Για να παίζω ακόμη πάει να πει ότι η ηλικία δεν σημαίνει τίποτα.
Ποτέ δεν σήμαινε κάτι για εμένα.
Και τώρα που διανύω τα 49 μου χρόνια δεν το καταλαβαίνω καθόλου, είναι σαν να είμαι εννιά στο μυαλό και το κορμί μου.
Η φθορά του χρόνου, με θέληση και αφοσίωση, ανατρέπεται μέχρι κάποιο σημείο.
Ειδικά στις γυναίκες, καθώς μπαίνουμε σε ένα ιδιαίτερο βιολογικό στάδιο, αλλάζει πολύ το σώμα μας.
Κι εγώ χρόνο με τον χρόνο καταλαβαίνω στο σώμα μου ότι υπάρχει φθορά.
Έχω πόνους, με πονάει το γόνατό μου, έκανα αρκετά μεγάλη χιαστό και μηνίσκο και αυτό με φρενάρει, ειδικά στον καιρό με υγρασία, βροχές και κρύο με πειράζει, με ενοχλεί.
Μετά την προπόνηση πονάει το πόδι μου, βάζω πάγους, υποφέρω λίγο, είναι η αλήθεια.
Στην προπόνηση όμως δεν με πονάει καθόλου, ένα περίεργο πράγμα!
Η προπόνηση και οι αγώνες είναι το γιατρικό μου.
Και μέσα στην καραντίνα δεν μπορούσα να είμαι μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσα να κάθομαι.
Και, επειδή δυστυχώς η δουλειά μου είναι σε μια καρέκλα, δουλεύω σε ταμείο, δεν μπορώ να μην κινηθώ όλη μέρα.
Η πρώτη εγγραφή μου στα μητρώα του χάντμπολ έγινε το 1988.
Πιο πριν έπαιζα μπάσκετ, ήταν και είναι νομίζω η πρώτη μου αγάπη.
Και, χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, νομίζω ότι στο μπάσκετ είμαι πολύ καλύτερη απ’ ό,τι στο χάντμπολ. Δεν θα το μάθουμε ποτέ βέβαια.
Έτυχε, δεν ξέρω, η ζωή πώς τα φέρνει.
Βέβαια το χάντμπολ ήταν ο έρωτας με την πρώτη ματιά.
Το ότι είμαι στα μητρώα από το 1988 είναι σουρεαλιστικό, νομίζω ότι έχω καταντήσει γραφική.
Αγωνίζομαι με τα παιδιά των συμπαικτριών μου, είναι φοβερό.
Στις αρχές της σεζόν πέτυχα 11 γκολ με την Αναγέννηση Άρτας κόντρα στον Μέγα Αλέξανδρο, με τελικό σκορ 25-29.
Θα έλεγε κανείς ότι με τα χρόνια η απόδοση μειώνεται, τα γκολ μειώνονται, ο χρόνος συμμετοχής μειώνεται.
Εγώ κανονικά τώρα πλέον θα έπρεπε να παίζω συμπληρωματικά, πέντε λεπτά, δύο λεπτά, τρία λεπτά.
Θα έπρεπε απλώς να “δίνω ανάσες”, εφόσον οι αλλαγές στο χάντμπολ είναι απεριόριστες, όχι να παίζω 58 λεπτά, όπως έγινε στο συγκεκριμένο παιχνίδι.
Δεν έχω ψάξει αν είμαι η μοναδική περίπτωση που παίζει χάντμπολ σε τόσο μεγάλη ηλικία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Οι φίλοι μου μου λένε «ψάξ” το, βρε Βάσω, στο βιβλίο Γκίνες μήπως είναι ρεκόρ, γιατί μπορεί να διεκδικήσεις και χρήματα»! Και λέω «εντάξει, μπορεί να υπάρχει και μια άλλη Βάσω σε μία άλλη χώρα».
Ούτε με νοιάζει στην πραγματικότητα. Εγώ εξακολουθώ να παίζω.
Καμιά φορά σε γήπεδα, ειδικά στην επαρχία, μου λένε «έλα, βρε Σκάρα, πού πας, βρε γιαγιά, βγες έξω να παίξει κάνα άλλο παιδάκι» ή «έλα, ρε θεία».
Δεν με νοιάζει, δεν ασχολούμαι με το τι λέει ο κόσμος, γελάω.
Οι πιο πολλοί βέβαια μου λένε «παίξε, Βάσω, παίξε, άμα αντέχουν η καρδούλα σου και τα πόδια σου».
Ούτε αυτούς τους ακούω. Ακούω το σώμα μου και την καρδιά μου. Για να μην ξεφτιλίζομαι, δεν θέλω να ξεφτιλίζομαι μέσα σε ένα γήπεδο.
Αλλά θεωρώ ότι τώρα δεν ξεφτιλίζομαι και το αποδεικνύει φέτος η απόδοσή μου, μπορώ και ανταπεξέρχομαι πολύ άνετα σε έναν αγώνα.
Το καμπανάκι πάντως έχει χτυπήσει. Νομίζω ότι θέλω να σταματήσω σύντομα.
Βέβαια όλο έτσι λέω, ότι θα σταματήσω σύντομα. Αλλά φέτος το πόδι μου με ενοχλεί αρκετά, με πονάει.
Σκέφτομαι ότι, όταν σταματήσω δεν θα μαραζώσω, έχω και άλλα πράγματα στο μυαλό μου.
Μ’ αρέσουν πολύ τα ταξίδια, η ορειβασία, είμαι και στον τοπικό ορειβατικό σύλλογο, πηγαίνω εκδρομές, μου αρέσουν πολύ τα βουνά, γενικά η φύση.
Τώρα, καλώς ή κακώς, δεν έχω χρόνο για να τα κάνω όλα αυτά, ειδικά τα Σαββατοκύριακα με τους αγώνες.
Εννοείται ότι το χάντμπολ θα μου λείψει πάρα πολύ, όταν σταματήσω, δεν το συζητάω, είναι η μισή μου ζωή.
Και αρχίζω και προετοιμάζομαι.
Το χωριό μου είναι ιστορικό και μαρτυρικό. Λέγεται Κομμένο. Το έκαψαν οι Γερμανοί και σκότωσαν και 317 άτομα. Μεγάλη καταστροφή και τραγωδία.
Οι τοπικοί άρχοντες δεν το προώθησαν το θέμα και πιο πολύ προβάλλεται το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, ενώ εδώ έγινε μεγάλη καταστροφή, γενοκτονία, εξαφανίστηκαν οικογένειες, αφανίστηκαν γενιές.
Από το χωριό μου δεν έχω φύγει ποτέ.
Η οικογένειά μου, ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς μου, η μητέρα μου και ο αδερφός μου, δυο χρόνια μικρότερος από εμένα, ζουν στο χωριό.
Εγώ μένω στην Άρτα, εκεί έχω σπίτι, αλλά πηγαίνω συνέχεια, είναι 15 χιλιόμετρα απόσταση, πολύ κοντά.
Στην Άρτα είμαι κάτι σαν σύμβολο.
Με ξέρουν όλοι, από μικρά παιδιά μέχρι μεγάλοι.
Είμαι τόσο γνωστή, σε σημείο μάλιστα που μου έχουν πει πάρα πολλοί δήμαρχοι και νομάρχες να μπω στο ψηφοδέλτιό τους, αλλά δεν θέλω, δεν μ΄αρέσει.
Καλώς ή κακώς, όταν ασχοληθείς με την πολιτική, κάποιους θα δυσαρεστήσεις, κάποιους θα ενοχλήσεις κι εγώ θέλω να είμαι μακριά από αυτά.
Έχω άποψη όμως, μιλάω με τους δημάρχους και λόγω δουλειάς.
Ο κάθε Δήμαρχος είναι και Πρόεδρος στην ΕΔΕΥΑ, εκεί όπου δουλεύω, οπότε περνάω τα μηνύματά μου.
Κάποιοι με ακούν, με κάποιους έχω έρθει σε αντιπαράθεση, έχουμε τσακωθεί.
Αν θέλω να πω την γνώμη μου, θα την πω για το καλό του τόπου.
Είχα προτάσεις από το εξωτερικό.
Ήθελα πάρα πολύ να πάω στο εξωτερικό, να δοκιμαστώ κάπου αλλού και σίγουρα “περιορίστηκα”.
Η Αναγέννηση Άρτας είναι ένας σύλλογος που εκπλήρωσε πάρα πολλά μου όνειρα.
Συμμετείχαμε σε ομίλους Champions League, κάναμε πάρα πολλά ταξίδια , ζήσαμε φοβερές εμπειρίες, παίξαμε απέναντι σε ομάδες μεγαθήρια που συνεχίζουν και μεγαλουργούν στην Ευρώπη, αγωνιστήκαμε απέναντι σε Πρωταθλήτριες Ευρώπης.
Και στην Ελλάδα ως ομάδα ήμασταν στην κορυφή, με 12 συνεχόμενα Πρωταθλήματα. Ήμασταν αχτύπητες.
Ήταν και το κομμάτι των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου αγωνίστηκα με την Εθνική το 2004.
Ήταν ένα “πακέτο”. Συν τη δουλειά μου, γιατί στην δουλειά αυτή με έβαλε η ομάδα μου, η Αναγέννηση Άρτας.
Προέρχομαι και από μια φτωχή οικογένεια, μια αγροτική οικογένεια και ο μπαμπάς μου, καλώς ή κακώς, δεν μπορούσε ο άνθρωπος να τα βγάλει πέρα, γιατί είμαστε και τρία αδέρφια.
Ήθελα να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη και, από την στιγμή που δεν σπούδασα και δεν έφυγα από την Άρτα λόγω σπουδών, είπα «μπαμπά, εγώ μέσα από το χάντμπολ θα προσπαθήσω να αποκατασταθώ επαγγελματικά».
Και όντως, από πολύ μικρή, από 21 ετών, δουλεύω στην ύδρευση.
Οπότε ήταν ένα φρένο για εμένα όλα αυτά για να μην φύγω απ’ την πατρίδα μου.
Απ’ την στιγμή που έπιασα δουλειά, όλα ήταν καλά για τους δικούς μου, ηρέμησαν.
Και βοηθάω οικονομικά, ειδικά τώρα που “έφυγε” ο μπαμπάς μου, την οικογένειά μου, την μητέρα μου και τον αδερφό μου, ο οποίος ασχολείται στο χωριό με αγροτικές δουλειές.
Θυμάμαι ιστορίες από την καριέρα μου, στιγμές από την μεγάλη καταξίωση της κατάκτησης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος μπιτς χάντμπολ στο Καζάν, με εμένα αρχηγό της Εθνικής ομάδας, στα 45 μου.
Μαζί με την συγκάτοικό μου, την τερματοφύλακα Μάγδα Κεπεσίδου, κάναμε τα ίδια πράγματα, τις ίδιες κινήσεις, από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στο δωμάτιο. Βάζαμε τα ίδια ρούχα, τα ίδια μαγιό, ακούγαμε το ίδιο τραγούδι, ακούγαμε την Μποφίλιου, πίναμε τον ίδιο καφέ, τα πάντα. Είχαμε μια ίδια ρουτίνα, την οποία ακολουθούσαμε με στρατιωτική ευλάβεια.
Και όλα τα κορίτσια της ομάδας ήμασταν πολύ ήρεμες και “στοχοπροσηλωμένες”.
Και υπήρχαν “σημάδια”. Βγαίναμε φωτογραφίες (οι προπονήτριες, οι παίκτριες, όλοι μαζί) και… πώς βλέπεις από πίσω ένα πράγμα, ένα φως… πώς είναι το πνεύμα… ένα τέτοιο πράγμα, μια αντηλιά ήταν από πίσω μας και μας φώτιζε, σαν ένας “οιωνός”, σαν ένα “σημάδι”.
Έχουμε επίσης ένα ρεκόρ ως ομάδα, τα 12 Πρωταθλήματα σερί.
Στον αθλητισμό τα ρεκόρ είναι για να καταρρίπτονται. Βέβαια, είναι δύσκολο (όχι ακατόρθωτο) να βρεθεί μια ομάδα που να καταφέρει τόσες κατακτήσεις σερί, όπως η Αναγέννηση. Μακάρι ωστόσο κάποια στιγμή να καταρριφθεί. Το εύχομαι.
Μπορεί μια άλλη ομάδα να βάλει στόχο εμάς, να είμαστε ένα κίνητρο γι’ αυτήν, και να μας ξεπεράσει. Και εμείς είχαμε στόχο την Βέροια, για παράδειγμα, η οποία είχε έξι Πρωταθλήματα και πιστεύαμε ότι δεν θα την φτάσουμε.
Προσωπικά, αν ξεκινούσα και πάλι από την αρχή, δεν θα άλλαζα κάτι.
Η ζωή κάπως τα φέρνει, σε πάει από μόνη της.
Το σύμπαν συνωμοτεί; Δεν ξέρω…
Είναι κάποια πράγματα όμως που είναι να γίνουν! Κι εγώ έκανα αυτό που ήταν να κάνω!
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Κοκκώνης: Τα έδωσα όλα για το Χάντμπολ