Στις αρχές των 70’s η οικονομική κρίση και η ανεργία είχαν χτυπήσει βάναυσα την Ιρλανδία και επικρατούσε παντού απογοήτευση, ανησυχία και θυμός.
Στις εργατικές κατοικίες του Μέιφιλντ, στα προάστια του Κορκ, τα πιτσιρίκια ακολουθούσαν τους αιώνιους ιρλανδικούς κανόνες της επιβίωσης. Ένα πρωτόκολλο που παραδοσιακά πρόσταζε πως, για να τα καταφέρεις, θα πρέπει να είσαι δυνατός. Ένας άγραφος κανόνας που όριζε ότι το να σε θεωρούν δύσκολο, πολύ δύσκολο, θα μπορούσε να είναι η αρχή της επιτυχίας. Και πως, μέχρι να σε θεωρήσουν δύσκολο, πολύ δύσκολο, δεν είσαι απολύτως κανένας και τίποτα.
Σε αυτού του τύπου την ιδιάζουσα παιδικότητα, ο Ρόι Κιν φάνηκε να δυσκολεύεται αρχικά. Ήταν πιο μικροκαμωμένος από τα τους συνομηλίκους και συχνά ήταν εκείνος που βρισκόταν με τα μούτρα στο τσιμέντο. Ο πατέρας, Μορίς, ο οποίος έκανε μεροκάματο όπου έβρισκε, δεν τον βοηθούσε καν να σηκωθεί, όπως έκανε και με εκείνον ο δικός του πατέρας κ.ο.κ.
«Μία μέρα με έπιασε και μου είπε ότι έπρεπε να μάθω να χρησιμοποιώ τις γροθιές μου, όταν θα ήταν χρήσιμο. Ήξερα ότι έπαιζε καλό μποξ στα νιάτα του. Ήμουν επτά ετών τότε και την επόμενη μέρα με πήγε στον γείτονα, για να μου μάθει τα βασικά». Αυτή ήταν η αφετηρία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο μικρός Ρόι θα έβαζε πλέον τα όριά του. Και αυτά έμελλε να είναι με έναν μοναδικό τρόπο διευρυμένα.
«Ο Ρόι δεν ήταν χούλιγκαν», θα πει κάποτε μπροστά σε μία κάμερα η κυρία Μπάκλεϊ που έμενε μεσοτοιχία με την οικογένεια.
«Όσο σκληρό και αν τον θεωρείτε τώρα, πάντοτε λύγιζε μπροστά στη μητέρα του». Η Μαρία Κιν, η οποία καθάριζε τα σπίτια των πλουσίων, είχε αυστηρό ύφος, έντονη διάπλαση και μία καρδιά μάλαμα μπροστά στα πέντε παιδιά της. Βαθιά καθολικοί, κάθε Κυριακή πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία και έπειτα, αφού τα μικρά έκαναν τα μαθήματά τους, μπορούσαν να βγουν για παιχνίδι.
Μόνο που ο Ρόι αργούσε να γυρίσει. Είτε θα είχε μπλέξει σε καβγάδες με μεγαλύτερα παιδιά είτε θα πάλευε μαζί τους αγωνιστικά, παίζοντας ράγκμπι. Και στις δύο περιπτώσεις, επέστρεφε νικητής και υπερήφανος. Είχε ήδη αρχίσει να δομεί ως χαρακτήρας αυτό που αργότερα θα του τραγουδούσαν στο Old Trafford: «He’s here, he’s there, he’s every-fucking-where». Το ποδόσφαιρο όμως ακόμη δεν είχε μπει στη ζωή του.
Χωρίς… αιχμαλώτους
Ήταν 10 ετών, όταν πήγε να παίξει στην τοπική Ρόκμαουντ. Αρχικά του είπαν «όχι». Ήταν κοντός, αδύνατος και έδειχνε αδύναμος. Την επόμενη μέρα ξαναπήγε και απαίτησε να τον δοκιμάσουν. Φαινόταν ότι κάτι μπορούσε να κάνει και τους έδειξε ότι, όπως έπραττε από μωρό, δεν είχε πρόβλημα να τα βάλει με πιο δυνατά αγόρια.
Έχοντας ως ινδάλματα τους Λίαμ Μπρέιντι και Γκλεν Χοντλ, προσπαθούσε να γίνει ένας βιρτουόζος μεσοεπιθετικός. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές τον τοποθετούσαν είτε στο δεξί κέντρο της άμυνας είτε μπροστά από αυτήν. Δεν φαινόταν να είναι κάτι αξιοπρόσεκτο. Δεν είχε το ταλέντο που έκοβε την ανάσα και μαγνήτιζε τα βλέμματα. Δεν θα μπορούσε να μοιάσει σε κανέναν από τους δύο.
Οπότε, μεγαλώνοντας, άρχισε να ταυτίζεται με κάτι πιο οικείο αγωνιστικά. Ο Μπράιαν Ρόμπσον είχε γίνει ο αγαπημένος του και ονειρευόταν να παίξει κάποτε μαζί του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τον χλεύασαν για το όνειρο. «Κάποτε το είπα στους φίλους μου και ξεκαρδίστηκαν».
Το 1985 εκμοντερνίστηκε η ιρλανδική Α’ κατηγορία και η όχι και τόσο γνωστή στις μέρες μας, Κομπχ Ράμπλερς, υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη. Εκείνη τη χρονιά ένας μάνατζερ πήρε τον Ρόι για μία επίσκεψη στις εγκαταστάσεις της στο Δουβλίνο. Στην πρωτεύουσα είδε την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Μικρόσωμος ακόμη, δέχτηκε ξανά ένα μεγάλο άκυρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα επέστρεφε εκεί ακριβώς. Για την ακρίβεια, θα τον προσκαλούσαν.
Είχε φτάσει 18 ετών (1989) και δεν είχε κάνει ακόμη κάποιο σημαντικό γκελ στο ποδόσφαιρο της χώρας. Είχε όμως σκληραγωγηθεί στις μικρότερες κατηγορίες της χώρας. Εκεί όπου δεν χωρούν φιοριτούρες, το τάκλιν αποτελεί το σημαντικότερο προσόν και όπου σε κάθε μάχη κανείς δεν παίρνει αιχμαλώτους.
Ξαφνικά βρέθηκε να κάνει τρομερά πράγματα. Η εξέλιξή του ήταν καταιγιστική. Έπαιζε ακόμα και δύο ματς στο Σαββατοκύριακο, καθώς επέμενε να βοηθάει και τη Β’ ομάδα. Μόλις μία χρονιά ήταν αρκετή.
Στην αγκαλιά του «Κλάφι» και του «Φέργκι»
Τον Φεβρουάριο του 1990 το έμπειρο μάτι του scout Νόελ ΜακΚέιμπ έπεισε τον Μπράιαν Κλαφ να του δώσει μία ευκαιρία. Ο ίσως πιο διαβόητος και θρυλικός μάνατζερ στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου κατάλαβε από την πρώτη στιγμή το διαμάντι που είχε μπροστά του. Αμέσως βρέθηκε βασικός σε ένα Πρωτάθλημα που ακόμη, πριν τον εκμοντερνσιμό του, ήταν από τα πιο ζόρικα του κόσμου και κυριαρχούσε η δύναμη, το πάθος και η αποφασιστικότητα. Ένα τερέν που θα του ταίριαζε απόλυτα και θα γινόταν η μεγάλη… παιδική χαρά του.
Στην πορεία εκείνης της χρονιάς προς τον χαμένο Τελικό του FA Cup, ο Ρόι έβαλε τρία γκολ και έγινε πολύτιμος. Ωστόσο, στον τρίτο γύρο αποβλήθηκε από χαζομάρα του και ο Κλαφ στα αποδυτήρια τον χτύπησε στο στήθος εκνευρισμένος και τον πέταξε κάτω. Ο Κιν δεν αντέδρασε. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που δεν θα το έκανε.
Και ο προπονητής του όμως τον είχε αγαπήσει εξ αρχής. Το πρόβλημά του μικρού ήταν ότι του έλειπε το πατρικό του και ο πάντα αυστηρός κόουτς μόνο μαζί του γινόταν μαλακός και τον άφηνε κάθε τόσο να παίρνει μικρές άδειες και να επιστρέφει στη μαμά Μαρία.
Οι δυο τους είχαν αυτόν τον εσωτερικό κώδικα αναγνώρισης. Αυτόν που γνωρίζει ότι ακόμα και οι καλύτερες καρδιές τυχαίνει καμιά φορά να είναι πολύ σκληρές.
Το 1992 ήδη ο 21χρονος μέσος είχε κάνει θραύση. Άρχισε να απαιτεί περισσότερα. «Τον αγαπάω, είναι το πιο καυτό project στο αγγλικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν γίνεται να χρεοκοπήσουμε το club, για να του δώσουμε όσα χρήματα ζητάει», θα εμφανιστεί θυμωμένος δημόσια ο Κλαφ. Η Φόρεστ δεν πηγαίνει καλά και οδεύει προς τον υποβιβασμό. Ο «Κλάφι» και ο Κιν δεν μπορούν να τη σώσουν. Ο δεύτερος θέλει να φύγει.
Τον πλησιάζει πρώτα ο Κένι Νταλγκλίς που φτιάχνει κάτι σπουδαίο με την Μπλάκμπερν (το 1995 θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα). Τα βρίσκουν σε όλα, αλλά λείπει ένα έγγραφο. Είναι Παρασκευή μεσημέρι, ακολουθεί Σαββατοκύριακο και δεν προλαβαίνουν. Δίνουν ραντεβού για τη Δευτέρα.
Ο Άλεξ Φέργκιουσον έχει βάλει κατάσκοπο και μαθαίνει την εξέλιξη. Εκείνος έχει όλα τα έγγραφα έτοιμα. Του τηλεφωνεί, τον πείθει και μέχρι το απόγευμα η υπογραφή του έχει σταλεί με φαξ. Με 3.75 εκατ. λίρες μόλις έχει γίνει η μεταγραφή ρεκόρ στην Αγγλία και αυτή που θα αλλάξει για πάντα την ιστορία της Γιουνάιτεντ.
Ηγέτης
Παρά το μεγάλο ποσό που ξοδεύτηκε, η θέση στην 11άδα μόνο εξασφαλισμένη δεν ήταν. Ο ένας βασικός στο κέντρο ήταν ο Πολ Ινς. Ο άλλος το ίνδαλμά του. Το είχε καταφέρει. Μπορεί να γελούσαν κάποτε μαζί του, αλλά πλέον όχι μόνο θα ήταν συμπαίκτης με τον Μπράιαν Ρόμπσον αλλά σταδιακά θα του έτρωγε και τη θέση. Άλλωστε ο εμβληματικός αρχηγός των «Κόκκινων Διαβόλων» ήταν 36 ετών και ταλαιπωρούνταν από τραυματισμούς.
Με τον Κιν στην ομάδα ο «Φέργκι» θα οδηγούσε τη Γιουνάιτεντ όχι απλώς στην πρώτη κορυφή από το 1967 αλλά και στο πρώτο Νταμπλ ever για τον σύλλογο. Ο ίδιος λάμβανε ήδη εκπληκτικές κριτικές. Είχαν ήδη όμως επιβεβαιωθεί όσα φαίνονταν από τη Νότιγχαμ κιόλας.
Αυτός ο νεαρός έπαιζε με θυμό. Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα προστάζει η συνθήκη της οργής, εκείνος κατάφερνε να την εναρμονίζει με το παιχνίδι του και να τη μετατρέπει σε κινητήριο δύναμη, συνδυάζοντάς την -παράδοξα- με σωστές και δίχως βιασύνη αποφάσεις. Ενώ το μάτι γυάλιζε και τα ρουθούνια ξέβραζαν με δύναμη τον αέρα, το μυαλό εμφανιζόταν ποδοσφαιρικά μειλίχιο.
Σταδιακά βέβαια άρχιζαν να τον μαθαίνουν καλά και οι αντίπαλοι. Και αυτό τούς προκαλούσε εκνευρισμό και φόβο. Το μικρόσωμο παιδί από το Κορκ έδειχνε στο γήπεδο ένας ατρόμητος και απροσπέλαστος γίγαντας.
Σε εκείνη την εποχή της η Γιουνάιτεντ είχε ένα κράμα εμπειρίας (Χιουζ, Καντονά, Μπρους, Ρόμπσον), τη γενιά του ’92 που ήδη βρισκόταν στις επάλξεις (Σκόουλς, Μπέκαμ, Μπατ, τα αδέρφια Νέβιλ) και τον λίγο μεγαλύτερό τους, Ράιαν Γκιγκς. Η σοκαριστικά απρόσμενη απόσυρση του Ερίκ Καντονά το 1997 τον έφερε ακόμα περισσότερο στο προσκήνιο.
Ο Σερ Άλεξ δεν γινόταν να παραγνωρίσει την ηγετική προσωπικότητά του και τον τρόπο που ξεσήκωνε όλη την ομάδα και την έβαζε να παλεύει στο όριο. Στο δικό του απύθμενο όριο. «Το παιχνίδι του παρουσιάζει την πιο εμφατική επίδειξη ανιδιοτέλειας που έχω δει ποτέ στη ζωή μου στα γήπεδα. Πατώντας πάνω σε κάθε λεπίδα γρασιδιού, μαχόμενος σα να προτιμούσε να πεθάνει από εξάντληση παρά να χάσει, εμπνέει τους πάντες γύρω του. Ήταν μεγάλη τιμή που έχω έναν τέτοιον παίκτη», θα είναι η υπέρτατη αναγνώριση του «Φέργκι».
Μόνο που εκεί που κάποιος άλλος θα φούσκωνε από την τιμή, ο Ρόι θα την πάρει και θα την κατεβάσει στο έδαφος, με σχεδόν ισοπεδωτικό τρόπο, ο οποίος βέβαια επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του προπονητή του. «Τέτοιες δηλώσεις σχεδόν με προσβάλλουν. Τι πρέπει να κάνω δηλαδή; Να παραιτηθώ, όταν κάτι δεν πάει καλά; Πραγματικά προσβάλλομαι, όταν μου πετάνε τέτοια αποφθέγματα, σα να υποτίθεται ότι θα με τιμούν. Είναι σαν να επαινείς τον ταχυδρόμο για την παράδοση των επιστολών σου. Έτσι δεν είναι; Αυτή είναι η δουλειά του. Αυτή είναι η δική μου»!
Η ντροπιαστική εκδίκηση
Μόνο που τα παραπάνω θα πλαισιωθούν από άσχημες συμπεριφορές. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιζήμιες σωματικά. Είναι αναπόφευκτο μαζί του. Αυτό είναι το πακέτο και δεν γινόταν να το πάρεις χωρίς την οργή. Θα ήταν λειψό. Μόλις λίγες βδομάδες αφού κάνει πρεμιέρα με το περιβραχιόνιο, θα του συμβεί το άσχημο, το οποίο δεν θα το ξεχάσει και θα το ανταποδώσει με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Είναι ακόμη Σεπτέμβριος του 1997. Η Γιούναιτεντ, αήττητη στις πρώτες επτά αγωνιστικές, πηγαίνει στο Elland Road να αντιμετωπίσει τη Λιντς. Ο Κιν έχει αρχίσει από καιρό να εξωτερικεύει την πανίσχυρη προσωπικότητά του και να γίνεται ολοένα και πιο κυριαρχικός-οξύθυμος στο γήπεδο. Τότε ο 26χρονος εαυτός του και ο 25χρονος Άλφι Χάαλαντ δεν γνώριζαν όσα θα ακολουθούσαν και θα σημάδευαν κυρίως την καριέρα και τη ζωή του δεύτερου.
Στο 80′ ο Ρόι κυνηγάει μία κάθετη στην αντίπαλη περιοχή. Μία κόκκινη φανέλα ανάμεσα σε πολλές λευκές. Δίπλα του έτυχε να τρέχει ο Χάαλαντ. Η επαφή ήταν απειροελάχιστη, ίσως και μηδαμινή. Ο Ιρλανδός στραβοπάτησε και έπεσε. Θυμωμένος ο Νορβηγός έτρεξε από πάνω του και άρχισε να του φωνάζει ότι κάνει θέατρο για να πάρει πέναλτι. Δεν έκανε. Ο χιαστός του είχε πάθει ζημιά. Τόσο μεγάλη ώστε να τον αφήσει εκτός δράσης για περίπου έναν χρόνο. «Γάμ@@σέ τον. Έκανε αυτό που ήθελε. Σε όλο το ματς με έβριζε και μου δημιουργούσε εκνευρισμό. Αυτό που ήθελε το πέτυχε», θα έγραφε λίγα χρόνια αργότερα σε μία πρώιμη αυτοβιογραφία του ο Κιν. Μόνο που η ιστορία δεν θα τελείωνε εκεί.
Συγγνώμη δεν υπήρξε καν από τον αντίπαλό του. Ούτε καν ένα τηλεφώνημα για να δει πώς είναι με τον τραυματισμό του. Αυτό για τον Ιρλανδό ήταν κόκκινη γραμμή που είχε παραβιαστεί. Ούτε ο Χάαλαντ ήταν εύκολος τύπος. Ζόρικος και αντιδραστικός στο γήπεδο. Γερό κορμί, τρεχαλατζής που έκανε τάκλιν με… όλα και αθυρόστομος. Δεν είχε φόβο να τα βάλει με άλλους ζόρικους. Είχε μαλώσει ακόμα και με τον σκληροπυρηνικό Βίνι Τζόουνς, ενώ είχε σπάσει τη μύτη του Ρέι Πάρλιουρ της Άρσεναλ.
Μόνο που ο Κιν δεν ήταν από εκείνους που αφήνουν κάτι τέτοια αναπάντητα. Η σκέψη του ήταν μόνο μία. Να απονεμηθεί δικαιοσύνη, κι ας χαθεί ο κόσμος. Και μπορεί να του πήρε καιρό. Δεν ξέχασε όμως. Και την κατάλληλη στιγμή σέρβιρε στον εαυτό του το παγωμένο πιάτο της εκδίκησης.
Από εκείνο το απόγευμα στο Λιντς θα περνούσαν τέσσερα χρόνια και ισάριθμες ακόμα μεταξύ τους αναμετρήσεις. Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει ιδιαίτερη ένταση στις μονομαχίες τους. Ήταν όλες στο πλαίσιο του αθλητικού εγωισμού.
Ο Χάαλαντ έχει μετακομίσει στη Μάντσεστερ Σίτι. Στο πρώτο ντέρμπι της πόλης ο Κιν θα είναι φρόνιμος. Τον Απρίλιο όμως στο Old Trafford θα βγάζει αφρούς. Σε μία ανύποπτη μονομαχία θα μυρίσει αίμα. Ο Χάαλαντ θα προλάβει να τσιμπήσει την μπάλα, μα ο αντίπαλός του είναι ξεκάθαρο πως δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Απλωμένο επίτηδες, το δεξί πόδι του Κιν θα προσγειωθεί με τις τάπες στο απροστάτευτο δεξί γόνατο του Νορβηγού. Και καθώς εκείνος θα σφαδάζει στο έδαφος, ο Ιρλανδός θα πάει από πάνω του και θα του βρίσει τα πάντα.
Πέραν της επί τόπου αποβολής, η τιμωρία θα είναι ελαφριά (δύο αγωνιστικές και 5.000 λίρες πρόστιμο). Κάποιους μήνες αργότερα σε συνέντευξή του θα αφήσει ένα ξεκάθαρο υπονοούμενο εκδίκησης. «Ίσως να το έκανα επίτηδες, ίσως και όχι. Απλώς να τον ενημερώσετε ότι εγώ δεν ξεχνάω. Άλλωστε, ό,τι συμβαίνει έχει και την απάντησή του. Μην με παρεξηγείτε πάντως, δεν είμαι κακός τύπος, αλλά, τι να κάνω, είμαι απλώς ένας κανονικός άνθρωπος», θα πει με θυμωμένο και μπλαζέ ύφος και δίχως να τον απασχολεί ότι τον έχει αφήσει ήδη για καιρό εκτός δράσης.
Μόνο που η -σχεδόν- ανθρώπινη προσέγγισή του θα ακυρωθεί από τον ίδιον στην αυτοβιογραφία του λίγο αργότερα. «Το περίμενα καιρό, δεν γινόταν άλλο. Η μπάλα νομίζω ήταν εκεί, αλλά δεν είχε σημασία. Τον χτύπησα σκληρά και σκέφτηκα “Πάρ’ τα, γαμ@@νο μ@@νί. Για να μάθεις να φωνάζεις από πάνω μου ότι προσποιήθηκα τον τραυματία!”». Πέντε αγώνες και 150.000 λίρες πρόστιμο ήρθαν σαν επιβράβευση της ειλικρίνειάς του από την Αγγλική Ομοσπονδία.
Φασαρίες
Ήταν το χειρότερο αλλά φυσικά όχι το μοναδικό ανεξέλεγκτο περιστατικό. Το πρώτο δείγμα το είχε εμφανίσει στα 19 του. Σε ένα ταξίδι με την Εθνική Ιρλανδίας στη Βοστώνη καθυστέρησε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και ο Τζάκι Τσάρλτον τον κατσάδιασε, με τον μικρό να του απαντάει με αυθάδεια «Δεν θυμάμαι να σου ζήτησα να περιμένεις. Έτσι δεν είναι;».
Τσαμπουκάδες με συμπαίκτες και αντιπάλους. Βρισιές σε οπαδούς, διαχρονικά μαλώματα με τους παίκτες της Άρσεναλ, Τιερί Ανρί και τον Πατρίκ Βιεϊρά. Με τον τελευταίο έπαιξαν πολλές κλωτσιές στα χρόνια της αντιπαλότητάς τους και πιάστηκαν από τον λαιμό, ρίχνοντας και κάποιες ψιλές στη φυσούνα. Μόνο σε έναν δεν απαντούσε, ο οποίος τον κλώτσαγε, κάθε φορά που τον έβλεπε. Από τον Βίνι Τζόουνς όσες και να έφαγε, δεν ανταπέδωσε.
Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι, μεγαλώνοντας, γινόταν ακόμα πιο παράξενος και αντιδραστικός. Πλέον είχε άποψη και για τις εγκαταστάσεις, τα ξενοδοχεία, για όλα. Το 2002 παράτησε την Εθνική στην Ιαπωνία, πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ, επειδή δεν του άρεσε το προπονητικό γήπεδο, ενώ το 2005 σκοτώθηκε ακόμα και με τον Φέργκιουσον για τον ίδιον ακριβώς λόγο.
Κατά την προετοιμασία στην Πορτογαλία ο «Φέργκι» του είπε να μην ασχοληθεί ξανά με κάτι αντίστοιχο. Μάλωσαν και λίγο αργότερα ο Ιρλανδός το κοινοποίησε σε τηλεοπτική συνέντευξή του. Το γυαλί είχε ραγίσει και η αποχώρησή του αποφασίστηκε από κοινού. Ήταν ο χειρότερος τρόπος να φύγει έπειτα 12 θρυλικά χρόνια.
Ο θρύλος του Τορίνο
Στο μεσοδιάστημα όμως υπήρξε και ποδόσφαιρο. Ένα ξεχωριστό ποδόσφαιρο. Ένας ακατάπαυστος, ευφυής μετρονόμος.
Μία σπάνια περίπτωση μυαλού, δυναμισμού, οράματος, δημιουργίας και καταστροφής μαζί.
«Αν ποτέ βρεθείτε σε μπελάδες, ακόμα κι αν έχω κόσμο γύρω μου, απλώς δώστε μου την μπάλα και θα σας βγάλω από το πρόβλημα», συνήθιζε να λέει και το υποστήριζε.
Ουδέποτε κρύφτηκε και το 1998-1999 έφτασε στο απόγειό του. Ειδικά ο ημιτελικός του Champions League στο Τορίνο μνημονεύεται ως μία από τις κορυφαίες ατομικές εμφανίσεις στην ιστορία του θεσμού. Μετά το 1-1 στο Μάντσεστερ, η «Γιούβε» προηγήθηκε 2-0. Και ποτέ της δεν είχε χάσει ευρωπαϊκό ματς από τέτοια θέση ισχύος. Ο Κιν όμως είχε άλλη γνώμη. Με κεφαλιά έβαλε την ομάδα του στο κόλπο και, αφού τα έκανε όλα στο γήπεδο, την οδήγησε στην ανατροπή (3-2).
Μόνο που, ενώ άπαντες με τη λήξη πανηγύριζαν, εκείνος κάθισε σκυθρωπός και μόνος του σε μία άκρη του γηπέδου. Η κάρτα που δέχθηκε για σκληρό φάουλ στον Ζιντάν τού στερούσε τον Τελικό. Τουλάχιστον, ακόμα και χωρίς εκείνον μέσα, του χάρισαν το τρόπαιο με την πιο τρελή ανατροπή, αυτή κόντρα στην Μπάγερν στο Camp Nou. «Είμαι τόσο υπερήφανος για τα αγόρια μου», θα πει και θα βουρκώσει. Η μοναδική φορά που θα αφήσει τη συγκίνηση να τον καταβάλει.
Στην Αγγλία αγαπούν να παθιάζονται με το ερώτημα «Ποιος ήταν καλύτερος; Ο Σκόουλς, ο Τζέραρντ ή ο Λάμπαρντ;». Ποτέ στην κουβέντα δεν μπαίνει το δικό του όνομα. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε όσο εγκεφαλικά χαρισματικός ήταν ο Σκόουλς, δεν είχε το αθλητικό κορμί με τις τέλειες αναλογίες και το δρασκέλισμα του Τζέραρντ ούτε έβαζε γκολ με την άνεση του Λάμπαρντ.
Ωστόσο, ήταν ο πιο σημαντικός παίκτης στην ίσως πιο σημαντική περίοδο ενός εκ των πιο σημαντικών club του κόσμου. Ίσως να έφταιξε η κακή φήμη του. Ίσως οι εκνευρισμοί, οι εκφράσεις του προσώπου, ο αντιεμπορικός τρόπος του.
«Ο γιος μου δεν είναι το κακό παιδί που βγήκε από το ιρλανδέζικο γκέτο», θα απαντήσει θυμωμένα η μητέρα Μαρία, όταν θα μάθει ότι τον τοποθέτησαν στην πρώτη 10άδα των πιο σκληρών ποδοσφαιριστών όλων των εποχών. Μία τοποθέτηση που δεν μπορεί να τη θεωρήσει κανείς άδικη. Που όμως από μόνη της δεν μπορεί να αναιρέσει το αγωνιστικό μεγαλείο ενός παράξενου τύπου. Τόσο παράξενου που από μόνη της μία απλή, πρόσφατη εξιστόρηση, μπορεί να αιτιολογήσει.
Απλά… Κιν
Υπάρχει μια ιστορία που πιθανότατα μας λέει πολλά για τον τρόπο που είναι καλωδιωμένος και γιατί, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, δεν είναι ποτέ εύκολο να σπάσεις αυτόν τον αόρατο τοίχο που έχει χτίσει γύρω του. Το 2019 η Πανεπιστημιακή Φιλοσοφική Εταιρεία, η οποία εδρεύει στο Trinity College του Δουβλίνου, τον ενημέρωσε ότι είχε επιλεγεί για ένα διεθνές βραβείο. Το «The Phil» είναι η παλαιότερη φοιτητική κοινωνία στον κόσμο και οι πιο πρόσφατοι αποδέκτες του Χρυσού μεταλλίου ήταν ο Τζο Μπάιντεν, τότε Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και ο πρώτος Υπουργός της Σκωτίας, Νίκολα Στάρτζον, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Apple και οι θρυλικοί ηθοποιοί, Αλ Πατσίνο, Έλεν Μίρεν. Μόνο που ο Κιν, όντας απλώς ο εαυτός του, δεν ενδιαφερόταν. Κάτι τέτοιο δεν ήταν γι’ αυτόν. Δεν ήθελε καν να το συζητήσει, επιβεβαιώνοντας πως ποτέ δεν είναι αργά για μία ακόμα παραξενιά. Για ακόμα μία φασαρία.
Όπως αυτές που συχνά στήνει στα τηλεοπτικά πλατό. Έχοντας περάσει με επιτυχία και αποτυχία από τους πάγκους, συνειδητοποίησε ότι δεν του ταίριαζε η δουλειά. Κάποτε ο Φέργκιουσον είχε δηλώσει ότι θα τον διαδεχόταν μία μέρα. Πώς θα μπορούσε όμως με τόση ένταση; «Όποτε θύμωνε, ήταν λες και ένα πίτμπουλ ακουμπούσε τα δόντια του στο πρόσωπό μου. Ήταν τρομακτικό και μπορούσε να συμβεί, απλώς επειδή καθυστέρησε μία πάσα», θα αφηγηθεί ο Ντάρεν Φλέτσερ. Ως προπονητής ανέβασε στην Premier League τη Σάντερλαντ, αλλά, περνώντας κυρίως από τον πάγκο της Ιρλανδίας (2014-2018), τα παράτησε, για να εξελιχθεί στον πιο επιτυχημένο pundit στις εκπομπές ανάλυσης.
Όλα τα παραπάνω τον καθιστούν ακόμα πιο καταπληκτικά μοναδικό. Όση μαγεία και αν βρίσκουμε στους φαντεζί γητευτές της μπάλας, πάντοτε το επιμελώς ατημέλητο παιχνίδι του Ρόι Κιν θα μας κάνει να το λατρεύουμε ως ένα ακαταλαβίστικο και ανεξερεύνητο αντικείμενο γοητείας. Ένα παιχνίδι που εμφανιζόταν σαν πύρινο παράγγελμα για να λύσει τους κλασικούς όρους της γηπεδικής ζωής και την αδρή χαρά του ποδοσφαιρικού κόσμου.
«Κάθε φορά που έχω γενέθλια, κατανοώ ότι οι περισσότεροι εκεί έξω θα προτιμούσαν να μου ρίξουν μία κατάρα παρά να μου ευχηθούν χρόνια πολλά. Και αυτό για εμένα σημαίνει ότι υπηρέτησα σωστά τον εαυτό μου και ότι κάτι τελικά έκανα καλά»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σερ Άλεξ Φέργκιουσον: Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις
Ερίκ Καντονά, “Enfant terrible”
Πολ Σκόουλς: ο υποτιμημένος αντιήρωας