Η ονείρωξη του Τίτο. Αυτό θα μπορούσε να είναι το Βούκοβαρ.
Ό,τι είχε κατά νου ο γεννήτορας της Γιουγκοσλαβίας, αυτή η πόλη στο ανατολικό άκρο της Κροατίας το προσέφερε πρακτικά, καθημερινά, σε επίπεδο συνύπαρξης. Ούτε μια ούτε δύο αλλά 22 διαφορετικές εθνικότητες ήταν καταγεγραμμένες στο δημοτολόγιό της πριν τον εμφύλιο. Μόνο ένα χωριουδάκι στη (σερβική) Βοϊβοντίνα είχε περισσότερες, μόλις κατά μία.
Πλούσιος τόπος, ευμάρεια εμφανής -πάντα για τα δεδομένα του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος της εποχής- για τους περίπου 150.000 ανθρώπους που ζούσαν εκεί προπολεμικά. Ενδεικτικό ότι, πέραν του Μάριμπορ (στην Σλοβενία, η οποία έτσι κι αλλιώς, ακόμα και επί συνομοσπονδίας, ξεχώριζε στο κάθε τι…), το Βούκοβαρ ήταν η περιοχή στην Γιουγκοσλαβία οπού υπήρχαν τα περισσότερα αυτοκίνητα ανά ενήλικο.
Κύριος λόγος αυτής της άνθισης ήταν η βιοτεχνία του Μπόροβο, ενός Δήμου του Βούκοβαρ στο ανατολικό άκρο της πόλης, το οποίο και διανύει ο Δούναβης. Την ίδρυσε ο Τσέχος βιομήχανος, Τόμας Μπάτα, πριν καν οποιαδήποτε σκέψη για δημιουργία ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, το 1932. Παπούτσια και λογιών-λογιών προϊόντα καουτσούκ κατασκεύαζε.
Εκεί εργαζόταν η Βικτόρια, Κροάτισσα, παντρεμένη με τον Μπόγκνταν, οδηγό νταλίκας και μεταφορέα προϊόντων στο επάγγελμα, Σέρβο στην καταγωγή. Δύο τα παιδιά τους, δύο αγόρια. Μεγαλύτερος ο Σίνισα, μικρότερος ο Ντράζεν. Καλοί μαθητές, τα έπαιρναν τα γράμματα, εκεί παράπονο δεν υπήρχε. Αυτό το οποίο η Βικτόρια δεν μπορούσε να αντέξει ήταν το ποδόσφαιρο. Όχι γιατί δεν το ήθελε, όχι. Αλλά γιατί της χάλαγε το σπίτι.
Μόνο ο μεγάλος κλώτσαγε. Αλλά το έκανε συνέχεια. Και όσο πήγαινε να βλέπει τους μεγαλύτερούς του να παίζουν σε ένα χωράφι δίπλα από το πατρικό του, απλώς χαρούμενος που έτρεχε πίσω από κάθε μπάλα που έφευγε εκτός ορίων και έτσι είχε τη δυνατότητα να (τους) την γυρίσει πίσω, η Βικτόρια δεν προβληματιζόταν.
Όταν όμως επέστρεφε στο σπίτι και προσπαθούσε να μιμηθεί όσα έβλεπε, να υλοποιήσει όσα φανταζόταν, δημιουργούνταν προβλήματα. Μια μεγάλη πόρτα αποθήκης είχε μετατραπεί σε… πεδίο βολής (του), σε εστία, την οποία και συνεχώς σημάδευε, με τις ώρες, πάντα εστιάζοντας σε συγκεκριμένα σημεία. Άλλοτε τα τοποθετούσε στον νου του, άλλοτε σημείωνε πάνω στην πόρτα εκεί όπου ήθελε να στείλει την μπάλα.
Κάτι η επανάληψη, κάτι η δύναμη με την οποία κλωτσούσε και που ολοένα και αυξανόταν, όπως και η ακρίβεια, όσο μεγάλωνε, την διέλυαν την πόρτα. Νόμος της φυσικής. Επανάληψη και πίεση. Δεν ήταν φυσικά μόνο η πόρτα. Συχνά πυκνά η φθορά προκαλούταν και στα τούβλα που την πλαισίωναν (δεν ήταν πάντα εύστοχος), ενώ μι-δυο φορές το σημάδι δεν ήταν, έστω και ακούσια, πάντα άψυχο.
Μια φορά πέτυχε κολλητό του φίλο. Παιδί και αυτός, κακία δεν του κράτησε, τον συγχώρησε. Μια δεύτερη όμως, ακόμη το θυμάται, η μητέρα του ήταν αυτή που βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Δέχτηκε την μπάλα κατακούτελα και λιποθύμησε. Το πρώτο πράγμα που έκανε, όταν συνήλθε, ήταν να ξυλοφορτώσει τον υπεύθυνο γιο της.
Λύση προφανώς και δεν ήταν βδομάδα παρά βδομάδα, άλλοτε εν γνώσει της συζύγου και άλλοτε χωρίς, ο μπαμπάς Μπόγκνταν είτε να προσπαθεί να επιδιορθώσει την πόρτα είτε -πόσο μάλλον- να την αντικαθιστά. Τα τούβλα αλλάχτηκαν τόσο πολλές φορές, ώστε ήταν αδύνατον να διατηρηθεί η αρμονική τους συνέχεια, κάτι που γινόταν αμέσως εμφανές από την ευδιάκριτη πολυχρωμία.
Οι μπελάδες και τα άγχη της Βικτόρια σταμάτησαν, τουλάχιστον ως προς την υπόσταση του σπιτικού της, όταν έστειλε τον κανακάρη της στην τοπική ομάδα. Ας κλωτσούσε εκεί, όσο δεν απειλούσε την οικογενειακή περιουσία. Μα το σπίτι, με αυτήν την χαρακτηριστική πολυχρωμία στον τοίχο της αποθήκης, παρέμεινε να ξεχωρίζει.
Ακόμα και μετά τον πόλεμο, όπου η αλλοτινή πόλη πρότυπο της Γιουγκοσλαβίας διαλύθηκε, γέμισε πληγές και σημάδια που ακόμη δεν έχουν κλείσει, η ανάμνησή τους στους ντόπιους, χαρακτηριστική απολύτως, ήταν εκεί. Οι ιδιοκτήτες του έφυγαν με την πρώτη τουφεκιά και δεν ξαναγύρισαν, μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους. Ούτε ο μεγάλος τους γιος όμως, αυτός που ευθύνεται για την χαρακτηριστική ανομοιομορφία, έχει ξαναπάει στο πατρικό του.
Έτσι κι αλλιώς άλλωστε καταστράφηκε ολοσχερώς, με μόνη θύμηση, ολοζώντανη σε κάθε περίπτωση, τα πολύχρωμα τούβλα, τα οποία όλοι, ντόπιοι και επισκέπτες, γνώριζαν για χρόνια, απλώς και μόνο βλέποντάς τα να ξεχωρίζουν, πως αποτέλεσαν μέρος του πρώτου -προσωπικού- προπονητηρίου του στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο Σίνισα Μιχάιλοβιτς.
Τα μαλλιά, η Ντιναμό και οι «Χιλιάνοι»
Μπάλα λοιπόν και μόνο μπάλα. Και αυτό, παρότι ήταν πανέξυπνος. Συμμαθητές του θυμούνται χαρακτηριστική μαθησιακή ευχέρεια, καθηγητές του αναγνώριζαν σπιρτάδα, θεωρώντας δεδομένη την περαιτέρω ακαδημαϊκή μόρφωση, ενώ και η Βικτόρια, έτσι κι αλλιώς, τον κυνηγούσε, αν έφερνε κακούς βαθμούς. Δεν έφερνε, αλλά μπροστά στην μπάλα ταίρι δεν υπήρχε.
Χαρακτηριστικό άλλωστε πως, όταν γράφτηκε στην τοπική ομάδα, την Μπόροβο, εκεί στα μέσα της εφηβείας του, επειδή οι ώρες των προπονήσεων δεν ταίριαζαν με το πρόγραμμα του σχολείου του, του “καλού” σχολείου της περιοχής, μιας σχολής που ουσιαστικά προετοίμαζε μηχανολόγους-μηχανικούς, το παράτησε. Το σχολείο που κάλυπτε τις ανάγκες των υπαλλήλων της βιοτεχνίας όπου εργαζόταν η μητέρα του, ένα σχολείο δεύτερης διαλογής που δεν εγγυόταν το παραμικρό ούτε ακαδημαϊκά ούτε σε επίπεδο διαπιστευτηρίων στην αγορά εργασίας, είχε βολικότερο ωράριο, οπότε μετεγγράφηκε σ’ αυτό.
Ρίσκο. Τι σιγουριά περίμενε ένας 15χρονος από το ποδόσφαιρο, ο οποίος έτσι, για το καπρίτσιο και το μεράκι του, πετούσε τα καλύτερα δυνατά μορφωτικά και επαγγελματικά εχέγγυα; Καμία. Αλλά δεν χρειάστηκε και πολύ για να γίνει αντιληπτό ότι το μεράκι του θα ήταν και ο μονόδρομος της καριέρας του έφηβου Σίνισα.
Σχεδόν αμέσως έπαιξε στην πρώτη ομάδα της Μπόροβο, ενώ, ως επίλεκτος, ξεχώριζε από την περιοχή της Κροατίας, με άλλους, ονομαστούς ταλαντούχους: Σούκερ, Μπόμπαν, Προσινέτσκι.
Νομοτελειακή η προσοχή που τράβηξε. Scouts της Ντιναμό Ζάγκρεμπ κατ’ επανάληψη συνέστησαν την απόκτησή του. Ο τότε τεχνικός της, ο Τσίρο Μπλάζεβιτς, τον πήρε σε τουρνουά, τον δοκίμασε σε προπονήσεις, τον έστειλε σε περιοδεία στη Γερμανία με την δεύτερη ομάδα, γενικά τον υπέβαλε σε διαδικασία που κράτησε μήνες, μα τελικά δεν το πήρε απόφαση.
Κατά καιρούς διάφορα ειπώθηκαν για τους λόγους για τους οποίους τελικά δεν προτιμήθηκε. Ο ίδιος είχε πει πως ο Μπλάζεβιτς του ζήτησε να κόψει τα μακριά μαλλιά του. Μάλλον υπερβολικό. Ρεαλιστικότερο, πάλι ειπωμένο από τον Μιχάιλοβιτς, πως δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει ούτε καν θέση στην αποστολή, σ’ ένα γεμάτο ταλέντο και ποιότητα κέντρο της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Αν θα πήγαινε λοιπόν, θα ξεκινούσε από τη δεύτερη ομάδα. Προφανώς και δεν του έκανε.
Το εθνικιστικό, η πατρική σερβική καταγωγή του, δεν ανέκυψε ως λόγος. Γεννημένος στην Κροατία, μεγαλωμένος στην Κροατία, η μητέρα του από την Κροατία, άλλο τόπο ούτε ήξερε ούτε και είχε μάθει. Άμεσα τουλάχιστον ποτέ δεν τέθηκε.
Παρά μόνο όταν εμμέσως πλην σαφώς ο τότε εκλέκτορας της Εθνικής Νέων της Γιουγκοσλαβίας, Μίρκο Γιόζιτς (Κροάτης), τον προειδοποίησε πως δεν θα τον έπαιρνε στην αποστολή των «Orlovi» για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων του 1987 στη Χιλή, αν δεν υπέγραφε στην Ντιναμό.
Ήρθε και έδεσε με το… όλον. Που και να μην υπήρχε, μόνο και μόνο η εκ φύσεως αντιδραστικότητά του, “εύφλεκτος” γαρ σε και για κάθε τι που αφορούσε στο ποδόσφαιρο και τις επιλογές του, θεριό ανήμερο, χωρίς χαλινάρι κάθε φορά που πατούσε στο γήπεδο, τέλεια αντιδιαστολή όπως λένε όσοι τον έχουν συναναστραφεί από τα μικράτα του με την εκτός αγωνιστικού χώρου προσωπικότητά του, αυτός και μόνο ο εκβιασμός θα αρκούσε για να αρνηθεί την προοπτική της Ντιναμό Ζάγκρεμπ.
Όπως και έκανε/έγινε τελικά. Δεν πήγε στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ, δεν πήγε όμως ούτε και στη Χιλή και έτσι έχασε την ευκαιρία να πλαισιώσει τους Προσινέτσκι, Μπόμπαν, Μιγιάτοβιτς, Σούκερ, Γιάρνι, Στίματς, Πέτριτς, συμμετέχοντας στην κορωνίδα της ιστορίας του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, με την κατάκτηση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος από την ομάδα που εφεξής έμεινε στην ιστορία και τις συνειδήσεις όλων των Γιουγκοσλάβων, Κροατών, Σέρβων, Μαυροβουνίων, Βοσνίων, Σλοβένων, όλων και ολούθε, ως οι «Χιλιανοί».
Ο Πέτροβιτς, ο Σέστιτς και το Mazda
Αντί Ζάγκρεμπ, Νόβισαντ. Και αντί Ντιναμό, Βοϊβοντίνα. Στα 19 του, καλοκαίρι του ’88, άφησε την κροατική γη, την πλέον πολυσυλλεκτική όμως εθνολογικά κροατική γη, και μετακόμισε -για πρώτη φορά στη ζωή του- σε σερβική, αντίστοιχα όμως μωσαϊκό εθνικοτήτων και καταγωγών.
Μαζί του πήγαν εκείνο το καλοκαίρι ο Σλάβισα Γιοκάνοβιτς και ο επί χρόνια μετέπειτα scout της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στα Βαλκάνια, (Μαυροβούνιος) Μπούντιμιρ Βούγιασιτς. Στον πάγκο ο γνωστός μας από το (κατοπινό) σύντομο πέρασμα του από ΠΑΟΚ αρχικά και μετά Ολυμπιακό, Λιούμπκο Πέτροβιτς. “Μάνα” του λόχου ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού μεγάλους και έμπειρους εκείνης της ομάδας και σίγουρα ο πλέον γνωστός, ο Μίλος Σέστιτς, ο οποίος είχε επιστρέψει από την τετραετή του θητεία στους «Ερυθρολεύκους».
Όλα έδεσαν και από το πουθενά η Βοϊβοντίνα κατέκτησε στη δεύτερη χρονιά του Μιχάιλοβιτς το δεύτερο Πρωτάθλημα (και κανένα άλλο έκτοτε…) της ιστορίας της. Ασύλληπτο επίτευγμα, τελείως εκτός λογικής και αγωνιστικών δεδομένων όχι μόνο εκείνης της εποχής αλλά οποτεδήποτε στον βίο τόσο της ομάδας όσο και του γιουγκοσλαβικού (και σερβικού έκτοτε) ποδοσφαίρου.
Επίτευγμα που ακολούθησε η νομοτέλεια. Ο Πέτροβιτς έφυγε και ανέλαβε τον Ερυθρό Αστέρα και, ύστερα από διαδοχικές αποχωρήσεις συμπαικτών του, ήρθε η ώρα της μεταγραφής και για τον Μιχάιλοβιτς. Δεν έφυγε από τους πρώτους, ίσα-ίσα που πέρασε ενάμισης χρόνος για να πωληθεί. Στην Παρτιζάν ήθελε αρχικά να πάει. Η πρόταση που του είχε γίνει, ενδεικτική του τρόπου που γίνονταν οι μεταγραφές εκείνη την εποχή.
Οι ιθύνοντες του συλλόγου άδειασαν στο τραπέζι του σπιτιού του δύο τσάντες γεμάτες λεφτά. Τόσα δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του. Η προϋπόθεση βέβαια για να γίνονταν δικά του ήταν να έφευγε από τη Βοϊβοντίνα και να έβρισκε τρόπο/βρισκόταν τρόπος χωρίς η ομάδα του να έπαιρνε ούτε σέντσι. Ή, έστω, το μικρότερο δυνατό αντίτιμο (δεν υπήρχε ακόμη Μποσμάν, αλλά, μην ξεχνάμε, μιλάμε για Γιουγκοσλαβία στις αρχές του ’90. εδώ είναι Βαλκάνια και τρόπος, όπου υπήρχε διάθεση, πάντα βρισκόταν).
Κάπου εκεί μπήκε ο πρώην προπονητής του στη μέση. Ο Πέτροβιτς τον “έψησε”, o Ερυθρός Αστέρας άλλωστε ήταν Πρωταθλητής, με εξαιρετική φουρνιά και -κυρίως- είχε μπροστά του την πρόκληση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Και ναι, μπορεί να φαίνεται, ακούγεται, μοιάζει παράλογο, μα τότε η πορεία στη διοργάνωση, ακόμα και η κατάκτησή της αποτελούσαν στόχο, στόχο εφικτό -και όχι μόνο, όπως αποδείχτηκε- για την «Zvezda». Και γι’ αυτό ο Μιχάιλοβιτς άκουσε πως είναι απαραίτητος.
Άλλο δεν χρειάστηκε. Βοήθησαν βέβαια και τα 240.000 γερμανικά μάρκα που εισέπραξε (1 εκατ. δόθηκαν στη Βοϊβοντίνα, ποσό ρεκόρ στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου) μαζί μ’ ένα τριάρι διαμέρισμα στο Βελιγράδι και ένα MAZDA 323F. Λατρεία στα αυτοκίνητα, σε αυτά αντικατοπτρίζεται άλλωστε και η δική του -ποδοσφαιρική- εξέλιξη. Το πρώτο, στην Μπόροβο, ήταν ένα Fiatάκι 128. Ακολούθησε το Mazda στον Αστέρα και από εκεί και πέρα ευλαβική η προτίμηση σε όλη την γραμμή παραγωγής της BMW, πριν στρίψει σε ιταλικά super cars και εκτιμήσει τα ελιτιστικά τετράτροχα των Bentley και Aston Martin.
Η σφαγή, το Κύπελλο και ο «Αρκάν», Ι
Βρήκε αμέσως ρόλο και θέση. Και, παρότι πιτσιρικάς, προερχόμενος από ομάδα μικρότερου στάτους, καλοδεχούμενος ένιωσε σε αποδυτήρια, γήπεδο και εξέδρα. Σε μια επίσης πολυπολιτισμική ομάδα, γεμάτη βεντέτες και ηγέτες (ο Σέρβος Σαβίτσεβιτς, ο Κροάτης Προσινέτσκι, ο Σκοπιανός Πάντσεβ, ο Μουσουλμάνος Σαμπανάτζοβιτς, ο Γιούγκοβιτς), εντάχθηκε αρμονικά ως φουριόζος νεανίας. Και, εφόσον φορούσε τη φανέλα, οι εξ ημισείας κροατικές του ρίζες δεν θα αποτελούσαν πρόβλημα.
Για την ακρίβεια, θα φροντιζόταν να μην μετατραπούν σε πρόβλημα σε μια χώρα όπου ήδη μύριζε -παντού- μπαρούτι. Εγγυητής αυτής της μέριμνας ο ηγέτης της εξέδρας των «Delije», των οργανωμένων του Αστέρα, ο διαβόητος -ήδη καταζητούμενος διεθνώς από τα τέλη της δεκαετίας του ’70- «Αρκάν» (κατά κόσμον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς), ο οποίος στον πόλεμο που ακολούθησε εξελίχθηκε σε αδυσώπητο πολέμαρχο.
Στρατολογούσε από εκείνες ακριβώς τις ποδοσφαιρικές εξέδρες μέλη των «Τίγρεων», της παραστρατιωτικής σερβικής ομάδας που ίδρυσε (πέραν της σερβικής εθνοφρουράς στην οποία επίσης είχε την υψηλή, παρότι άτυπα, εποπτεία), η οποία και είναι υπόλογη και υπεύθυνη για φοβερές φρικαλεότητες που κατέστησαν τον γεννήτορά της σε εγκληματία πολέμου, χωρίς ποτέ να δικαστεί γι’ αυτές, αφού δολοφονήθηκε μέρα-μεσημέρι στο lobby του ξενοδοχείου Continental του Βελιγραδίου στις 15 Ιανουαρίου 2000.
Ο «Αρκάν» λοιπόν ήταν αυτός που εγγυήθηκε για τον νιόφερτο του Αστέρα και από τότε ξεκίνησε και η γνωριμία τους. Δεν (τον) ενοχλούσε και ούτε θα (τον) ενοχλούσε που η μητέρα του προστατευόμενού του ήταν Κροάτισσα. Και αποδείχτηκε, πολύ σύντομα.
Η «Zvezda», με τον Μιχάιλοβιτς πάντα βασικό και συνήθως στο αριστερό άκρο της μεσαίας γραμμής, είχε φτάσει στους ημιτελικούς. Εκεί περίμενε η Μπάγερν. Στο -κατά πολλούς- κορυφαίο παιχνίδι γιουγκοσλαβικής ομάδας στην ιστορία, ο Αστέρας πήρε προίκα για τη ρεβάνς του Βελιγραδίου ένα 2-1 στο Μόναχο.
Στο ενδιάμεσο, η πρώτη πιστολιά του εμφυλίου είχε ήδη ακουστεί. Στο Μπόροβο Σέλο, έναν άλλο Δήμο του Βούκοβαρ, ένα τσιγάρο δρόμο από εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μιχάιλοβιτς. Σταδιακά και με ενέργειες, αφορμές και περιστατικά, υποκινούμενα από τις εκατέρωθεν κεντρικές γραμμές πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας που υποδαύλιζαν την αρμονική για δεκαετίες συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων, η ένταση μεταξύ Σέρβων και Κροατών ολοένα και αυξανόταν.
Η πρόκριση του Αστέρα στον Τελικό δεν την μείωσε στο ελάχιστο. Πρόκριση, με καταλυτική συμβολή του Μιχάιλοβιτς με το ήδη σήμα κατατεθέν του, τις αποτελεσματικές εκτελέσεις στατικών φάσεων (ας είναι καλά εκείνη η πόρτα στην αποθήκη του πατρικού του).
Με την πρώτη, ύστερα από κόντρα, είχε ανοίξει το σκορ νωρίς στη ρεβάνς του Βελιγραδίου. Με τη δεύτερη, ακριβώς στο 90′, ανάγκασε τον Αουγκεντάλερ να βάλει το κεφάλι του τόσο όσο να “κρεμάσει” τον τερματοφύλακα των Βαυαρών και, γράφοντας το 2-2, αφενός απέτρεψε την παράταση, αλλά κυρίως έστειλε την τότε Πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας στον Τελικό του Μπάρι κόντρα στη Μαρσέιγ.
Μια εβδομάδα αργότερα, ανήμερα Πρωτομαγιά του 1991, τέσσερεις Κροάτες αστυνομικοί επιχείρησαν να κατεβάσουν τη σημαία της Γιουγκοσλαβίας από το κυβερνείο του Μπόροβο Σέλο, αντικαθιστώντας την με κροατική. Ο τοπικός, ελεγχόμενος από την κεντρική ομοσπονδιακή σερβική διακυβέρνηση, στρατός παρενέβη και οι δύο από τους τέσσερεις Κροάτες αστυνομικούς συνελήφθησαν.
Την επομένη 150 Κροάτες αστυνομικοί έφυγαν από τον σταθμό του Όσιγιεκ πηγαίνοντας στο Μπόροβο Σέλο, έχοντας ως αποστολή την απελευθέρωση των συναδέλφων-συμπατριωτών τους. Δεν πήγαν για να διαπραγματευτούν. Έγινε μάχη. Δώδεκα Κροάτες και κάπου μεταξύ τριών και 20 (δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ ο ακριβής αριθμός) Σέρβων σκοτώθηκαν, με τα πτώματα των Κροατών να ακρωτηριάζονται και να περιφέρονται στους δρόμους της πόλης από τους Σέρβους.
Στις 8 Μαΐου ήταν προγραμματισμένο στο Βελιγράδι το παιχνίδι του Ερυθρού Αστέρα με την Χάιντουκ. Αδιάφορο βαθμολογικά, αφού η «Zvezda» είχε κατακτήσει έτσι κι αλλιώς τον τίτλο, λειτουργούσε απλώς ως προετοιμασία για τον επερχόμενο Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Με γκολ του Άλεν Μπόκσιτς η Χάιντουκ επικράτησε με 1-0, αλλά αυτό που κυριάρχησε και εν τέλει χαρακτήρισε, προσωποποίησε το παιχνίδι ήταν το αδυσώπητο, συνεχές και ασταμάτητο core a core μεταξύ του Ίγκορ Στίματς από τη μία πλευρά και του Σίνισα Μιχάιλοβιτς από την άλλη.
Χωρίς υπερβολή, για 70 λεπτά, όσο έμειναν στο γήπεδο, ο ένας έψαχνε τον άλλον. Ο ένας προβόκαρε τον άλλον. Σύμφωνα με τον Σέρβο, τα πάντα ξεκίνησαν όταν ο Κροάτης τού είπε πως ευχόταν οι δικοί του Κροάτες να σκοτώσουν την οικογένειά του στο Μπόροβο. Το οξύμωρο είναι πως, παρά την ασταμάτητη κόντρα τους (κανείς δεν ασχολούταν με το παιχνίδι παρά μόνο με δαύτην), δεν αποβλήθηκαν για μεταξύ τους διαπληκτισμό.
Στο 70′ λοιπόν ο Μιχάιλοβιτς, θολωμένος, πήγε να σπάσει το πόδι του Γκρκίγτσα Κόβατς. Ο Άντε Μίσε, Κροάτης παίκτης της Χάιντουκ και συμπαίκτης του Μιχάιλοβιτς από τα ξεκινήματά τους στην Μπόροβο, τον έπιασε από το μαλλί και τον τράβηξε μακριά, εμφανώς για να τον προστατεύσει από τον χαμό που ερχόταν. Ο (Σκοπιανός) συμπαίκτης του Μιχάιλοβιτς, Ίλιγια Ναϊντόσκι, έκανε το ίδιο, αρπάζοντας δηλαδή από τα μαλλιά τον (Κροάτη) Σλάβεν Μπίλιτς, κίνηση που βλέποντάς την ο Στίματς, διένυσε όλο το γήπεδο και με χέρια και πόδια στον αέρα επιτέθηκε στον Ναϊντόσκι.
Κατάληξη όλου αυτού; Μιχάιλοβιτς και Στίματς τελικά κατάφεραν να φύγουν μαζί από τον αγωνιστικό χώρο, με τον Σέρβο να αποβάλλεται αντικρίζοντας δεύτερη κίτρινη κάρτα για το δολοφονικό του μαρκάρισμα και τον Κροάτη επίσης με δεύτερη κίτρινη για την επίθεσή του στον Ναϊντόσκι.
H σφαγή, ένα ακόμα Κύπελλο και ο «Αρκάν», ΙΙ
Τότε, σε εκείνο το παιχνίδι, είχε συμπληρωθεί μια εβδομάδα από την τελευταία επικοινωνία του Μιχάιλοβιτς με τους δικούς του στο Βούκοβαρ, αφού το τηλεφωνικό δίκτυο είτε είχε καταρρεύσει είτε στο πλαίσιο της στρατιωτικής πλέον εμπλοκής δεν λειτουργούσε (κατά το δοκούν).
Σε αυτήν την φοβερά αντιφατική κατάσταση, μέσα σε αυτό το σκηνικό του παραλόγου, στον επιθανάτιο αθλητικό ρόγχο, η Γιουγκοσλαβία πανηγύρισε στις 29 Μαΐου 1991 το μεγαλύτερο συλλογικό ποδοσφαιρικό της επίτευγμα, με την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από τον Αστέρα και τον Μιχάιλοβιτς να είναι ένας από αυτούς που ευστόχησαν στην διαδικασία των πέναλτι (5-3, 0-0 κ.α.).
Πάνω-κάτω την ίδια στιγμή, ένας αδερφικός φίλος του πλέον Πρωταθλητή Ευρώπης, Κροάτης, επισκέφθηκε την οικογένεια του Μιχάιλοβιτς στο Μπόροβο Νάσελγιε (όμορος Δήμος του Μπόροβο Σέλο), προθυμοποιούμενος να μεσολαβήσει για την ασφαλή της απομάκρυνση από την περιοχή. Και, αφού πρώτα έφτασε από το Ζάγκρεμπ (…), όπου σπούδαζε, ο μικρότερος αδερφός του Σίνισα, ο Ντράζεν, έτσι κι έγινε.
Λίγες μέρες μόνο αργότερα μετά τη φυγή της οικογένειας, Κροάτες στρατιωτικοί εντόπισαν τον φίλο του Μιχάιλοβιτς και, απαιτώντας ένδειξη πίστης και αφοσίωσης, τον οδήγησαν στο πατρικό του φίλου του, όπου και του ζήτησαν να πυροβολήσει τις οικογενειακές φωτογραφίες που υπήρχαν στους τοίχους, συμπεριλαμβανομένων και αυτής του πρόσφατα τροπαιούχου Ερυθρού Αστέρα.
Ως τον Ιούλιο όλο το Βούκοβαρ είχε περικυκλωθεί από τον επίσημο γιουγκοσλαβικό (=σερβικό εκείνη την στιγμή) στρατό. Για τέσσερεις μήνες η περιοχή βομβαρδιζόταν ανηλεώς. Οι πρώτες, εκατέρωθεν, βαρβαρότητες έγιναν εκεί, μόνο το 1/10 του πληθυσμού της πόλης απέμεινε ως το τέλος των σφοδρότατων πολεμικών επιχειρήσεων (λιγότεροι από 15.000), με ορδές προσφύγων είτε, τυχεροί όντες, να πηγαίνουν (ανάλογα την καταγωγή τους) σε φίλια προσκείμενα κροατικά ή σερβικά εδάφη είτε, αν ήταν άτυχοι, να συλλαμβάνονται από εχθρικές δυνάμεις και να στέλνονται σε φυλακές ή (ακόμα χειρότερα) σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μοίρα που γλύτωσε ο θείος του, αδερφός της μητέρας του, Κροάτης, ο οποίος και είχε επιστρατευτεί για την υπεράσπιση της πόλης. Όταν έπεσε στα χέρια των Σέρβων, στις 19 Νοεμβρίου, συνελήφθη. Τότε διαπιστώθηκε η συγγένειά του με τον Μιχάιλοβιτς και το ήδη εξέχον στέλεχος της εμπροσθοφυλακής, «Αρκάν» (είχε συμβάλει στο ασφαλές φευγιό της οικογένειας του ποδοσφαιριστή αλλά και στην χωρίς προβλήματα εγκατάσταση και διαβίωσή της στο Βελιγράδι), ενημέρωσε τον μέσο του Ερυθρού Αστέρα να πάει να τον πάρει, πριν εκτελεστεί από τους άνδρες του.
Έτσι κι έγινε. Λίγες μέρες μετά, στις 8 Δεκεμβρίου, ο Πρωταθλητής Ευρώπης Ερυθρός Αστέρας (με τον Ίλια Ιβιτς, νεούδι στον πάγκο, να συμπληρώνει την 15μελη αποστολή του), εκπροσωπώντας ακόμη την ενιαία Γιουγκοσλαβία, σκόρπισε την Κόλο Κόλο (3-0) και κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Χρόνια αργότερα, στην κηδεία του «Αρκάν», ο Μιχάιλοβιτς έγραψε επικήδειο, ενέργεια που ερμηνεύτηκε ως απόδειξη των εθνικιστικών του πιστεύω και που σε κάθε ευκαιρία και αφορμή τού υπενθυμιζόταν από κάθε μια από τις δύο εμπλεκόμενες μεριές, προφανώς με διαφορετικά κίνητρα, αφετηρία και υποδοχή.
Προσωποποιούσε τον σερβικό πατριωτισμό, αποτελούσε ό,τι αποστρεφόταν ο κροατικός, χωρίς καμιά πλευρά να αναλογίζεται ή να προσμετρά τις καταβολές, την διαδρομή και τις αντιφάσεις των όσων του χρεώνονταν, χωρίς παράλληλα ο ίδιος ποτέ να κρύψει την καταγωγή και το dna του (είχε μάλιστα δημοσίως παραδεχτεί πως η Κροατία είναι η δεύτερη πατρίδα του. και πώς αλλιώς άλλωστε).
Χαρακτηριστικό ότι στο Ζάγκρεμπ, εκεί δηλαδή όπου σπούδαζε ο αδερφός του, σ’ έναν αγώνα της προκριματικής φάσης του Euro 2000 μεταξύ Κροατίας και Σερβίας στο Maksimir, την έδρα της Ντιναμό, της πρώτης-πρώτης ομάδας που τον ήθελε, όταν ξεκινούσε την καριέρα του, της ομάδας με την οποία προπονήθηκε και πήρε μέρος φορώντας τη φανέλα της σε φιλικά, αντίκρισε πανό που έγραφε «Vukovar 91».
Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη «Gazzetta dello Sport» προσπάθησε, τουλάχιστον, να ξεκαθαρίσει την εικόνα ως προς την σχέση του με τον «Αρκάν»: «Είναι αλήθεια πως έγραψα τον επικήδειο. Ο “Αρκάν” ήταν φίλος μου. Με είχε βοηθήσει, όταν έπαιζα στον Αστέρα, είχε βοηθήσει την οικογένειά μου. Για πολλούς Σέρβους ήταν ήρωας, αφού απέτρεψε σφαγές συμπατριωτών μου στον πόλεμο. Ακόμα και έτσι, δεν δικαιολογώ τα εγκλήματά του. Ήταν φρικτά και τα καταδικάζω. Σε έναν εμφύλιο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο, μόνο κόκκινο. Το χρώμα του αίματος των αθώων».
Ο Μαντσίνι και ο Βιεϊρά
Δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσε να αποδιώξει τη λεζάντα του εθνικιστή, του ρατσιστή, του οτιδήποτε τελοσπάντων. Ανεξαρτήτως αν ήταν ή όχι, ανεξαρτήτως αν ευθυνόταν (που ευθυνόταν) για τη διαμόρφωση αυτής της εικόνας. Οκτώ χρόνια κόντευε στην Ιταλία. Είχε περάσει από τη Ρόμα, όπου είχε πάει το καλοκαίρι του ’92 κατόπιν εισήγησης του Σέρβου Βουγιαντίν Μπόσκοβ, τον οποίον και ξαναβρήκε, όταν μετακόμισε στη Γένοβα και τη Σαμπντόρια.
Εκεί πρώτα ο Σβεν Γκόραν Έρικσον τον γύρισε μέτρα στο γήπεδο και τον έκανε λίμπερο. Εκεί γνωρίστηκε και τακίμιασε με τον καλύτερό του φίλο, τον Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο οποίος και ήταν αυτός που του άνοιξε την πόρτα της προπονητικής, όταν αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του, παίρνοντάς τον ως βοηθό του στην Ίντερ, μιας και ο Μιχάιλοβιτς, ενώ του γύριζε η ιδέα του τεχνικού, βαριόταν, δεν γούσταρε να ξεκινήσει… προβλεπόμενα, από την (σχετική) αρχή, αναλαμβάνοντας μια φυτωριακή ομάδα ή κάτι σχετικό, παρόμοιο.
Πριν όμως την πόρτα της προπονητικής, o «Μάντσιο» είχε φροντίσει να του ανοίξει αυτή των τίτλων. Σε Ρόμα και Σαμπντόρια, ο Μιχάιλοβιτς δεν είχε πανηγυρίσει τίποτα. Νιέντε. Έτσι, όταν ο Έρικσον ανέλαβε τη Λάτσιο (του Σέρτζιο Κρανιότι, ο οποίος για να ικανοποιήσει το μαράζι του και να τη δει πρωταθλήτρια, σπατάλησε τη μισή του περιουσία) και ο Μαντσίνι τον ακολούθησε, ο πρώτος που οι δυο τους σκέφτηκαν να πάρουν μαζί ήταν ο Σέρβος.
Έτσι, επέστρεψε στη Ρώμη για τον άλλον πόλο της «Αιώνιας Πόλης». Όπως κάποτε στο Βελιγράδι τού συγχωρέθηκαν καταβολές και παρελθόν, πάλι κάποιοι βρέθηκαν να “εγγυηθούν” γι’ αυτόν (Μαντσίνι-Έρικσον), μα πλέον μιλούσε και η εικόνα του. Οι ακροδεξιοί ultras των «Λατσιάλι» άλλο(ν) που δεν ήθελαν να έχουν στην ομάδα τους, αγνοώντας το πέρασμά του από τη Ρόμα, πόσο μάλλον όταν η άφιξή του συνδυάστηκε με τίτλους.
Πρώτα, στην παρθενική του σεζόν, το τελευταίο Κύπελλο Κυπελλούχων της ιστορίας αλλά και το Ευρωπαϊκό Super Cup. Και στην δεύτερη (όπως και στη Βοϊβοντίνα) το scudetto. Το δεύτερο και το τελευταίο συνάμα της ιστορίας της Λάτσιο (όπως και της Βοϊβοντίνα), η οποία εκείνη την χρονιά πανηγύρισε το Νταμπλ (2000).
Επιτέλους λοιπόν, κέρδιζε. Μα δεν άλλαζε. Ασυγκράτητος, όποτε και όταν έμπαινε στο γήπεδο, κορμί και μυαλό θαρρείς… πυριτιδαποθήκες, έτοιμες με το κατάλληλο φιτίλι να ανατιναχτούν και ν’ ανατινάξουν. Ενδεικτικό το περιστατικό που πότισε περισσότερο τη φήμη του.
Μετά το τέλος ενός παιχνιδιού Champions League με την Άρσεναλ, ο Πατρίκ Βιεϊρά καταγγέλλει πως ο Μιχάιλοβιτς τον αποκάλεσε «nero di merda» («μαύρο σκατό»).
Ρατσιστικό αναντίρρητα. Γίνεται έρευνα, επιβεβαιώνεται, ο Σέρβος τιμωρείται, απολογείται, αλλά αποκαλύπτει πως το ξέσπασμά του είχε προκληθεί από τον Βιεϊρά, ο οποίος τον είχε αποκαλέσει «zingaro». Κυριολεκτικά σημαίνει «γύφτος» στα ιταλικά, μεταφορικά όμως αποδιδόταν ως χαρακτηρισμός, προφανώς μειωτικά, σε όσους κατάγονταν από σλαβόφωνες χώρες.
Ρατσιστίκο επίσης. Δεν έγινε καμία έρευνα, δεν τιμωρήθηκε ποτέ ο Γάλλος. «Ό,τι γίνεται στο γήπεδο, πρέπει να μένει και στο γήπεδο. Είμαι 15 χρόνια ποδοσφαιριστής και δεν έπρεπε ν’ αντιδράσω έτσι. Αλλά προκλήθηκα. Αν είμαι ρατσιστής, τότε είναι και ο Βιεϊρά», δικαιολογείται ο Μιχάιλοβιτς. Ποιον να πείσει και, κυρίως, ποιος ν’ ακούσει;
Οι φανατικοί τον λάτρευαν. Λίγες εβδομάδες αργότερα μέχρι και το μικρόφωνο πήρε πριν την έναρξη ενός παιχνιδιού στο Olimpico και από τη σέντρα του γηπέδου επανέλαβε ακόμα πιο εμφατικά, ακόμα πιο κατηγορηματικά, την πρότερη δήλωσή του, τονίζοντας, υπογραμμίζοντας πως δεν έχει ρατσιστικές πεποιθήσεις. Φωνή βοώντος. Η λεζάντα είχε ήδη μπει.
Και δεν ήταν η μόνη. Την μεγαλύτερη τιμωρία της καριέρας του την δέχτηκε όταν έφτυσε και κλώτσησε τον Αντριάν Μούτου, επιθετικό τότε της Τσέλσι, πάλι σε παιχνίδι Champions League, τρία χρόνια αργότερα. Τον Ρουμάνο τον διαχειρίστηκε ως παίκτη, όταν ανέλαβε προπονητής στη Φιορεντίνα…
Δεν “μάσησε” ούτε από τον 23χρονο, γεμάτο ορμητικότητα και ορμές, Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, στο ύστατο, χαρακτηριστικά θερμό, αντικριστό ενσταντανέ που είχε με αντίπαλο στην καριέρα του, στην τελευταία του σεζόν με τα εξάταπα, ως παίκτης πλέον της Ίντερ (και προπονητή τον Μαντσίνι), με την οποία και προσέθεσε ακόμα ένα scudetto (και δύο Κύπελλα), συνταξιοδοτούμενος, έχοντας το -ακατάρριπτο ακόμη- ρεκόρ στο Campionato των συνολικά 28 γκολ με εκτελέσεις φάουλ.
Πάγκοι, οικογένεια και καρκίνος
Και ο ίδιος συνεπώς μπορεί να μην υπογράμμιζε τη λεζάντα, μα έδινε αφορμές για να παραμείνει. Ως εκλέκτορας της Σερβίας υιοθέτησε και λάνσαρε κώδικα συμπεριφοράς για τους διεθνείς. Σκοπός του να διαλύσει τις κλίκες που κατέτρωγαν -από τα δικά του χρόνια ως παίκτη- το εσωτερικό των «Plavi».
Μέρος αυτού του κώδικα η υποχρέωση μεταξύ άλλων να τραγουδάνε άπαντες τον Εθνικό ύμνο. Όλοι οι διεθνείς, εφόσον καλούνταν, υπέγραφαν τον σχετικό κώδικα, αναλαμβάνοντας και τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις.
Το ίδιο έκανε και ο Άντεμ Γιάιτς, οι γονείς όμως του οποίου είναι Μουσουλμάνοι Βόσνιοι και συνεπώς, όταν ήρθε η ώρα να τραγουδήσει τον Εθνικό ύμνο, αρνήθηκε, αφού οι αναφορές στον Χριστιανισμό δεν του το επέτρεπαν. Ο Μιχάιλοβιτς τον “έκοψε” και δεν τον ξανακάλεσε, γιατί αθέτησε όρους που είχε προκαταβολικά αποδεχτεί. Το μόνο που κατάφερε φυσικά ήταν να σκιάσει -περισσότερο- τη λεζάντα.
Δεν έδειχνε να τον νοιάζει. Η Ιταλία έτσι κι αλλιώς έγινε το σπίτι του, η πατρίδα του. Ιταλίδα παντρεύτηκε, τη δημοσιογράφο Αριάνα Ραπατσιόνι, μαζί της έκανε πέντε παιδιά (υπάρχει και ένα εκτός γάμου, το οποίο και αναγνώρισε), τρεις γιους και δύο κόρες, η μια εκ των οποίων, η Βιρτζίνια, του χάρισε το πρώτο του εγγόνι. Και στην Ιταλία οι επενδύσεις των καρπών της καριέρας του. Real estate, αγορές ακινήτων, έχοντας σε Σαρδηνία, Μιλάνο, Ρώμη, Φλωρεντία και Μπολόνια.
Δεκατέσσερα τα χρόνια στους πάγκους. Όχι με επάργυρη επιτυχία, αφού τίτλους δεν κατέκτησε, αλλά παραμένοντας στο κορυφαίο προπονητικό παλκοσένικο αυτό, από μόνο του, του πιστώνεται, αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη επάρκειας.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που το έκανε ασταμάτητα, συνεχόμενα, χωρίς ούτε καν ο καρκίνος να τον υποχρέωνε σε παύση.
Τον Ιούλιο του ’19 διαγνώστηκε με μια σπάνια μορφής λευχαιμίας. Υποβλήθηκε σε τρεις κύκλους χημειοθεραπειών και σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Η εικόνα του -με κασκετάκι, αποκαμωμένος, εμφανώς επηρεασμένος στην όψη μα όχι στο βλέμμα, όχι στην ατάκα- να είναι εκεί, στο γήπεδο, έξω από την πλάγια γραμμή, σε προπονήσεις και αγώνες, είναι αλήθεια πως κυριαρχεί στην σκιαγράφηση της κοινής αντίληψης και θεώρησης για την αφεντιά του. Το ανθρώπινο άλλωστε είναι αυτό που πάντα, (θέλουμε, έστω, να) υπερισχύει, υπερκαλύπτοντας όλα τα υπόλοιπα, ανεξαρτήτως έντασης και δύναμης.
Σαν τα τούβλα της αποθήκης του πατρικού του ένα πράγμα. Ξεχωριστά, χρωματιστά, ασύνδετα και αταίριαστα μα αληθινά και ζωντανά στην μνήμη και τη ματιά όλων όσοι τα διέκριναν.
Μπορεί ο Σίνισα Μιχάιλοβιτς να μην επέστρεψε ποτέ στο κατεστραμμένο σπιτικό της νιότης του, μα μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας στο Βούκοβαρ που να μην ξέρει που βρισκόταν…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο τέταρτος των Καραμαζόφ
Ρόμπερτ Προσινέτσκι: Στο άδειο μου πακέτο
Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, (Not) An ordinary man
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
Ντάρκο Πάντσεβ: Το δηλητήριο της κόμπρας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη