραν τηλέφωνο από τον Πανιώνιο, μόλις είχε αναλάβει ο Μάντζιος.
Το δέλεαρ της Α’ Εθνικής μού άρεσε, αν και ήξερα ότι και στον Πανιώνιο υπήρχαν οικονομικά προβλήματα.
Έπρεπε να βρω τρόπο όμως να το πω στον Κούγια, οπότε, μόλις έφτασε η κουβέντα στο οικονομικό, ζήτησα ένα μεγάλο ποσό για Β’ Εθνική, το οποίο φυσικά δεν έγινε δεκτό.
Και έτσι πήγα στον Πανιώνιο για έναν χρόνο, μια ιστορική ομάδα, βρήκα πάλι τον Κουλουχέρη, όλα ήταν όπως τα φανταζόμουν.
Στο πρώτο εξάμηνο είχα τον Μάντζιο, στο δεύτερο τον Ελευθερόπουλο, καταφέραμε να σωθούμε και το καλοκαίρι φτιάξαμε μια νεανική ομάδα με λίγα χρήματα.
Από εκείνη την ομάδα πουλήθηκαν ο Κούρος στον Ατρόμητο, ο Σπυρόπουλος στον Παναθηναικό, ο Αυλωνίτης στον Ολυμπιακό, ο Λαμπρόπουλος στην ΑΕΚ, οι Σάμαρης και Κολοβός στον Ολυμπιακό, ο Ντούνης στην ΑΕΚ, μόνο εγώ και ο Μενδρινός δεν είχαμε φύγει.
Τότε έκανα ακόμα ένα λάθος στην καριέρα μου, άκουσα κάποιους ανθρώπους που μου έταξαν μεταγραφή στο εξωτερικό, δεν ανανέωσα με τον Πανιώνιο, έκλεινα πόρτες και, από εκεί όπου ήμουν στα σαλόνια, καταλήγω πάλι Β’ Εθνική και τον Απόλλωνα, πολύ μεγάλο σοκ.
Βγήκαμε αήττητοι στην Α’ Εθνική, όταν με κάλεσε ο Νίκος Λυμπερόπουλος να μιλήσω με τον Μελισσανίδη. Μου λέει «έλα στα γραφεία στον Πειραιά, σε περιμένει» κι εγώ του απαντάω «Νίκο, είμαι με μαγιό και σαγιονάρα στην παραλία». Ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές στην καριέρα μου. Περιττό να αναφέρω το τι πείραγμα έφαγα από τον Πρόεδρο, όταν εμφανίστηκα έτσι.
Υπέγραψα για τρία χρόνια, ώστε να βοηθήσω την προσπάθεια της ΑΕΚ να επιστρέψει από την Γ’ Εθνική στη μεγάλη κατηγορία, χρονιές που με σημάδεψαν, γιατί ήμουν εκεί στα δύσκολα χρόνια της ομάδας και είμαι υπερήφανος για αυτό.
Η φιλοσοφία μου είναι η βιογραφία μου
Είχε αρχίσει παράλληλα να αλλάζει και όλη μου η φιλοσοφία για το ποδόσφαιρο. Αρχικά με Μάντζιο, Ελευθερόπουλο και στη συνέχεια με τον Δέλλα.
Ο τελευταίος μαζί με τον Μπορμπόκη και τον Δημήτρη Μπουρουτζήκα με βοήθησαν πολύ στις αντιλήψεις μου για το ποδόσφαιρο, στον τρόπο σκέψης μου, στο τι θέλει το υψηλό επίπεδο. Τους εκτιμώ πολύ, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα τους, όχι μόνο αυτά που σου έδειχναν στο γήπεδο αλλά όσον αφορά σε ολόκληρη τη νοοτροπία τους, ακόμα και στα 30 μου δηλαδή προσπαθούσα να απορροφάω πράγματα.
Και δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το παιχνίδι Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό για τα προημιτελικά, ήταν από τα σημαντικότερα της καριέρας μου, μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν μαζί από τη Γ’ Εθνική κόντραρε στα ίσια τον Ολυμπιακό.
Εφόσον ήξερα ότι δεν θα έχω και πολύ χρόνο συμμετοχής στην Α’ Εθνική, αποδέχτηκα την πρόταση του Καρυπίδη, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει τον Άρη από τη Γ’ Εθνική, πάλι στα δύσκολα χρόνια, με ένα μπάτζετ τεράστιο για τα δεδομένα της κατηγορίας.
Όλοι παίκτες Α’ Εθνικής, είναι δύσκολο να είσαι παίκτης Α’ κατηγορίας και να πρέπει να διαχειριστείς ότι θα παίζεις ξαφνικά σε χωριά, εγώ το είχα μόλις περάσει με την ΑΕΚ.
Σε αυτό το σημείο θέλω να πω για τον Νίκο Αναστόπουλο, τον οποίον συνάντησα για τρίτη φορά στην καριέρα μου, ότι είναι από τους προπονητές που βάζουν αγάπη σε αυτό που κάνουν, μπορεί να έχει τις παραξενιές του, η καρδιά του είναι σαν μωρού παιδιού, εγώ τον θεωρώ φίλο μου.
Η δεύτερη χρονιά στον Άρη, στη Β’ Εθνική, ήταν δύσκολη, δίχως ηρεμία, με άσχημες καταστάσεις, η οποία και με έχει σημαδέψει, γιατί ήταν η μοναδική που δεν κατάφερα άνοδο, σε όλες τις άλλες το είχα καταφέρει και το έχω καημό μέσα μου, γιατί θα τελείωνα διαφορετικά το ποδόσφαιρο.
Όλα όμως γίνονται για κάποιον λόγο. Ίσως ο Θεός ήθελε να σταματήσω στα 35, γιατί καταλάβαινα κι εγώ ότι από τους τρεις μεγάλους τραυματισμούς που είχα δεν θα ήμουν αυτός που ήξερα.
Πάνω που είχα σχεδόν αποφασίσει να σταματήσω, με προσέγγισε ο Αστέρας Αμαλιάδας που έκανε μια προσπάθεια να βγει στη Super League 2.
Τα καταφέραμε, το πανηγυρίσαμε αλλά δεν παίξαμε ποτέ, γιατί μας τιμώρησαν με αφαίρεση πέντε βαθμών για κάτι επεισόδια.
Σιγά-σιγά είχα αρχίσει ήδη να σκέφτομαι τη ζωή μετά το ποδόσφαιρο και αποφασίζω μαζί με τα αδέρφια μου να ανοίξουμε ένα bar-restaurant στην Καρδίτσα.
Παράλληλα, δέχομαι την πρόταση της Νίκης Βόλου να βοηθήσω πάλι να ανέβει από τη Γ’ Εθνική, κάτι που συνέβη στην ουσία παρά την ισοβαθμία με τον Ολυμπιακό Βόλου, αφού έγινε αναδιάρθρωση των κατηγοριών.
Κι αυτή ήταν η τελευταία μου επαγγελματική σεζόν.
Δεν έχω παράπονο από την καριέρα μου, στο ποδόσφαιρο, πέρα από τα λάθη που κάνεις, παίρνεις στο τέλος αυτό που αξίζεις.
Είναι η αυτοκριτική που οφείλει να κάνει στο τέλος ο καθένας κι εγώ έκανα πολλά λάθη ως ποδοσφαιριστής, ήμουν πάντα πολύ παρορμητικός και μου κόστισε στις ποδοσφαιρικές μου αποφάσεις.
Προσωπικά, δεν είχα κοντά μου την οικογένειά μου, δεν τους άκουγα, δεν είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο να με συνετίσει, να με καθοδηγήσει, να με βάλει ακόμα και στα οικονομικά μου σε μια σειρά, ξόδευα άσκοπα τα λεφτά μου.
Η καθοδήγηση που δεν είχα εγώ είναι κι αυτή που με ώθησε να ασχοληθώ με την εκπροσώπηση παικτών.
Τους λέω ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι 100άρι αλλά μαραθώνιος, αυτό είναι το λάθος που κάνουν τα νέα παιδιά, γιατί το ποδόσφαιρο θέλει διάρκεια, ωριμότητα, υπομονή, σοβαρότητα και φυσικά αγωνιστικότητα.
Επίσης, δεν θα παίξουν όλοι σε υψηλό επίπεδο, λέω στους παίκτες μου να κάνουν την προσπάθειά τους τίμια, υγιέστατα, να αφιερώσουν χρόνο και, αν δεν πετύχουν και παίξουν στη Β’ Εθνική, πάλι θα τους στηρίξω.
Στους γονείς λέω το τρίπτυχο «δίνω τα εφόδια, παρακολουθώ και δεν μιλάω», δεν υπάρχει «επενδύω στο παιδί μου για να βγάλω εγώ λεφτά».
Το μόνο μειονέκτημα που έχω είναι ότι, επειδή έπαιξα ποδόσφαιρο, είμαι ευαίσθητος με τα παιδιά, καταλαβαίνω την ελπίδα που τρέφει το άθλημα, συνυπάρχω μαζί τους.
Η φιλοσοφία μου είναι η βιογραφία μου, με αγαπούν όλοι στον χώρο, έκανα φίλους, αδέρφια και, όταν σταμάτησα, άφησα το στίγμα μου ως ένας ποδοσφαιριστής που του ανοίγουν την πόρτα όπου και αν πάει.
Ο Βασίλης Ρόβας είναι πρώην ποδοσφαιριστής και νυν εκπρόσωπος aθλητών.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
Photo credits: Ραφαήλ Γεωργιάδης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χρήστος Αραβίδης: Αγάπης Αγώνας Ανίκητος