Όταν είσαι παιδί ή έφηβη, θεωρείς πως είσαι άτρωτη. Πως ό,τι κι αν σου συμβεί προέρχεται από κούραση. Δεν δίνεις βάση. Πιστεύεις ότι ίσως χτύπησες και θα περάσει.
Δεν ενημερώνεις άμεσα τους δικούς για κάτι που σου έχει συμβεί.
Κατάλαβα πως κάτι σοβαρό συμβαίνει όταν διαπίστωσα πως δεν μπορούσα να σηκώσω ένα μπουκάλι. Μου έφευγε από τα χέρια… Στον ίσιο δρόμο, έπεφτα. Στην αρχή φαινόταν αστείο και οι φίλοι μου νόμιζαν ότι είμαι απρόσεκτη. Στο μυαλό του παιδιού δεν μπαίνει άμεσα το κακό.
Τη μέρα που επισκέφθηκα με την μητέρα μου έναν οφθαλμίατρο με ειδίκευση στη νευρολογία, λόγω πτώσης του δεξιού βλεφάρου, της είπε πως θα χρειαστεί να με δει πάλι μετά τα 23 μου.
Αρχικά, στα 14 μου, είχαν πει στη μαμά μου για πιθανή σκλήρυνση κατά πλάκας, κάτι που δεν ίσχυε. Μετά τα 16 μου παρουσίασα επιληπτικές κρίσεις. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι κάτι, ωστόσο δεν ήταν λογικό να πιστεύω ότι όλα είναι καλά…
Ήμουν στην αβεβαιότητα και το μεγάλο «βάρος» μου ήταν να μην αγχώνω τους άλλους. Αυτό οδήγησε σε μία προσωπική απομόνωση, για να «κρύβομαι» από τους υπόλοιπους. Τα συμπτώματα, λόγω της κορτιζόνης, μειώθηκαν και συνεχίζω ακόμη αγωγή για την επιληψία.
Έχω ένα αυτοάνοσο νόσημα το οποίο ονομάζεται Stiff Person Syndrome. Τα συμπτώματα ξεκίνησαν στα 14 μου, με μουδιάσματα στα χέρια, «καψίματα» και εύκολες πτώσεις. Εκεί αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά…
Ήμουν αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής και τίποτα δεν προμήνυε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που θα δυσκολέψει τη μετέπειτα ζωή μου. Αρχίσαμε να ψάχνουμε το θέμα όταν διαπιστώσαμε ότι ανέβαζα πυρετό κάθε μέρα. Το μόνο που μου δόθηκε ήταν κορτιζόνη, καθώς όπως στα περισσότερα αυτοάνοσα, δεν έβρισκαν την αιτία. Ωστόσο, εγώ δεν βάδιζα ήδη καλά και φορούσα νάρθηκες.
Τον Μάιο του 2010 έγινε η διάγνωση για το σύνδρομο, όταν το μυϊκό σύστημά μου είχε πια αδρανοποιηθεί… Μου είχαν συστήσει να μην κουράζω τον εαυτό μου και όσο μεγάλωνα εργαζόμουν κανονικά, μέχρι που δεν μπορούσα να κάνω ούτε ένα βήμα και βρέθηκα στο νοσοκομείο.
Η ανάκαμψη του οργανισμού απαιτούσε πλασμαφαιρέσεις και έτσι συνεχίζω τη ζωή μου και τον αθλητισμό, επιθυμώντας και προσπαθώντας να είμαι λειτουργική σχεδόν στα πάντα. Ζεις, βεβαίως, μέσα στην αβεβαιότητα και την απορία «πού θα φτάσει όλο αυτό;», γιατί είναι κάτι σταδιακό. Χάνεις σιγά-σιγά τη μία ικανότητα μετά την άλλη και φτάνεις και στη σκέψη για το αν, τελικά, θα ζήσεις…
Κι επειδή τα αυτοάνοσα δεν έχουν ακριβή αίτια, πολλές φορές αρκείσαι σε ένα χτύπημα στον ώμο, με τη συμβουλή να επισκεφθείς έναν ψυχολόγο. Συχνά μου έλεγαν πως όλα είναι στο μυαλό μου κι εγώ αποφάσισα απλώς να μην μιλάω. Αν οι γιατροί είχαν δώσει εξαρχής βάση σε ό,τι έγινε, δεν θα είχα φτάσει σε αυτό το σημείο.
Όταν σου συμβεί κάτι τέτοιο, ειδικά σε αυτή την ηλικία, διαπιστώνεις την απορία στο βλέμμα, τα περίεργα κοιτάγματα. Πολλά παιδιά με ρωτούσαν γιατί περπατώ όπως περπατώ και υπήρχαν και πειράγματα. Δεν με πείραζε. Προερχόμουν από μία ξένη χώρα και είχα συνηθίσει. Το «πώς περπατάς έτσι, ρε;», ήταν το λιγότερο.
Τον σχολικό εκφοβισμό τον είχα βιώσει λόγω καταγωγής. Γεννήθηκα στη Ρουμανία, αλλά σε ηλικία πέντε ετών υιοθετήθηκα από μία ελληνική οικογένεια και το ιδιαιτέρως λευκό χρώμα μου έμοιαζε περίεργο στους άλλους.
Είχα στήριξη από πολλές πλευρές και είχα αποφασίσει να αποκρίνομαι με ειλικρίνεια και να λέω ακριβώς ό,τι μου συμβαίνει. Άλλαξα σχολείο μόνο λόγω αδυναμίας πρόσβασης.
Αν δεν είχα ζήσει bullying ίσως να με δυσκόλευε, όμως τότε δεν με επηρέαζε και ακόμη και αν κάποιος ήθελε να με χτυπήσει, ήξερα ότι είναι απλώς ένας ανόητος που θα επιτεθεί σε κάποια που δεν μπορεί να αμυνθεί και να του απαντήσει. Μέσα μου όλα είχαν να κάνουν με τον δικό μου φόβο για το πού θα φτάσει όλο αυτό το πρόβλημα με το αυτοάνοσο.
Η διάγνωση ήρθε όταν είχα τελειώσει το σχολείο, σπούδαζα Λογοθεραπεία κι ενώ ήμουν κοντά και στο πτυχίο Εργοθεραπείας, ένας νόμος δεν μου επέτρεψε να τελειώσω τα μαθήματα. Εργαζόμουν ήδη ως συνοδός παιδιών με αυτισμό και τα πήγαινα καλά.
Σε ηλικία 20 ετών, ενώ σπούδαζα και εργαζόμουν με παιδιά με αναπηρία, δέχθηκα μία επίθεση με μαχαίρι από ένα άγνωστο άνδρα…
Είχα ενημερώσει τις αρχές ότι ο συγκεκριμένος άνδρας, αλλοδαπός, με παρακολουθούσε και έδειχνε να έχει εμμονή μαζί μου. Είχα μιλήσει στις οικογένειες παιδιών που συνόδευα και δεν έδειχναν να με ακούν. Είχα πάει στην αστυνομία με την μητέρα μου και ο φόβος με κυρίευσε. Είχα χάσει την ελευθερία μου… Μου έλεγαν ότι πρέπει να καλέσω το 100 μόνο όταν εκείνος θα ήταν απειλητικά κοντά μου.
Μία μέρα, αυτός ο άνθρωπος με μαχαίρωσε τρεις φορές στην ωμοπλάτη. Σώθηκα, όμως από τότε άρχισε ένας νέος «Γολγοθάς». Η συνεργασία με τις αρχές δεν ήταν αρμονική. Με ρωτούσαν διαρκώς αν τον γνώριζα εξαρχής και παραποιούσαν την αλήθεια. Αποδείχθηκε ότι έλεγα την αλήθεια απέναντι σε έναν άνθρωπο με «βαρύ» ποινικό μητρώο, ο οποίος όμως φυλακίστηκε μόλις για έναν χρόνο και εννέα μήνες…
Ακόμη και στα κρατητήρια είχε ξυράφι στη θήκη του κινητού του! Μπλέχθηκα σε μία υπόθεση η οποία δυσκόλεψε την υπάρχουσα κατάστασή μου.
Η εκδίκαση και η καταδίκη του ήταν για μένα μία εξιλέωση, αλλά τότε ήταν που το σώμα μου «κατέρρευσε»… Η πάθησή μου παρουσίασε μεγάλη έξαρση και άρχισα να χάνω πολύ μυϊκό ιστό. Φοβόμουν, επιπλέον, ότι όταν αποφυλακιστεί θα με βρει και θα με αποτελειώσει. Δεν είχα την ελευθερία να βγω έξω από το σπίτι μόνη μου.
Παράλληλα, συνέχιζα τις θεραπείες, οι οποίες όμως δεν είχαν άμεσο αποτέλεσμα και επικεντρωθήκαμε με τους γιατρούς στις πλασμαφαιρέσεις στον τεχνητό νεφρό.
Αυτές με κρατούν σε ικανοποιητικό επίπεδο, ώστε να μην «πέσει» ολοκληρωτικά το ανοσοποιητικό σύστημά μου και η σωματική μάζα. Είχε κουραστεί και το κορμί και το μυαλό μου.
Από την υιοθεσία μου, από τον εκφοβισμό και από την κατάστασή μου, ποτέ δεν ζήτησα επιτακτικά την αποδοχή. Πάντα έβρισκα κάτι να ταυτιστώ, είτε με αθλητή ή αθλήτρια και τα σπορ με βοήθησαν. Όταν αποκτάς πρόγραμμα, σε αποσπά από κάθε δυσκολία και σε κάνει να θέλεις να αποδεικνύεις ότι αξίζεις.
Η αρχική ενασχόλησή μου με την ενόργανη είχε σκοπό τη διασκέδαση. Επιθυμούσα απλώς να περνάω καλά. Όσο έβλεπα πως ήμουν και καλή τόσο στη γυμναστική όσο και στη συνέχεια στην κολύμβηση, επιβεβαίωνα τον εαυτό μου και όσους με πίστευαν.
Στην αρχή δεν ήθελα να ασχοληθώ με την κολύμβηση. Ήμουν καθιστή στο αμαξίδιο και έλεγα μέσα μου ότι δεν μπορώ να κάνω κανένα σπορ. Ήθελα, ωστόσο, να βγω από το σπίτι.
Άρχισα να παρακολουθώ βίντεο αθλητών με αναπηρία και κάθε στιγμιότυπο μού έδινε δύναμη, κουράγιο και έμπνευση. Τους έβλεπα ως υπέρ-ήρωες, αλλά πίστευα ότι εγώ έχω τις υπέρ-δυνάμεις τους.
Ο θεραπευτής μου στις ασκήσεις στην πισίνα ήταν εκείνος που με «έσπρωξε», αν και φοβόμουν το νερό. Έναν χρόνο αργότερα, μου ζήτησε να βγάλουμε τα σωσίβια και τα βαράκια. Κατάλαβα τότε πως όλα είναι στο μυαλό…
Παρατήρησα δίπλα μου στην πισίνα μία κοπέλα που προετοιμαζόταν για πανελλήνια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Σκέφτηκα να το προσπαθήσω κι εγώ.
Λίγο καιρό αργότερα, σε ηλικία 23 ετών, άρχισα να την προσπερνάω! Ο προπονητής μού, Μιχάλης Νικόπουλος, είπε ότι θα δοκιμάζαμε στο πανελλήνιο. Εγώ πήγα εκεί με ένα απλό μαγιό, ενώ όλα τα άλλα κορίτσια είχαν τρία-τέσσερα ειδικά μαγιό.
Τις κοιτούσα να… «κοπανιούνται» για να πάρουν ενέργεια. Η μόνη εντολή του κόουτς ήταν να κυνηγήσω την πρώτη. Στην αρχή μου φαινόταν αντι-αθλητικό, όμως βλέπαμε πως μου έκανε καλό.
Ακολούθησε η συμμετοχή στο ευρωπαϊκό, όμως ακόμη το αντιμετώπιζα με παιδική αφέλεια. Δεν το είχα εκλάβει σοβαρά, μου άρεσε βεβαίως που κέρδιζα μετάλλια, αλλά δεν σκεφτόμουν το επόμενο βήμα. Μέχρι που το 2016, στο πανευρωπαϊκό στη Φούνσαλ και έχοντας μπει στην κατηγορία S3, κατέκτησα μία 2η και μία 3η θέση.
Ο τρις φορές χρυσός Παραολυμπίονίκης της κολύμβησης, Χαράλαμπος Ταϊγανίδης, με πλησίασε τότε και μου ξεκαθάρισε πως πλέον ήμουν κι εγώ αθλήτρια. Και μου ευχήθηκε καλή αρχή.
Αυτό μου έδωσε περισσότερο κουράγιο. Ένιωθα ότι ήμουν κι εγώ σαν τις κοπέλες που παρακολουθούσα στα βίντεο.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να ονειρεύομαι ως αθλήτρια. Έλεγα σε ανθρώπους του περιβάλλοντός μου πως θα φτάσω στην κορυφή!
Πίστευα από τότε ότι μπορώ να γίνω παγκόσμια πρωταθλήτρια και Παραολυμπιονίκης και οι περισσότεροι μού έλεγαν «στάσου, μην βιάζεσαι». Θεωρούσαν ότι είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία για να έχω βλέψεις. Τα λόγια του προπονητή μου και του Χαράλαμπου Ταϊγανίδη ήταν το έναυσμα ώστε να αναθεωρήσω τις απόψεις μου και να καταλάβω για τα καλά τι μπορούν να πετύχουν οι άνθρωποι με αναπηρία.
Πριν αποκτήσω αυτές τις φιλοδοξίες, φοβόμουν. Τον φόβο, όμως, πρέπει να τον αφήνεις πίσω σου, αν και για μένα υπάρχει πάντα ο φόβος αν καταφέρνω να κάνω υπερήφανους τους άλλους, γύρω μου.
Τώρα γνωρίζω τον εαυτό μου και τις ικανότητές μου και πλέον δεν τρομάζω, γιατί έχω δουλέψει σωστά και το σώμα και το μυαλό μου.
Στο μυαλό, πάντως, μένει και ένας φόβος για το τι θα γίνει όταν όλο αυτό τελειώσει. Ξέρω ότι δεν μπορώ να είμαι για πάντα τόσο δυνατή, τόσο «σούπερ-γούμαν», όπως λέω χαριτολογώντας.
Ακόμη και αυτή την ανησυχία μπορείς να την προσπεράσεις αν έχεις «δίψα» για τη ζωή. Καταξιωμένοι είναι όλοι εκείνοι που αποφασίζουν να μην τους «λυγίσει» η αναπηρία και βγαίνουν απλώς από το σπίτι τους και ας μην κερδίζουν μετάλλια.
Η καραντίνα, λόγω της πανδημίας, προφανώς και επηρεάζει τη «δίψα» για τη ζωή.
Όμως, όταν αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχουν άνθρωποι υποχρεωτικά «εγκλωβισμένοι» στο σώμα τους, κατανοείς ότι κάνεις λάθος αν η αναπηρία σε κρατά μακριά από τη ζωή και την καθημερινότητα. Υπάρχουν και αρτιμελείς που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις και μένουν αναγκαστικά σε έναν χώρο για καιρό. Είναι άδικο όταν έχεις την ευκαιρία να βγεις από το σπίτι σου, να μην ψάξεις τους τρόπους να υπερνικήσεις τις δυνάμεις σου.
Γι’ αυτό επιμένω ότι δεν διαπρέπεις μόνο αν γίνεις γιατρός, αστρονόμος, αστροφυσικός ή άλλος επιστήμονας, αλλά το πετυχαίνεις όταν κάνεις ένα βήμα μπροστά.
Ακόμη και σε 26τ.μ. στα οποία ζω εγώ, μπορείς να διαβάσεις, να μάθεις μία νέα ξένη γλώσσα, να σκεφτείς την προπόνησή σου και να διαλογιστείς για το τι πραγματικά επιθυμείς.
Η μιζέρια δεν πρέπει να μας ταιριάζει, όποια δυσκολία κι αν αντιμετωπίζεις. Συνήθως έχουμε τα ίδια άγχη. Είναι καλό ο ανθρώπινος νους, που έχει την ικανότητα να δημιουργεί από το τίποτα, τα πάντα, να συνειδητοποιεί πως έχουμε και τις ίδιες δυνάμεις, σωματικές και ψυχικές.
Μόνο εκείνος που περιμένει τα πάντα από τους άλλους δεν θα καταφέρει να «επιβιώσει». Μέχρι να καταλάβει και ο ίδιος πως είναι ξεχωριστός και δυνατός.
Μέχρι την εφηβεία μου δεν γνώριζα καν τη λέξη «αναπηρία». Μεγαλώνοντας, επειδή είχα αρχικά δυσκολία με την ελληνική γλώσσα, δυσκολευόμουν να εκφραστώ και άκουγα τη λέξη «χαζή».
Προτάσεις άρχισα να κάνω σε ηλικία επτά ετών. Όταν έβλεπα κάτι περίεργο, έκανα προσομοίωση του εαυτού μου στο πρόβλημα του άλλου και έλεγα «είναι σαν εμένα, “χαζό”»…
Οι αρχές που μου δίδαξαν οι γονείς μου, με έκαναν να μάθω πως όταν συναντώ κάποιον με οποιαδήποτε δυσκολία, οφείλω να είμαι ευγενική και να μην προκαλώ επιπλέον πρόβλημα. Μου έμαθαν να πλησιάζω κάποιον για να του προσφέρω βοήθεια. Πάντως, μου έλεγαν επίσης ότι θα βοηθώ αν ο άλλος ζητήσει τη συνεισφορά μου.
Αυτό με έκανε, όταν συναντούσα ένα άτομο με κινητικό ή άλλο πρόβλημα, να είμαι κάτι σαν μαμά του, πολύ προστατευτική. Όσο ήμουν μικρή δεν είχα δει κάποιον σε αμαξίδιο και όταν το αντίκρισα δεν θεώρησα πως ανήκω σε αυτό. Έκανα τα πάντα για να μην καθίσω εκεί και έφτασα να φορώ νάρθηκες ενός φίλου. Οι walkabout είναι τόσο ψηλοί πού ήμουν σαν τους ακροβάτες που περπατούσαν σε ξυλοπόδαρα!
Τα πόδια μου δεν πατούσαν μέσα στο νάρθηκα, αλλά σταθεροποιούσαν τον κορμό μου. Το βάδισμα, ακόμη και έτσι, μου φαινόταν μεγάλο κατόρθωμα και «μαγκιά».
Όλο αυτό, μαζί με κουβέντες στήριξης από τους ανθρώπους μου, με έκανε να καταλάβω πως δεν χρειάζεται να είσαι αρτιμελής για τους άλλους. Αρκεί να είσαι απλώς ο εαυτός σου.
Το αμαξίδιο μού φαινόταν αρχικά «βουνό». Το συνήθισα και, πλέον, έχω βάλει όλους τους φίλους μου να καθίσουν, αν θέλουν να δουν πώς είναι η δική μου ρουτίνα.
Ακόμη δεν καταλαβαίνω τον λόγο που το αμαξίδιο μάς τρόμαξε όλους τόσο πολύ στην αρχή. Για να το αφομοιώσω, έλεγα μέσα μου πως είναι σαν το ποδήλατο. Έχω κατανοήσει πια ότι ένα μέρος της ζωής μου είναι το αμαξίδιο. Οδηγώ κανονικά και λειτουργώ όπως οι υπόλοιποι και δεν είχα ποτέ καμία διάθεση να συμμετέχω σε διαγωνισμό για το «ποιος είναι ο πιο ανάπηρος;».
Δυστυχώς υφίσταται γενικά γύρω μας ένας διαγωνισμός μιζέριας… Αυτό και εντύπωση μού κάνει και με ενοχλεί. Στο εξωτερικό οι άλλοι θέλουν να γίνουν καλύτεροι από τους άλλους. Εμείς κοιτάμε αν είμαστε χειρότεροι, για να κερδίσουμε λίγη παραπάνω λύπηση.
Πρέπει να μάθουμε κι εδώ, αντικρίζοντας έναν συνάνθρωπο με αναπηρία, να κοιτάμε πρώτα τον άνθρωπο και όχι το αμαξίδιο.
Η Ελλάδα, επίσης, στο κομμάτι του πρωταθλητισμού, προτρέπει μεν μέσω της ΕΟΜ-ΑμεΑ, αλλά δεν ενθαρρύνει ουσιαστικά την ενασχόληση. Όταν δεις τι λαμβάνουν οι αθλητές στο εξωτερικό, απογοητεύεσαι.
Εκεί αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες, δίχως να ανησυχούν για εργασία ή το φαγητό τους. Σε εμάς, στα μέρη μας, υπάρχει σαφής έλλειψη κινήτρου από τους αρμόδιους…
Από το 2016 υπάρχει και η αδικία ενός αδιανόητου νόμου, βάσει του οποίου οι αθλητές με αναπηρία δικαιούνται τα πριμ μεταλλίων ή εξάδας για τους Παραολυμπιακούς μόνο αν έχουν αντιπάλους από οκτώ διαφορετικές χώρες.
Εγώ εκπροσωπώ την Ελλάδα, όμως η χώρα μου είναι εκείνη που μου ασκεί ένα ιδιότυπο βέτο γιατί σε κάποιους τελικούς, για παράδειγμα, υπάρχουν πέντε κοπέλες από την Ουκρανία.
Κατέκτησα χρυσά και ασημένια μετάλλια σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα και ήμουν 5η στους Παραολυμπιακούς του Ρίο ντε Τζανέιρο. Κατατέθηκαν αιτήσεις για να λάβουμε τα χρήματα. Ωστόσο, μετά το χρυσό μετάλλιο του 2018 στο ευρωπαϊκό στο Δουβλίνο, ενημερώθηκα με Φ.Ε.Κ. ότι είμαι εκτός επιτυχόντων, γιατί στον τελικό δεν έπεσε στην πισίνα μία αντίπαλος από το Ισραήλ.
Μαζέψαμε υπογραφές με τον Χαράλαμπο Ταϊγανίδη και ούτε το ασημένιο του 2019, στο παγκόσμιο του Λονδίνου, άλλαξε την κατάσταση. Πάλι δεν έλαβα το πριμ…
Είμαι, κοινώς, κάτι σαν εθελόντρια και είναι σαν η πολιτεία να με τιμωρεί ή να μου λέει να μην το ξανακάνω. Όλες οι προσπάθειές μας απορρίφθηκαν και μόνο αν παλέψουμε συλλογικά θα έχουμε ελπίδες να αντιστρέψουμε την κατάσταση.
Ζητούμε αλλαγή του νόμου, ο οποίος είναι παράλογος, διότι τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι δυνατό να παίξεις σε τελικό με αντιπάλους από οκτώ διαφορετικές χώρες.
Αυτές είναι έγνοιες και ανησυχίες που προφανώς δεν βοηθούν στην προετοιμασία μου για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο.
Λαμβάνουμε ένα επίδομα 1.000 ευρώ τον χρόνο από την ομοσπονδία, η οποία ωστόσο μάς ζητά αποδείξεις.
Εγώ και πολλοί συναθλητές μου δεν έχουμε τη δυνατότητα να αγοράζουμε κάθε χρόνο μαγιό αξίας 400 ευρώ ή βιταμίνες που, κανονικά, σε ένα σωστό πρόγραμμα, κοστίζουν 500 ευρώ μηνιαίως. Μας αποτρέπουν από το να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε, όμως εμείς θέλουμε ενεργό τον αθλητισμό και ο αθλητισμός είναι ένας, για όλους.
Θέλουμε οι προσπάθειές μας να βοηθήσουν και τις επόμενες γενιές αθλητών, ώστε να μην βιώσουν και να μην υποστούν όσα εμείς. Εγώ ό,τι είχα να χάσω το έχασα και δεν με νοιάζει πια προσωπικά. Παρότι με τα χρήματα που στερηθήκαμε θα μπορούσα να αγοράσω ένα σπίτι…
Εγώ μπορώ να μιλάω και να «γαβγίζω» μόνη μου, όμως ουσιαστικά δεν «δαγκώνω» και αν δεν αντιδράσουμε συλλογικά δεν θα γίνει κάτι.
Δεν μου άρεσε ποτέ να επιχειρώ να περάσω ένα μήνυμα με τη ζωή ή την ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό.
Γιατί δεν ρωτούν σχεδόν ποτέ έναν αρτιμελή ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να στείλει;
Δεν πιστεύω πως είμαι η κατάλληλη να περάσω ένα μήνυμα. Τα «θέλω» μου μπορώ να τα αναφέρω. Το πιο κλισέ που θα είχα να πω, βεβαίως, θα ήταν να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι με αναπηρία ισάξια και με τις ίδιες ευκαιρίες.
Θα ήθελα τους αθλητές με αναπηρία να τους λαμβάνουν ως επαγγελματίες αθλητές, γιατί η προετοιμασία τους είναι η ίδια με των αρτιμελών.
Ευχή μου είναι άτομα με κινητικά προβλήματα να μην φοβούνται να δουν κατάματα την αναπηρία και να βρουν κάτι για να διαπρέψουν. Να έχουν έναν λόγο να σηκώνονται το πρωί από το κρεβάτι. Ξέρω ότι με την κατάστασή μου δεν μπορώ να σώσω τον κόσμο. Γνωρίζω, ωστόσο, πως με τη συμπεριφορά, τις πράξεις και τη στάση μου μπορώ να κάνω λίγο πιο όμορφο τον κόσμο.
Μπορείς με τον τρόπο σου να καλυτερεύεις το «εγώ» σου και να μην γίνεσαι βάρος στους άλλους. Αυτό ισχύει και για αρτιμελείς και για ΑμεΑ. Η Ελλάδα έχει μείνει στο κλισέ «ήρωες της ζωής», όμως ήρωες μπορούν να είναι όλοι. Ήρωες μπορούμε να είμαστε όλοι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Δημοσθένης Μιχαλεντζάκης: Από τον Έβρο μέχρι το Τόκιο
Ανδρέας Κουτσούρης: Πέρα Από Τα Όρια
Παναγιώτης Κοντογιάννης: Αθλητές, όχι ήρωες / Ιωάννα Χρονοπούλου: Ο ίδιος άνθρωπος
Στέλιος Μαλακόπουλος: Δεύτερη Ευκαιρία! / Σαμάνθα ΜακΚέι: Ριμπάουντ Ζωής
«Ποιος είπε ότι δεν μπορεί» ο Ρομπ Μέντεζ; / Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν (και) αληθινοί ήρωες
Η «τσακισμένη» μέση δεν «ράγισε» τα όνειρα της Χέιλι Ράσο
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ