Όλη η ιστορία, όλη η αλήθεια σε εκείνον τον υψωμένο αντίχειρα. Υψωμένος και περήφανος πάνω από τη σφιγμένη γροθιά, με την μπλε πεταλούδα να της ρουφά το αίμα.
Όλη η ιστορία, όλη η αλήθεια σε εκείνο το πλατύ χαμόγελο λίγο πάνω από τη μάσκα και εκείνα τα μάτια που έχουν ζαρώσει από χαρά. Φυσικά, ο Φρίντριχ Νίτσε δεν το γνώριζε, μα εκείνες τις γραμμές που έγραφε έναν αιώνα και κάτι δεκαετίες νωρίτερα τις έγραφε για εκείνον. Για αυτήν την εικόνα.
Δεν μπορεί. Ονόμασε το mantra του «Amor Fati». «Η αγάπη της μοίρας». Το τόνιζε, όποτε έβρισκε την ευκαιρία, καθ’όλη τη διάρκεια του έργου του. Μην την αρνείστε, μην την καταριέστε. Αλλά ούτε απλώς να την υπομένετε τη ρημάδα, μην την αποδέχεστε απλώς. Δεν αρκούν αυτά. Αγαπήστε τη. Πιστέψτε πως υπάρχει για κάποιον λόγο. Δεν χρειάζεται να τον καταλαβαίνετε, ούτε να συμφωνείτε. Μόνο να πιστεύετε.
«Η φόρμουλά μου για την επίτευξη της σπουδαιότητας για έναν άνθρωπο είναι το “Amor Fati”: Το να μη θέλει κανείς τίποτα διαφορετικό, ούτε στο μέλλον, ούτε στο παρελθόν, ούτε σε όλη την αιωνιότητα. Το να μην αντέχει απλώς ό,τι είναι απαραίτητο, αλλά να το αγαπά», είχε γράψει. Και εκείνο το μεγάλο παιδί που από την απόλυτη λάμψη βρέθηκε καρφωμένο σε ένα κρεβάτι χημειοθεραπειών σαν να υπηρέτησε μαγικά τις λέξεις του, σαν να έγινε η απόλυτη προσωποποίησή τους.
Δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς το τόσο λαμπερό του χαμόγελο ήδη από το πρώτο βήμα της μεγαλύτερης μάχης της ζωής του. Μιας μάχης που δεν ήξερε τι θα του στερήσει. Τον μέχρι τότε εαυτό του, το ποδόσφαιρο, την ίδια του τη ζωή;
Ο Σεμπαστιάν Αλέ το έδειξε από την πρώτη στιγμή, από το σοκ του ακούσματος της λέξης που τρομάζει τους πάντες, από την πρώτη χημειοθεραπεία. Δεν θα τον αρνούταν τον καρκίνο, δεν θα αναρωτιόταν «γιατί σε εκείνον;», δεν θα την καταριόταν τη μοίρα του. Και ούτε απλώς θα την αποδεχόταν. Θα την αγαπούσε.
Και, με το «Amor Fati» για ασπίδα και ξίφος μαζί, θα λυτρωνόταν, όπως μόνο τύποι όπως εκείνος αξίζουν.
Bsr tt le monde je tenais à vs informé que la 1er Étape a été accomplie!
Je tiens à remercié être le @BVB et l’équipe médical qui ont été exceptionnel ac moi. Un grand merci également à tt le personnel soignant de l’hôpital pour leur accompagnement – bienveillance 🙏🏽💪🏾#step1 pic.twitter.com/jr1G7ILYZI— Sébastien Haller (@HallerSeb) July 21, 2022
Ένας κανονικός άνθρωπος
Παραδόξως, τα πάντα για τον Σεμπαστιάν Αλέ άρχισαν με την μπλε φανέλα, στο Μουντιάλ Νέων του 2011. Τότε ακόμη λογιζόταν Γάλλος λόγω του πατέρα του και με την Κ17 της Γαλλίας σε εκείνο το τουρνουά έδειξε για πρώτη φορά πως μπορεί να τα καταφέρει.
Τίποτα μέχρι τότε δεν μαρτυρούσε πως είχε όσα χρειαζόταν για να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, όμως η Οσέρ έσπευσε να τον δέσει, προάγοντάς τον από τις ακαδημίες της στην πρώτη της ομάδα με το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Δεν ήταν wonderkid, δεν εκτοξεύτηκε από την πρώτη στιγμή, παρά έμαθε να κάνει μικρά βήματα και να πιστεύει στον εαυτό του, ακόμα και όταν τα πράγματα δεν έδειχναν να προχωρούν.
Δυόμισι χρόνια στη Γαλλία ως επαγγελματίας δεν βρήκε τα πατήματά του, αρκέστηκε σε σκόρπιες περιόδους καλής φόρμας και σκοραρίσματος. Κι έτσι, όταν έφτασε για εκείνον η πρόταση της Ουτρέχτης, ούτε που το σκέφτηκε. Η Ολλανδία αποδείχθηκε και για τον Σεμπαστιάν, όπως και για αρκετούς επιθετικούς, ένας παράδεισος. Στην Ουτρέχτη του Έρικ Τεν Χαγκ άρχισε να σκοράρει ακατάπαυστα, τη βοήθησε να σκαρφαλώσει από τις θέσεις του υποβιβασμού σε αυτές της Ευρώπης και το επόμενο βήμα δεν θα μπορούσε να αργήσει να έρθει.
Η Άιντραχτ τού άνοιξε τις φτερούγες της κι εκείνος δέχθηκε το κάλεσμά της, περνώντας δύο όμορφα χρόνια στη Φρανκφούρτη, πριν η Γουέστ Χαμ σπάσει τα ταμεία της για να τον κάνει δικό της. Οι Λονδρέζοι ξόδεψαν περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ για χάρη του, όμως ο Αλέ δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στον κόσμο της Premier League και δεν έγινε ο πρωταγωνιστής που όλοι περίμεναν πως θα γίνει.
Αργότερα βέβαια και ο ίδιος θα καταλάβαινε πως αυτό ήταν εντάξει. Ήταν άλλωστε ένας κανονικός ποδοσφαιριστής με τα πάνω και τα κάτω του. Ήταν ένας κανονικός άνθρωπος που πάλευε για το καλύτερο.
Μόνο που αυτό δεν θα διαρκούσε για πολύ. Γιατί σε λίγο καιρό θα καλούταν να αντιμετωπίσει κάτι που δεν αντιμετωπίζει κάθε “κανονικός άνθρωπος”, κάτι που, άπαξ και σε βρει, δεν σε αφήνει “κανονικό”. Αλλάζει τα πάντα.
Shock Tower
Σαν εκείνο το παιχνίδι που βρίσκει κανείς στα λούνα παρκ όλου του κόσμου. Αυτό που ανεβαίνει σταθερά, αλλά σχεδόν βασανιστικά αργά, έως ότου να φτάσει στην κορυφή και να πέσει απότομα και με απίστευτη δύναμη σε ανύποπτο χρόνο. Σαν σε Shock Tower. Ίσως κάπως έτσι να ένιωσε ο Αλέ. Είχε χρειαστεί να ιδρώσει, να δουλέψει αφάνταστα σε κάθε επίπεδο και να υπομείνει κάθε αναποδιά. Και πλέον είχε αρχίσει να δρέπει τους καρπούς των κόπων του. Μέχρι τα πάντα να σβήσουν.
Ο Σεμπαστιάν, μετά την άσχημη εμπειρία στη Γουέστ Χαμ, βρήκε το δικό του καταφύγιο στα χέρια του αγαπημένου του Τεν Χαγκ. Τον ακολούθησε στον Άγιαξ και έγινε ξανά η καλύτερη έκδοση του εαυτού του. Η εκτόξευση ήρθε γρήγορα, τόσο που, από εκεί που κουβαλούσε την ταμπέλα του “αποτυχημένου” και του “λίγου” από την Αγγλία, έκανε όλη την Ευρώπη να μιλά για εκείνον.
Ο Αλέ του «Αίαντα» ήταν για μια περίοδο ένας από τους καλύτερους φορ του πλανήτη και το αποδείκνυε σε κάθε ευκαιρία του στην πιο λαμπερή σκηνή του ποδοσφαίρου.
Σκόραρε τέσσερα τέρματα στο ντεμπούτο του στο Champions League, σκόραρε σε κάθε ένα από τα παιχνίδια των ομίλων, έφτασε διψήφιο αριθμό τερμάτων στους ομίλους και διέλυε ρεκόρ συνυφασμένα με θρύλους όπως ο Κριστιάνο και ο Μέσι, όσο παρέμενε φυσικά ασταμάτητος και στην Ολλανδία. Το θηριώδες κορμί του είχε γεμίσει αυτοπεποίθηση και τα μακριά του πόδια υπάκουαν με ευλάβεια σε κάθε διαταγή του.
Στα 28 του ο Αλέ είχε σκαρφαλώσει πια στην κορυφή και θα επιβραβευόταν για την ασύλληπτη παρουσία του στον Άγιαξ με τον καλύτερο τρόπο: μια μεταγραφή-υπόσχεση πως τα καλύτερα ήταν ακόμη μπροστά. Η Ντόρτμουντ έψαχνε τον αντικαταστάτη του Έρλινγκ Χάαλαντ και τον είδε σε εκείνον. Μόνο αυτό ήταν η τρανότερη απόδειξη του επιπέδου του εκείνον τον καιρό.
Και μετά; Μετά σκοτάδι, φόβος, σοκ. Shock Tower. Απότομη πτώση από την κορυφή, σε απόλυτα ανύποπτο χρόνο.
«Το ίδιο καλοκαίρι ξεκίνησα τις προπονήσεις για τα φιλικά με την Ακτή Ελεφαντοστού. Είχα αυτόν τον πόνο στην κοιλιά μου. Νόμιζα ότι ήταν πόνος στο στομάχι και ότι δεν χώνευα καλά. ‘’Είναι εντάξει’’, σκέφτηκα αρχικά. Δεν είμαι κάποιος που πηγαίνει εύκολα στον γιατρό. Παίρνω μερικά χάπια και ο πόνος φεύγει. Προσπάθησα να παίξω και να προπονηθώ. Τότε είχα συμπτώματα γρίπης τέσσερεις μέρες: δυσκολευόμουν να αναπνεύσω και δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την προπόνηση», θυμάται.
Ο Αλέ το αγνόησε. Πήγε διακοπές με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αλλά ο πόνος δεν έφευγε.
«Επέστρεψα στην Ντόρτμουντ για την προετοιμασία της ομάδας. Είχα δοκιμάσει τα πάντα, αλλά ο πόνος δεν έφευγε. Ζήτησα από τους γιατρούς να με εξετάσουν και είδαν πως κάτι ασκούσε πίεση στην κοιλιακή μου χώρα. Μου έκαναν μαγνητική και βρήκαν έναν όγκο στους όρχεις μου. Μέσα σε 30 δευτερόλεπτα ο γιατρός κατάλαβε ότι είναι κακοήθης. Μου είπε “Πρέπει να χειρουργηθείς. Σήμερα ή αύριο”. Είπα “Εντάξει, αλλά τι είναι;”. Τότε κατάλαβα ότι έχω καρκίνο. Η λέξη και μόνο σε τρομάζει αφάνταστα».
F*ck Cancer
Είχε την τύχη να έχει την άνεση να τα παρατήσει όλα. Να παγώσει τα πάντα στη ζωή του και να φορέσει τα γάντια του. Να μπει στο ρινγκ μόνος του και να παλέψει.
Ό,τι κι αν λένε, όσο αλήθεια σημαντικοί κι αν είναι οι άνθρωποι γύρω μας, δεν μπορούν να παλέψουν τις δικές μας μάχες. Και ο Αλέ, εκτός των άλλων, είχε τη δύναμη να παλέψει τη δική του μάχη και το θάρρος να το κάνει με τον δικό του σπουδαίο τρόπο. Αγαπώντας τη μοίρα του.
Τα μαλλιά του έπεσαν, το πρόσωπο του άλλαξε, το κορμί του έλιωνε. Πονοκέφαλοι, ναυτία, πόνοι στο στομάχι. Οι παρενέργειες για καιρό τον μαστίγωναν. Έτσι είναι οι μάχες. Εκείνος όμως δεν άλλαξε τίποτα. Δεν απέκλινε ούτε στιγμή από τον στόχο του. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να βυθιστεί, αγκάλιασε την κατάσταση, προκειμένου να σωθεί.
«Σε κάθε χημειοθεραπεία ήμουν το ίδιο συγκεντρωμένος. Το θυμάμαι. Είχα την ίδια προσήλωση που θα είχα και πριν από ένα μεγάλο ματς. Είμαι κάποιος που προσπαθεί να είναι θετικός όλη την ώρα. Έχω αυτή τη νοοτροπία ότι θέλω να μπορώ να ξεπεράσω τα πράγματα. Άφηνα τις κακές σκέψεις πίσω μου. “Νοσοκομείο; Ναι, πάμε”, έλεγα. Η χημειοθεραπεία και το να το έχεις κάθε μέρα αυτό το υγρό στο σώμα σου είναι κάτι που απλώς πρέπει να κάνεις. Να είσαι συγκεντρωμένος, όπως σε ένα παιχνίδι. Θα είναι πέντε μέρες που θα είναι σκατά. Αλλά, εντάξει, δεν είσαι μόνος. Ναι, 72 ώρες με απόλυτη αδιαθεσία και μετά θα είναι όλα εντάξει για δύο εβδομάδες. Σκέφτεσαι την οικογένειά σου και βλέπεις την οικογένειά σου. Μετά ξεκουράζεσαι και την απολαμβάνεις. Κράτησα αυτές τις ιδέες στο μυαλό μου».
Τα δικά του λόγια τα λένε όλα στα αλήθεια. Ο Νίτσε θα ήταν περήφανος. Τι πιο «Amor Fati» από αυτό; Δεν του πήρε ούτε οκτώ μήνες. Μόλις 233 ημέρες. Τόσες χρειάστηκε για να τα καταφέρει, για να νικήσει τον μεγαλύτερό του εχθρό, αυτόν που τον κατατρόμαζε μόνο και μόνο στο άκουσμά του.
Μια χειρουργική επέμβαση στην αρχή και μετά άλλη μια. Τέσσερεις κύκλοι χημειοθεραπειών. Να φύγει ο καρπός του θανάτου από μέσα του, να διώξει το δηλητήριο, να το στείλει εκεί από όπου ήρθε. Άπειρη δουλειά. Στοχοπροσήλωση. Ιδρώτας. Δάκρυα. Και ταυτόχρονα χαμόγελα, γενναιότητα και απρόσμενη θετικότητα και πίστη.
«Δεν είναι πάντα εύκολο, εννοείται αυτό. Χάνεις την υπομονή σου, νευριάζεις, το συναίσθημα σε παρασύρει. Αλλά δεν έχεις άλλη επιλογή. Γίνεσαι ένας άλλος άνθρωπος, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιείς». Ο Αλέ είχε δίκιο και ταυτόχρονα είχε ήδη νικήσει. Γιατί είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος, ένας από αυτούς τους σπουδαίους που νικούν τον καρκίνο.
Δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα άλλο για να χαλυβδώσει τη σπουδαιότητά του. Δεν έπρεπε να παίξει ξανά, δεν έπρεπε να σκοράρει ξανά, δεν έπρεπε να κατακτήσει κανέναν άλλον τίτλο.
Αλλά ένας τύπος όπως αυτός δεν θα μπορούσε να αρκεστεί ούτε σε αυτή την ασύγκριτη νίκη. Ο Σεμπαστιάν δεν έχασε στιγμή. Με το που πήρε το πράσινο φως, άρχισε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής του. Άρχισε να οραματίζεται όσα ήθελε να ζήσει ξανά. «Θες απλώς να σκοράρεις ακόμα ένα γκολ, να νιώσεις αυτό το συναίσθημα ξανά. Είναι ό,τι καλύτερο. Πετάς στα σύννεφα», είχε πει.
Μα ούτε εκείνος δεν θα μπορούσε να σκηνοθετήσει μια πιο επική, πιο ποιητική επιστροφή. Από το γυμναστήριο στις προπονήσεις και από εκεί στα φιλικά και τη δεύτερη ομάδα. Κι από εκεί δειλά-δειλά ξανά εκεί που έπρεπε να βρίσκεται από την πρώτη στιγμή. Βήμα-βήμα προς τo πραγματικό comeback και τη σφραγίδα αυτού.
4 Φεβρουαρίου 2023. Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου. Παγκόσμια Ημέρα του Σεμπαστιάν Αλέ και τόσων ακόμα μαχητών. Με κάποιον μαγικό τρόπο, εκείνη ακριβώς τη μέρα βρήκε να σκοράρει το πρώτο του τέρμα με την Ντόρτμουντ. Στο τέταρτο παιχνίδι του μετά τη νίκη του, απέναντι στη Φράιμπουργκ. Η κεφαλιά της ζωής του, για τη νίκη της ζωής του. Και τα παπούτσια του, όλο νόημα, να γράφουν το mantra της μετά-ζωής του: «F*ck Cancer».
«Απλώς πεπρωμένο»
Αυτό που έδειχνε ως τέλος πάντως ήταν μόνο η αρχή. Ο Αλέ τα κατάφερε και η ζωή του συνεχίστηκε. Και ακριβώς για αυτό μαζί της συνεχίστηκαν τα βάσανα. Ίσως να μην ήταν στα αλήθεια τόσο σημαντικά. Μα για τον ίδιο, είχαν αντίστοιχο, αν όχι βαρύτερο, φορτίο.
«Η απώλεια του Πρωταθλήματος με πόνεσε περισσότερο από αυτό που ένιωσα μετά τη διάγνωση του καρκίνου», δήλωσε ο Αλέ για το απόγευμα που το «Κίτρινο Τείχος» γκρεμίστηκε από απόγνωση. Η Ντόρτμουντ κρατούσε τον τίτλο του 2023 στα χέρια της, χρειαζόταν απλώς να νικήσει μέσα στην έδρα της τη Μάιντς. Και το έκανε. Έχασε, όπως ο Αλέ έχασε και ένα πέναλτι που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα της ιστορίας.
Ο Ιβοριανός είχε παλέψει με τον καρκίνο, αλλά αυτό ήταν κάτι που δυσκολευόταν όσο τίποτα να κουβαλήσει μέσα του. «Η ασθένεια δεν εξαρτάται από εσένα. Εάν είσαι άρρωστος, δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Αυτό το Πρωτάθλημα βρισκόταν στα δικά μας χέρια, ήταν δικό μας και το χάσαμε».
Ο ίδιος είχε επιστρέψει, μα δεν ήταν ακριβώς αυτός που θυμόταν. Ήταν λογικό, μα δεν μπορούσε να το δεχθεί. Έψαχνε τον παλιό Αλέ, αλλά πάντα κάπου σκόνταφτε. Πότε στην ταλαιπωρημένη φυσική του κατάσταση, πότε στην πληγωμένη του ψυχολογία, πότε στα χτυπημένα γόνατα και τους αστραγάλους του. Πολλά χαμένα ματς, αγνοούμενος ρυθμός. Τίποτα δεν έδειχνε να πηγαίνει καλά. Τίποτα.
Και κάπως έτσι έφτασε ο Αλέ στη μεγαλύτερη περίσταση της ζωής του. Στο Copa Africa με τη φανέλα της χώρας του και την ευθύνη της επιτυχίας. Η Ακτή Ελεφαντοστού φιλοξενούσε τη μεγάλη γιορτή στα γήπεδά της και είχε το ταλέντο, όλοι περίμεναν να φτάσει μακριά. Ο ίδιος έφτασε στη χειρότερη δυνατή κατάσταση στο τουρνουά. Τραυματίας. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να παίξει έστω και ένα παιχνίδι κι αυτό θα συνέβαινε, μόνο αν η χώρα του έφτανε στα νοκ άουτ. Κάτι τέτοιο έδειχνε απίθανο μετά την τεσσάρα από την Ισημερινή Γουινέα.
Η Ακτή βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο μέσα στο ίδιο της το σπίτι, ο κόσμος είχε ταχθεί απέναντι στην Oμοσπονδία, εκείνη άλλαξε προπονητή μέσα στο τουρνουά. Και την ίδια στιγμή ο Αλέ αναζητούσε εναγωνίως κίνητρο. «Πέρασα όλη σχεδόν τη διοργάνωση από το πρωινό στη θεραπεία, από εκεί στο γυμναστήριο και όλο από την αρχή. Τελείωνα την ατομική προπόνηση κάθε μέρα τα ξημερώματα. Δούλευα τόσο σκληρά. Ήταν ένας εφιάλτης όλο αυτό που συνέβαινε. Ένιωθα πως τίποτα δεν δουλεύει. Ήρθα τραυματίας, δεν μπορούσα να παίξω, επρόκειτο να αποκλειστούμε. Ήταν ένα όνειρο που έφευγε μακριά μου», θυμάται.
Η Ακτή Ελεφαντοστού όμως είχε ακόμη πνοή. Επιβίωσε με κάποιον τρόπο στους ομίλους, περιμένοντας καρτερικά έναν άλλον Survivor, τον δικό της λυτρωτή. Ο Αλέ μπήκε σταδιακά στην εξίσωσή της από τα νοκ άουτ και ήταν εκεί, όταν χρειάστηκε πραγματικά, εκεί, για να ισορροπήσει ένα ολόκληρο έθνος πάνω στο πιο λεπτό νήμα.
Ήταν εκείνος που σκόραρε το μοναδικό γκολ του ημιτελικού κόντρα στο Κονγκό. Εκείνος που λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης του Τελικού άπλωσε το πόδι του στον Θεό και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα και ένα Χρυσό στην αγκαλιά του λαού του.
Ο Αλέ δεν έψαξε ποτέ εξήγηση, μάλλον γιατί ήξερε πως δεν υπήρχε ή μάλλον γιατί δεν έψαξε ποτέ εξήγησε σε τίποτα στη ζωή του. Ούτε στα πιο άδικα, τα πιο σκοτεινά. «Είναι απλώς πεπρωμένο», είπε μετά από το χρυσό γκολ του στον Τελικό του Copa Africa το 2024. «Προσπαθούμε να το εξηγήσουμε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τίποτα».
Και αφού κατάλαβε πως δεν μπορεί να ελέγξει όσα του συνέβαιναν, ο Αλέ αποφάσισε πως ο μόνος δρόμος ήταν να τα αγαπήσει, να αγκαλιάσει τη μοίρα του και να πορευτεί μαζί της. Amor Fati. Η μόνη φόρμουλα προς τη σπουδαιότητα. Η φόρμουλα που ο Σεμπαστιάν υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Με το ίδιο χαμόγελο σε κάθε στροφή, σε κάθε στιγμή λάμψης, σε κάθε βουτιά στο σκοτάδι και τον τρόμο. Στα γκολ, στον καρκίνο, στη ζωή.
Με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια αγάπη, από το κρεβάτι των χημειοθεραπειών στην απόλυτη ευτυχία και λύτρωση!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιντιέ Ντρογκμπά, κάτι παραπάνω από ένας επιθετικός