Σύμφωνα με βασικά αξιώματα της σύγχρονης νευροψυχολογίας, υπάρχουν εννέα διαφορετικοί τύποι διάνοιας που πρέπει να αναγνωριστούν και να ταξινομηθούν σωστά, προκειμένου να αξιολογηθεί σωστά ένα υποκείμενο.
Πρόκειται για την περίφημη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης, μια μελέτη που στο σύγχρονο κόσμο κερδίζει ολοένα και περισσότερους επιστημονικούς θιασώτες.
Το να απομονώνεται μονάχα μια ικανότητα, να ξεχωρίζει μόνον ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, θεωρείται άκρως αντιπαραγωγικό και αντενδείκνυται σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, απλούστατα διότι στις μέρες μας κάνουν τη διαφορά οι πολλαπλές δεξιότητες.
Εάν το θέσουμε ως ζήτημα υψηλών πνευματικών ικανοτήτων στον τομέα της κιναισθησίας, η ακραία αντίληψη και ικανότητα διαχείρισης των μυϊκών κινήσεων και εν γένει η ορθή διαχείριση του σώματος, είναι ίδιον αθλητών πολύ υψηλού επιπέδου. Και ο κόσμος του ΝΒΑ ανέκαθεν ήταν «στοιχειωμένος» από αθλητές του ανώτατου επιπέδου.
Ο Σκότι Πίπεν, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, θεωρείται και είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, ένας από τους πιο μεφιστοφελικούς αμυντικούς στην ιστορία του σπορ και ο άνθρωπος που εισήγαγε στη ζωή μας την έννοια “point forward“.
Πέρα από το θρυλούμενο ινδιάνικο αίμα, είχε την ατυχία να μην διαθέτει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά ικανά να προσελκύσουν την περιέργεια του κοινού και κατά συνέπεια γαλαντόμους χορηγούς.
Ουδέποτε διακρίθηκε για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και συνετρίβη όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με το τρίγωνο των Βερμούδων του Μάικλ Τζόρνταν, του Φιλ Τζάκσον και του Τζέρι Κράουζ.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε βασικότατος πυλώνας της πιο επιτυχημένης και φανταχτερής ομάδας της δεκαετίας του ’90, ο Πίπεν έπεσε θύμα των αδίστακτων μακιαβελισμών της εν λόγω τριάδας, πληρώνοντας με ψυχολογικό και οικονομικό κόστος την επιλογή του να αποφεύγει τις ευθείες ρήξεις.
Ίσως δεν άντεχε την πίεση όσοι οι τρεις «βαρώνοι» μπροστά του, πιθανότατα να μην είχε αντιληφθεί ούτε ο ίδιος την επιρροή του στο παιχνίδι.
Ο Πίπεν χρειάστηκε ελάχιστες σεζόν για να αναπτύξει ένα στυλ παιχνιδιού πολύ κοντά στις τάσεις του σύγχρονου μπάσκετ.
Με την πάροδο του χρόνου, τελειοποίησε την ικανότητά του να εμπλέκει και τους συμπαίκτες του στην ανάπτυξη της ομάδας, παρά το αδόκιμο της θέσης στο παρκέ, διάβαζε το παιχνίδι και την τακτική των αντιπάλων με τόσο παράταιρο και συνάμα ορθό τρόπο που δικαίως εντάσσεται στους πιο καινοτόμους παίκτες όλων των εποχών.
Η τακτική του ευελιξία και η εκνευριστική ικανότητα να ανταποκρίνεται σε κάθε τομέα του παιχνιδιού, ουσιαστικά τον μετάτρεψαν στον πρώτο ολοκληρωμένο all around μπασκετμπολίστα όλων των εποχών. Ο Σκότι πάσαρε σαν play maker, σούταρε σαν καθαρό δυάρι, πήγαινε στο ριμπάουντ σαν έμπειρος ψηλός και κινείτο σαν άριστος πλάγιος.
Συνυπολογίζοντας τις απίθανες αμυντικές αρετές του, μιλάμε για την πρώτη μπασκετική πολυμηχανή που ήταν σε θέση να αλλάξει το ρυθμό οποιουδήποτε αγώνα, όσο σημαντικός κι αν ήταν, και στις δυο πλευρές του παρκέ.
Το ταλέντο του, παρότι έμφυτο, ήταν δυσδιάκριτο, ίσως γιατί δεν το διαφήμισε σωστά ποτέ. Τα φυσικά του προσόντα υποτιμημένα. Για το ύψους 2.03μ. κορμί του, το wingspan των 221 εκατοστών σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί συνηθισμένο.
Χάθηκε όμως και αυτό στον καθολικό μαγνητισμό του Τζόρνταν, ο οποίος δικαίως από την πλευρά του, ήθελε όλα τα φώτα και όλη την προσοχή στραμμένη επάνω του.
Θα ήταν άδικο να μην τονιστεί η εκούσια ή ακούσια βοήθεια του Air στον Πίπεν. Αγωνιζόμενος στο πλευρό του καλύτερου, βελτιώθηκε τεχνικά, είδε διαφορετικά πολλές πτυχές του παιχνιδιού, ωρίμασε πιο γρήγορα από το γραφτό του. Κάποια στιγμή όμως, όλο αυτό τον «έπνιξε», τον συνέθλιψε.
Η αθλητική δημοσιογραφία, ακόμα και στην πιο λογοτεχνική προσέγγισή της, επικεντρώθηκε υπερβολικά στο διαχωρισμό του πρώτου με το δεύτερο βιολί των παντοδύναμων Bulls. Υποτιμήθηκε η αξία του Πίπεν, παραβιάζω ανοιχτές θύρες τονίζοντας το αυτονόητο.
Είναι ζοφερό για το ίδιο το μπάσκετ να περιορίζεται ο Πίπεν στον άχαρο ρόλο του «Ρόμπιν», να θεωρείται «βοηθητικός» και να έχει μείνει στην ιστορία ως «ο καλύτερος συμπαίκτης που συμπλήρωνε τον Τζόρνταν».
Η ανθρώπινη και αθλητική του διαδρομή, είναι η επιτομή του αμερικανικού ονείρου. Μια μοναχική ανάβαση με στόχο την κατάκτηση της κορυφής, συμπεριλαμβανομένης της επιβλαβούς ταχείας αναρρίχησης σε διαφορετικό κοινωνικό στρώμα. Γι’ αυτό υπήρξε αινιγματικός ο Πίπεν. Είναι ο πιο εμπνευσμένος παίκτης της γενιάς του, αλλά αγνοήθηκε για πάρα πολύ καιρό και κρίθηκε πολύ επιφανειακά.
Δεν βοήθησε καθόλου και ο ίδιος τον εαυτό του, απομονώθηκε, έκανε σωρεία ατυχών επιλογών σε προσωπικό επίπεδο, πολλά μικρά βήματα που τον οδήγησαν σταδιακά στο περιθώριο του ΝΒΑ.
Για να επιστρέψουμε στο συλλογισμό του προλόγου, ο Πίπεν ήταν αθλητικά και μπασκετικά άριστος και πολυδιάστατος, αλλά στην απλή, στην καθαρή κοινωνική νοημοσύνη, ουδέποτε έλαμψε για να το πούμε κομψά.
Ίσως να φταίνε οι καταβολές, το γεγονός ότι ήταν ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας με 12 παιδιά και μεγάλωσε κυριολεκτικά στο χώμα, σε μια αγροικία στο ξεχασμένο Χάμπεργκ του Άρκανσο των τριών χιλιάδων ψυχών. Έμαθε τη φτώχεια, βίωνε τις αγωνίες του πατέρα του, τις θυσίες και τον αγώνα να ταΐσει τόσα στόματα.
Είναι μια κατάσταση που δημιουργεί βαθύτατα τραύματα, ένα ψυχολογικό στρες που δεν ξεπερνιέται με όνειρα ή παραινέσεις για σκληρή δουλειά, προκειμένου να ξεφύγεις.
Ο Σκότι, όπως όλα τα παιδιά, ήθελε να ταξιδέψει, να γνωρίσει ανθρώπους, να αγγίξει τις μεγάλες πόλεις που ακούει στις διηγήσεις των μεγαλυτέρων. Η οικογένεια παρείχε τη συναισθηματική κάλυψη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει να βγει από το τούνελ.
Όταν αποφάσισε ότι η μοναδική διέξοδός του ήταν το μπάσκετ, ήταν ήδη 18. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Μοναδικό εφόδιο το (ακατέργαστο) ταλέντο και η θέληση, η άκρατη δίψα για διαφυγή από το δυσάρεστο και ψυχοφθόρα βαρύ περιβάλλον.
Η καρδιακή προσβολή του πατέρα που επέφερε μερική παράλυση και προβλήματα στην ομιλία, ήταν ασήκωτα για έναν μαθητή λυκείου.
Εάν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο του ο προπονητής του Ντόναλντ Γουέην, ο Σκότι θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση μάνατζερ σε κατάστημα πώλησης αθλητικών ειδών.
Αυτή τη δουλειά έκανε στα σχολικά του χρόνια κάθε καλοκαίρι για να βοηθήσει την οικογένειά του και ήταν ότι πλησιέστερο στο «αμερικάνικο όνειρο» που είχε σχηματίσει στο μυαλό του.
Ο σοφός Γουέην, χρησιμοποιώντας μια θαυματουργή τακτική «μαστίγιο – καρότο», τον ώθησε στα όρια των δυνατοτήτων του, χαλυβδώνοντάς τον πνευματικά και τον οδήγησε προοδευτικά στο τρελό όνειρο του ΝΒΑ. Στο μόνο που ο παιδαγωγός δεν μπορούσε να κάνει πολλά, ήταν στη διατροφή και τις συνθήκες διαβίωσης του παιδιού.
Ο Πίπεν μέχρι την ενηλικίωσή του, ήταν ένα συμβατικά ψηλό αγόρι 190 εκατοστών με «σκελετωμένο» κορμί. Όσοι κυνηγοί ταλέντων τον είχαν δει στο σχολικό πρωτάθλημα, απλώς τον έσβηναν από το μπλοκάκι τους, ενώ και οι ίδιοι οι γυμναστές τον παρότρυναν να πάει να δουλέψει στο χαρτοποιείο που εργαζόταν και ο πατέρας του.
Στη ζωή πάντοτε χρειάζεται ένας άνθρωπος να πιστέψει όταν όλοι οι υπόλοιποι εγκαταλείπουν. Ο άνθρωπος που πίστεψε στον ξερακιανό Σκότι ήταν ο Ντόναλντ Γουέην. Χρησιμοποίησε όλη του την επιρροή και κάθε πιθανή γνωριμία για να εξασφαλίσει στον Πίπεν μια θέση στο πανεπιστήμιο του Central Arkansas.
Το καλύτερο που μπορούσε να γίνει ήταν η ένταξή του σε ένα πρόγραμμα φοιτητή/εργαζόμενου. Και στο βάθος, στο πολύ βάθος, το μπάσκετ.
Ο προπονητής της ομάδας του Κολλεγίου, Ντον Ντάιερ, έχοντας την πεποίθηση ότι μπάσκετ δεν μπορεί να παίξει, τον έχρισε φροντιστή/υπεύθυνο του αθλητικού εξοπλισμού. Αρκούσε. Μαζί με τα θεόσταλτα 13 εκατοστά σε έναν χρόνο, ο Πίπεν ευρισκόμενος διαρκώς σε υγιές αθλητικό περιβάλλον, έγινε βασικό και αναντικατάστατο μέλος της ομάδας του ταπεινού Πανεπιστημίου.
Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, γινόταν ολοένα και καλύτερος, αποκτούσε μεγαλύτερη πίστη στις ικανότητές του, διέπρεπε σε όποια θέση καλείτο να ανταποκριθεί. Στη δεύτερη χρονιά του ήταν ήδη η ατραξιόν του πανεπιστημίου, ο λόγος για να γεμίσει ασφυκτικά το κλειστό γυμναστήριο.
Το επίπεδο δεν ήταν υψηλό, αλλά ο πρώτος στο χωριό, εύκολα γίνεται δεύτερος και στην πόλη. Όταν στην τρίτη και στη senior χρονιά με τους Bears, τα στατιστικά του εκτοξεύονται σε δυσθεώρητα για την κατηγορία επίπεδα, ήταν εμφανέστατο ότι το NAIA (National Association of Intercollegiate Athletics) ήταν πολύ μικρό για εκείνον.
Το όνομά του ταξιδεύει στις σωστές οδούς και καταλήγει και στα ευαίσθητα ώτα του φιλόδοξου GM Τζέρι Κράουζ. Ο γενικός προσανατολισμός της αξιολόγησής του Πίπεν, αιωρείται πέριξ της επιλογής στο δεύτερο γύρο του draft ή στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, σε μια από τις τελευταίες επιλογές του πρώτου γύρου στη λοταρία του 1987.
Ο Κράουζ αναζητούσε απεγνωσμένα ένα ταλέντο πρώτης κατηγορίας για να πλαισιώσει τον Τζόρνταν, έναν χαρακτήρα εξαιρετικά δύσκολο και παντελώς ασυμβίβαστο στο ξεκίνημα της επαγγελματικής του καριέρας.
Μετά την επιτυχημένη επιλογή του Τσαρλς Όκλεϊ το 1985, ο Κράουζ είχε εκπλήξει τους πάντες με το στοίχημα Μπραντ Σέλερς και με την περίπτωση του Πίπεν με τον οποίο είχε ξετρελαθεί, έθεσε σε λειτουργία όλο του τον παραγοντικό οίστρο.
Μαεστρικά οδήγησε τους Σόνικς στην επιλογή του αγοριού από το Άρκανσο και φρόντισε να τον ανταλλάξει με τον Όλντεν Πόλινις συν δυο επιλογές σε μελλοντικές λοταρίες. Εκ του αποτελέσματος, ένα από τα πιο επιτυχημένα deal στην ιστορία του ΝΒΑ.
Ο Πίπεν υπογράφει με το Σικάγο ένα συμβόλαιο εξαετούς διάρκειας, με κλιμακούμενες αποδοχές ελεγχόμενων αυξήσεων, βασισμένες σε ένα πολύ περίεργο σύστημα ανατοκισμού. Αργότερα ο ίδιος ο Σκότι δικαιολόγησε την επιλογή του, υποστηρίζοντας ότι η οικογενειακή του κατάσταση και η οικονομική ανασφάλεια τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη ασύμφορη συμφωνία.
Γεγονός είναι ότι ο Κράουζ είχε κατορθώσει να κλείσει ένα από τα βασικότερα στελέχη της ομάδας που χτιζόταν, με οικονομικά δεδομένα ενός ΝΒΑ πριν γίνει αυτό που έγινε τη δεκαετία του ’90.
Η ιστορία των κακών διαπραγματεύσεων και οι συνέπειες αυτών, είναι ένα επαναλαμβανόμενο φλέγον ζήτημα στην καριέρα του Πίπεν, μια αδυναμία που θα μετατραπεί σε θανατηφόρα αποτελεσματικό εργαλείο προς όφελος της διοίκησης των Bulls.
Τον πρώτο καιρό το «πρόβλημα» δεν ήταν ευδιάκριτο, αφού ο Σκότι καθυστέρησε να συνηθίσει τις απαιτήσεις σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Όταν όμως ο Νταγκ Κόλινς σμίλεψε τις αδυναμίες του και τον έπεισε να δουλέψει και να υπερνικήσει τις φοβίες του, το θέμα του χαμηλού συμβολαίου του τριβέλιζε το μυαλό. Το πρώτο τούβλο στα θεμέλια του οικοδομήματος Πίπεν ήρθε στο 5ο παιχνίδι του πρώτου γύρου των play offs εναντίον του Κλίβελαντ. Έκτοτε ο Σκότι δεν ξαναβγήκε από τη βασική πεντάδα.
Έσπασε σταδιακά τον πάγο με τους ρυθμούς και τους νόμους του απαιτητικού ΝΒΑ και επί μία διετία απορροφούσε τους καρπούς των δυνατοτήτων του. Ο Τζόρνταν ξεκίνησε να τον υπολογίζει, βαθμηδόν τον ενέταξε στον εσωτερικό κύκλο του και ο Κόλινς δούλεψε μαζί του και τακτικά και σε μυϊκό επίπεδο.
Οι Bulls εκείνης της εποχής είχαν έναν ξεκάθαρο στόχο: να πάρουν τη θέση των παρηκμασμένων Celtics στην Ανατολή, να χτυπήσουν τελικούς Περιφέρειας και κατά συνέπεια το πρωτάθλημα.
Ο σκόπελος που έπρεπε να υπερκεραστεί για την επίτευξη του στόχου είχε ονοματεπώνυμο: οι Detroit Pistons, οι περίφημοι Bad Boys του Τσακ Ντέιλι.
Ο Πίπεν συνθλίβεται από τις προσωπικότητες του Ρόντμαν και του Λαϊμπίερ, αποσυντονίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε γίνεται το μέλος της πεντάδας που θυσιάζεται για να εφαρμοστούν τα περίφημα “Jordan Rules“ των Πιστονιών, προκειμένου περιοριστεί ο Τζόρνταν.
Κι αν το 1989 δικαιολογείτο λόγω απειρίας, την επόμενη χρονιά ήταν φανερό ότι «μάσησε», ότι «λάκισε». Στο θρυλικό Migraine Game, το έβδομο παιχνίδι της σειράς των τελικών της Ανατολής, εκμυστηρεύεται στους υπεύθυνους των Bulls ότι έχει μια επίμονη ημικρανία και εκφράζει φόβους ακόμα και για τη συμμετοχή του.
Πείθεται να παίξει, αλλά μοιάζει περισσότερο με εκτόπλασμα παρά μπασκετμπολίστα επιπέδου.
Είναι ο κύριος λόγος που οι Bulls μένουν για μια ακόμη φορά εκτός τελικών, ο βασικός υπαίτιος για ΜΜΕ, συμπαίκτες και κοινό που ο Μάικλ Τζόρνταν στερείται τον τίτλο. Ξεκινούν οι πρώτες ατέρμονες συζητήσεις περί αθλητή που στα μεγάλα παιχνίδια εξαφανίζεται, για έναν μεγάλο παίκτη με μικρή καρδιά.
Για να αντιπαρέλθει την πίεση, κάνει μέχρι και εγκεφαλογράφημα για να αποδείξει την περίφημη επίκληση της ημικρανίας στο κρίσιμο παιχνίδι. Η «λευκή» διάγνωση τον πεισμώνει και κατά την καλοκαιρινή περίοδο, αποφασίζει να προπονηθεί και να δουλέψει σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ολόκληρη η ζωή του Πίπεν ήταν πάντοτε ένα ψυχολογικό μπρα-ντε-φερ.
Τον αγνοούν στο All Star Game της επόμενης σεζόν, δεν καλείται όταν πρέπει εσπευσμένα να αντικατασταθεί ο τραυματίας Μπερντ. Επιλέγεται ο Χέρσεϊ Χόκινς, ο Πίπεν δεν είναι άξιος για τον αγώνα επίδειξης των καλύτερων.
Στο μεταξύ, η ομάδα αποφασίζει να κάνει το πιο σημαντικό βήμα. Αποχωρεί ο Κόλινς και ο Κράουζ αποφασίζει να «σχηματοποιήσει» την αγωνιστική και ανταγωνιστική οργή του Τζόρνταν, εντάσσοντάς την στο ζεν του Φιλ Τζάκσον και στην τριγωνική επίθεση του Τεξ Γουίντερ.
Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι ο υπ’ αριθμόν ένα ωφελούμενος της συγκεκριμένης αλλαγής φιλοφοφίας, είναι ο 25χρονος Σκότι.
Στο peak της αθλητικής και πνευματικής του κατάστασης, ο Πίπεν συνθέτει μαζί με τον MJ, το ορμητικό τέρας των Bulls που ισοπέδωσαν τους Lakers του Μάτζικ, νικώντας τους στους Τελικούς του ’91 με 4-1 νίκες!
Ο Πίπεν είναι έξοχος, διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο με την άμυνά του στον Μάτζικ και στον Γουόρθι και εξαφανίζει κάθε ίχνος κριτικής που αιωρείτο ακόμη γι’ αυτόν.
Τρία σερί δαχτυλίδια, είχε να συμβεί από τους χαλεπούς καιρούς του Μπιλ Ράσελ. Θύματα οι άμοιροι Blazers και σε μια συγκλονιστική σειρά, οι τρομεροί Suns του Σερ Τσαρλς. Οι μάχες με τον Μπάρκλεϊ έχουν ήδη τεθεί σε ένα από τα ψηλότερα ράφια της ιστορίας των τελικών του ΝΒΑ, αγγίζουν τα όρια του cult.
Tο ΝΒΑ έπαψε να είναι μόνο τεχνικό ή μόνο αντιαθλητικό. Δεν υπήρχε πια μόνον ο ρεαλισμός ή το Showtime. Τα φώτα έπεσαν επάνω στον Τζόρνταν, αλλά τους τελικούς του ’93, ο Σκότι τους σφράγισε.
Πρώτος πασέρ της ομάδας, για ελάχιστα δεν τελειώνει τη σειρά με double–double, κυρίως επαναπροσδιορίζει τον όρο της ατομικής και της ομαδικής άμυνας. Πάνω απ’ όλα όμως υπερνικά τα δικά του προσωπικά εμπόδια: κατορθώνει και διαχειρίζεται τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του με χειρουργικό τρόπο.
Θαρρείς καταδικασμένος να μην απολαύσει ποτέ τις δάφνες του, εισβάλλει στη ζωή του «το θέμα Κούκοτς» και η επικείμενη ανανέωση του συμβολαίου του γίνεται θρίλερ.
Τον Τόνι τον ξέρουμε καλά, είναι ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους παίκτες όλων των εποχών, o Πίπεν τον «περιποιήθηκε» στη Βαρκελώνη, όντας μέλος της Dream Team, αλλά η αντίδρασή του μαρτύρησε για πολλοστή φορά αδυναμία.
Από τη μία έχει δίκιο να διαμαρτύρεται για τη χαμηλή αμοιβή του -είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του στο Last Dance του Netflix σχετικά με το έβδομο (!) καλύτερα αμειβόμενο συμβόλαιο στην ομάδα- αλλά το bullying και η ζήλεια απέναντι στον Κούκοτς, ήταν δείγματα τρομαγμένου κουναβιού και όχι πρωταθλητή.
Η ισοπέδωση του Κροάτη στο πρώτο παιχνίδι των Η.Π.Α. με την Κροατία στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν σαν χειροβομβίδα που εκπυρσοκρότησε στα χέρια του. Αντί να απομακρύνει πάσα πιθανότητα σύγκρισης, έκανε την κοινή γνώμη στην Αμερική να δει με συμπάθεια τον Κούκοτς. Μύλος.
Ο ιδιοκτήτης των Bulls, Τζέρι Ράινσντορφ, προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά δηλώνοντας δημόσια ότι προτίθεται να ανανεώσει τον Πίπεν και ο Σκότι εμφανίζεται στη διαπραγμάτευση με την ίδια λογική του καταστροφικού συμβολαίου στο ξεκίνημα της καριέρας του. Επιλέγει και πάλι το πολυετές, μακροχρόνιο συμβόλαιο, καταλήγει και πάλι με το χειρότερο συμβόλαιο της ιστορίας.
Ο Πίπεν για μια ακόμη φορά παραδίδει εαυτόν σαν πρόβατο σε σφαγή, αυτοπεριορίζεται σε έναν ρόλο αδικημένου και υποαμειβόμενου αστέρα, τη στιγμή που στο μπάσκετ και δη στο ΝΒΑ, είναι έτοιμα να χορέψουν δισεκατομμύρια δολάρια.
Όταν και πάλι δείχνει να συνθηκολογεί με τον εαυτό του και με την απόφαση του Κράουζ να επενδύσει στον Ευρωπαίο Κούκοτς, πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία η απόφαση του Τζόρνταν να αποχωρήσει από το μπάσκετ. Μέσα του το ήθελε ο Πίπεν.
Είναι σαν να δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα παράλληλο σύμπαν, προκειμένου να διαπιστώσεις πώς θα ήταν η ζωή και η καριέρα σου σε διαφορετικές συνθήκες.
Είναι συγκινητικός, απολαυστικός την περίοδο που λείπει ο Τζόρνταν, χύνει τόνους ιδρώτα στο παρκέ, κάνει τα πάντα, διαμορφώνει εκ βάθρων τις νέες ισορροπίες σε μια ομάδα που είχε χάσει το φάρο της. Ο Πίπεν προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει, δεν κατάλαβε ποτέ ότι δεν επρόκειτο να πάρει εξ ολοκλήρου τη θέση του.
Τον εξέθεσε και πάλι ο ίδιος του ο εαυτός. Πιθανότατα στην καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη σεζόν της καριέρας του, με νούμερα που θα ζήλευε και ο ίδιος ο MJ, ο Πίπεν παρασύρεται από τον αδιανόητο εγωισμό του και χύνει μεμιάς την καρδάρα με το γάλα στο τρίτο παιχνίδι της σειράς με τους Knicks του Πατ Ράιλι.
Οι Bulls είναι πίσω με 2-0, αν χάσουν και το τρίτο παιχνίδι πολύ δύσκολα θα ανατρέψουν την κατάσταση. Το ματς είναι στα τελευταία δευτερόλεπτα, ισόπαλο στο 102-102 και ο Φιλ παίρνει το time out. Σχεδιάζει την τέλεια επίθεση με τελικό εκφραστή τον Κούκοτς. Ο Πίπεν εκρήγνυται. Το εκλαμβάνει ως μέγιστη ασέβεια. Στην πραγματικότητα την ασέβεια τη διαπράττει ο ίδιος αρνούμενος να ξαναμπεί στο παρκέ.
Είναι το κομβικό σημείο που οι λιγότερο ταλαντούχοι συμπαίκτες χάνουν την πίστη στον Αρχηγό, το κρίσιμο ραντεβού με την ιστορία που έχασε ο Σκότι Πίπεν. Ο Κούκοτς ευστόχησε, ο Πίπεν στέκεται και πάλι στη λάθος πλευρά, μόνος, απομονωμένος, δακτυλοδεικτούμενος.
Ο καλός Φιλ προσπάθησε και πάλι να τον συνεφέρει, τον έπεισε να απολογηθεί στους συμπαίκτες του, να παραδεχθεί ότι έβαλε το «εγώ» του πάνω από την ομάδα. Ο Σκότι το έκανε και υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα πάντα για να (ξανα)φθάσουν οι Bulls στη Γη της Επαγγελίας.
Το φάουλ στον Χιούμπερτ Ντέιβις, σε μια από τις πιο αμφισβητούμενες φάσεις όλων των εποχών, ήταν και παραμένει η νέμεσίς του. Εκεί πληγώθηκε η αυτοεκτίμησή του, εκεί έπεσε το κάστρο της ιδέας μιας ζωής χωρίς τον Τζόρνταν για τους Bulls. Ο αποκλεισμός από τη Νέα Υόρκη σε εκείνη τη συγκλονιστική σειρά θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Τα νούμερά του δεν έπεσαν. Απεναντίας το 1994/95 είναι μια σεζόν «Λεμπρόν Τζέιμς», μια σεζόν με στατιστικά G.O.A.T.: 21.4 πόντοι, 8.1 ριμπάουντ, 5.2 ασίστ, 3 κλεψίματα, οι μέσοι όροι του. Πρώτος και στις τέσσερις κύριες στατιστικές κατηγορίες της ομάδας του. Ολύμπιο κατόρθωμα. Δεν έφτανε.
Η επιστροφή του Τζόρνταν, η καθιερωμένη συναισθηματική αστάθεια από τη συγκέντρωση προσοχής στον Air και το περιρρέον κλίμα στον οργανισμό, απομακρύνουν κι άλλο τον Πίπεν, ο οποίος επιλέγει τη συγκεκριμένη εύθραυστη συγκυρία για να ζητήσει αύξηση, παρασυρόμενος από τη μακιαβελική συμφωνία του Καπικιόνι για το συμβόλαιο του Κούκοτς.
Η επιστροφή του Μάικ σημαίνει και την επανεγκαθίδρυση της ηγεμονίας των Bulls στο μπασκετικό στερέωμα, έρχονται τρεις ακόμα συνεχόμενοι τίτλοι, τα δαχτυλίδια γίνονται έξι τον αριθμό. Ο Σκότι κατακτά και ένα δεύτερο χρυσό μετάλλιο συμμετέχοντας προς έκπληξη όλων και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, αλλά δεν είναι ο ίδιος.
Το ’98 που ολοκληρώνει την καριέρα με τους Ταύρους είναι πια ένας ταλαιπωρημένος 34χρονος, συναισθηματικά άδειος και οιονεί αδικημένος οικονομικά. Ικανοποιείται υλικά από το πρώτο καλό συμβόλαιο που υπογράφει με το Χιούστον, αλλά η κορυφή του τόξου της καριέρας του είναι πίσω.
Ήταν χάρμα ιδέσθαι εκείνη η ομάδα των Rockets, ένα μικρό reunion τριών θρύλων, του Χακίμ, του Σερ Τσαρλς και του Σκότι, στο κυνήγι ενός ακόμα Ιερού Δισκοπότηρου. Δεν βρήκε ποτέ σημείο επαφής με τον Μπάρκλεϊ, δεν φιλιώσανε ούτε αγωνιστικά μήτε φιλικά ποτέ στο Τέξας.
Ώρες – ώρες, ο Πίπεν άφηνε μια επίγευση στριφνού, στυγνού, κακομαθημένου βετεράνου. Ποτισμένος με μια άνευ προηγουμένου μελαγχολία, ζήτησε -και εξασφάλισε- μια ανταλλαγή στο Πόρτλαντ.
Ξαναγεννήθηκε, έζησε τη δεύτερη νιότη του στους Blazers, άγγιξε μέχρι και τον τίτλο το 1999 απέναντι στους ανίκητους Lakers του Φιλ και των διόσκουρων Σακίλ–Κόμπι.
Σημασία έχει ότι βρήκε τον εαυτό του, ότι ωρίμασαν πολλά μέσα του και μετά από μια θρυλική ανακωχή με τον Ράινσντορφ, επέστρεψε στο Σικάγο να κλείσει την καριέρα του. Εκεί έπρεπε, εκεί το έκανε.
Ήταν η πρώτη ορθή συναισθηματική απόφαση της καριέρας του, η απόδειξη ότι ο Σκότι ήθελε απλώς να τον καταλάβουν.
Δυστυχώς οι τραυματισμοί δεν τον άφησαν να αφήσει την ψυχή του στο παρκέ. Ένας άνθρωπος ανταγωνιστικός μέχρι το μεδούλι, να καταλήγει ευάλωτος και τρομερά συναισθηματικός, ακριβώς τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του.
Έτη φωτός μπροστά από την εποχή του, ένας υπέροχος παίκτης που βοήθησε το άθλημα να προχωρήσει και να διερευνήσει κι άλλα μονοπάτια.
Παρεξηγημένος, ατίθασος, κάκιστος διαχειριστής της εικόνας του, εξ ου και η μερική αναγνώριση της κληρονομιάς του από μια γενιά που έμαθε ή της έμαθαν να «βλέπει» μόνο τον Τζόρνταν.
Όπως είπε και ο Σερ Τσαρλς στον ίδιο τον MJ «το ξέρεις ότι δεν κέρδισες ποτέ τίποτα χωρίς το Σκότι;».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο «Πρώτος Χορός» του Μάικλ Τζόρνταν
Η απογείωση του Μάικλ Τζόρνταν
Φιλ Τζάκσον, Ένας Διανοούμενος «Αποκρυφιστής»
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Τα… 12 λεπτά δημοσιότητας του Λουκ Λόνγκλεϊ δεν αρκούσαν στον Μάικλ Τζόρνταν
Ο Χόρας Γκραντ φορούσε γυαλιά για τα παιδιά, αλλά… αγριοκοίταξε τον Μάικλ Τζόρνταν