Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω άλλη μία. Το ποδόσφαιρο είναι γιορτή!
Είναι χαρά! Πάθος! Ενθουσιασμός! Αγάπη! Είναι συναίσθημα!
Το χόμπι που κάποιοι το κάναμε επάγγελμα.
Δεν είναι χώρος για αντιπαράθεση. Είναι απλώς ένα άθλημα.
Πώς είναι δυνατόν να σκοτώνονται άνθρωποι για ένα σπορ; Για μία φανέλα που έχει διαφορετικό χρώμα; Είναι τραγικό! Αδιανόητο!
Απεχθάνομαι τη βία και ακόμα περισσότερο τον τρόπο με τον οποίον ορισμένοι θεωρούν ως καταλληλότερο για να εκφράσουν τα δικά τους “θέλω”. Τα δικά τους “πιστεύω”, τη δική τους αγάπη (;) για την ομάδα που υποστηρίζουν.
Μετά τον θάνατο του νεαρού Άλκη στη Θεσσαλονίκη, όλοι όσοι είμαστε μέρος αυτού του αθλήματος οφείλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο ρόλος μας. Ειδικά όσοι παίζουμε ποδόσφαιρο. Ο κόσμος μάς κρίνει για τις πράξεις μας.
Εκτός από παίκτρια, παράλληλα είμαι και προπονήτρια παιδιών. Δεν υπήρχε ούτε ένα παιδί στην ομάδα μου που δεν γνώριζε τι έγινε στη Θεσσαλονίκη. Και όλα είχαν την ίδια απορία: «Γιατί; Γιατί να χάσει τη ζωή του ένας άνθρωπος που υποστήριζε μία ομάδα;».
Ήταν αδύνατον να βρουν μια λογική απάντηση. Δεν υπάρχει εξάλλου…
Τα παιδιά έχουν όμορφο μυαλό και καλή ψυχή. Μεγαλώνουν σε μια εποχή όπου έχουν μάθει να αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα. Σέβονται τις απόψεις των άλλων και την αγάπη που έχει ο καθένας για τη δική του ομάδα. Και, αν θελήσουν να πειράξουν τον αντίπαλό τους, θα το κάνουν ως αστείο και θα σταματήσει εκεί.
Όπως κάναμε κι εμείς όταν ήμασταν μικρά και παίζαμε μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς.
Η δική μου σχέση με το ποδόσφαιρο νομίζω ότι ξεκίνησε από την στιγμή που γεννήθηκα. Από τα πρώτα βήματα που έκανα καθώς μεγάλωνα. Ξέραμε, τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου, ότι η ζωή μου θα ήταν γεμάτη ποδόσφαιρο.
Ποτέ δεν έπαιζα με κούκλες και αμαξάκια. Το μόνο που ήθελα ήταν το ποδόσφαιρο.
Δεν μου είπε ποτέ κανείς να μην ασχοληθώ με το άθλημα, επειδή είμαι γυναίκα.
Ίσα-ίσα. Όταν όλοι διαπίστωσαν πόσο πολύ μου άρεσε και πόσο ευτυχισμένη με έκανε, με ενθάρρυναν να συνεχίσω και με παρότρυναν να τολμώ! Να κάνω βήματα μπροστά.
Έδειχναν την πίστη τους σε μένα σε κάθε φάση της ζωής μου. Είχα πολύ μεγάλη στήριξη. Τόσο από τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μου όσο και από εκείνους που βρίσκονταν στην ομάδα του Εργοτέλη, απ’ όπου ξεκίνησα.
Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να έχεις στήριξη σε αυτό που αγαπάς.
Ο Εργοτέλης είναι ο παλαιότερος σύλλογος στην Ελλάδα που διαθέτει τμήμα ποδοσφαίρου Γυναικών. Οι άνθρωποί του αγαπούν πολύ τον αθλητισμό. Και κάθε στιγμή προσπαθούν να προσφέρουν τα πάντα σε όλους όσοι ασχολούνται με αυτόν. Όχι μόνο στο αγωνιστικό κομμάτι αλλά και στο κοινωνικό.
Αυτό που προέχει για τον σύλλογο είναι ο άνθρωπος. Πρώτα θα φροντίσει να διδάξει στον αθλητή ή την αθλήτριά του τις ανθρώπινες αξίες και μετά θα του/της μάθει πώς θα είναι καλός/καλή στο σπορ με το οποίο θέλει να ασχοληθεί.
Στην αρχή, στον σύλλογο με έβαλαν στην ομάδα των αγοριών, γιατί στην αντίστοιχη των κοριτσιών οι παίκτριες του ποδοσφαίρου ήταν πολύ μεγαλύτερες σε ηλικία από εμένα.
Τις παρακολουθούσα στις προπονήσεις τους και τις περισσότερες φορές έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι εγώ ήμουν καλύτερη από εκείνες. Εννοείται ότι εκείνη την στιγμή δεν ήμουν! Απλώς παρασυρόμουν από την “τρέλα” μου!
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη μου για την μπάλα και τόσο έντονο το πάθος, η όρεξη, η διάθεση και η προσμονή να αγωνιστώ με τα κορίτσια, ώστε όσο μου έλεγε ο προπονητής μου «είσαι ακόμη μικρή, δεν μπορείς να παίξεις μαζί τους» τόσο περισσότερο παθιαζόμουν!
Ώσπου, κάποια στιγμή, ήρθε η μέρα να παίξω στην ομάδα με τις μεγάλες.
Δεν με απασχολούσε που το ποδόσφαιρο των γυναικών στην Ελλάδα ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να παίζω μπάλα. Να κάνω αυτό που μου αρέσει και να προσπαθώ κάθε μέρα να γίνομαι καλύτερη.
Για έναν άνθρωπο άλλωστε που ασχολείται κάθε μέρα με αυτό που αγαπάει, μόνο αυτό τον ενδιαφέρει. Να γίνεται καλύτερος. Και, προκειμένου να το πετύχει, δεν υπάρχει κάτι που θα τον σταματήσει!
Μπορεί το ποδόσφαιρο Γυναικών στην Ελλάδα να ήταν -και να παραμένει- ερασιτεχνικό, όμως τα στάνταρ και οι απαιτήσεις που είχα βάλει στον εαυτό μου ήταν υψηλά.
Εκείνη την εποχή δε θυμάμαι να είχα ποδοσφαιρικά ινδάλματα. Τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ποτέ δεν είχα. Μου άρεσε μεν το αγωνιστικό στιλ του Πάτρικ Κλάιφερτ, αλλά δεν είχα ποδοσφαιρικά πρότυπα.
Ίσως ακουστεί περίεργο, αλλά για μένα άλλο πρόσωπο ήταν το ίνδαλμά μου. Ένας άνθρωπος που δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο: Ο πατέρας μου.
Δεν θα κρύψω ότι είμαι λίγο περισσότερο “δεμένη” μαζί του. Ακούω ό,τι έχει να μου πει. Είναι ένας άνθρωπος που θα σε αγκαλιάσει, θα σε στηρίξει, θα είναι εκεί για όλους και για όλα.
Όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω στην Κύπρο, ο λόγος του μέτρησε πολύ σε εμένα. Όπως και όταν αποφάσισα να επιστρέψω ξανά στην Ελλάδα.
Όχι ότι αποφασίζει εκείνος για τις επιλογές μου, απλώς, μέσα από τις πολλές συζητήσεις που κάνουμε και την εμπιστοσύνη που υπάρχει μεταξύ μας, έχει καταφέρει να με κάνει να ακούω την άποψή του.
Δεν με πείθει βέβαια πάντα με αυτά που λέει, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να του πω και όχι.
Στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, είναι απαιτητικός από εμένα. Ίσως γιατί, βλέποντας ποιες είναι οι δυνατότητες που έχω, ξέρει πόσο καλά μπορώ να αποδώσω.
Χρειάστηκε να περάσουν 10 χρόνια από τότε που άρχισα να παίζω επαγγελματικά ποδόσφαιρο για να ακούσω για πρώτη φορά να μου λέει μια καλή κουβέντα για την απόδοσή μου. Την στιγμή που μου είπε «μπράβο, παιδί μου!», ήξερα ότι είχα πετύχει!
Ίσως βέβαια να μην κατάφερα να υλοποιήσω όλα όσα είχα στο μυαλό μου στο ξεκίνημα της ποδοσφαιρικής πορείας μου, αλλά τουλάχιστον πέτυχα να κάνω σημαντικά βήματα.
Το πρώτο ήταν να αγωνιστώ στην Κύπρο για πολλά χρόνια. Το δεύτερο να συμμετάσχω στο Champions League. Στην κορυφαία διασυλλογική ποδοσφαιρική διοργάνωση.
Η πρώτη μου εμφάνιση μάλιστα με τη φανέλα του Απόλλωνα Ladies ήταν σε αγώνα του Champions League.
Στο τελευταίο παιχνίδι των προκριματικών στο οποίο είχαμε κερδίσει με σκορ 3-0 και εξασφαλίσαμε την πρόκρισή μας στης φάση των «32». Στο 85ο λεπτό, μόλις με έκανε αλλαγή ο προπονητής μου και πήγα να καθίσω στον πάγκο, συνειδητοποίησα ότι όχι μόνο είχα πάρει χρόνο συμμετοχής στην σπουδαιότερη διοργάνωση της Ευρώπης αλλά παράλληλα θα συνέχιζα και στην επόμενη φάση της.
Αυτό που μάλλον δεν θα “χωνέψω” και ίσως μου μείνει απωθημένο είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν καταφέραμε να προκριθούμε στους «16» της διοργάνωσης. Αν και πολλές φορές βρεθήκαμε κοντά στην πρόκριση. Τις δυο μάλιστα, ο αποκλεισμός μας -ψυχολογικά- ήταν οδυνηρός.
Ξέρετε τι είναι να κερδίζεις με 2-0 στο ημίχρονο και να χάνεις με 4-2; Ή να αποκλείεσαι με γκολ στο 94′; Δεν είναι καθόλου εύκολο να το διαχειριστείς. Ούτε την ήττα ούτε την απογοήτευση. Είναι πολύ ψυχοφθόρο να περιμένεις να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος για να ξεκινήσεις ξανά από την αρχή.
Η παραμονή μου στην Κύπρο και η συμμετοχή μου στο Champions League θα αποτελούν πάντα τις πιο γλυκιές και πιο καλές αναμνήσεις.
Το 2013 που πήγα στην χώρα, δεν είχα σκοπό να καθίσω για πολύ καιρό. Το αρχικό πλάνο έλεγε να παίξω έναν χρόνο και στην πορεία να πάω κάπου αλλού. Τελικά έμεινα στην Κύπρο επτά χρόνια. Δεν μετανιώνω. Η διαμονή μου αυτό το διάστημα στη Λεμεσό με ωφέλησε σε πολλούς τομείς. Αγωνιστικούς και μη.
Κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, μάθαινα καινούργια πράγματα. Όχι μόνο για το ποδόσφαιρο. Αλλά και για την ζωή έξω από αυτό.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, οι διαφορές με το ελληνικό Πρωτάθλημα ήταν ελάχιστες.
Σε επίπεδο συλλόγων, ο Απόλλων λειτουργούσε επαγγελματικά, όπως και τρεις-τέσσερεις ομάδες ακόμα. Από εκεί και πέρα όμως, αγωνιστικά υπήρχε μεγάλο χάσμα με τους υπόλοιπους συλλόγους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η διαφορά δυναμικότητας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το σκορ σ’ έναν αγώνα θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερο υπέρ της ομάδας μου από αυτό με οποίο είχε λήξει το παιχνίδι.
Υπήρξαν φορές που προσπαθούσαμε να κρατήσουμε το ματς μέσα σε λογικό πλαίσιο, γιατί, όταν μία ομάδα προηγείται για παράδειγμα με 14-0, ναι μεν αυτή που χάνει κάτι κάνει λάθος, όμως κι αυτή που κερδίζει αντιμετωπίζει το παιχνίδι με λάθος νοοτροπία. Τα πολύ μεγάλα σκορ δεν αποτελούν διαφήμιση για το ποδόσφαιρο. Μάλλον δυσφήμηση θα έλεγα ότι είναι.
Σε αντίθεση πάντως με την Κύπρο, στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων σταδιακά μειώνεται.
Πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο των Γυναικών στη χώρα μας έχει μέλλον, κυρίως γιατί υπάρχουν πολλές νέες παίκτριες με ταλέντο. Κάτι που δεν υπάρχει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Το διαφορετικό σε σύγκριση με αυτές είναι ότι εκείνες έχουν οργάνωση και υποδομές. Στοιχεία που βοηθούν σημαντικά στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του αθλήματος.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, βρισκόμαστε ακόμη πίσω. Σε πολλούς τομείς. Κι ένας από τους λόγους που έχουμε μείνει πίσω είναι ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Η αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο. Αυτή είναι η γενικότερη εικόνα.
Η Ελλάδα όμως διαθέτει καλές παίκτριες.
Θυμάμαι, όταν αγωνιστήκαμε με την Εθνική ομάδα Γυναικών στην προκριματική φάση για το Euro 2022, διανύσαμε την πιο ρομαντική μας περίοδο. Τη χαρακτηρίζω ρομαντική, γιατί όσες παίκτριες ήμασταν εκείνο το διάστημα στην ομάδα βιώσαμε φοβερά συναισθήματα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, και ίσως αυτό ισχύει και για τα υπόλοιπα κορίτσια, τα δυο παιχνίδια με την Ιρλανδία.
Ειδικά το πρώτο στη Νέα Σμύρνη. Νομίζω ότι το γκολ της ισοφάρισης, όπως και το τελικό αποτέλεσμα (1-1) ήταν ό,τι καλύτερο έχουμε πετύχει μέχρι σήμερα! Δε θυμάμαι άλλη φορά να έχουμε πανηγυρίσει μια εμφάνισή μας τόσο έντονα! Τότε, εκείνο το αποτέλεσμα μάς έδινε έναν λόγο να πιστεύουμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα. Να βάλουμε για πρώτη φορά πάνω στο τραπέζι, έστω για λίγο, τη λέξη «πρόκριση». Μέχρι εκείνο το παιχνίδι, ποτέ καμία κοπέλα δεν τολμούσε να κοιτάξει τόσο μακριά!
Η ήττα βέβαια στον δεύτερο αγώνα στο Δουβλίνο “ψαλίδισε” κάθε ελπίδα που είχαμε.
Παρόλ’ αυτά, στο τέλος δεν υπήρχε απογοήτευση. Γνωρίζαμε ότι τα είχαμε δώσει όλα!
Ήμασταν και παραμένουμε μαχητικές. Παίκτριες με προσωπικότητα που βγαίνει και μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Αλλά για κάποιον λόγο στο σύνολο εξακολουθεί να υπάρχει ένα κενό. Ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η ομάδα έχει ακόμη την ψυχολογία του αουτσάιντερ. Χρειάζεται αρκετή δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα.
Κι αν εγώ το έχω παράπονο ότι δεν έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα να κάνουμε με την Εθνική ομάδα ένα μεγάλο βήμα. Ελπίζω αυτό να γίνει στο μέλλον.
Η αλήθεια πάντως είναι πως, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει εξέλιξη και ανάπτυξη στο ποδόσφαιρο Γυναικών, δεν ξέρω αν στην Ελλάδα καταφέρουμε κάποτε να φτάσουμε τα ανδρικά πρότυπα.
Γενικότερα βέβαια δεν ξέρω αν το ποδόσφαιρο Γυναικών στο σύνολό του θα καταφέρει να φτάσει τα ανδρικά πρότυπα. Και αναφέρομαι κυρίως στον οικονομικό τομέα.
Όταν η κορυφαία παίκτρια στον κόσμο αμείβεται με όσα παίρνει ένας ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην τελευταία ομάδα του βαθμολογικού πίνακα της Ελληνικής Super League, καταλαβαίνετε ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο χάσμα. Οι διαφορές είναι τεράστιες. Είναι τραγικό.
Όπως επίσης θεωρώ τραγικό και το γεγονός ότι σε ισχυρές ευρωπαϊκές ομάδες υπάρχουν ποδοσφαιριστές που αμείβονται με υπέρογκα ποσά. Δε λέω, καλά κάνουν και τα παίρνουν. Είναι δικαίωμά τους.
Για σκεφτείτε το όμως…
Δεν είναι κάπως υπερβολικό να αμείβεται κάποιος με 300 και 400 ευρώ την ώρα, την στιγμή που γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα;
Το ποδόσφαιρο άλλωστε δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από ένα σπορ…
Η Δανάη-Ελένη Σιδηρά είναι διεθνής παίκτρια ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο
Μιχάλης Ξημεράκης: Η ώρα των Γυναικών
Ελένη Μάρκου: My way: Καστοριά – Έσσεν