Όταν για πρώτη φορά πέταξα τα παπούτσια και μπήκα στην άμμο, ένιωσα ένα φοβερό συναίσθημα και εκεί κατάλαβα ότι μπήκα στην άμμο για να μείνω.
Η προίκα της σάλας είναι αμετάκλητα σημαντική και με αυτά τα εφόδια, παίζοντας βόλεϊ, πέρασα στο μπιτς βόλεϊ.
Κατάλαβα ότι μου ταίριαζε περισσότερο και ως αθλήτρια και ως προσωπικότητα το να αγωνίζομαι στην άμμο και να χρειάζεται να κάνω πολλά περισσότερα πράγματα από αυτά που συνήθως κάνω στο indoor.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του μπιτς βόλεϊ και της σάλας είναι ότι στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει κόουτς. Προπονητής υπάρχει όπως και ένα μεγάλο προπονητικό team που στηρίζει όλο αυτό, αλλά ο παίκτης στο μπιτς βόλεϊ παράλληλα γίνεται και προπονητής του εαυτού του μέσα στο γήπεδο, δεν υπάρχει time out, δεν υπάρχει κόουτσινγκ.
Μου άρεσε λοιπόν μαζί με την συμπαίκτριά μου να παίρνουμε την τύχη του παιχνιδιού στα χέρια μας!
Παράλληλα, το μπιτς βόλεϊ είναι σαν πάρτι, έχει την ατμόσφαιρα του πάρτι, δεν έχεις παπούτσια, είσαι ελεύθερος, ως διοργάνωση έχει μουσική, έχει speaker, στα τάιμ άουτ χορεύουν αθλήτριες, οι διοργανωτές καταβρέχουν τον κόσμο λόγω ζέστης, οι φίλαθλοι φωνάζουν.
Θυμάμαι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, ήταν κάτι πρωτόγνωρο, όταν μιλάμε για το Σίδνεϊ, για την πρώτη μου επαφή σε πολύ μεγάλη διοργάνωση, αναφερόμαστε στην πρώτη γυναικεία συμμετοχή σε μπιτς βόλεϊ στα χρονικά! Και στο εξωτερικό έλεγαν «πρώτη φορά βλέπουμε γυναικεία ομάδα», δεν ήξεραν καν για το ελληνικό γυναικείο βόλεϊ.
Τώρα πλέον που έχουμε διοργανώσει και Ολυμπιακούς Αγώνες, έχει γίνει πιο οικείο και προσφιλές, πιο εύκολο στα μάτια μας. Τότε, το 2000, δεν υπήρχε καμία ελληνική συμμετοχή, ούτε σε επίπεδο αντρών ούτε σε γυναικών.
Ήμασταν οι μόνες που είχαμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε την πρόκριση και μάλιστα πολύ νωρίς, από τον Ιούλιο, ασχέτως αν κρατούσαμε τις επιφυλάξεις μας και δεν πανηγυρίζαμε για το ότι ήταν ένα όνειρο για το ελληνικό μπιτς βόλεϊ που έγινε πραγματικότητα μέσω ημών.
Κι εδώ έρχεται ένα μεγάλο κεφάλαιο, η Βάσω Καραντάσιου, η οποία αποτελεί σταθμό στη ζωή μου, η μια βρήκε την άλλη γι’ αυτόν τον πολύ σημαντικό σκοπό, η μια συμπλήρωσε την άλλη τόσο σε αγωνιστικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Η καθεμία μας έφτιαξε την αγωνιστική της ζωή πάνω στην άλλη, ο κοινός στόχος, το κοινό πρόγραμμα δύο ανθρώπων, οι οποίοι με ελεύθερη βούληση αποφασίζουν να σταματήσουν την πολύ πετυχημένη καριέρα τους σε Εθνικές ομάδες, Παναθηναϊκό και Βριλήσσια, ομάδες που τότε ήταν “νούμερο ένα” στην κατάταξη, και να ξεκινήσουν να κυνηγήσουν το όνειρό τους από το μηδέν.
Και αναφερόμενη στα χρόνια της σάλας, να πω ότι έχω μεγάλη αγάπη για τον Παναθηναϊκό, εκεί “ανδρώθηκα”, εκεί απέκτησα όλην αυτήν την στόφα του πρωταθλητή και πήρα και πέντε Πρωταθλήματα.
Και, σαν σκυτάλη, η επιτυχία στο μπιτς βόλεϊ επιτεύχθηκε πολύ γρήγορα, είμαστε ίσως η μοναδική ομάδα που παίξαμε μια φορά πρόκριση, έκτοτε ήμασταν συνέχεια στο ταμπλό.
Μας πήγε αυτό το άθλημα, μας άρεσε, μας ταίριαζε, ήμασταν δύο παίκτριες που τα κάναμε όλα καλά και συμπληρώναμε η μια την άλλη.
Ακόμη και τώρα, στη ζωή μου η Βάσω είναι σταθμός, καθόμαστε και γελάμε βέβαια για τις εντάσεις μας αλλά και για το πόσο ενωμένες ήμαστανστα δύσκολα.
Και εκεί φαίνεται μια ομάδα. Περνούσαμε πολλά και δύσκολα, και όσον αφορά στο κομμάτι της οργάνωσης, μέχρι να στηθεί ένας δρόμος.
Εμείς τον ανοίξαμε, δεν ήταν στημένος, για μια ομάδα που θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί, να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, να ζήσει στο εξωτερικό. εμείς πριν το Σίδνεϊ ζούσαμε έξω, εδώ δεν υπήρχε κάτι να κάνουμε.
Έχω πολλές στιγμές χαραγμένες στην μνήμη μου και δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Βλέπαμε το όνειρό μας κομμάτι-κομμάτι να πραγματοποιείται, εκεί όπου κανείς δεν το πίστευε.
Βέβαια, υπήρχαν κι άλλες στιγμές, όπως όταν ταξιδέψαμε στη Νορβηγία σε ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, πριν από τις μεγάλες διακρίσεις μας, και ήμασταν χωρίς προπονητή. Μας έστελνε η Ομοσπονδία, μας πίστευε, αλλά εντελώς πιλοτικά.
Δεν είχαμε καν μπάλες, καθόμασταν απ’ έξω και βλέπαμε την προπόνηση των Ιταλίδων, οι οποίες είχαν ήδη χαράξει την πορεία τους τέσσερα-πέντε χρόνια, για να “κλέβουμε” πράγματα.
Τότε μάλιστα ένας σπουδαίος Ιταλός προπονητής είπε «κορίτσια, εσείς σε μερικά χρόνια θα είστε Πρωταθλήτριες Ευρώπης» και όντως το 1999 και το 2001 στεφθήκαμε Πρωταθλήτριες Ευρώπης πανηγυρικά.
Δεν είναι μόνο η στιγμή του βάθρου βέβαια, είναι και μικρά-μικρά κομμάτια αναμνήσεων, μέσα από τα οποία έβλεπα ότι αυτό που δικαίως επέλεξα άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά.
Ακολουθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, μια πάρα πολύ ωραία διοργάνωση, δυστυχώς όμως βρέθηκε η Βραζιλία στον δρόμο μας πολύ νωρίς, μια Βραζιλία τριών Ολυμπιακών μεταλλίων που την είδαμε να μπαίνει στο γήπεδο φοβισμένη!
Η ομάδα μας με τη Βάσω ήταν για τετράδα, πήγαινε για μετάλλιο, τρένο για τον Τελικό, προκρίθηκε πανηγυρικά από τους ομίλους, αλλά ήρθε ένας άδοξος αποκλεισμός στα προημιτελικά. Θυμάμαι μάλιστα τους αγώνες έναν προς έναν.
Πρεμιέρα με το Μεξικό και νίκη με 2-0. Τα πιο δύσκολα παιχνίδια είναι αυτά που πρέπει να κερδίσεις, με τις ομάδες που είναι λίγο πιο κάτω από εσένα και δεν έχουν να χάσουν τίποτα, “ύπουλες” ομάδες στην εκκίνηση της διοργάνωσης, όπου πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα, με επιπλέον και το άγχος της πρεμιέρας. Δώσαμε λοιπόν εξετάσεις και πήραμε άριστα. Ταυτόχρονα, θυμάμαι πόσο ευχάριστα είχα ξαφνιαστεί, όταν προσπαθούσα να βρω εισιτήρια για τους δικούς μου και δεν έβρισκα, λέω «δε γίνεται αυτό!».
Μετά, παίξαμε με την Κίνα, η οποία ήταν πάντα μέσα στα μετάλλια, και πάλι κερδίσαμε 2-0.
Στην τρίτη αγωνιστική χάσαμε από την Ολυμπιονίκη του Σίδνεϊ, την Αυστραλία, με 2-1, ήμασταν πολύ κοντά να βγούμε πρώτες στον όμιλο.
Και εκεί επάνω μάς έτυχε η Βραζιλία.
Συγκινούμαι και τώρα που βλέπω παιδιά να ανεβαίνουν στο βάθρο, πόσο μάλλον εκείνην την στιγμή που εσύ ο ίδιος πρεσβεύεις τη χώρα σου.
Το να βρίσκεσαι στην Εθνική ομάδα δείχνει εμπιστοσύνη και θεωρώ ότι ανταποκρίθηκα, ότι έχω πρεσβεύσει το εθνόσημο επάξια, οπότε καλώς μου το εμπιστεύθηκαν.
Νιώθω ευλογημένη, γιατί προσπάθησα τα μέγιστα, να το περπατήσω όλο αυτό, να το ταξιδέψω παγκοσμίως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και για πάρα πολλά χρόνια στη ζωή μου.
Σταμάτησα στα 34 λόγω τραυματισμού, αλλά πρόλαβα να κάνω και να ζήσω ό,τι ήθελα. Είμαι από τις αθλήτριες που είχαν προδιαγράψει το τέλος, ήξερα πότε θα σταματήσω, ανεξαρτήτως τραυματισμών. Κι εγώ είχα αρκετούς τέτοιους.
Στο Σίδνεϊ, για παράδειγμα, είχα παίξει χωρίς χιαστούς, λίγοι το ήξεραν. Είχα χτυπήσει και είπα στους γιατρούς «δεν θα εγχειρήσετε τον χιαστό, γιατί δεν θα προλάβω να παίξω», είχα χτυπήσει τον Ιούλιο. Οπότε μου είχαν φτιάξει μόνο τον μηνίσκο πρόχειρα και έτσι πήγα στο Σίδνεϊ.
Και αυτή είναι η δύναμη ενός αθλητή, η ψυχική δύναμη, η συγκέντρωση, το να είσαι διανοητικά δυνατός, όταν είσαι Πρωταθλητής. Σε αυτό το επίπεδο όπου παίζαμε εμείς, όση προπόνηση κάναμε στο σώμα μας άλλη τόση κάναμε στο πνεύμα.
Έπαιξα λοιπόν τότε με λίγες δυνάμεις και το ίδιο καλά.
Έφυγα χορτασμένη, δεν ένιωσα κατάθλιψη και είχα ήδη ετοιμάσει το σχέδιό μου, όσον αφορά στον ρόλο μου μετέπειτα!
Όλος αυτός ο κόσμος στις κερκίδες που πανηγύριζε για μας έπρεπε να μάθει μπιτς βόλεϊ, αυτό σκεφτόμουν εκείνην την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ήμουν η πρώτη που ξεκίνησε ακαδημία με ερασιτέχνες, έλεγαν όλοι «τι πάει να κάνει η Σφυρή με ερασιτέχνες, να βάλει μέσα οποιαδήποτε γυναίκα, μητέρα που έχει γεννήσει και θέλει να γίνει Fit;» και τελικά το μπιτς βόλεϊ γέμισε ερασιτέχνες.
Στην ακαδημία μου θέλω ο κόσμος να νιώσει τη χαρά που ένιωθα τότε, όταν τους έβλεπα στις κερκίδες.
Και όντως χαίρεται πάρα πολύ, εμείς εδώ πρεσβεύουμε ότι… είναι πάντα καλοκαίρι, «πέτα τα παπούτσια σου χειμώνα-καλοκαίρι και παίξε, κάνε αυτό που σου λείπει».
Υπάρχει τεράστια δυναμική και προσπαθούμε να το κάνουμε πιο απλό το άθλημα, «έλα μπες και παίξε τρεις-τρεις, τέσσερεις-τέσσερεις , πέντε-πέντε, να μην πέφτει η μπάλα κάτω».
Στο τέλος της ημέρας είσαι χαρούμενος, fit και πιο δυνατός!
Η ζωή είναι ένα παιχνίδι και έτσι πρέπει να τη ζήσουμε. μεγαλώνοντας, στερούμαστε το παιχνίδι και γι’ αυτόν τον λόγο, τελειώνοντας την καριέρα μου, ασχολήθηκα με αυτό που κάνω τώρα.
Σεξισμό όλα αυτά τα χρόνια δεν ένιωσα καθόλου, ποτέ. Στις δύσκολες εποχές που διανύουμε τώρα βέβαια, ζούμε περίεργες ιστορίες με το «me too».
Κανείς δεν καπηλεύτηκε το γυναικείο μας φύλο για άσεμνες φωτογραφίες ή περίεργα σχόλια. Σεβάστηκαν πάρα πολύ, κυρίως την επιτυχία μας.
Ποτέ δεν υπήρχαν σχόλια ή υπονοούμενα για την γυναικεία μας εμφάνιση. Ποτέ δεν ήταν σε βαθμό παρεξηγήσιμο, καθώς ήμασταν δυο εμφανίσιμες κοπέλες με διεθνείς επιτυχίες.
Δεν έχω ποτέ αναρωτηθεί κι ούτε ποτέ με ενδιέφερε αν το κοινό είχε άλλου είδους προσήλωση και ενδιαφέρον από αυτό της αγωνιστικής αξίας. Εγώ έβλεπα ένα κοινό να φωνάζει και μέσα μου είχα μια νιρβάνα, μια ησυχία, σαν να ήμουν σε εκκλησία, η συγκέντρωσή μου ήταν τέτοια που και τώρα ακόμη δεν μπορώ να μπω σε αυτή τη λογική, δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι.
Αντιθέτως, ο αθλητισμός μου προσέφερε πολλά και να φανταστεί κανείς ότι εγώ τυχαία έγινα αθλήτρια. Ήμουν απουσιολόγος και σημαιοφόρος στο σχολείο, η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, η οποία απλώς έπαιζε λίγο βόλεϊ.
Ήταν ένα χόμπι, το οποίο όλο έπαιρνε παράταση, έλεγα «Τι θα κάνω στη ζωή μου; Δεν ήταν ο στόχος μου να ασχοληθώ με όλο αυτό!», η ζωή όμως μου τα έφερε έτσι.
Εγώ ήθελα να σπουδάσω ιατρική, τελικά έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα, σπούδασα κι άλλα πράγματα από αυτά που ήθελα και στα 43 μου, καθώς ο πρωταθλητισμός δεν με άφηνε, σπούδασα οικονομικά και μάρκετινγκ.
Είχα μπει και στην σχολή Υπαξιωματικών, ο αθλητισμός μού έδωσε κάποια μόρια, και τώρα είμαι Υποπλοίαρχος. Το Λιμενικό Σώμα μού έχει συμπαρασταθεί πάρα πολύ σε όλην την αθλητική μου καριέρα και πλέον στην προπονητική μου.
Το πού με πήγε η ζωή πάντως είναι κάτι άλλο, απλώς επέλεγα τους δρόμους που βρίσκονταν μπροστά μου.
Και βέβαια, δεν θέλω τα δικά μου βιώματα να επηρεάσουν την κόρη μου, τη Φιλίππα, δεν θέλω να προδιαγράψω ένα σχέδιο για εκείνη. με ενδιαφέρει πάρα πολύ η γνώση, γιατί είναι η δύναμη για να συνεχίσει κανείς, οπότε δίνω πολύ μεγάλη βάση στο σχολείο, προσπαθώ να της δείξω περισσότερο πώς θα γίνει επιμελής στο σχολείο και λιγότερο πώς θα γυμνάσει το σώμα της.
Ποτέ δεν πίστευα ότι δεν θα υπήρχε μια διάδοχη κατάσταση στον χώρο μου, ήλπιζα ότι αυτό που αφήσαμε είχε δυνατές βάσεις.
Όντως υπήρχε μια κεκτημένη ταχύτητα τα επόμενα χρόνια, η Βάσω με τη Βίκυ Αρβανίτη έκαναν μια πολύ ωραία πορεία, το ίδιο αργότερα η Βίκυ με την Πένυ Καραγκούνη.
Πλέον όμως στις γυναίκες τίποτα, στους άντρες τίποτα! Δυστυχώς! Δεν ξέρω πού να το αποδώσω, ίσως είναι σημεία των καιρών.
Για παράδειγμα, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας έσβησαν τα φώτα και μαζί τους έσβησαν και οι επιχορηγήσεις όλων των αθλητών. Για να έχεις όμως επιτυχίες, χρειάζεται χρηματοδότηση.
Ίσως έχει να κάνει και με το τι “πουλάει” πλέον στις μέρες μας. Τα παιδιά δηλαδή, και μέσω των social media, ασχολούνται πλέον περισσότερο με την ομορφιά, με το τραγούδι, με όλα αυτά που προβάλλονται τα τελευταία χρόνια.
Οπότε έχω την αίσθηση, διερωτώμαι μήπως έχουν παίξει και αυτά τον ρόλο τους.
Όταν ήμουν εγώ παιδάκι, κάθε φορά που μου έβγαζαν τα παπούτσια στην παραλία, έκλαιγα, γιατί δεν ήθελα καθόλου την άμμο στα πόδια μου! Τώρα έχω ξαπλώσει πάνω της και σκέφτομαι πόσο απρόβλεπτη είναι η ζωή! Πού είναι να φανταστώ ότι όλη μου η ζωή θα είναι μέσα στην άμμο;
Όταν σπούδαζα μάρκετινγκ, μια (εύλογη) ερώτηση των καθηγητών που κυριαρχούσε στο μάθημα ήταν «πώς βλέπεις τον εαυτό σου μετά από 10 χρόνια;». Εγώ ήμουν 43, τα υπόλοιπα παιδιά 19-20 ετών και θεωρούσα πολύ κοντόφθαλμη την ερώτηση. Η ωριμότητά μου μετά από όλην αυτήν την πορεία λέει ότι δεν πρέπει να φαντάζεσαι τον εαυτό σου πώς θα είναι μετά από 10 χρόνια.
Χρειάζεσαι απλώς την γνώση, με το να διαβάζεις, με το να ενημερώνεσαι, και την κρίση, ώστε να πας τη ζωή εκεί όπου σε πάει, να μην πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. οι Αρχαίοι Έλληνες έλεγαν για τον Οδυσσέα ότι επιδεικνύει «μῆτιν», δηλαδή ικανότητα να σκέφτεται, να έχει σωστή κρίση στα δύσκολα.
Αν έχω κερδίσει κάτι λοιπόν μετά από τόσα χρόνια πρωταθλητισμού, αυτό είναι η κρίση μου στην κρίση. όποιος έχει κρίση και παίρνει τις σωστές αποφάσεις επάνω στην κρίση είναι και αυτός που μπορεί να κερδίσει!
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βάσω Καραντάσιου: Ο τρόπος μου
Βίκυ Αρβανίτη: Μάνα, Μητέρα, Μαμά! / Στο Βασίλειο της Άμμου