«Le Petit Prince est arrivé» – «Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε».
Η Άντερλεχτ δεν δίστασε, δεν φοβήθηκε τη βαρύγδουπη βάφτιση στην πιασάρικη ανακοίνωσή της. Ακόμα κι αν ο Σαμίρ Νασρί τότε, το καλοκαίρι του 2019, δεν θύμιζε σε τίποτα «Μικρό Πρίγκιπα». Η αλήθεια είναι ότι οριακά θύμιζε ποδοσφαιριστή. Κουβαλούσε παραπανίσια κιλά, κορεσμό και νεύρα, την κηλίδα μιας υπόθεσης ντόπινγκ, κάποιους τραυματισμούς. Μα κυρίως πολλές -πραγματικά πολλές- ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Ναι, δεν ήταν «Μικρός Πρίγκιπας», δεν ήταν καν «Πρίγκιπας», και το άδοξο τέλος του, η σταδιακή του εξαφάνιση από το ποδοσφαιρικό προσκήνιο απάντησε εκκωφαντικά στην ομάδα μάρκετινγκ της Άντερλεχτ.
Κι όμως τη μεγαλύτερη αλήθεια για εκείνον την είπε ο Αντουάν Ντε Σεν-Εξιπερί στον -αέναο- δικό του «Μικρό Πρίγκιπα». Τότε που έβαλε τον ήρωά του να κάθεται σιωπηλός, δίπλα στον αφηγητή του, τον χαμένο πιλότο, διψασμένος μα κι αποσβολωμένος, παρακολουθώντας την έρημο, τους αμμόλοφους λουσμένους στο φως του φεγγαριού. Τότε το ξεστόμισε, μονολογώντας: «Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι». Κάποιες φορές το πηγάδι ξεπροβάλλει σαν όαση, κι άλλες παραμένει κρυμμένο για πάντα, θαμμένο κάτω από την άμμο. Όπως και να έχει, ακόμα και κρυμμένο, είναι εκεί. Σαν αχτίδα στο σκοτάδι, σαν γοητευτικό ενδεχόμενο μιας άλλης, διαφορετικής πραγματικότητας. Να δίνει ομορφιά στην έρημο.
Και ίσως σε μια διαφορετική πραγματικότητα, σε έναν άλλον πλανήτη, ίσως σε κάποιον από αυτούς που φαντάστηκε ο Σεν-Εξιπερί, ο Σαμίρ Νασρί να είχε συμβαδίσει με τις προσδοκίες, να είχε γίνει όχι μόνο Πρίγκιπας μα και Βασιλιάς. Στη Γη όμως δεν έγινε ποτέ τίποτε από αυτά.
Δεν μπόρεσε, όχι γιατί δεν μπορούσε, ο πρώτος scout του άλλωστε είπε για εκείνον πως «δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κάνει με την μπάλα». Αλλά γιατί τα εμπόδιά του δεν είχαν ποτέ να κάνουν με την μπάλα. Όντως μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με αυτή. Είχε την τεχνική, τη χάρη, το θάρρος και την -πάντα απαραίτητη στο χορτάρι- αλαζονεία.
Λίγο αυτό το αλήτικο στιλ, λίγο η γαλλοαλγερινή καταγωγή του και η ανατροφή του στη Μασσαλία, λίγο η θέση και η μαγεία του, το ξεμύτισμα στη Μαρσέιγ, η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη. Στη Γαλλία, αλλά όχι μόνο, και το πίστευαν και το φώναζαν: «Να, ο νέος Ζιντάν!». Αυτό ήταν, μια ανελέητη προσμονή από όλους.

Ο Σαμίρ Νασρί με τη φανέλα της Άντερλεχτ.
«Generation BENASRI», έγραψε η «L’ Équipe» σε πρωτοσέλιδό της το 2008, βάζοντας τον Νασρί και τον Καρίμ Μπενζεμά να ποζάρουν δίπλα-δίπλα, όχι υπονοώντας αλλά χρίζοντάς τους σαφώς Βασιλιάδες του μέλλοντος.
Ήταν 21, τέσσερα χρόνια πριν είχαν κατακτήσει το Euro με τους μικρούς της Γαλλίας. Ο Μπενζεμά έγινε ένας από τους καλύτερους επιθετικούς της ιστορίας, θρύλος στη Ρεάλ Μαδρίτης, νικητής της Χρυσής Μπάλας. Και ο Νασρί δεν μπόρεσε καν να πλησιάσει την κληρονομιά του, ξεχάστηκε πριν καν ρίξει τίτλους τέλους. Ακόμα κι αν τότε ήταν εκείνος που έδειχνε πιο έτοιμος, πιο ξεχωριστός.
Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ναι, ήταν στα αλήθεια τόσο καλός, μια υπόσχεση αυτού του βεληνεκούς. Οπότε τι; Τι ήταν αυτό που δεν του επέτρεψε να εκπληρώσει την προφητεία, αυτό που μπήκε ανάμεσα στον Νασρί και την αιωνιότητα; Ξεκάθαρη απάντηση δεν υπάρχει. Ήταν κάτι καλά κρυμμένο μέσα του.
Διάολος, σαράκι, προσάναμμα, πυρίτιδα. «Il voit rouge», το λένε στη Γαλλία για αυτόν που «βλέπει κόκκινα», που τρελαίνεται, που του γυρνάνε τα λαμπάκια, που βλέπει το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι και δεν λογαριάζει τίποτα.
Έτσι ήταν και ο Σαμίρ. Πάντα ιδιαίτερος, δύσκολος, ωμός. Με όλους και με όλα. Δεν έχουν τέλος οι ατάκες και οι ιστορίες για την αμφιλεγόμενη συμπεριφορά του, τη θερμόαιμη φύση του. Κάποτε κάθισε στη θέση του Τιερί Ανρί στο λεωφορείο της Εθνικής Γαλλίας και, όταν ο «Τιτί» τού ζήτησε ευγενικά να σηκωθεί, ο 21χρονος Νασρί του είπε «δεν γράφει το όνομά σου».
Ο Γουίλιαμ Γκαλάς δεν τα πήγαινε καλά μαζί του και είχε τους λόγους του: «Υπήρξα κι εγώ 20 ετών, αλλά ποτέ μου δεν θα τολμούσα να μιλήσω σε κάποιον μεγαλύτερό μου με τον τρόπο που μιλούσε εκείνος». Βέβαια, ο Νασρί δεν έκανε διακρίσεις, δεν προκαλούσε μόνο μεγαλύτερους, προκαλούσε τους πάντες.

Ιούνιος 2008: Καρίμ Μπενζεμά και Σαμίρ Νασρί ποζάρουν στο εξώφυλλο της «L’ Equipe».
Ο Εμάνουελ Φρίμπονγκ δεν άφησε κανέναν λόγο στους φίλους της Άρσεναλ να τον θυμούνται, πέρα από την οργή του για τον Νασρί. Ήταν 19, όταν ήταν συμπαίκτης του Σαμίρ στους «Gunners» και δεν πέρασε καλά μαζί του. «Δεν τον συμπάθησα ποτέ, δεν θα τον συμπαθήσω ποτέ. Ούτε αν αύριο μου χαρίσει 5 εκατ. δολάρια». Ο Φρίμπονγκ δεν ξέχασε τον τρόπο με τον οποίον ο Νασρί τον εξευτέλισε μπροστά σε όλους, ουρλιάζοντάς του στα αποδυτήρια για την κόκκινη που δέχθηκε μόλις στη δεύτερη εμφάνισή του με την Άρσεναλ. «Όταν πήγε στη Μάντσεστερ Σίτι και παίξαμε αντίπαλοι, μου φώναζε πως, αν ήθελε, μπορούσε να με αγοράσει. Τόσο ηλίθιος ήταν», θυμάται.
«Ελπίζω πως κάποια μέρα ο Νασρί θα ανακαλύψει τη χαρά της συλλογικότητας», έγραψε για εκείνον ο άλλοτε διεθνής Γάλλος, Βικάς Ντορασού, ενώ ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο οποίος τον λάτρευε ως παίκτη, δεν μπόρεσε να το θέσει τόσο κομψά. «Ειλικρινά, είναι φορές που θέλω να του ρίξω μπουνιά», είπε το 2013, θίγοντας τα ασταμάτητα σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή του, την αδυναμία του να επικεντρωθεί στο ποδόσφαιρο και μόνο.
Όντως. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό ο Σαμίρ: «Μερικές φορές είναι καλύτερο να μένεις σιωπηλός, να μην λες τίποτα, αλλά αυτό είναι κάτι αδύνατο για μένα. Το έκανα παλιά, όταν ήμουν μικρότερος, αλλά γυρνούσα σπίτι και ένιωθα έναν κόμπο στο στομάχι. Οπότε προτιμώ να λέω ό,τι σκέφτομαι, ακόμα κι αν αυτό με κάνει μη αρεστό».
Δεν γινόταν να την σβήσει αυτή την φλόγα, έμενε αναμμένη δίχως προσπάθεια. Και ήταν αυτή που, για πολλούς, τον βασάνιζε αρκετά ώστε να τον περιορίζει, να τον αποσυγκεντρώνει και να τον αποπροσανατολίζει από την ουσία στο χορτάρι, από όσα μπορούσε να καταφέρει.

Ιούνιος 2012: Ο Σαμίρ Νασρί με τη φανέλα της Εθνικής Γαλλίας κόντρα στον Τζολέον Λέσκοτ της Αγγλίας σε αναμέτρηση για το Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας / Photo by: INTIME.
Μα όχι ακριβώς. Γιατί ήταν η ίδια φλόγα που τον έκανε όσα ήταν στο χορτάρι. Η αλητεία, το γαλλοαλγερινό ταπεραμέντο, η αύρα του κακού παιδιού που έμαθε να τιθασεύει το τόπι στα μαρσεγέζικα στενά, η αλαζονεία του που τον έκανε να μην βλέπει τίποτα και κανέναν. Να ντριμπλάρει με θράσος, να σουτάρει άνιωθα από μακριά, να ψάχνει ενέργειες που έδειχναν καταδικασμένες, μα κατέληγαν όσο θριαμβευτικά τις είχε φανταστεί μονάχα αυτός και κανείς άλλος. Όλα γέννημα της ίδιας -εγωκεντρικής ίσως- φλόγας.
Από πιτσιρίκι την είχε στα αλήθεια, όταν η Μαρσέιγ τον τσίμπησε από τον δρόμο και τον έβαλε στην ακαδημία της, πεπεισμένη πως αποτελούσε το μέλλον της. Φυσικά δικαιώθηκε, βλέποντάς τον να αναρριχάται με ταχύτητα, να φτάνει στην πρώτη ομάδα της μόλις στα 16 του και λίγο καιρό αργότερα να πρωταγωνιστεί εκκωφαντικά.
Ταξίδεψε, μεγάλωσε με υπομονή, ξεκίνησε από τα φτερά της επίθεσης, όπως κάθε σχεδόν εντυπωσιακό prodigy, και, όταν έδεσε και αναπτύχθηκε σωματικά, μπόρεσε να μεταφερθεί κεντρικά, να σταθεί στο “10”, στο φυσικό του περιβάλλον. Και να παρασύρει το Championnat στις διαθέσεις του.
20 ετών και ήδη ένας από τους καλύτερους, τους πιο κομβικούς παίκτες στη χώρα του, όσο το όνομα έσπαγε τα σύνορά της. Μέχρι και ο «Guardian», δίχως δισταγμό, ακολούθησε το 2007 τις βαρύγδουπες δηλώσεις στη Γαλλία: «Όπως ο Ζινεντίν Ζιντάν, αυτός ο 19χρονος γεννήθηκε στη Μασσαλία από οικογένεια αλγερινής καταγωγής. Βέβαια, το ίδιο ισχύει για πολλούς άλλους. Όμως είναι απίθανο κάποιος από αυτούς να παίζει ποδόσφαιρο με τρόπο τόσο ανατριχιαστικά όμοιο με του “Ζιζού”. Οι πρωτοποριακές ντρίμπλες που ξεκινούν με μια ελαφριά προσποίηση με τον ώμο και μια χαριτωμένη επιτάχυνση για να καταλήξουν σε μια διαπεραστική πάσα, ένα πυρωμένο σουτ. Ή κάποια άλλη καλλιτεχνική απόλαυση. Ο νεαρός Νασρί μπορεί να τα κάνει όλα αυτά».

Ιανουάριος 2007: Ο 20χρονος Σαμίρ Νασρί με τη φανέλα της Μαρσέιγ ταλαιπωρεί τους αμυντικούς της Οσέρ / Photo by: Eurokinissi (AFP).
Τα έκανε πράγματι όλα ο νεαρός Νασρί και ήταν ασύλληπτος τότε. Κυρίως όμως ήταν λίγο πιο συνεσταλμένος. Όχι στο γήπεδο, πάντα θρασύτατα αδάμαστος υπήρξε σε αυτό. Αλλά μακριά από αυτά, ήταν ακόμη το παιδί που κυνηγούσε τα όνειρά του.
Έμενε ακόμη με τους γονείς του στο ίδιο διαμέρισμα του συγκροτήματος κατοικιών όπου μεγάλωσε, αρνιόταν οποιαδήποτε σύγκριση με τον «Ζιζού» και έβλεπε τον εαυτό του ως παίκτη του «Star Academy», ενός ριάλιτι τραγουδιού στη γαλλική τηλεόραση: «Μου αρέσει να το βλέπω, γιατί νιώθω ότι είμαι κι εγώ όπως αυτοί οι διαγωνιζόμενοι. Ένας νέος που προσπαθεί να δουλέψει το ταλέντο του και ελπίζει να τα καταφέρει. Ο Τύπος προσπαθεί να αλλάξει το status μου σαν να τα έχω ήδη καταφέρει, αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι».
Με κάποιον τρόπο, αυτά τα χαλινάρια συστολής στο κεφάλι του ήταν μάλλον αυτό που πάντα χρειαζόταν. Άλλωστε, εκείνον τον καιρό ήταν που έδειχνε γραφτό του να κατακτήσει την κορυφή. Όταν η πυρίτιδα έμενε μόνο στο χορτάρι, βοηθώντας να εκρήγνυται παιχνίδι με το παιχνίδι.
Ήταν σαφές πως δεν θα έμενε για πολύ στην πατρίδα του. Δεν βιάστηκε να πάρει τη μεταγραφή του, λάτρευε τη Μαρσέιγ, λάτρευε το ποιος ήταν στην ομάδα της καρδιάς του, αλλά σιγά-σιγά γινόταν πολύ μεγάλος για να παραμείνει στα δικά της όρια. Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα… Τον ήθελαν. «Αυτές οι ομάδες είναι σαν πλυντήρια», είπε, έχοντας πλήρη επίγνωση της ανάγκης του για εξέλιξη αλλά και του περιβάλλοντος όπου θα μπορούσε να εξελιχθεί ιδανικά.
Δεν υπήρχε καλύτερος προορισμός από την Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ για τον Σαμίρ.
Χρειάστηκε τέσσερα λεπτά για να σκοράρει στο ντεμπούτο του και στην πραγματικότητα μηδέν λεπτά για να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή. Ήταν εκκωφαντικός, ασταμάτητος. Όλα όσα ήταν και στη Μασσαλία, αλλά σε ένα ολοκαίνουργιο, πολύ πιο απαιτητικό πλαίσιο σε κάθε του πτυχή.
Κι όμως ο Νασρί ανήκε εκεί, χωρίς καν να το προσπαθήσει. Τουλάχιστον όταν ήταν η καλή όψη του εαυτού του. Κάθετα τρεξίματα, απρόβλεπτες ντρίμπλες, δημιουργία, ανελέητα τελειώματα και με τα δύο πόδια, μια αεικίνητη ισχύς, ένας μόνιμος μπελάς για κάθε αντίπαλο.

Μάρτιος 2010: Ο Σαμίρ Νασρί με τη φανέλα της Άρσεναλ.
Άρπαξε από τον σβέρκο την Αγγλία, φωνάζοντας πως δεν ήταν απλώς ακόμα ένα ταλέντο του Championnat. Και επέστρεψε από τραυματισμό για να σβήσει την άσχημη δεύτερη σεζόν του -το πρώτο στραβοπάτημα ασυνέπειας- και να κάνει ξανά θαύματα, να γίνεται η απόλυτη ψυχή της Άρσεναλ, να την κουβαλάει με τρελές εμφανίσεις, να κάνει τη διαφορά με πανέμορφες εμπνεύσεις και μαγικά αγγίγματα.
Ό,τι κι αν έκανε όμως, δεν γινόταν να σβήσει αυτό που αισθανόταν, ένας ακόμα από τους πρωταγωνιστές της που το αισθάνθηκε σε εκείνη την ομάδα, πριν τον Φαν Πέρσι, μαζί με τον Φάμπρεγκας. Ήθελε τίτλους, ένιωσε πως δεν θα τους βρει ποτέ στο Βόρειο Λονδίνο. «Θέλω να νιώσω το συναίσθημα της νίκης», είπε σε μια από τις τελευταίες ατάκες ως παίκτης των «Gunners».
Έπρεπε να το καταλάβουν οι οπαδοί της, να το δουν να έρχεται. Όταν τον είδαν να κρατά τη γαλάζια φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι, η οποία ήταν αποφασισμένη να παίρνει ό,τι έλαμπε, ήταν ήδη αργά. Τον αγάπησαν, ήταν το χρυσό τους παιδί, τους πλήγωσε αυτή η μετακίνηση. Και λίγο αργότερα, θα τους πλήγωνε ανεπανόρθωτα και ο Σαμίρ.
Το πρώτο φταίξιμο έπεσε στη διοίκηση αλλά στη συνέχεια ο Νασρί δεν άφησε περιθώρια, όπως πάντα, είπε αυτό που σκεφτόταν, δίχως να νοιαστεί αν θα είναι αρεστός ή όχι: «Οι οπαδοί της Σίτι μού θυμίζουν τη Μαρσέιγ. Η Άρσεναλ έχει καλούς οπαδούς, αλλά δεν είναι τόσο παθιασμένοι». Κάθε στιγμή, κάθε μαγική ενέργεια χάθηκε, η αγάπη έγινε μίσος άμεσα. Αλλά, αν κάποιος νίκησε σε αυτή την κόντρα, ήταν ο Νασρί.
«Ελπίζω να με βλέπουν τώρα με το μετάλλιό μου», θα τους έλεγε περιπαικτικά λίγους μήνες μετά. Ήταν Πρωταθλητής, τα είχε καταφέρει, είχε δικαιωθεί. Με το σπαθί του. Ο Νασρί πήρε όλη του τη χάρη, όλο το φοβερό του πακέτο και το μετέφερε αυτούσιο σε μια ομάδα έτοιμη να πρωταγωνιστήσει, μια ομάδα που συμβάδιζε με τις δικές του φιλοδοξίες. Το αντάμωμα ήταν τέλειο, εκείνος κένταγε, συνέβαλε τα μέγιστα στο λυτρωτικό Πρωτάθλημα του 2012, η Σίτι έγραφε ιστορία. «Αυτό ήθελα. Για αυτό ήρθα εδώ».

Ιούλιος 2013: Ο Σαμίρ Νασρί με τη φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι / Photo by: INTIME.
Μεγάλα γκολ, στιγμές λάμψης στα πιο δύσκολα, στα πιο κρίσιμα. Μα ποτέ-ποτέ με συνέπεια, πάντα με εκνευριστικά σχεδόν -σίγουρα για τον Μαντσίνι- σκαμπανεβάσματα. Δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με την μπάλα, να είναι μαγικός. Άλλωστε, θα ήταν και πάλι καταλυτικός για την Πρωταθλήτρια Σίτι το 2014.
Κι όμως το ότι έκανε ό,τι ήθελε ήταν μάλλον το πρόβλημα. Σπάνια προπονούταν με την απαιτούμενη ένταση, απολάμβανε το φαγητό περισσότερο από ό,τι έπρεπε, έμπλεκε συνεχώς σε καβγάδες και εντάσεις, προχωρούσε σε αμφιλεγόμενες δηλώσεις, χωρίς να λογαριάζει επιπτώσεις.
Είχε ήδη αποσυρθεί από την Εθνική Γαλλίας, πεπεισμένος πως η πατρίδα του δεν τον γουστάρει, πως η Ομοσπονδία τον πολεμούσε και τον άφηνε επίτηδες στο περιθώριο. Ήταν η φλόγα, το δίκοπο μαχαίρι. Όσο μεγάλωνε όμως, η μια λεπίδα αυτού του μαχαιριού ακονιζόταν ολοένα και πιο επικίνδυνα και βυθιζόταν σταδιακά στη δική του σάρκα. Παρά την ποιότητά του, δεν θα μπορούσε ποτέ να συνυπάρξει με κάποιον όπως ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Ο Καταλανός τον έσβησε εξαρχής, από όταν είδε τα παραπανίσια του κιλά στην προετοιμασία.
Ο Σαμπάολι προσπάθησε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το άδοξο τέλος από τους «Citizens», δίνοντάς του τον λόγο του για ζωάρα στη Σεβίλλη. «Ήταν περισσότερο φίλος μου παρά προπονητής μου. Μου είπε να πάω στη Σεβίλλη. Θα με άφηνε να πίνω, να βγαίνω το βράδυ, να κάνω ό,τι θέλω και ότι εκείνος θα με κάλυπτε. Το μόνο που μου ζητούσε ήταν να παίζω το Σαββατοκύριακο», θα πει ο Νασρί χρόνια μετά.
Μα, παρά τις όποιες εκλάμψεις του στην Ανδαλουσία, δεν γινόταν έτσι, δεν μπορούσε να είναι καλή όψη του Σαμίρ, όντας απόλυτα ανεξέλεγκτος. Ειρωνεία. Μιας και, όντας ανεξέλεγκτος στο πράσινο χαλί, χωρίς όρια, ήταν και απίστευτος.
Η ταφόπλακα ήρθε ενδοφλέβια. Μαζί με το παράνομο διάλυμα μικροθρεπτικών που -με γνώση ή χωρίς- πέρασε στο αίμα του σε μια θεραπεία του, αυτή που έφερε τη 18μηνη τιμωρία του για παραβίαση των κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντιντόπινγκ.

Αύγουστος 2016: Ο Σαμίρ Νασρί υπογράφει στη Σεβίλλη στο πλευρό του Μόντσι / Photo by: Sevilla FC (Twitter).
Ο χρόνος είχε περάσει. Ο Νασρί δεν είχε γίνει ο «νέος Ζιντάν», δεν είχε φτάσει κοντά όχι στον «Ζιζού» αλλά στον δικό του καλύτερο εαυτό. Οι προσδοκίες είχαν σβήσει, οι υποσχέσεις είχαν διαλυθεί. Κανείς δεν περίμενε πια τίποτα από εκείνον, τίποτα από όλα τα σπουδαία που του φορούσαν με στόμφο, όταν ήταν μικρότερος.
Αλλά κανείς δεν περίμενε και αυτή την κατρακύλα. Από τη Μάντσεστερ Σίτι και τη Σεβίλλη βρέθηκε κατευθείαν στην Αντάλιασπορ. Περισσότερο τον είδαν στην Τουρκία με πολιτικά και φανελάκι προπόνησης παρά με εμφάνιση. Και από εκεί έξι απολιθωμένοι μήνες στη Γουέστ Χαμ και μετά στο Βέλγιο και την Άντερλεχτ.
«Μικρός Πρίγκιπας». Κάποτε ίσως, καμία σχέση πια. «Έχει τελειώσει. Δεν θέλω να παίζω, δεν έχω την επιθυμία να παίζω ακόμη». Ξεροκέφαλος ακόμη και τώρα.
Αν είχε κάποια ομοιότητα με κάποιον ήρωα του Σεν-Εξιπερί, ήταν μόνο με τον χαμένο πιλότο. Χαμένος στην έρημο κι αυτός, ανάμεσα σε αμμόλοφους ονειρικών υποσχέσεων και σκληρής πραγματικότητας. Κι όμως, είπαμε, υπάρχει κάτι που κάνει την έρημο όμορφη. Το κρυμμένο πηγάδι. Είναι εκεί, ακόμα και θαμμένο.
Στην περίπτωση του «Μικρού Πρίγκιπα» από τη Μασσαλία δεν μπόρεσε να βρεθεί ποτέ, από τον ίδιο, από όσους το έψαξαν στο πανέμορφο παιχνίδι του. Αλλά υπήρχε. Σαν σενάριο μιας διαφορετικής εξέλιξης, σαν ρωγμή μιας άλλης πραγματικότητας, παράλληλης όσων φαινόταν πως μπορεί στα αλήθεια να καταφέρει ο Νασρί. Σαν νοσταλγικός αναστεναγμός και κρυφό παράπονο, κάθε φορά που το βλέμμα τυχαίνει να πέφτει σε ένα -βίντατζ πια- ποτ πουρί των καλύτερων στιγμών του.
Τον βλέπεις και, με κάποιον τρόπο, έχεις ακόμη την ελπίδα -ή την ψευδαίσθηση- πως το πηγάδι θα ξεπροβάλει στην έρημο. Έτσι όπως έπρεπε να γίνει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Οι χαρακιές στη μνήμη του Φρανκ Ριμπερί
Το ποδοσφαιρικό flex του Καρίμ Μπενζεμά
Η κηλίδα της τελειότητας του Ούγκο Γιορίς
Οι φωνές του Γιν στο κεφάλι του Πολ Πογκμπά
Πατρίς Εβρά: Ανάμεσα σε αποφάγια και θησαυρούς
Ενγκολό Καντέ: Δεν είναι ποιητής, είναι στιχάκι
Χατέμ Μπεν Αρφά: Χαμένες Ψευδαισθήσεις