Αντικρίζεις τα γηπεδάκια, στα οποία έλιωνες τα παπούτσια σου πιτσιρικάς, στο Φάληρο.
Τα πρώτα τσιμεντένια “σκηνικά” του μπάσκετ, από τα οποία δεν έφευγες, αν δεν έσβηναν τα φώτα.
Τα κοιτάς και θυμάσαι τον σεβασμό που είχες από τότε για το παιχνίδι.
Σκέφτεσαι ότι έλαβες πολλά από αυτό.
Όμως, έρχεται μία στιγμή που αντιλαμβάνεσαι πως, χωρίς απαραίτητα να έχεις παράπονο, υπάρχει και ακόμα περισσότερος σεβασμός για να λάβεις.
Και συνειδητοποιείς ότι έμαθες για τα καλά, λίγο πριν από τα 30 σου, ότι υπάρχουν μακρινά μέρη, όπου σε σέβονται περισσότερο από την πατρίδα σου.
Υπάρχει μία παροιμία στη Λευκορωσία που λέει πως «εκείνος που μιλά λιγότερο, ξέρει να ακούει καλύτερα».
Το βίωσα τη σεζόν 2018-2019, στην οποία έφυγα για πρώτη φορά ως επαγγελματίας από την Ελλάδα, για να παίξω στην Τσμόκι Μινσκ.
Δεν μετανιώνω, αλλά –ξεκάθαρα- άργησα να δοκιμάσω τη λύση του εξωτερικού.
Δεν είχα μπει στη διαδικασία να το ψάξω περισσότερο.
Στο εξωτερικό σε σέβονται.
Σε σέβονται περισσότερο οι ομάδες, οι συνάδελφοι, οι οπαδοί, ο Τύπος.
Ειδικά, όταν αυτό συνδυαστεί με μία “γεμάτη” σεζόν, όπως η δική μου, σου δίνει περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Μία από τις πρώτες λέξεις που έμαθα στο Μινσκ ήταν το «уважение».
Σημαίνει «σεβασμός» στα ρώσικα (γιατί οι Λευκορώσοι μιλούν κυρίως ρώσικα κι ας έχουν τη δική τους γλώσσα) και το έμαθα βιώνοντάς το.
Γιατί τα υπόλοιπα τα διδάχθηκα αρχικά από… μία εφαρμογή στο κινητό μου!
Η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη, λόγω κουλτούρας, γλώσσας και νοοτροπίας.
Είναι ένας λαός πιο “ψυχρός” από εμάς.
Αγγλικά δεν μιλούν εύκολα και έμαθα να μιλάω ρώσικα μόνος μου.
Μπαίνεις σ’ αυτή τη διαδικασία, γιατί σε επηρεάζει στην καθημερινότητα, όπως το να πας απλώς στο σούπερ μάρκετ.
Επίσης, θέλεις -όσο να ‘ναι- να διαβάζεις τι γράφει ο Τύπος για σένα, για την ομάδα.
Ξεκίνησα με την εφαρμογή στο κινητό.
Έμαθα την αλφάβητο, άκουγα τα βασικά και βοήθησε πολύ το καθημερινό ερέθισμα, στην επαφή με τους συμπαίκτες μου.
Πολλοί ντόπιοι συμπαίκτες μού έλεγαν μεν ότι μιλούν λίγα αγγλικά, όμως μέσα στο ματς δεν είναι εύκολο να σε ακολουθήσουν, όταν τους λες π.χ. ότι έρχεται ένα σκριν από αντίπαλο.
Κάτι που σε “αναγκάζει” να μάθεις τη γλώσσα τους.
Μου άρεσε.
Ήταν ενδιαφέρον που στα 28 μου μάθαινα κάτι νέο και -πλέον- συνεννοούμαι άνετα.
Το να κάνεις κάτι τέτοιο, ειδικά σε λαό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είναι δείγμα σεβασμού και σε αντιμετωπίζουν διαφορετικά.
Διότι βλέπουν ότι προσπαθείς να “αγκαλιάσεις” κι εσύ την κουλτούρα τους…
Ήταν η παρθενική επαγγελματική εμπειρία μου στο εξωτερικό.
Η Τσμόκι ενδιαφέρθηκε πολύ καιρό για μένα.
Πρόκειται για σοβαρό σύλλογο, αν και νέα ομάδα στη VTB League.
Οργανισμός με σοβαρό προπονητή και έναν τζένεραλ μάνατζερ που ήδη γνώριζα.
Ήταν βασικό ότι αγωνιζόταν στην ανταγωνιστική VTB κι εγώ ήθελα πάρα πολύ να αγωνιστώ εκτός συνόρων.
Είχα διαπιστώσει πως η Α1 δεν επρόκειτο να μου προσφέρει κάτι που δεν είχα ζήσει, και, παρά το γεγονός ότι είχα και άλλες προτάσεις, η προοπτική του Μινσκ με ιντρίγκαρε περισσότερο.
Δεν ήταν εύκολο να αποφασίσω να φύγω από την Ελλάδα.
Ωστόσο, παράλληλα δεν ήθελα να συμπεριλάβω πολλά άτομα του περιβάλλοντός μου στο decision making.
Γενικά, είμαι συναισθηματικός τύπος.
Σαφώς και με απασχολούσε η γνώμη των γονιών μου, οι οποίοι μου έχουν και μεγάλη αδυναμία.
Όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να επιθυμούν να με κρατήσουν εδώ μόνο γι’ αυτό και εις βάρος της καριέρας μου.
Εκείνοι, άλλωστε, με “έσπρωξαν” στα 17 μου να φύγω, για να σπουδάσω και να παίξω στην Αμερική.
Εκεί, έζησα τρία και κάτι χρόνια και αυτό έκανε ευκολότερη την απόφαση να αφήσω την Α1.
Είχα μάθει να ζω μόνος μου και, μάλιστα, σε δυσκολότερο μέρος από το Μινσκ.
Πηγαίνοντας στη Λευκορωσία δεν αλλάζει τελείως η ζωή σου και η -τότε σύντροφος, πλέον- σύζυγός μου με στήριξε πολύ.
Αποφασίσαμε από κοινού να μην με ακολουθήσει αρχικά, ώστε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα την πρώτη σεζόν.
Επιπλέον, είχε μία πολύ καλή εργασία στην Ελλάδα και ήταν ρίσκο να την αφήσει.
Γνώριζα ότι ήταν μία περίεργη απόφαση, αλλά ήταν ελκυστικό να το ζήσω και να παίξω επαγγελματικά στο εξωτερικό.
Έζησα για πρώτη φορά την κατάσταση να σε αντιμετωπίζουν ως ξένο και είδα τι απαιτήσεις έχουν από έναν ξένο.
«Ρούκι» δεν αισθάνθηκα με την έννοια του «ψαρωμένου», αλλά κυρίως με το άγνωστο.
Οι ξένοι είναι αναλώσιμοι και βλέπεις και πώς αυτό σε επηρεάζει.
Σημασία έχει να το λάβεις ως κίνητρο και όχι ως πίεση.
Στο Μινσκ έμαθα κυρίως πώς να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για έναν αγώνα και όχι τόσο σωματικά.
Η προσαρμογή στη ζωή ήταν αρχικά παράξενη, γιατί τον πρώτο μήνα δεν είδα τίποτα.
Προπόνηση, φαγητό και ξεκούραση ήταν μόνο στην ημερήσια διάταξη και ήμουν συγκεντρωμένος στην προετοιμασία.
Το Μινσκ είναι μία πόλη με 2 εκατ. κατοίκους.
Μεγάλη, με επιλογές για μία βόλτα ή φαγητό, ειδικά όσο είναι καλός ο καιρός.
Στην Ελλάδα έχουμε ένα καλό.
Όταν έρχεται ένας ξένος σε ομάδα, όλοι προσπαθούμε να τον βοηθήσουμε να εγκλιματιστεί.
Να δει τα κατατόπια, να συνηθίσει στη χώρα μας.
Στη Λευκορωσία δεν υπάρχει αυτό.
Είναι πιο “ψυχροί”.
Ήμουν τυχερός, γιατί είχα καλούς μη Λευκορώσους συμπαίκτες, αλλιώς πρέπει να βρεις την άκρη μόνος σου.
Οι παίκτες μένουμε σε διπλανά συγκροτήματα διαμερισμάτων.
Αυτό γινόταν, κυρίως διότι στο Μινσκ ο σύλλογος δεν μας επέτρεπε να οδηγούμε.
Κινούμαστε αποκλειστικά με οδηγούς.
Αυτό έχει να κάνει, άτυπα φυσικά, με την επιθυμία να σε ελέγχουν.
Σαφώς και μπορεί να χαθείς, όμως από την ομάδα μάς έλεγαν ανεπίσημα ότι είχαν ανησυχία να δώσουν αυτοκίνητα, κυρίως, σε Αμερικανούς, λόγω ατυχημάτων στο παρελθόν.
Επιπλέον, οι συνθήκες είναι συχνά δύσκολες και μπορεί κάποιος να μην έχει οδηγήσει άλλη φορά στη ζωή του με τόσο χιόνι.
Το Μινσκ είναι ένα ενδιαφέρον μείγμα.
Σε πολλά πράγματα η Λευκορωσία λειτουργεί σαν επαρχία της Ρωσίας.
Ο κόσμος μιλά ρώσικα και όχι λευκορώσικα.
Σε ταξίδια στη Ρωσία για την VTB League, ο έλεγχος και όλες οι διαδικασίες ήταν ευκολότερες.
Υπάρχουν καπιταλιστικές απόψεις στο τι βλέπεις στον δρόμο, ωστόσο οι ίδιοι επιμένουν ότι δεν ενστερνίζονται κάτι τέτοιο.
Κοιτώντας στον καθρέφτη τους, μάλλον δεν το αποδέχονται, άσχετα αν ο τρόπος ζωής τους παραπέμπει σε καπιταλισμό.
Είναι στο στάδιο της προσαρμογής τους προς τον Δυτικό πολιτισμό.
Στη Ρωσία, στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, μάλλον είναι πια πιο δυτικοί από τους δυτικούς.
Η Μόσχα είναι αχανής και δεν μπορείς να διανοηθείς την κίνηση στους δρόμους.
Με ΤΣΣΚΑ και Χίμκι παίζαμε Κυριακή και, ακόμα και σε μη εργάσιμη μέρα, το μποτιλιάρισμα ήταν απίστευτο.
Τη μία μέρα επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, καθώς, ενώ είχαμε το γήπεδο την παραμονή του ματς για προπόνηση 90 λεπτών, όταν θα φτάναμε, δεν θα είχαμε ούτε τη μισή διαθέσιμη ώρα για να γυμναστούμε.
Στο Μινσκ υπάρχει κίνηση, αλλά όχι κάτι αντίστοιχο.
Εκεί, αντίθετα, μου έκανε εντύπωση πως -παρά το κρύο- όλα τα κτίρια έχουν φυσικό αέριο, χωρίς, όμως, ατομικό θερμοστάτη.
Στην πολυκατοικία, όπου έμενα, κτήριο 26 ορόφων και 225 διαμερισμάτων, υπήρχε κεντρική θέρμανση, αλλά μονίμως σε λειτουργία.
Για έναν Έλληνα ίσως το κρύο δείχνει “βουνό”, πριν βρεθεί εκεί, όμως οι άνθρωποι στο Μινσκ έχουν λυμένα όλα αυτά τα ζητήματα για τον επισκέπτη ή τον εργαζόμενο στη χώρα τους.
Στον δρόμο μπορεί να υπάρχει χιόνι, χώμα και λάσπη, όμως είναι ιδιαιτέρως καθαρή πόλη και δεν βλέπεις πουθενά σκουπίδια. Πουθενά.
Στο Μινσκ υπάρχουν ελάχιστοι Έλληνες.
Επομένως, δεν είχα την ευχέρεια να πηγαίνω πού και πού για ελληνικό φαγητό.
Με την διατροφή δεν είχα θέμα, γιατί γενικά προσαρμόζομαι εύκολα ως άνθρωπος.
Η τοπική κουζίνα δεν “λέει” και πολλά.
Πάντως, στο προπονητικό κέντρο της Τσμόκι, το οποίο είναι διαφορετικό από τις δύο έδρες των αγώνων μας και στο οποίο βρίσκονται τα διοικητικά γραφεία, δύο προπονητήρια, ισάριθμα κλειστά μπάσκετ, γυμναστήρια και σάουνα, υπάρχει και εστιατόριο.
Όταν είχαμε διπλές προπονήσεις, τρώγαμε εκεί για μεσημέρι.
Η κουζίνα τους έχει πολύ σούπα, πολλά βραστά φαγητά, για να σε κρατούν ζεστό, όμως σε εμάς στη Μεσόγειο μοιάζουν άνοστα.
Οι περισσότεροι τρώνε Μπορς, μία σούπα λαχανικών, κυρίως από παντζάρια, η οποία έχει ενδιαφέρον, ανάλογα το πού θα την βρεις.
Κάπου δοκίμασα pancake πατάτας με χοιρινό και μου άρεσε, κάπου αλλού όχι και δεν έφαγα άλλη μπουκιά.
Στην πόλη, πάντως, υπάρχουν πολλές και καλές επιλογές.
Στη λειτουργία της Τσμόκι, σχετικά με παίκτες και Τύπο, όλα φιλτράρονται από την υπεύθυνη Τύπου.
Σε πολλούς παίκτες υπήρχε έλεγχος αναρτήσεων στα social media, διότι αρκετοί ξένοι ήταν απρόσεκτοι.
Οι συνεντεύξεις προγραμματίζονταν από την ομάδα, αν ο παίκτης είχε χρόνο και διάθεση να μιλήσει.
Ο τοπικός Τύπος δεν πιέζει.
Εμείς στην Ελλάδα είμαστε της υπερβολής. Και στην κριτική και στην αποθέωση.
Στα μέρη μας, φοβάσαι όχι τόσο τι θα πεις, αλλά πώς θα το διατυπώσεις.
Φοβάσαι μήπως θιχτεί κάποιος. Κι εγώ την έχω “πατήσει” έτσι, όταν έπαιζα σε καλή ομάδα, και κατέληξα πως δεν αξίζει να μιλάς, με τον φόβο να διαστρεβλωθεί κάτι.
Επιχειρείς να πεις την άποψή σου και σου προκαλεί πίεση και σε βάζει σε διαδικασία να σκέφτεσαι πώς θα σκεφτεί κάποιος, αν μιλήσεις ανοικτά. Ή αν κάποιος αποτυπώσει διαφορετικά τα όσα είπες.
Επίσης, θα πρέπει να δούμε σοβαρά το θέμα της παιδείας του κοινού.
Σε κάποιες σοβαρές χώρες και ομάδες διδάσκουν ουσιαστικά τον παίκτη πώς να χειρίζεται τα social media.
Έτσι, θα πρέπει να διδαχθεί και ο κόσμος το πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Διότι έχει μάθει να κριτικάρει εύκολα και από τον καναπέ.
Επέλεξα να μην έχω φίλους δημοσιογράφους, ώστε να μην υπάρχει κανένας αστερίσκος και έχω μάθει ό,τι κάνω να το κάνω μόνος μου.
Δεν έχω ανάγκη την εύνοια του Τύπου.
Δεν θέλω να με αβαντάρει.
Δεν έχω πρόβλημα με την κριτική, όμως δεν επιθυμώ να με κρίνει επιδερμικά ή χωρίς πλήρη αντίληψη των καταστάσεων.
Μου αρέσει να μιλάω σε δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν προκαλούν και έχουν διάθεση να προσπαθήσουν να καταλάβουν το μπάσκετ.
Συχνά οι σχέσεις αθλητών-Τύπου αντανακλούν και το επίπεδο του που βρίσκεται το ελληνικό πρωτάθλημα.
Η Α1, πάντως, είναι καλύτερη, από όσο πιστεύουμε ή… κράζουμε.
Αγωνιστικά, τουλάχιστον, είναι δυνατό πρωτάθλημα.
Το οργανωτικό κομμάτι είναι διαφορετική και μεγάλη ιστορία…
Ένα πράγμα που δεν μου αρέσει στην Ελλάδα, είναι η “ταμπέλα” του τι μπορείς ή δεν μπορείς να κάνεις.
Αυτό μεταφέρεται και στους προπονητές και συχνά προσπαθούν να σε βάλουν σε ένα καλούπι.
Όσο εσύ δουλεύεις σκληρά, όμως, μπορείς είτε να βγεις από αυτό, είτε και να σπάσεις το καλούπι.
Στο εξωτερικό σού επιτρέπουν να αναπτύσσεις άλλα πράγματα του παιχνιδιού, όταν τελειοποιείς συγκεκριμένα κομμάτια.
Όπως για μένα έγινε το θέμα της πάσας, για το οποίο στην Τσμόκι με εμπιστεύτηκαν πολύ.
(check it out: στο 1:05 του video).
Τη σεζόν της απουσίας μου, δεν περίμενα να γίνουν τόσο πολλά στην Ελλάδα.
Δεν θα έλεγα ότι γλίτωσα.
Όμως, προφανώς λέμε με βεβαιότητα ότι όσα, διοικητικά κυρίως, είδαμε τη συγκεκριμένη χρονιά, μόνο καλό δεν κάνουν στο άθλημα.
Δεν θα πιστέψετε σε πόση εκτίμηση έχουν το ελληνικό μπάσκετ στο εξωτερικό και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παίκτες και προπονητές έγιναν εξαγώγιμο “προϊόν”.
Εμείς οι ίδιοι δεν εκτιμούμε το παιχνίδι μας.
Το να αποχωρήσει μία μεγάλη ομάδα από το πρωτάθλημα υποβαθμίζει και τη λίγκα και κάνει κακό στους άμεσους ανταγωνιστές.
Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει στην Ελλάδα Παναθηναϊκός χωρίς Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ χωρίς Άρη.
Όλα αυτά είναι ένα ντόμινο και δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο μίζεροι έχουμε γίνει.
Καταστάσεις που είναι καταστροφικές για τον χώρο και δεν αξίζουν στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Δεν έχει τύχει να μου ζητήσει ένας πρόεδρος να μην βγω στο δεύτερο ημίχρονο ή να μην κατέβουμε σε ένα ματς.
Ο παίκτης θέλει να παίζει, ο προπονητής θέλει να προπονεί, ο “διοικητής” θέλει να διοικεί.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στο χώρο μας από το να πεις σε έναν παίκτη να μην παίξει σε ένα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός.
Υποθέτω ότι ο παίκτης που βιώνει κάτι τέτοιο, νιώθει σαν θηρίο στο κλουβί.
Επικεντρώνομαι σ’ αυτό το ζευγάρι, διότι οι παίκτες των δύο αντιπάλων συχνά προετοιμάζονται για μήνες για ένα ματς ή για μία σειρά αγώνων μεταξύ τους.
Και είναι ανέφικτο, εκτός από θέμα οφειλών ή αποχώρησης για άλλους λόγους, να πει ένας παίκτης στον πρόεδρο ότι «δεν κατεβαίνω να παίξω».
Σε αυτή την περίπτωση, ο αθλητής θα κατηγορηθεί, ενώ ο παράγοντας ουσιαστικά προστατεύεται.
Οι σχέσεις παικτών-παραγόντων είναι στη θεωρία ίσες, αλλά δεν είναι ίδιες.
Άλλες απαιτήσεις έχει ο ένας από τον άλλον.
Αυτή είναι μία πολύ λεπτή γραμμή για το τι μπορεί να κάνει ένας παίκτης, σχετικά με όσα συμβαίνουν στο άθλημα.
Το κράτος και η πολιτεία δεν πρέπει να πιέσουν τις ομάδες να κάνουν κάτι.
Πρέπει να τις πιέσουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι να συζητήσουν, πριν είναι αργά.
Όταν κάτι λειτουργεί σε υψηλό επίπεδο, όπως ήταν το ελληνικό πρωτάθλημα πριν από πολλά χρόνια, δεν σημαίνει ότι θα λειτουργεί και για πάντα και “στον αυτόματο”.
Όταν δεν προσαρμόζεσαι, η εξέλιξη σε αφήνει πίσω.
Άλλες λίγκες δοκιμάζουν πράγματα π.χ. στον τρόπο διεξαγωγής, στα play-offs, με αυξομείωση ξένων παικτών.
Στα μέρη μας, η αλλαγή μάς φοβίζει και είμαστε αρνητικοί.
Τα πράγματα διαφοροποιούνται παγκοσμίως με υψηλές ταχύτητες και πρέπει όλοι, όσοι είναι γύρω από το ελληνικό μπάσκετ, να σκεφτούν γιατί το άθλημα δεν είναι πλέον εμπορικό.
Οι καταστάσεις στο εξωτερικό είναι γενικά πιο ευέλικτες.
Ίσως και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων του μπάσκετ.
Κάτι που βίωσα πιο ευχάριστα στο εξωτερικό.
Στην Ελλάδα είχα καλούς προπονητές.
Τον κόουτς Μπαρτζώκα τον συνάντησα στο Μαρούσι, όπου πάντως δεν αγωνίστηκα, και δύο χρόνια στον Πανιώνιο.
Εκείνος με έμαθε πώς να είμαι πιο αυστηρός με τον εαυτό μου και πώς να διαβάζω το παιχνίδι καλύτερα.
Είναι προπονητής της λεπτομέρειας.
Παίξαμε αντίπαλοι στα τέλη Ιανουαρίου του 2019 και ο τρόπος, με τον οποίο μιλήσαμε, ο τρόπος, με τον οποίον με “αγκάλιασε” για το πώς έχω μεγαλώσει και ωριμάσει, ήταν για μένα το μεγαλύτερο “παράσημο”.
Χάρηκα πάρα πολύ. Αρχίσαμε το ζέσταμα και, όταν βγήκε από τη φύσούνα, με φώναξε και πήγα και κάθισα μερικά λεπτά στον πάγκο τους.
Στον πάγκο τους.
Δεν θα μπορούσα ούτε καν να φανταστώ αυτό να συμβαίνει σε ένα ελληνικό γήπεδο, με την -συχνά ανούσια και ανύπαρκτη στην πραγματικότητα- αντιπαλότητα.
Με τον Γιώργο Μπαρτζώκα ήταν μαζί ο συνεργάτης του, ο κόουτς Παππάς, ο οποίος επίσης ήταν μαζί μας στον Πανιώνιο.
Βλέπεις, σε ένα άθλημα, πέρα από την καριέρα που θα έχεις στον χώρο, ή πόσα χρήματα θα βγάλεις, “χτίζεις» κάποιες σχέσεις.
Λίγοι άνθρωποι είναι πραγματικά αληθινοί στον χώρο.
Σε μία ώρα παίζαμε αγώνα και εγώ μιλούσα με τον κόουτς Μπαρτζώκα για την οικογένειά μου, για τον επικείμενο γάμο μου και αισθάνθηκα πολύ ωραία.
Όταν τελειώσεις από το μπάσκετ και τραβήξεις μία γραμμή πίσω σου, είναι ωραίο να λες ότι, εκτός από επιτυχίες ή συμβόλαια, άφησες πίσω σου κάτι σαν παρακαταθήκη.
Εύχεσαι να έχεις γίνει πρότυπο, έστω για έναν άνθρωπο, και όχι μόνο στο άθλημα αλλά και τον τρόπο ζωής.
Να κοιτάς τι σχέσεις έκανες στον χώρο.
Να σου πει κάποιος ότι πρόσφερες και κέρδισες (από) ανθρώπους στην ανθρώπινη εμπειρία.
Αυτό το είδα στο εξωτερικό.
Με τον Κώστα Χατζηχρήστο, συνεργάτη στον Πανιώνιο και πλέον εδώ και χρόνια γυμναστή στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, μιλήσαμε όταν κατέκτησε την Ευρωλίγκα.
Είναι πολύ όμορφο να διατηρείς κάποιες σχέσεις που ενδεχομένως στην Ελλάδα να φαντάζουν περίεργες για αντιπάλους σε έναν απλό αγώνα μπάσκετ.
Αυτά είναι αξία ανεκτίμητη.
Να συνεργαστείς και να συναντάς άτομα που γουστάρεις.
Η απώλεια αυτής της δυνατότητας ήταν ένα ακόμη σημείο, στο οποίο το ελληνικό μπάσκετ έχασε.
Και το πλήρωσε με την απαξίωσή του.
Όπως λέει και μία άλλη παροιμία στη Λευκορωσία, «δεν νοιαζόμαστε για ό,τι έχουμε, όμως κλαίμε, όταν το χάσουμε»…
Ο Ζήσης Σαρικόπουλος είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής και αγωνίζεται στην Αλ Σαντ του Κατάρ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: