Η «Εποχή της Αβεβαιότητας», η πιο ταραγμένη εποχή στην ιστορία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην παγκόσμια ιστορία, ενώ στην τοπική λαϊκή κουλτούρα είναι ό,τι εγγύτερο στη δική μας μυθολογία.
Προβάλλει στη φαντασία ως απόμακρη πραγματικότητα, αφηγείται μια παρωχημένη και άγνωστη εποχή, γεμάτη συνωμοσίες, μυστικά, ανατροπές και μυθικές μορφές, όπως ο Ιβάν ο Τρομερός, ο Φίοντορ ο Κωδωνοκρούστης που αργότερα μόνασε κι έγινε Φιλάρετος, ο Βασίλι ο Καιροσκόπος και ο Μιχαήλ Ρομανόφ, ένας 16χρονος Βογιάρος που έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος Βασιλιάς μιας Δυναστείας που κυβέρνησε τη χώρα για τρεις αιώνες.
Όταν οι Πολωνοί εκδιώχθηκαν από τη Μόσχα το 1612, κανένας από τους Βογιάρους με ρουρικιδική καταγωγή δεν αποδεχόταν τη λαιμητόμο του θρόνου. Στην αχανή χώρα επικρατούσε χάος και ανεξέλεγκτη αναρχία, οι συγκρούσεις ήταν σφοδρότατες και το στέμμα σηματοδοτούσε νέο κύκλο αίματος. Ο πρωτότοκος γιος του Πατριάρχη της Μόσχας, Φιλαρέτου, ο Μιχαήλ, ζούσε τότε στο μοναστήρι της Κοστρομά μαζί με τη μοναχή μητέρα του. Χρειάστηκαν μήνες για να τον πείσει η Εθνοσυνέλευση να αναλάβει τις τύχες της Αυτοκρατορίας και μια απίστευτη λαϊκή βούληση που εκφραζόταν απ’ άκρη σ’ άκρη της ρωσικής επικράτειας. Ο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Ρομάνοφ εν τέλει αποδέχθηκε το πεπρωμένο του και τον Ιούλιο του 1613 στέφθηκε Βασιλιάς:
Μιχαήλ Α’ της Ρωσίας, ο πρώτος της Δυναστείας των Ρομανόφ, οι οποίοι μετέπειτα έμειναν στην ιστορία ως Τσάροι.
Οι Τσάροι κυβέρνησαν, δυνάστευσαν, κατά περιόδους τυράννησαν και εξουσίασαν τον ρωσικό λαό, μέχρι την Επανάσταση του 1917. Για τρεις αιώνες εγκαθίδρυσαν το δικό τους ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο στη Ρωσία και χαρακτηρίζουν μέχρι τις μέρες μας μεγάλο μέρος από την ιδιοσυγκρασία και τα διακριτικά του λαού.
Όσα χρόνια, δεκαετίες ή αιώνες κι αν περάσουν, το ιστορικό πλαίσιο είναι εκεί, παραμένει αδιαμφισβήτητο και καθορίζει όλες τις επόμενες γενιές. Ο Νικόλαος Β’, ο «το Πάθος φέρων», θεωρείται ο τελευταίος Τσάρος, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ωστόσο, για τους υπηκόους της Σοβιετικής Ένωσης πια, γεννήθηκε πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ο Σεργκέι Ναζάροβιτς Μπούμπκα. Ο τελευταίος των Τσάρων.
Ήταν και τότε μια εποχή συγκρούσεων και κεκαλυμμένου χάους. Οι μνήμες της Οκτωβριανής Επανάστασης και της αιματοχυσίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου νωπές, ο Ψυχρός Πόλεμος εν πλήρη ακμή και εξελίξει. Ουγγρική Εξέγερση, η Κρίση του Σουέζ, η Εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, η Άνοιξη της Πράγας. Η ανάγκη για έναν Τσάρο ήταν πιο επιτακτική από ποτέ, η ανάγκη για έναν ηγεμόνα ικανό να πηδήξει πέρα από φανταστικά σύνορα ακριβώς την εποχή όπου στον κόσμο συγκρούονταν ιδεολογίες και είχαν τεθεί εν αμφιβόλω όρια και σταθερές δεκαετιών.
Το ανέλαβε ένας Ουκρανός από το Λουχάνσκ, ένα γνήσιο τέκνο της Στέππας στην όψη και την παιδεία.
Ο Σεργκέι Μπούμπκα ήταν το αντίδοτο στα άπιαστα όνειρα των διαστημικών αποστολών, έγινε η μετενσάρκωση του απτού ονείρου, η απόδειξη ότι το πέταγμα στον ουρανό, η αψήφηση των νόμων της βαρύτητας γίνεται και κρατώντας ένα κοντάρι, τρέχοντας σαν αέρας πάνω στο κοκκινόχωμα του στίβου, πέφτοντας με τις γροθιές σφιγμένες πάνω σε ένα γαλάζιο στρώμα, ίδιο με το χρώμα του ουρανού.
Ο Μπούμπκα είναι από εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις μύθων, των οποίων το όνομα ξεπερνά το αντικείμενο, προσπερνά το ίδιο το άθλημα που υπηρέτησαν. Το άλμα επί κοντώ πριν απ’ αυτόν ήταν απλώς ένα από τα αγωνίσματα στίβου, εκείνος το μετέτρεψε σε μέτρο σύγκρισης, αλληγορία, σύμβολο.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε γνωστό το ίδιο το άθλημα, το επέβαλε στην καθημερινότητα, το μετέτρεψε σε θέμα συζήτησης στις παρέες, στις οικογένειες, στις αθλητικές ομοσπονδίες παγκοσμίως. Ένας αθλητής του επί κοντώ μαζί με τους κορυφαίους των μεγάλων, των προβεβλημένων αθλητών. Ένας απόμακρος αθλητής του στίβου πλάι σε μύθους ποδοσφαιριστές, μποξέρ, σπρίντερ, πιλότους και τενίστες. Επί δύο συναπτές δεκαετίες, ένας άτυπος ροκ σταρ που γέμιζε στάδια, έκανε κορίτσια και αγόρια να τσιρίζουν και να ονειρεύονται με τα μάτια ανοικτά.
Τριάντα πέντε (35) Παγκόσμια Ρεκόρ. Έξι συνεχόμενες φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Χρυσός Ολυμπιονίκης στη Σεούλ το 1988.
Με εκείνο το παγωμένο χαμόγελο πάντα ζωγραφισμένο, κυνικός αλλά διαθέσιμος, αυστηρός αλλά εκλεπτυσμένος, ο Μπούμπκα είναι πια Αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας στίβου και μάχεται για τις τρεις αξίες που συνοψίζουν την αποστολή, τον βίο και την πολιτεία του.
Για έναν ασφαλή και καθαρό αθλητισμό.
Για να γίνει ο αθλητισμός η δύναμη που θα αλλάξει τις ζωές των νέων ανθρώπων.
Για να ξεπεράσει ο αθλητισμός τα ίδια του τα όρια.
Ο ίδιος απέδειξε ότι δεν υπάρχουν όρια, ο ίδιος υπήρξε καθαρός και αποδέχθηκε τις ελάχιστες προσωπικές ήττες του, ο ίδιος μέσω του αθλητισμού άλλαξε τη ζωή του. Μαθητής του σπουδαίου Βιτάλι Πετρόφ, του προπονητή μεταξύ άλλων της Ισινμπάγεβα και του Τζιμπιλίσκο, ενός ανθρώπου που τον ανέλαβε από τα εννέα του χρόνια, όντας τρεις φορές Χρυσός Ολυμπιονίκης και έξι φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Από τον καλύτερο έμαθε, πλάι στον καλύτερο θήτευσε, υπέμεινε, θύμωσε, αντιλήφθηκε ότι έχουν νόημα οι στερήσεις και η τετράγωνη ζωή.
Ειλικρινής, σοβαρός, με επίγνωση του παρελθόντος και των ικανοτήτων του. Η ετυμηγορία είναι ομόφωνη, είναι ο μεγαλύτερος άλτης όλων των εποχών. Δεν έχουν σημασία ούτε η θέση στην IAAF, ούτε τα αξιώματα στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και την UNESCO. Η λαϊκή βούληση τον έκανε Τσάρο, οι συναθλητές του τον ανέδειξαν σε κορυφαίο. Διότι μπροστά στο προφανές δεν υπάρχουν ούτε εγωισμοί ούτε προσωπικά κίνητρα. Μπροστά στο μεγαλείο υποκύπτεις.
Ο πρώτος που ξεπέρασε τα 6 μέτρα. Το ξαναέκανε σαράντα οκτώ (48) φορές. Μέχρι τις μέρες μας όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί δεν έχει ξεπεράσει τις σαράντα. Ο πρώτος που, ενώ δεν το είχε ανάγκη, βάλθηκε να κυνηγάει την σκιά του στον ορίζοντα.
Δικά του παγκόσμια ρεκόρ κατέρριψε 17 φορές στον ανοικτό και 18 φορές στον κλειστό στίβο, πριν πανηγυρίσει σαν μικρό παιδί τα ρεκόρ του Αρμάντ Ντουπλάντις και του Ρενό Λαβιλενί, των δυο παιδιών-θαυμάτων που κατόρθωσαν μετά από 25 χρόνια να τον διαδεχθούν στον θρόνο. Δεν έγιναν Τσάροι, ούτε ο Σουηδός ούτε ο Γάλλος. Λείπουν η διάρκεια, οι συνθήκες, πάνω απ’ όλα η λαϊκή απαίτηση. Δεκατρία Χρυσά μετάλλια κατέκτησε ο Σοβιετικός και μετέπειτα Ουκρανός υπεραθλητής. Ποτέ δεν έχασε από κανέναν επί ίσοις όροις.
Μοναδική αχίλλειος πτέρνα του, μοναδική απόδειξη ότι ανήκει στον κόσμο των θνητών, είναι οι Ολυμπιακοί της Βαρκελώνης το 1992. Εκεί όπου μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες στα 5.70μ. τα “άφησε” και απέτυχε να περάσει με τη μια και μοναδική προσπάθεια τα 5.75μ. Δεν έχει άλλο μελανό σημείο στη διαδρομή του. Άφησε αυτό εκεί, έτσι για να υπάρχει και να υπενθυμίζει ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι τέλειος, ότι και οι κορυφαίοι των κορυφαίων αποτυγχάνουν.
Την προηγούμενη φορά που είχαν αμφισβητηθεί τα σκήπτρα του, η απάντηση ήταν συντριπτική. Ρώμη, τέλη Αυγούστου του 1984. Ο Γάλλος Τιερί Βινιερόν βάζει τον πήχη στα 5.91μ. Ο σπουδαίος ξανθός αθλητής υπερβάλλει εαυτόν και κάνει νέο Παγκόσμιο ρεκόρ.
Πριν προλάβουν οι σκηνοθέτες και τα τηλεοπτικά δίκτυα να συνδεθούν με τον διάδρομο του άλματος επί κοντώ, ο Μπούμπκα έχει καταρρίψει το ρεκόρ του Βινιερόν. Είναι το μοναδικό Παγκόσμιο ρεκόρ στην ιστορία που διήρκησε 360 δευτερόλεπτα.
Τον είχαν ονομάσει «Σπούτνικ», όπως τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο στην ιστορία που εκτοξεύθηκε και μπήκε σε τροχιά τον Οκτώβριο του 1957 από την ΕΣΣΔ και αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα της ανθρωπότητας για την εξερεύνηση του διαστήματος. Γραφιάδες και Μέσα Ενημέρωσης σε όλον τον κόσμο λάτρευαν να τον αποκαλούν με το ποιητικό «Βασιλιάς των Αιθέρων» για ευνόητους λόγους. Εκείνο το απόγευμα στη Ρώμη έγινε και «Terminator», ο «Εξολοθρευτής» ορατών τε πάντων και αοράτων.
Δεν οικειοποιήθηκε κανένα προσωνύμιο ποτέ. Χαμογελούσε στωικά και υποκρινόταν ότι «δεν καταλαβαίνει την γλώσσα». Στην πραγματικότητα, μιλάει, εκτός από ρωσικά και ουκρανικά, άπταιστα αγγλικά και γαλλικά. Δεν το επιδεικνύει, δεν επιδιώκει ποτέ να αποδείξει πόσο ευρυμαθής, πόσο πολυσχιδής, πόσο πολυπράγμων, πόσο μεγάλος είναι. Αυτή είναι η φτιάξη του, έτσι μεγάλωσε, έτσι έμαθε, έτσι επέλεξε να πορευθεί.
Από 15 χρόνων μακριά από το σπίτι και την οικογενειακή θαλπωρή, μόνιμα στο Ντόνετσκ, την “έδρα” του Πετρόφ. Στα 19 του ήδη Πρωταθλητής κόσμου στο Ελσίνκι με εκείνο το απίθανο 5.70μ. Δέκα χρόνια αήττητος. Αδιανόητο για έναν αθλητή, για οποιονδήποτε αθλητή. Είναι η μέρα, οι τραυματισμοί, τα προβλήματα στην προετοιμασία, η προσωπική ζωή, οι εξωγενείς παράγοντες. Εκείνος εκεί, σταθερός, ατάραχος, απροσπέλαστος.
Γύρω του άλλαζε ο κόσμος, βρέθηκε να αγωνίζεται με τη Σοβιετική Ένωση, την Κοινοπολιτεία, εν τέλει την Ουκρανία, την πατρίδα του, και ήταν πάντοτε ο ίδιος. Πρόλαβε κι έζησε την τελευταία περίοδο της Αυτοκρατορίας της Μαμάς Ρωσίας, πρόλαβε το χάος της κατάρρευσης και την αβεβαιότητα της γέννησης μιας καινούργιας Δημοκρατίας, προσαρμόστηκε στη συρρίκνωση μιας πραγματικότητας στην οποία είχε μάθει να μην ανησυχεί για τίποτα, διότι οι ρόλοι ήταν ξεκάθαροι, η φιλοσοφία σαφής και δεν χρειαζόταν επεξηγήσεις.
Άλλαζε το σκηνικό κι έμενε απρόσκοπτος, παρατηρούσε τις ιεραρχίες να γίνονται χαλκομανία, δεχόταν εντολές κάθε φορά και από άλλον “ανώτερο” και δεν παρέκκλινε χιλιοστό από την αποστολή του.
Κατόρθωσε να παραμείνει ήρεμος σε μια περίοδο όχι απλώς ανακατατάξεων, σε μια κοσμογονία. Επειδή ήταν κυρίαρχος του ταλέντου του και άψογος, σχεδόν ψυχρός, επαγγελματίας. Εν αγνοία του επινόησε τη «μέθοδο Μπούμπκα», μια παγκόσμια αθλητική πρακτική των ημερών μας που άπτεται στην αποκομιδή του μέγιστου αποτελέσματος από το μέγιστο ταλέντο διά της μέγιστης προσπάθειας.
Πρόκειται για μια μέθοδο “παραγωγής πρωταθλητών”, η οποία εμμένει στην εξονυχιστικά επιστημονική σκληρή προπόνηση, στη μελέτη κάθε δυνατής βελτίωσης, καλύπτοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, και στον ψυχρό υπολογισμό της τελικής “κεφαλαιοποίησης” του πλάνου. Οι κυνικοί παρατηρητές παρομοιάζουν τη μέθοδο με την αυτορρύθμιση καταστροφής των συσκευών πολύ υψηλής τεχνολογίας, με εκείνες δηλαδή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο επικεφαλής επιστήμονας προβλέπει ακόμα και το ενδεχόμενο βλάβης, ούτως ώστε να δοθεί από τον εγκέφαλο η εντολή αυτοανάφλεξης.
Ο Μπούμπκα υπήρξε τόσο σκληρά υπολογιστικός, τόσο ψυχρός, ώστε να κατηγορηθεί για εμπορευματοποίηση του εαυτού του. Εάν του παρείχαν τα ιδανικά ανταλλάγματα, σημείωνε το ρεκόρ. Εάν καλυπτόταν οικονομικά από τους διοργανωτές, σήκωνε τον πήχη ακόμη υψηλότερα, ικανοποιώντας τη δίψα του φιλοθεάμονος κοινού για συμμετοχή σε μια ακόμα “ιστορική στιγμή”.
Ακόμα κι αν το έκανε, ακόμα κι αν συγκρατούσε τον εαυτό του, είναι αδιάφορο.
Απλούστατα διότι όλο το οικοδόμημα εξαρτάτο από τον εαυτό του και ο ίδιος είχε δικαίωμα να αποφασίσει το πότε, το πώς και το γιατί. Δεν ανήκε σε όλους, ούτε χόρευε στους ρυθμούς κανενός.
Εκείνος κρατούσε τη μπαγκέτα της ορχήστρας, εκείνος καθοδηγούσε τον ρυθμό.
Το απέδειξε ακόμα και με την αποχώρησή του από τις αγωνιστικές δραστηριότητες. Σταμάτησε κατόπιν ενδελεχούς μελέτης, όντας για πολλοστή φορά ένα βήμα μπροστά από τη ζωή του. Τα είχε σχεδιάσει όλα, είχε αποφασίσει ότι μετά το Σίντνεϊ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα σταματήσει. Ήταν 37 ετών, πλήρης διακρίσεων και συγκινήσεων, ικανοποιημένος πλήρως απ’ όσα πήρε και προσέφερε στον στίβο. Ήταν ήδη μέλος της ΔΟΕ, μέλος της Επιτροπής της IAAF, είχε ήδη ξεκινήσει να εκπονεί σχέδια προπονήσεων και προετοιμασίας αγώνων με κάθε λεπτομέρεια. Επί της ουσίας είχε “μεταφέρει” το πρόγραμμά του από το αγωνιστικό στο προπονητικό επίπεδο.
Η Δυναστεία του ολοκληρώθηκε εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, στο Ντόνετσκ, το 2001, εκεί όπου έδωσε το δαχτυλίδι στον επόμενο, τον Λαβιλενί. Ήταν μια δύσκολη μέρα. Είχε διοργανωθεί μια θαυμαστή και λαμπερή εκδήλωση, στο τέλος της βρέθηκε να τον αποθεώνουν όλοι στο κέντρο του γηπέδου, περιτριγυρισμένος από παιδιά και φώτα να παιχνιδίζουν. Έβαλε το ακόντιο στη φόδρα, έβγαλε τα παπούτσια με τα καρφιά, δίπλωσε στοργικά τη φανέλα και χαιρέτησε. Έτσι τελείωσε. Γύρω του έκλαιγαν όλοι, όλο το γήπεδο πλημμυρισμένο με δάκρυα. Ο μοναδικός που έμεινε στεγνός ήταν εκείνος.
Ήταν μια τελετή που έμοιαζε με την υποστολή της σημαίας της Σοβιετικής Ένωσης στις 26 Δεκεμβρίου του 1991 στο Κρεμλίνο. Τόσο κατανυκτική, τόσο βαριά, τόσο συγκινητική. Υπό τους ήχους της μελωδίας του Αλεξάνταρ Αλεξάντροβ, με τους στίχους του σπουδαίου παιδικού ποιητή, Σεργκέι Μιχάλκοβ, σημειώθηκε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. «Χαίρε, δημιούργημα της θέλησης των λαών». Τον είχε ακούσει πολλές φορές στο βάθρο αυτόν τον ύμνο ο Σεργκέι Μπούμπκα, είχε νιώσει πολύ βαθιά μέσα του δημιούργημα της θέλησης ενός ετερόκλητου λαού που βρήκε στο πρόσωπό του τον ήρωά του.
Φύλαξε στον σκληρό δίσκο του μυαλού του σχεδόν 30 χρόνια αθλητικής καριέρας, φόρεσε κοστούμι και γραβάτα και ανακοίνωσε ότι συνταξιοδοτείται. Οργανωμένα, τακτοποιημένα, στοχευμένα.
Διαπίστωσε κατά τη διάρκεια της δεύτερης καριέρας του ότι κάποιες φορές τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα για τα κοστούμια και τις γραβάτες παρά για τις φόρμες και τα σορτσάκια.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας της ΔΟΕ διερεύνησε «αδιαφανείς οικονομικούς δεσμούς» μεταξύ του Μπούμπκα και του ανθρώπου που βρέθηκε στο επίκεντρο του σκανδάλου διαφθοράς στην IAAF κατά την περίοδο της ανάθεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Ρίο Ντε Τζανέιρο το 2016.
Ο Βαλεντίν Μπαλαχνίτσεφ, Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και Ταμίας της IAAF, παραιτήθηκε, ευρισκόμενος στη δυσάρεστη θέση να αποκρούσει κατηγορίες για χορήγηση ουσιών σε αθλητές, δωροδοκίες παραγόντων και ιατρών, νοθεία στους ελέγχους ντόπινγκ καθώς και επιλογή, με βάση τις πιθανότητες διάκρισης, των αθλητών που επρόκειτο να τιμωρηθούν. Στο σκάνδαλο εφέροντο να ελέγχονται στελέχη της Ρωσικής Ομοσπονδίας στίβου, Ρωσικών Υπουργείων και ανώτεροι παράγοντες της IAAF, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο γιος του τότε Προέδρου της Ομοσπονδίας, Λαμίν Ντιάκ, ο Πάπα Μασάτα Ντιάκ, ο οποίος και παραιτήθηκε ατάκτως.
Ο Μπούμπκα ενεπλάκη εξαιτίας μιας μεταφοράς χρηματικού εντάλματος 45.000 δολαρίων από εταιρεία του Ντιάκ σε προσωπικό λογαριασμό του με αντάλλαγμα την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για τη διοργάνωση αγώνων επίδειξης άλματος επί κοντώ με την επωνυμία «Pole Vault Stars». Ο Μπούμπκα αρνήθηκε οποιαδήποτε δόλια πρόθεση, επιβεβαίωσε ωστόσο την οικονομική συναλλαγή, παραδοχή η οποία εν τέλει του κόστισε και την ανάληψη της Προεδρίας της IAAF, αφού έχασε στις εκλογές από τον Βρετανό Σεμπάστιαν Κόου (ή Κόε, όπως τον μάθαμε στην Ελλάδα).
Η πολιτική είναι πολύ πιο δύσκολη από τον πρωταθλητισμό, κυρίως δεν αφήνει το υποκείμενο να εξαρτάται από τον εαυτό του.
Ο Μπούμπκα έφερε την επανάσταση στο άθλημά του. Ήταν πιο γρήγορος, πιο δυνατός, πιο αθλητικός, πιο τεχνικός από οποιονδήποτε άλλον, και πριν και μετά απ’ αυτόν. Ανέπτυσσε τη μεγαλύτερη ταχύτητα στον διάδρομο, χρησιμοποιούσε ένα βαρύτερο και πιο άκαμπτο κοντάρι, ικανό να του παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή ώθηση προς τα επάνω. Η λαβή του ήταν ισχυρή, το κράτημά του πολύ πιο ψηλά από τους υπολοίπους, κρατούσε αυτό το μακρύ κομμάτι υαλοβάμβακα μήκους 5.20μ. μερικά εκατοστά πριν την κορυφή του χάρη στην εξωπραγματική δύναμη και την απόλυτα υπολογισμένη ταχύτητά του.
Μην ξεγελιέστε, το άλμα επί κοντώ είναι ένα τρομακτικά δύσκολο άθλημα, με πολλή τεχνική και απαιτεί υπερφυσικά σωματικά και ψυχικά προσόντα. Εκτός από το αθλητικό σκέλος, οι αθλητές πρέπει να υπερνικήσουν και τον φόβο της ανόδου, της πτήσης και αμέσως μετά να αντιμετωπίσουν τον επόμενο, εκείνον της πτώσης στο απόλυτο κενό. Σε δευτερόλεπτα ο αθλητής πρέπει να ανέλθει σε ύψος έξι μέτρων, να προσέξει να μην βρει τον πήχη και σε κλάσματα να προσγειωθεί από το ίδιο ύψος, υπερνικώντας φοβίες, προσωπικά όρια, κρίσεις πανικού, την πίεση του πρωταθλητισμού.
Δεκάδες τα παραδείγματα πολύ σοβαρών τραυματισμών, μερικά θλιβερά όπως της Αυστραλής Πρωταθλήτριας, Κίρα Γκρούνμπεργκ, η οποία έμεινε παράλυτη, όταν προσγειώθηκε μακριά από το στρώμα το 2015. Άλλοι αθλητές, όπως ο Ολυμπιονίκης Στιβ Χούκερ, κατέφυγαν σε ειδικούς ψυχολόγους ακόμα και σε υπνωτιστές. Η Χρυσή Ολυμπιονίκης του Πεκίνου και κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ κλειστού στίβου, η Τζεν Σουρ, μέχρι τα 22 της χρόνια αρνείτο να υψώσει το κοντάρι, πέτρωνε από τον φόβο της πτώσης στη λάθος πλευρά. Είναι άπειρα τα παραδείγματα, πολλές οι περιπτώσεις που δεν είδαν ποτέ το φως.
Το άλμα επί κοντώ ήταν και παραμένει το πιο επικίνδυνο αγώνισμα στίβου, αυτό με τον υψηλότερο δείκτη επικινδυνότητας και εκείνο που εμπνέει τον μεγαλύτερο φόβο.
Ο μοναδικός που κατόρθωσε να τα υπολογίσει όλα στην εντέλεια και δεν φοβήθηκε ποτέ ήταν ο Μπούμπκα. Επειδή είχε το χάρισμα να γνωρίζει τα όριά του και δεν φοβόταν να τα ξεπεράσει, αγνοώντας παντός είδους πανικό. Έκων άκων, βοήθησε γενιές ολόκληρες αθλητών και αθλητριών να ξεπεράσουν κι εκείνοι τα όριά τους.
Σαν αληθινός ηγέτης, υπάκουσε στη λαϊκή βούληση και οδήγησε την εποχή του στην επόμενη, τα προετοίμασε όλα στην εντέλεια και αποχώρησε, δίχως να χρειαστεί να τον εκθρονίσει κανείς.
Ένα κομμάτι της ιστορίας θα παραμείνει για πάντα δικό του και δεν θα του το στερήσει κανένας στο διηνεκές.
Γιατί αυτός είναι ο Τελευταίος Τσάρος.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ / Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά / Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου / Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον