Σύμφωνα με αυτά που μου έχει πει ο πατέρας μου, πρέπει να ήμουν δύο ετών, όταν μου πέταξε πρώτη φορά τη μπάλα και την κλώτσησα με το αριστερό.
Γεννήθηκα στο Ίλιον και η πρώτη μου επαφή με ακαδημία ποδοσφαίρου ήταν στα τέσσερά μου, όταν με έγραψε ο πατέρας μου στην ακαδημία του κυρίου Δομάζου. Δεν θυμάμαι καν πού ήταν, τόσο αμυδρές είναι οι εικόνες.
Ο μπαμπάς ασχολείτο παλιά με το ποδόσφαιρο, είχε παίξει στον Παναθηναϊκό, στον οποίον ξεκίνησε από το Εφηβικό και έφτασε ως Νέος να κάνει προετοιμασία με τον Παναθηναϊκό του Ίβιτσα Όσιμ, στη συνέχεια πήγε στην Κόρινθο, τη Δόξα Βύρωνα και ολοκλήρωσε την καριέρα του στα Λιόσια. Λόγω πολλών τραυματισμών, δεν έκανε την πορεία που ο ίδιος περίμενε.
Σε σχέση με εμένα, δεν τρελαίνεται να διαπρέψω, δεν με έχει πιέσει ποτέ, απλώς, βλέποντας το ταλέντο που θεώρησε ότι είχα, με ξεκίνησε από νωρίς.
Στον κύριο Μίμη έμεινα δύο χρόνια, έως τα έξι μου. Θυμάμαι λίγα πράγματα από τότε, πχ ότι ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, μας έδιναν μια μπάλα και τρέχαμε προς όλες τις κατευθύνσεις. Τον ίδιο τον θυμάμαι αμυδρά, αλλά ο μπαμπάς μού είχε δείξει παιχνίδια του, έχω δει όλες τις μεγάλες στιγμές του και σαφώς τον Τελικό του 1971.
Μετά πήγα στην Ελπίδα Αγίων Αναργύρων και έμεινα τέσσερα χρόνια. Ακόμη το ποδόσφαιρο είχε την έννοια της χαράς, του παιχνιδιού. Παίζαμε πιο ελεύθερα, όχι πειθαρχημένα, ήταν σαν χόμπι και το ευχαριστιόμουν πολύ κάθε Σαββατοκύριακο που πήγαινα.
Κάποια στιγμή παίξαμε έναν Τελικό (ΕΠΣΑ) με γειτονική ακαδημία και έληξε 7-3 υπέρ μας. Τότε είχαν έρθει στις κερκίδες σκάουτερς από τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Είχα παίξει πάρα πολύ καλά και είχα βάλει και τρία γκολ, καθώς αγωνιζόμουν πιο μπροστά, ως μικρότερος θέλεις πάντα να είσαι πιο μπροστά.
Μετά το τέλος, προσέγγισαν τον μπαμπά μου στις κερκίδες και οι δύο ομάδες και, επειδή είχαμε και οι δυο μας φιλοπαναθηναϊκά αισθήματα, πήγα να δοκιμαστώ στον Παναθηναϊκό.
“Άνθρωπος” στην Παιανία
Η ομάδα ήταν ακόμη στην Παιανία, ήταν η εποχή της πολυμετοχικότητας, κι εγώ, ως μαθητής Δ’ Δημοτικού, πήγα για δοκιμαστικά, τα οποία διήρκησαν ενάμιση μήνα.
Όλο αυτό ήταν ένα όνειρο ζωής για εμένα, στην αρχή όμως ένιωσα περίεργα, ιδίως όταν με άφησε ο πατέρας μου στην πύλη και τον ρώτησα «καλά βρε μπαμπά, δεν θα μπεις μέσα, δεν θα έρθεις μαζί μου;». Έως τότε ήταν πάντα μαζί μου, να φανταστεί κανείς ότι στα αποδυτήρια αυτός με βοηθούσε να αλλάξω ρούχα.
Εκείνη την ώρα είχε κατέβει ένας άνθρωπος από τις ακαδημίες, έβγαιναν έξω κάποια παιδιά της Κ19 και παίκτες της πρώτης ομάδας, τους οποίους τους έβλεπα να αγωνίζονται στην τηλεόραση, κι έλεγα «καλά, εγώ πού πάω;», ο πατέρας μου είχε πάει να παρκάρει, δεν τον έβλεπα και αναρωτιόμουν «Παναγία μου, πού πάω;», ένιωθα άγχος μέσα μου χωρίς αυτόν.
Πήγα στα γραφεία της ομάδας, είδα τους Τεχνικούς Διευθυντές, φουλ αγχωμένος, μου έδωσαν κάποια ρούχα, πήγα στα αποδυτήρια μόνος μου, άλλαξα και πήγα για προπόνηση. Τα δοκιμαστικά δεν ήταν ανοιχτά, ήμασταν συνολικά τρία παιδιά, στο δίπλα ακριβώς γήπεδο τελείωνε την προπόνηση η Α’ ομάδα και λέω και πάλι «πού βρίσκομαι!», αυτούς τους παίκτες τους έβλεπα στο ΟΑΚΑ πριν από λίγες μέρες και πανηγύριζα.
Μου είχε κάνει εντύπωση τότε ο Μπουμσόνγκ, ήταν ένα θηρίο! Όταν είδα τον Ζιλμπέρτο Σίλβα, ήθελα να βγάλω φωτογραφία μαζί του, όπως και με τον Τζιμπρίλ Σισέ. Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα ήταν αυτός που με ταρακούνησε, μου είχε κάνει εντύπωση πώς τον κοιτούσαν οι υπόλοιποι τότε, ακόμα κι όταν περπατούσε, πώς του μίλαγαν, πώς του συμπεριφέρονταν, έβγαζε μια τρομερή προσωπικότητα και εκτός της ποδοσφαιρικής πτυχής, είχε ένα ηγετικό χαρακτηριστικό που έχουν λίγοι παίκτες, τον έβλεπες από μακριά και έλεγες αυτός είναι ηγέτης! Μεγαλώνοντας, κατάλαβα κι εγώ τι παίκτης ήταν.
Ο Άρης Κυριαζής ήταν αυτός που παρακολούθησε τότε τα δοκιμαστικά μου και έκανε θετική εισήγηση για να μείνω. Ήταν πολλά χρόνια στις ακαδημίες του Παναθηναϊκού, ένας τρομερός άνθρωπος, ό,τι είμαι εγώ τώρα ξεκίνησε από εκείνον, με έβαλε μέσα, με κράτησε, είδε ότι είχα πολλά καλά στοιχεία.
Γενικά πέρασα επτά χρόνια στον Παναθηναϊκό πολύ όμορφα. Ο Παναθηναϊκός του Γιάννη Σαμαρά έφτιαχνε παιδιά και ανθρώπους, κάτι πάρα πολύ σημαντικό για όλους μας. Μπορεί μεν να χάναμε κάποια παιχνίδια με Ολυμπιακό ή ΑΕΚ, αλλά γινόμασταν “άνθρωποι”, βγαίναμε από την Παιανία καλύτεροι, διαπλάθονταν προσωπικότητες.
Υπήρχε μια τρομερή πειθαρχία, να μαζεύεις τα πράγματά σου μετά την προπόνηση, να είσαι περιποιημένος στα αποδυτήρια, να μην διαμαρτύρεσαι προς τους διαιτητές, οι γονείς που παρακολουθούσαν να μην εμπλέκονται, να είσαι παρών στη συνάντηση με τον αθλητικό ψυχολόγο. εμείς είχαμε τότε τη Μαρία Ψυχουντάκη, με την οποία πραγματοποιούσαμε εβδομαδιαία συνάντηση, υπήρχαν όμως και συναντήσεις με τους γονείς, στις οποίες ο μπαμπάς ερχόταν πάντα.
Το κομμάτι του σχολείου το είχε αναλάβει η μαμά μου, ήμουν καλός και εκεί, μάλιστα τελείωσα το Γυμνάσιο με 19.2, μετά πήγα εξωτερικό. Με βοηθούσε πολύ με το διάβασμα, αλλά ποτέ δεν με πίεσε με τους βαθμούς, έτσι όπως έκανε και ο μπαμπάς μου με το ποδόσφαιρο. Εάν τους έλεγα ότι δεν μπορώ άλλο, θα σταματούσα και θα ήταν μαζί μου.
Ήταν μεγάλο αλλά διακριτικό στήριγμα η οικογένειά μου, τους λατρεύω, μου προσέφεραν πάρα πολλά, δεν μου έχουν αρνηθεί τίποτα, δεν μου έλειψε τίποτα και ό,τι είμαι εγώ αυτήν την στιγμή το οφείλω ξεκάθαρα σε αυτούς.
Στην πορεία μου με βοήθησαν πολύ οι τεχνικοί Θωμάς Μαυρουδής, Γιώργος Σίμος, τον οποίον συνάντησα και αργότερα στην Κ19 των Ελπίδων, και Γιώργος Χατζόπουλος, επίσης αργότερα προπονητής Εθνικής Κ15.
Πριν φύγω για τη Σαμπντόρια, στην Κ17 έκανα προετοιμασία με τον Κώστα Φραντζέσκο. Αυτό που μου έμεινε από αυτόν τον άνθρωπο ήταν τα φάουλ που εκτελούσε. Ο τύπος έστηνε μετά την προπόνηση δέκα μπάλες, έβαζε τον τερματοφύλακα στην εστία, χτυπούσε φάουλ και έλεγε «η μπάλα θα πάει εκεί», στεκόταν εκεί ο τερματοφύλακας και παρόλα αυτά ο Φραντζέσκος έβαζε γκολ! Τότε λέγαμε εμείς οι μικροί «κύριε Κώστα, θέλουμε να σας δούμε από κοντά τώρα που σας έχουμε», τελείωνα την προπόνηση και καθόμουν και τον έβλεπα που σούταρε φάουλ, δεν ήθελα να φύγω, ένα απίστευτο αριστερό πόδι, δεν έχω δει ξανά κάτι τέτοιο, ούτε αργότερα στην Ιταλία.
Από προπονητές πρόλαβα Στραματσόνι και Ουζουνίδη, δεν πρόλαβα Δώνη, γιατί έφυγα το 2018, ενώ ο Νίκος Νταμπίζας ήταν Τεχνικός Διευθυντής και ο Τάκης Φύσσας στην Κ15, όταν πλέον έφυγε ο Γιάννης Σαμαράς.
Τρομερή η σχέση μου με τον κύριο Φύσσα, είναι ένας από τους ανθρώπους που θα μείνουν στην καρδιά μου, θα σέβομαι, θα ευχαριστώ και θα ακούω για πάντα. Είναι μια μεγάλη προσωπικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπως και όλοι οι διεθνείς του Euro 2004, τρομερός Τεχνικός Διευθυντής και καταπληκτικός άνθρωπος. Μάλιστα, εκείνος μού έδωσε τη συμβουλή να φύγω, μου είπε «Αντώνη, φύγε, άνοιξε τα φτερά σου να παίξεις στο εξωτερικό».
“Απότομες αλλαγές” στην Ιταλία
Το όνειρό μου, όταν πήγα στις ακαδημίες, ήταν να μπορέσω παίξω κάποια στιγμή στη μεγάλη ομάδα. Όσο μεγάλωνα, έβλεπα ότι πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα για εμένα, έγινα αρχηγός στην Κ13, το ίδιο και στην Κ14, την Κ15, την Κ16, σκέφτηκα ότι είμαι κι εγώ ένα πρότζεκτ του Παναθηναϊκού, ότι θα μπορέσω να αγωνιστώ με τους μεγάλους.
Δεν ξέρω όμως τι έγινε, πέτυχα τον Παναθηναϊκό στα χειρότερά του χρόνια, με την έννοια των οικονομικών θεμάτων και της δυσπραγίας, τότε που ο Παναθηναϊκός είχε τιμωρηθεί.
Το 2018, 16 ετών, είχα παίξει ένα τουρνουά με την Εθνική Ελλάδος στην Τουρκία. Εκεί με είχαν παρακολουθήσει τρεις ομάδες, η Αταλάντα, η Ίντερ και η Σαμπντόρια, ενώ το προηγούμενο διάστημα είχα απορρίψει και την Μπενφίκα. έκανα δοκιμαστικά 10 ημερών στην Πορτογαλία, αλλά φοβόμουν, δεν ήθελα.
Με την Αταλάντα και την Ίντερ δεν έγινε η μεταγραφή για κάποιους λόγους, είχαν “παίξει” διάφορα θέματα, χάλασε και για κάποια δικά μου χαρακτηριστικά, αυτοί με ήθελαν ως στόπερ και εγώ εκείνη τη στιγμή δεν κάλυπτα εκείνη τη θέση.
Αντιθέτως, μετά από εκείνο του τουρνουά η Σαμπντόρια ήταν απόλυτα σίγουρη ότι κάλυπτα όλες τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες της ομάδας.
Η κρούση ξεκίνησε τον Φεβρουάριο, για την οποία με ενημέρωσε ο πατέρας μου μέσω του μάνατζέρ μου, Αντώνη Αποστολόπουλου. Το καλοκαίρι κλιμακώθηκαν οι επαφές και ξεκίνησα την προετοιμασία μου με την Κ17 του Παναθηναϊκού.
Η Σαμπντόρια έκλεισε εισιτήρια στους δικούς μου για να δουν και να ελέγξουν το μέρος όπου θα έμενα, συνηθίζεται να μεταφέρονται οι γονείς και να μένει το παιδί εκτός προπονητικού κέντρου ή να μένει στους ξενώνες της ομάδας. Τελικά πήγα μόνος μου. Μάλιστα, το 2018 η Σαμπντόρια ξόδεψε 5 εκατ. ευρώ για να ανακαινίσει τους ξενώνες. Ξενώνες μαγικοί, ασύλληπτοι, είχαν μέσα εστιατόριο, play room, χώρο για να διαβάσεις τα μαθήματά σου, εξαιρετικά δωμάτια με μπάνια! Εκεί λοιπόν έμεινα τρία χρόνια.
Φυσικά, είχα πάρα πολύ άγχος για το τι θα συναντήσω, πολλή στενοχώρια για ό,τι αφήνω πίσω μου, μια ζωή τρομερή για παιδί της ηλικίας μου.
Είχα το σχολείο μου, ήμουν καλός μαθητής, είχα τους φίλους και τις φίλες μου, το ποδόσφαιρό μου, έπαιζα σε μια πολύ καλή ομάδα, ήμουν -χωρίς να θέλω να ψωνιστώ- το καλύτερο όνομα στον Παναθηναϊκό τότε, έπαιζα στην Εθνική Ελλάδος, είχα την οικογένειά μου, τη γιαγιά μου, το σπίτι μου πάνω-κάτω όροφοι, οπότε άφηνα πάρα πολλά.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος, όταν πήγα στη Γένοβα, ενώ οι δικοί μου είχαν πάει Ιούλιο, και υπέγραψα τέλη Αυγούστου. Ήταν τότε που είχε καταρρεύσει η γέφυρα στη Γένοβα, ένα μεγάλο δυστύχημα με πολλούς νεκρούς. Την προηγούμενη ημέρα είχα περάσει κι εγώ από εκεί, ήταν κάτι σαν τυχερό.
Φτάνω λοιπόν στα κτήρια της Σαμπντόρια και, με το που φτάνω, νιώθω ένα σφίξιμο, μια παγωμάρα μέσα μου, είδα άλλους ανθρώπους, άλλα χρώματα, δεν καταλάβαινα τίποτα, πήρα μια ανάσα και λέω «πάμε να το κάνουμε».
Πάντα μαζί με την οικογένειά μου, η οποία με στήριξε πάρα πολύ. Ο μπαμπάς μου, για παράδειγμα, ερχόταν κάθε Σαββατοκύριακο, κάτι πολύ δύσκολο και για αυτόν.
Πήγα στο προπονητικό κέντρο και λέω «πού βρίσκομαι, πού είναι το ένα, πού είναι τ’ άλλο», έψαχνα να βρω τις ίδιες συνήθειες με το Κορωπί, άλλα γυμναστήρια, άλλοι άνθρωποι, άλλοι προπονητές, άλλη γλώσσα, άλλα παιδιά, άλλες συνθήκες, άλλη καθημερινότητα, όλα άλλα.
Στους ξενώνες γνώρισα τον Σλοβάκο, τον Βόσνιο, τον Ναπολιτάνο, αυτόν από το Τορίνο, στο εστιατόριο τρώγαμε όλοι μαζί, 52 παιδιά, και, όσον αφορά στη γλώσσα, δεν μιλούσαν γρι Αγγλικά, οι Ιταλοί προπονητές το ίδιο, συνεπώς ήταν πάρα πολύ δύσκολο.
Στην αρχή δεν έπαιζα σχεδόν καθόλου, ήμουν πολύ πίσω ποδοσφαιρικά και αθλητικά, δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα. Γύρω στον Νοέμβριο λέω στον μπαμπά μου, ο οποίος είχε έρθει να με δει, ότι θα μείνω μέχρι τα Χριστούγεννα, μέχρι τις διακοπές, και μετά θα γυρίσω στην Ελλάδα και μου λέει «εντάξει, Αντώνη μου, δες το μέχρι τα Χριστούγεννα και μετά γύρνα πίσω, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Αλλά στο ποδόσφαιρο οι στιγμές είναι πάρα πολλές και γίνονται αλλαγές απότομες, τόσο αρνητικές όσο και θετικές.
Κάποια στιγμή λοιπόν τυχαίνει και αγωνίζομαι, εφόσον είμαι πλέον σε επίπεδο κοντά στα άλλα παιδιά και αντέχω τον ρυθμό τους, ένα ημίχρονο με τη Σασουόλο. Παίζω ψιλοκαλά, κάνω και μια ασίστ, λέω ότι μπορεί και να αλλάξουν τα πράγματα.
Στο επόμενο παιχνίδι ο προπονητής με ξεκινάει βασικό, ένας προπονητής που έως τότε, μιλώντας ιταλικά, τα οποία δεν τα καταλάβαινα, αλλά αντιλαμβανόμουν τι έλεγε, σχολίαζε συνέχεια αρνητικά «είναι αργός, δεν μπορεί». Το ματς λοιπόν στο οποίο ξεκίνησα βασικός ήταν ντέρμπι Τζένοα-Σαμπντόρια, γίνεται σφαγή, είμαστε Κ17, έχουμε 500 θεατές και κερδίζουμε 1-2 με γκολ δικό μου στο 90!
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε το ανέβασμα. Δέχτηκα τόσο θετικό feedback, τόσα καλά σχόλια από όλους τους παράγοντες, από τον μάγειρα στους ξενώνες, τον υπεύθυνο που φρόντιζε τα παιδιά, τον τεχνικό προπονητή των ακαδημιών, τον προπονητή, εισέπραξα έναν σεβασμό που δεν έχω λάβει ποτέ στο ποδόσφαιρο, παρά μόνο μετά το 2021, όταν με την Κ19 φτάσαμε πρώτοι με την Σαμπντόρια, τότε που ήμουν και αρχηγός στην ομάδα. Άλλαξε όλη η εικόνα μου, πήγα κατευθείαν στην Κ19 και μάλιστα ήμουν ο μοναδικός πιτσιρικάς που έπαιζε εκεί, στην Primavera.
Κάνω 14 παιχνίδια συνεχόμενα και μετά έρχεται ο covid και σταματά το Πρωτάθλημα. Ξεκινάμε ξανά και τον Σεπτέμβριο του 2020 παίζεται μια μεταγραφή, να πάω στις ακαδημίες της Ρόμα. Τα είχα βρει σε όλα, το ίδιο και ο μάνατζερ μου, θα γινόταν και μια ανταλλαγή παικτών μεταξύ των δύο ομάδων. Αλλά η μεταγραφή του μεγάλου παίκτη από τη Ρόμα στη Σαμπντόρια δεν έγινε ποτέ, οπότε ακυρώθηκε και η δική μου.
Ήταν η πρώτη φορά που η ομάδα δεν ήθελε να χαλάσει λεφτά για την Κ19, δεν έγιναν άλλες μεταγραφές, ήμασταν αυτοί που ήμασταν. Και δεν έδιναν την έμφαση που αναμενόταν σε εμάς, πίστευαν ότι δεν θα φτάναμε ψηλά.
Δεν έφυγα λοιπόν για τη Ρόμα, υπήρξε και μια συζήτηση με την Μπολόνια που δεν προχώρησε, οπότε παρέμεινα στη Σαμπντόρια. Παίζω τα τρία πρώτα παιχνίδια με την Κ19 και ξανασταματάμε λόγω covid! Κολλάμε όλοι οι παίκτες σχεδόν, 25 μέρες σε ένα κρεβάτι μέσα στο δωμάτιο, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο.
Το Πρωτάθλημα ξαναπαίρνει δράση από τις 18 Ιανουαρίου και διανύουμε μια σεζόν μαγική, τερματίζουμε πρώτοι στο Πρωτάθλημα και στα πλέι οφ δεύτεροι. Πήγαινα για λήξη συμβολαίου και, καθώς ήμουν “στα πάνω μου”, ήρθαν για την ανανέωση. Αλλά ήταν πολύ αργά, γιατί εγώ είχα ήδη δώσει τον λόγο μου στη Μόντσα και δεν είναι του χαρακτήρα μου να τον παίρνω πίσω.
Κεφάλαιο «Σίλβιο Μπερλουσκόνι»
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν για εμένα κάτι το εξωπραγματικό, όσον αφορά σε όλα εκείνα που είχε καταφέρει συνολικά και είχε προσφέρει στην Ιταλία, και δεν είχα φανταστεί ποτέ στη ζωή μου ότι θα τον συναντούσα.
Αν όμως τα καταφέρεις και συναντήσεις έναν τέτοιον άνθρωπο, πρέπει να κρατήσεις ό,τι σου πει, ακόμα και το οποιοδήποτε κόμμα!
Προσωπικά δεν τον είχα δει πολλές φορές, δεν είχα κάποια ιδιαίτερη σχέση, γιατί εγώ δεν ήμουν πρώτο όνομα στη Μόντσα, είχα πάει να κάνω ένα άλμα από τη Σαμπντόρια και η Μόντσα ήταν κάτι πάρα πολύ μεγάλο.
Επρόκειτο για έναν τρομερό Πρόεδρο, χαιρετούσε όλους τους παίκτες με χειραψία και, κάθε φορά που μιλούσε, σταματούσαμε όλοι και τον κοιτούσαμε στα μάτια, δεν ακουγόταν κιχ, δεν ξέρω τι μας τραβούσε, επειδή όμως τον γνωρίσαμε αφού είχε κάνει όλη του τη ζωή, ίσως ό,τι έλεγε έμπαινε μέσα μας.
Θυμάμαι, πριν πάρουμε την άνοδο στα πλέι οφ με την Πίζα, παρουσιάστηκε στο προπονητικό κέντρο, σταματήσαμε ό,τι κάναμε, πήγαμε εκεί που πραγματοποιούνταν οι συνεντεύξεις Τύπου και μας μίλησε: «παιδιά, επειδή του χρόνου θα πέσουν δύο ομάδες από την Α’ Εθνική που έχουν πάρα πολλά λεφτά, εμείς πρέπει να βγούμε φέτος Serie A, στα δύο παιχνίδια με την Πίζα πρέπει να κερδίσετε και να βγούμε στην κατηγορία. Το έχω βάλει στόχο εγώ, τέσσερα χρόνια που έχω αναλάβει την ομάδα, και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα πάω την ομάδα Serie A».
Το είπε και εμείς βγήκαμε στη μεγάλη κατηγορία, είναι σαν να έβαλε τη σκέψη του μέσα μας, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, είχε ηγετικά χαρακτηριστικά, είχε κάτι, είχε όμως και όραμα. Ένας άνθρωπος που είχε κατακτήσει πέντε Champions League και επτά Πρωταθλήματα με τη Μίλαν, ε, ήταν το αφεντικό των αφεντικών!
Πίσω βήμα “εκτόξευσης”
Τον Ιανουάριο του 2023 πήγα στη Βίρτους Εντέλα της Γ’ κατηγορίας ως ελεύθερος παίκτης με οψιόν επαναγοράς από τη Μόντσα. Αυτό έγινε για τον απλούστατο λόγο, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ότι έπρεπε να βρω χρόνο συμμετοχής, έπρεπε να κατέβω κατηγορία για να πάρω παιχνίδια στα πόδια μου, με στόχο να επιστρέψω στις μεγάλες κατηγορίες.
Για να είμαι ειλικρινής, στο μυαλό μου λειτούργησε λίγο αρνητικά η κατάσταση, θεωρητικά ήταν ένας υποβιβασμός. Από την άλλη όμως, αφού το σκέφτηκα και το μελέτησα, κατέληξα ότι όλο αυτό ήταν περισσότερο ένα κίνητρο, κάτι που χρειάζεται στην πορεία σου, σίγουρα είναι μια δύσκολη περίοδος, ένα κομμάτι που πρέπει να το ξανακερδίσεις, ώστε να βρεθείς όμως και πάλι εκεί που ήσουν.
Ναι μεν στη αρχή είπα «ωπ, ρε φίλε, εγώ από τη Σαμπντόρια πήγα στη Μόντσα, πήγα να κάνω κάτι μεγαλύτερο, είμαι τώρα εκεί, τι γίνεται;», απ’ την άλλη όμως έπρεπε να το αντιμετωπίσω ως ελατήριο για να εκτοξευτώ, όχι απλώς και πάλι στη Μόντσα αλλά οπουδήποτε. Έχω στόχους, όνειρα, ρεαλιστικά όμως θεωρώ ότι μπορώ να πάω στη Serie B, τη Serie A, η εκτόξευση είναι για ψηλά.
Αγάπη μοιρασμένη σε Ιταλία και Παναθηναϊκό
Έχω πλέον μεγάλη αγάπη για το ιταλικό ποδόσφαιρο, υποστηρίζω τις ιταλικές ομάδες, γιατί θεωρώ ότι είναι οι πιο αληθινές ομάδες που υπάρχουν, ομάδες με προσωπικότητα, με παίκτες και ιστορία, όπως η Γιουβέντους, η Μίλαν, η Ρόμα, η Λάτσιο, η Αταλάντα.
Λατρεύω και τους φιλάθλους των ομάδων αυτών. Πάμε στη δική μας κατηγορία και παίζουμε με την Τσεζένα και έχει 25.000 κόσμο, αυτοί οι άνθρωποι υποστηρίζουν εμάς και μόνο. Στην Ελλάδα, αν αναφερθούμε σε μια ομάδα Β’ Εθνικής, άλλοι φίλαθλοί της θα είναι Ολυμπιακός, άλλοι Παναθηναϊκός, άλλοι ΠΑΟΚ, άλλοι ΑΕΚ, δεν θα είναι φίλαθλοι 100% αυτής της ομάδας. Στην Ιταλία, αυτοί που είναι Τσεζένα είναι Τσεζένα, δεν είναι ούτε Γιουβέντους, ούτε Ίντερ, ούτε Μίλαν.
Το όνειρό μου είναι να καταφέρω να κάνω την καριέρα που επιθυμώ στην Ιταλία και να μπορέσω να κλείσω τη διαδρομή μου στην ομάδα από την οποία ξεκίνησα, τον Παναθηναϊκό!
Θα ήθελα να ολοκληρωθώ ως ποδοσφαιριστής σε μια ομάδα της Serie A, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή. Εννοείται ότι όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή είναι να παίξει στη Γιουβέντους, την Ίντερ, τη Μίλαν, τη Ρόμα, αλλά και η Μπολόνια, η Μόντσα ή η Σαλερνιτάνα είναι εξαιρετικές. Σίγουρα είναι πολύ μεγάλο όνειρο, οπότε μπορεί και να μην τα καταφέρω.
Κι από εκεί και πέρα, κάποια στιγμή, ίσως στο κλείσιμο της καριέρας μου, θα ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα και την ομάδα της καρδιάς μου, εκείνη που με ανέδειξε, τον Παναθηναϊκό, θα ήταν κάτι πολύ ωραίο. Υπό κατάλληλες προϋποθέσεις φυσικά, θα αγωνιζόμουν σε οποιαδήποτε ομάδα της Super League.
Ο Αντώνης Σιατούνης είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Νίκος Γιαννακόπουλος: Κατάλαβα τι είναι να μην έχεις τίποτα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δημήτρης Σουνάς: Italian Dream
Βαγγέλης Μόρας: Λύτρωση στην Ιταλία