Ο κορυφαίος Έλληνας sportcaster, που η λάμψη του συναγωνίστηκε αυτή των αθλητών.
Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ στο απόμερο ρεστοράν των Ιλισίων, ο μεσήλικας κύριος που πλησίασε στο τραπέζι χρειάστηκε μόνο μια κουβέντα της καρδιάς για να αποδώσει τη λογική που απαντάει στα τυχόν ανασηκωμένα από την απορία φρύδια «γιατί ο Γιάννης Διακογιάννης;» ή, έστω, «γιατί ο Διακογιάννης ειδικά σε τούτο το τεύχος;». Του πρότεινε το χέρι και, μες στην καταφανή χαρά που πρώτη φορά τον συναντούσε από κοντά, είπε: «Εμένα τα σπορ δε μ’ ενδιέφεραν ποτέ, αλλά εσείς με κάνατε να βλέπω αθλητικά στην τηλεόραση δίχως να είμαι φίλαθλος, μόνο και μόνο για να σας ακούω»!
Από τις μεταδόσεις του Διακογιάννη στην τηλεόραση “κολλήσαμε” και μάθαμε στίβο, ποδηλασία, κολύμβηση. Από τις εκπομπές του διδαχτήκαμε το «έπος του αθλητισμού», προσεγγίσαμε την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, γίναμε κοινωνοί της διαχρονικής μαγείας του ποδοσφαίρου. Από τα βιβλία του γνωρίσαμε τις μεγάλες μορφές των αθλημάτων.
Όλοι οι άλλοι -είτε μέτριοι και ατάλαντοι είτε στ’ αλήθεια ικανοί- ήταν και είναι ό,τι ο ρόλος της δουλειάς επιβάλλει. υπηρέτες του γεγονότος, σερβιτόροι του θεάματος, οι υπότιτλοι στην ξένη ταινία. Ο Διακογιάννης είναι ο μοναδικός που, δίχως να το επιδιώκει αλλά χάρη στη στόφα του γνήσιου σταρ, ο κόσμος τον τοποθέτησε πάνω από το γεγονός και εισέπραττε το λόγο του ως στοιχείο σημαντικότερο ακόμα κι απ’ αυτό που έβλεπαν στο γυαλί…
Οι περισσότεροι “κρεμόμασταν” από τα χείλη του, συγκεντρωμένοι με ευλάβεια όχι στο τι θα γίνει αλλά, αφού γίνει, στο πώς θα το πει! Μια φράση για «το γαλάζιο Δούναβη που δεν είναι πια γαλάζιος» ή η απλή αναφορά -σε καιρούς ασπρόμαυρης τηλεόρασης- στα μπλε σορτσάκια που δεν ήταν μπλε μα (με “βαθύ” γαλλικό αξάν) «blue» αρκούσαν για να ενώνουν και να δονούν την παρέα.
Όταν ο Σιξ, καλοκαίρι του ’82 στη Σεβίλλη, σπατάλησε το πέναλτι στον ημιτελικό του Μουντιάλ, Δυτική Γερμανία-Γαλλία, η ατάκα… με νόημα «Ο Σιξ παίζει στη γερμανική Στουτγκάρδη» έκανε την ομήγυρη ν’ ασχοληθεί με την ατάκα και όχι με το πέναλτι!
Ήταν η βραδιά που, σκασμένος από τον αποκλεισμό της αγαπημένης του Γαλλίας, επέστρεψε στο ξενοδοχείο ξημερώματα και είχε, από πάνω, ν’ αντιμετωπίσει το “υποψιασμένο” βλέμμα τού… ανυποψίαστου περί την πραγματικότητα ρεσεψιονίστ, που ήθελε να μάθει αν η Ανδαλουσιανή σινιορίτα (από τα κάλλη της οποίας ο τυπάκος φανταζόταν πως ο Διακογιάννης… μόλις ερχόταν!) άξιζε τον κόπο.
Έξι χρόνια πριν, όταν στον Τελικό των 100 μέτρων του Μόντρεαλ ’76 στοιχημάτιζε “στον αέρα” υπέρ του Σοβιετικού Μπορζόφ και ο Βαγγέλης Φουντουκίδης πόνταρε στον Αμερικανό, όλοι ενδόμυχα συν-στοιχηματίσαμε υπέρ του Μπορζόφ. Ότι το χρυσό, εν τέλει, το πήρε από το πουθενά ο Κρόφορντ (του Τρίνιδαδ), αυτό είναι άλλο ανέκδοτο…
Ο Διακογιάννης ουδέποτε έκρυψε τη συμπάθεια στον Παναθηναϊκό, και τον Μίμη Δομάζο ιδίως, όμως η καθολική αποδοχή του επιφυλάσσει το γενικό σεβασμό. Ο μακαρίτης (πρόεδρος του Ολυμπιακού) Νίκος Γουλανδρής αγαπούσε να τον προσκαλεί για να τα λένε συχνά από κοντά, μολονότι «ξέρω ότι εσύ δεν είσαι δικός μας, εσύ είσαι με τον… Λυκαββητό» (ο συγχωρεμένος ευπατρίδης απέφευγε να προφέρει τη λέξη «Παναθηναϊκός», προτιμούσε το «Λυκαββητός»).
Αν ο πιονιέρος Χρήστος Σβολόπουλος έβαλε το επάγγελμα του αθλητικού συντάκτη στο χάρτη της δημοσιογραφίας, ο Διακογιάννης το πήρε υποτιμημένο και το ’κανε ευυπόληπτο, τουλάχιστον ισότιμο με άλλα ρεπορτάζ.
Γιατί λειτούργησε ως η χειροπιαστή απόδειξη ότι ο αθλητικός συντάκτης δεν έχει μονάχα μια μπάλα στο κεφάλι, μα μπορεί (την ίδια στιγμή) να λατρεύει τη μουσική και το θέατρο, να ξέρει παγκόσμια γεωγραφία ή να καλύπτει με άνεση θέματα του υπουργείου Εξωτερικών, όπως εκείνος το ’κανε -διαπιστευμένος του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων εν Αθήναις– στα ταραγμένα χρόνια των 60s.
Οι μανάδες και οι πατεράδες που μια φορά κι έναν καιρό ξίνιζαν τα μούτρα, όταν άκουγαν από τους κανακάρηδές τους (για τους οποίους έτρεφαν άλλα όνειρα!) ότι θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι στ’ αθλητικά, δεν είχαν αντεπιχείρημα αποτρεπτικό, όταν εκείνοι, οι γιοι δηλαδή, επιστράτευαν το ακαταμάχητο επιχείρημα «Μα και ο Διακογιάννης δημοσιογράφος στ’ αθλητικά είναι!».
Ο Αλέξης Σπυρόπουλος είναι δημοσιογράφος.
Το συγκεριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2000 στο συλλεκτικό τεύχος 37 του περιοδικού «ACTIVE» και αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Ta διαμάντια είναι παντοντινά» του Αλέξη Σπυρόπουλου, εκδόσεις Sport Book.
CHECK IT OUT: Αλέξης Σπυρόπουλος: Το ποδόσφαιρο ως ιστορία τέχνης και πάθους
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ζέτα Θεοδωρακοπούλου: Γιάννης Διακογιάννης, ένας φιλόσοφος της ζωής
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου