Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο από τα έξι μου, μάλιστα πάντα έπαιζα με τους μεγαλύτερους, γιατί έκανα από τότε τη διαφορά.
Η καταγωγή μου είναι από το χωριό Θέρμο, έξω από τα Αγρίνιο, το οποίο δεν είχε ομάδα, είχε όμως το Πετροχώρι, λίγο παραδίπλα, οπότε ξεκίνησα από εκεί στο Παιδικό.
Έβαζα πολλά γκολ, οι δικοί μου ήξεραν ότι είμαι ταλέντο και όλοι το έλεγαν στο χωριό.
Μια μέρα ήμουν στην πλατεία, έπαιζα με τη μπάλα στα πόδια, έκανα κόλπα κτλ, και ήταν εκεί ένας οικογενειακός μας φίλος που μου λέει «αύριο το απόγευμα θα πάμε με το αυτοκίνητο στο Αγρίνιο, στην πρώτη ακαδημία που θα βρούμε».
Για καλή μου τύχη, η πρώτη ακαδημία που βρήκαμε ήταν οι Ελπίδες Αγρινίου.
Συναντάμε τον προπονητή, μου ζητά να μπω για προπόνηση, μπήκα, έβαλα τέσσερα-πέντε γκολ και μου είπε ότι την επόμενη μέρα θα έμπαινε με τους μεγαλύτερους (εγώ τότε πήγαινα Α’ Γυμνασίου).
Με παίρνει λοιπόν στην ακαδημία ο Παναγιώτης Τάγκαλος, ο οποίος αποτελεί τον λόγο για τον οποίον συνέχισα το ποδόσφαιρο, με βοήθησε πολύ, ήταν σαν πατέρας μου.
Την πρώτη χρονιά ήταν μαζί μου και ένα ακόμα παιδί από το χωριό και πηγαινοερχόμασταν μαζί, γιατί η ακαδημία ήταν 40 λεπτά μακριά από το σπίτι.
Την επόμενη χρονιά όμως έφυγε για Αθήνα κι έμεινα στο χωριό για έναν χρόνο χωρίς να παίξω καθόλου ποδόσφαιρο.
Την τρίτη χρονιά πηγαίνω με τον μπαμπά μου στο Αγρίνιο και λέω στον κύριο Τάγκαλο «κύριε Πάνο, δεν θα συνεχίσω, θα πάω στο χωριό να διαβάσω, γιατί δεν προλαβαίνω», μου απαντάει «δεν σε αφήνω, θα σου έχω ταξί να σε πηγαινοφέρνει. Θα μείνεις εδώ για έναν χρόνο και στη συνέχεια θα πας σε μεγάλη ομάδα». Τα χρήματα που έδινε για το ταξί ήταν τότε ένας βασικός μισθός, το ταξί ερχόταν στο σπίτι, με έπαιρνε, με πήγαινε στην ακαδημία, με περίμενε και με γύριζε στο χωριό.
Ήμουν 14, από εκεί ξεκίνησαν όλα, έμαθα πάρα πολλά στην ακαδημία, πήρα όλα τα εφόδια ώστε να είμαι πειθαρχημένος, γιατί με τη μπάλα ήμουν λίγο ατομιστής.
Μάλιστα, όλοι οι ποδοσφαιριστές του Αγρινίου που αργότερα έπαιξαν σε επίπεδο Super League έχουν βγει από αυτήν την ακαδημία.
«Θα πας σε μεγάλη ομάδα»!
Εκείνη την κουβέντα, ότι θα μείνω εκεί για έναν χρόνο και στη συνέχεια θα πάω σε μεγάλη ομάδα, την είχα σφηνωμένη στο μυαλό μου, ήταν για εμένα ένα κίνητρο, δεν σκέφτηκα ότι αυτό μπορεί να είναι ένα ψέμα.
Ήμουν παιδί τότε και τα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς είναι δύσκολο να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, οπότε πρέπει να μπαίνεις στη θέση τους, κάτι που δεν το καταλαβαίνουν πολλοί προπονητές.
Είναι προτελευταίο ματς της σεζόν και παίζω, αν και 14χρονος, αντρικό ποδόσφαιρο.
Παίζαμε στο τοπικό, κόντρα σε μια δυνατή ομάδα με μεγάλο μπάτζετ, και μου λέει ο κύριος Πάνος, «σήμερα θα έρθουν να σε δουν από τον Πανιώνιο».
Είχε έρθει στο χωριό ο Έβανς Παυλόπουλος, μάλιστα το αυτοκίνητό του είχε κολλήσει στις λάσπες, ερχόμενος.
Έβαλα τρία γκολ και την επόμενη εβδομάδα έφυγα για Αθήνα για να κάνω προπονήσεις με την ομάδα Κ21 του Πανιωνίου
Η μητέρα μου, η οποία μου έχει και τρελή αδυναμία λόγω ηλικίας (είμαι ο μικρότερος και τότε ήμουν 15 ετών), θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει, την ώρα που φεύγαμε, «θα σου δώσω 50 ευρώ να μην πας εκεί», πολύ κλάμα η μαμά μου.
Πήγα με τον κύριο Πάνο λοιπόν στις προπονήσεις, με προπονητή τον Άκη Μάντζιο, στην ομάδα Νέων, απέδωσα πολύ καλά, τελείωσε η σεζόν και μετά με κάλεσαν να πάω στην προετοιμασία της ομάδας στην Πορταριά, όντας ο μικρότερος σε ηλικία.
Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, από κει που ήμουν έτοιμος να αφήσω το ποδόσφαιρο, να πάω στο χωριό να διαβάσω, βρέθηκα στην Αθήνα και τον Πανιώνιο.
Μετά την προετοιμασία μεταφέρθηκα στο Κορωπί, σε μια πολυκατοικία μαζί με κάποια άλλα άτομα από την επαρχία, μέναμε τρία παιδιά ανά όροφο.
Είχα καταλάβει πλέον ότι ένα από τα όνειρά μου έγινε πραγματικότητα, δεν κοίταξα πίσω ούτε στενοχωρήθηκα που έφυγα από τους δικούς μου, αν και στη συνέχεια άρχισα να το σκέφτομαι.
Τη χρονιά που πήγα, είχαν γίνει πολλές μεταγραφές, μεταξύ των οποίων και του Ρεκόμπα. όταν ήμουν μικρό παιδί και έπαιζα στις γειτονιές, με τους συμμαθητές μου είχαμε μια ομάδα, την Ίντερ, και εγώ είχα επιλέξει να είμαι ο Αλβάρο Ρεκόμπα, ήταν λες και τελικά ήταν γραφτό.
Στην ομάδα ήταν και οι Κολοβός, Μανιάτης, Σιόβας, Σάμαρης. τους έβλεπες, τους σεβόσουν και ήθελες να πάρεις κάτι από αυτούς.
Αλλά πέρασα δύσκολα, όταν στη συνέχεια δεν απέδιδα τόσο καλά και δεν με έβαζαν να παίζω πολύ στην Κ19.
Είχα καταπέσει ψυχολογικά, μου έλειπαν οι δικοί μου, οι φίλοι μου, ευτυχώς ο αδερφός μου με στήριζε πολύ και κάθε δύο εβδομάδες ήταν στην Αθήνα, ώστε να μην ξεφύγω από τους στόχους μου.
Γιατί στόχος μου δεν ήταν μόνο το ποδόσφαιρο αλλά και το διάβασμα.
Από όλα αυτά τα παιδιά που ήμασταν εκεί στην πολυκατοικία ήμουν ο μοναδικός που πέρασε στο Πανεπιστήμιο, στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, χωρίς κάποιο άνευ.
Και όλοι μού έλεγαν πώς γίνεται, μένοντας σε ένα σπίτι με τόσα άτομα και φασαρία, έχοντας προπονήσεις κτλ, να περάσω Πανεπιστήμιο. οι πατεράδες των άλλων παιδιών που έρχονταν να τα δουν αναρωτιούνταν και έλεγαν ότι έκανα τεράστιο αγώνα.
Το 2010 κάποια παιδιά από την Κ21 θα πήγαιναν στην Α’ ομάδα του Πανιωνίου.
Μόλις τελείωσε η χρονιά, παίξαμε κάποια φιλικά, με προπονητή τον κύριο Τάκη Λεμονή, ο οποίος μάλιστα με πίστευε πάρα πολύ.
Στο προτελευταίο φιλικό, μού κάνουν μια προωθημένη μπαλιά, πατάω και παθαίνω ρήξη χιαστών, στα 18 μου χρόνια. Τότε ανέβηκαν όλοι στη Α’ ομάδα, υπέγραψαν επαγγελματικό συμβόλαιο και εγώ έμεινα πίσω.
Παρόλα αυτά, ήμουν μέρος της Α’ ομάδας στην αποκατάσταση και μάλιστα εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί μου και ο Εστογιανόφ, κάναμε μαζί την αποκατάσταση και την επανένταξη στο γήπεδο. θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής με τον οποίον έχω συνυπάρξει, ειδικά εκείνη τη σεζόν θα μπορούσε εύκολα να παίξει στις μεγάλες ελληνικές ομάδες.
Στην πρώτη μου πλέον προπόνηση μετά το χειρουργείο, μπαίνω στην προπόνηση και μου λέει ο κύριος Λεμονής «ήρεμα θα μπεις».
Πρώτη προπόνηση εγώ και κάνω ένα τάκλιν σε κόντρα με τον Κουμορτζί.
Σταματάει την προπόνηση και μου λέει «φύγε από την προπόνηση τώρα, σου είπα πρέπει να προσέχεις». ο κύριος Λεμονής ήθελε το καλό μου, απλώς εγώ ήθελα πάρα πολύ να παίξω.
Στη συνέχεια έφυγε και ήρθε ο κύριος Μάντζιος, σε μια περίοδο που πλέον στις προπονήσεις πήγαινα πολύ καλά.
Ο προπονητής μού λέει «σε βλέπω έτοιμο», αλλά δεν ήξερα αν το πόδι μου ήταν απόλυτα καλά, οπότε πήγα να κάνω εξετάσεις.
Το θυμάμαι σαν τώρα, χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν Τρίτη, μου λένε από την ομάδα «Κώστα, έλα από τα γραφεία να υπογράψεις το συμβόλαιο, γιατί ο κοουτς σε θέλει να αγωνιστείς το Σάββατο», αφήνω τις μετρήσεις και τρέχω στα γραφεία, υπογράφω το συμβόλαιο, βρίσκω τον κόουτς στο γραφείο και μου λέει «παίζουμε με τον Παναθηναϊκό, θα είσαι αποστολή».
Ήταν να μπω τρίτη αλλαγή, αλλά τραυματίστηκε ο Ελευθερόπουλος και έγινε αναγκαστική αλλαγή, προηγούμασταν 1-0, τελικά χάσαμε 2-1 και ο κύριος Μάντζιος μού είπε «κρίμα που τελικά δεν μπήκες, θα το έβαζες».
Επόμενη αγωνιστική παίζαμε στην Ξάνθη, αλλά το πόδι μου δεν ήταν καλά, ήταν αδύναμο.
Ο κόουτς μού είπε «θα σε ξεκινήσω βασικό», αλλά ξύπνησα, είχε πολύ υγρασία και δεν τέντωνε καν το γόνατο.
Βγήκα στο μπαλκόνι, έκανα ασκήσεις, τελικά μπήκα αλλαγή, γιατί ενημέρωσα ότι δεν ήμουν καλά, κι έκανα το ντεμπούτο μου, ήμουν πολύ καλός και είχα και φάση για γκολ.
Μεγάλη η στήριξη εκείνη τη χρονιά από τον Άκη Μάντζιο.
Θυμάμαι, στο τελευταίο ματς, με την Τρίπολη, έπαιξα 90 λεπτά, σηκώθηκα την επόμενη ημέρα και δεν μπορούσα καν να πατήσω το πόδι μου, ήταν πολύ χάλια και έπρεπε να κάνω νέες θεραπείες.
Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος ήταν αυτός που με είχε μάθει να δουλεύω πολύ σκληρά πριν από την προπόνηση και μου έδωσε μεγάλο κίνητρο, ήταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής, με εμπειρίες κι από τη Μίλαν, απ’ τον οποίον πήρα πολλά εφόδια, μετά έγινε προπονητής μου και με συμβούλεψε να πάω δανεικός σε μια ομάδα, διότι ήμουν από τραυματισμό και αυτό θα μου έκανε πολύ καλό.
Οι ποδοσφαιριστές πρέπει να αγωνίζονται για να μπορέσουν να γίνονται καλύτεροι κι εγώ ευτυχώς έπαιξα φουλ σεζόν στον Θρασύβουλο.
Εκείνο το διάστημα είχαν ξεκινήσει οι επαφές μου με το εξωτερικό και τη Σουηδία.
Είχα πάει για δοκιμαστικά σε μια ομάδα Α’ Εθνικής και με ήθελαν εκείνο το διάστημα, αλλά ήμουν δανεικός στον Θρασύβουλο.
Η ομάδα με βοήθησε πάρα πολύ, εκεί ουσιαστικά κατάλαβα πώς είναι να παίζεις συνεχόμενα παιχνίδια με ρυθμό σε επαγγελματικό επίπεδο, βελτιώθηκα πάρα πολύ.
Επιστρέφω στον Πανιώνιο και προπονητής είναι ο Κωνσταντίνος Παναγόπουλος.
Κάναμε προετοιμασία και ήμουν από τους καλύτερους παίκτες, όλοι μου έλεγαν ότι είχα μεταμορφωθεί και είχα μεγάλη εξέλιξη.
Ο Θέμης Κουλοχέρης, αρχηγός της ομάδας, μου λέει «Κώστα, φτου-φτου να μη σε ματιάσω, αν δεν παίξεις φέτος ποδόσφαιρο, δεν θα παίξεις ποτέ».
Με πιάνει στο γραφείο ο κύριος Παναγόπουλος και μου λέει «δεν έχεις να αποδείξεις κάτι σε κάποιον, είναι η χρονιά σου, να ξέρεις ότι πρώτη αγωνιστική θα παίξεις βασικός».
Τελικά όμως παραιτείται ο Παναγόπουλος και έρχεται άλλος προπονητής, στενοχωρήθηκα πολύ, έκλαιγα, στην πρώτη προπόνηση ακούω το όνομά μου και με είχε βάλει ως κεντρικό αμυντικό, εκεί μου κόπηκαν τα πόδια, δεν το πίστευα, προσπαθούσαν οι γύρω να με ηρεμήσουν.
Μέχρι και με σε επικοινωνία είχα έρθει με τον Μάντζιο, ο οποίος τότε ήταν στον Πανθρακικό.
Ως παιδί ήμουν πολύ συναισθηματικός, χαμηλών τόνων, δεν είχα θράσος έξω από το ποδόσφαιρο, μόνο ποδοσφαιρικά είχα. Εκτός ήμουν “το καλό παιδί”.
Ο συγκεκριμένος προπονητής με έβαζε συνέχεια αμυντικό, πέρασε η σεζόν, δεν είχα παίξει ούτε ένα παιχνίδι, μέχρι που ήρθε και πάλι ο κύριος Παναγόπουλος.
Αρχίζω και παίζω παιχνίδια -κανονικά- ως επιθετικός, παίζουμε ματς Κυπέλλου με τον ΟΦΗ και είμαι από τους καλύτερους παίκτες, μάλιστα μιλά εγκωμιαστικά για εμένα ο προπονητής μας.
Ε, την επόμενη ημέρα φεύγει πάλι ο Παναγόπουλος, έρχεται ο Νίκος Αναστόπουλος και από τότε άρχισα να παίζω πεντάλεπτα.
Περιπέτειες εκτός συνόρων
Ήμουν πλέον εκτός πλάνων στον Πανιώνιο, έκανα μόνος μου προπόνηση, ήμουν εκτός ομάδας και ήθελα να φύγω, γιατί όλο αυτό το διάστημα των έξι μηνών απραξίας ήταν πολύ ψυχοφθόρο για εμένα.
Ήθελα να φύγω για το εξωτερικό, κι ας ήταν όπου να ‘ναι.
Εν τέλει όμως το εξωτερικό δεν ήταν όπως το περίμενα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα στην αρχή.
Έφυγα από Α’ Εθνική και πήγα σε μια ομάδα Γ’ Εθνικής στη Σουηδία, την Ακρόπολις.
Την πρώτη μέρα που έφτασα, ήμουν τυχερός, γιατί είχε έρθει και ένα παιδί από την Κύπρο, ο Στέλιος Δημητρίου, και ξεκινήσαμε τον Γολγοθά χέρι-χέρι.
Γολγοθάς, πάρα πολύ δύσκολες καταστάσεις, τόσο που έβγαλα δύο αυτοάνοσα, ψωρίαση και λεύκη, τα οποία τα έχω μέχρι και σήμερα!
Πήγαμε σε μια ομάδα που οι καταστάσεις δεν ήταν καθόλου επαγγελματικές, τρέχαμε έξω στο χιόνι σε -20 βαθμούς, κάναμε προετοιμασία και μόλις μια φορά την εβδομάδα ήμασταν σε εσωτερικό γήπεδο, μέχρι και τα χρήματα που πήραμε δεν ήταν ούτε το 1/3 του βασικού μισθού της Σουηδίας.
Μας είχαν σε ένα ξενοδοχείο κοντά στις προπονήσεις και, όταν τελείωνε η προετοιμασία, λέγαμε μαζί με τον Στέλιο «τι κάνουμε εδώ, δεν γίνεται, είναι λάθος».
Προσπαθούσα όμως να σκέφτομαι ότι σιγά-σιγά θα μπορούσα να φτιάξω στο εξωτερικό την μοίρα μου.
Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία να προτείνω πράγματα στον προπονητή, καθώς στην ομάδα είχαμε τελείως διαφορετικές πρακτικές από αυτά που γίνονται στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, του εξηγούσα πχ πώς θα κάνουμε σωστή προπόνηση, ενώ την επόμενη χρονιά έφερα στην ομάδα ως συμπαίκτη μου τον Μάκη Γκέζο αλλά και τον πρώην προπονητή μου, Κωνσταντίνο Παναγόπουλο.
Αντί δηλαδή να βελτιώνω μόνο τον εαυτό μου, ξεκίνησα να σκέφτομαι και πώς να φέρω νέα στοιχεία στην ομάδα ώστε να βελτιωθεί η ίδια και μέσα από αυτό να εξελιχθώ κι εγώ.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης χρονιάς έβλεπαν ότι η ομάδα είχε βελτιωθεί και τελικά καταφέραμε να παίξουμε για μπαράζ ανόδου.
Οπότε οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να το στηρίξουν όλο αυτό και άρχισαν να ψάχνουν για νέο προπονητή, διότι αυτός που είχαν ήταν ακατάλληλος.
Τηλεφωνώ στον Παναγόπουλο και του λέω «κόουτς, έλα στη Σουηδία, γιατί η καριέρα μου καταστρέφεται, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Αναλαμβάνει ο Παναγόπουλος και την πρώτη του χρονιά αποδίδω εξαιρετικά, βάζω 16 γκολ και παίρνω μεταγραφή στην ομάδα με την οποία παίξαμε μπαράζ και τελικά χάσαμε την άνοδο, την Φρέι.
Είχα και άλλες προτάσεις από ομάδες μεγαλύτερης κατηγορίας, αλλά επέλεξα αυτή, γιατί ο προπονητής της μου έδωσε εγγύηση ότι θα παίξω σε όλα τα παιχνίδια, έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου, οπότε αποφάσισα ότι θα ήταν μια ωραία ευκαιρία να κάνω το παραπάνω βήμα.
Έφευγα ικανοποιημένος από την Ακρόπολις, γιατί και με δική μου πρωτοβουλία είχαμε χτίσει τελείως επαγγελματικά την ομάδα, είχαμε φτιάξει ένα κλαμπ που δούλευε με προδιαγραφές Α’ Εθνικής, με γυμναστές, φυσικοθεραπευτές, παραλάβαμε ουσιαστικά μία ομάδα από το μηδέν και παραδώσαμε μια ομάδα μοντέλο.
Με τη Φρέι παίζαμε σε μεγάλα γήπεδα, μπόρεσα να αγωνιστώ για τον θεσμό του Κυπέλλου ενάντια σε ιστορικές ομάδες, όπως η ΑΙΚ Στοκχόλμης, η Χάμαρμπι, κόντρα στην οποία έβαλα γκολ, η Τζουγκάρντεν.
Ξεκίνησα πάρα πολύ καλά τη χρονιά με τρία γκολ συνεχόμενα σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο, αλλά είχα πολλούς μικροτραυματισμούς και αυτό με στενοχωρούσε, γιατί, πάνω που έφτανα στο πικ, πάντα είχα έναν τραυματισμό που με κρατούσε έξω πχ 10 μέρες.
Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι τότε, στον Πανιώνιο, δεν είχε επανέλθει πλήρως το γόνατό μου, ίσως να οφείλεται και σε όλα αυτά τα ψυχοσωματικά, τα αυτοάνοσα, καθώς πχ η ψωρίαση επηρεάζει ως έναν βαθμό θέματα τραυματισμών.
Τον δεύτερό μου χρόνο εκεί ήρθε στη Σουηδία η σύζυγός μου και, μόλις συνέβη αυτό, άλλαξαν όλα, η ψυχολογία μου τονώθηκε, άρχισα να περνάω ωραία με τη στήριξη και τη συντροφιά της.
Άρχισαν να μου αρέσουν η Σουηδία, το πώς ήταν δομημένο το ποδόσφαιρο και η κουλτούρα των φιλάθλων.
Έβαλα γκολ με την Χέλσινμποργκ και, παρά το γεγονός ότι χάσαμε 5-1, στο τέλος του αγώνα είχε σηκωθεί ένα γήπεδο να με χειροκροτεί, να μου λένε «τι ωραίο γκολ έβαλες», τα έχασα, αναρωτήθηκα «είναι δυνατόν να έχουμε διασυρθεί και οι φίλαθλοι να είναι ενθουσιασμένοι με το γκολ μου;».
Άλλο παράδειγμα, το 2022-2023 η ΑΙΚ Στοκχόλμης, ομάδα πρωταθλητισμού, ήταν έτοιμη να υποβιβαστεί και είχε τη στήριξη του κόσμου.
Χάναμε 3-0 και χειροκροτούσαν, οι φίλαθλοι δεν γιουχάρουν, δεν αποδοκιμάζουν με τίποτα. Αυτό με ευχαριστούσε στη Σουηδία κι έμενα τόσα χρόνια και έχω επιλέξει και τώρα να ζω εκεί. Παίζουμε σε καλά γήπεδα, παίζουμε σε γεμάτα γήπεδα!
Αγωνίστηκα σε ιστορικές έδρες, μάλιστα κάποια στιγμή, αντιμετωπίζοντας τη Χέλσινμποργκ, βρέθηκα αντίπαλος του Αντρέας Γκράνκβιστ, ο οποίος στο Μουντιάλ του 2018 ήταν αρχηγός της Εθνικής Σουηδίας και είχε σκοράρει και δύο φορές στη διοργάνωση.
Επιστρέφοντας στο αγωνιστικό, τη Φρέι λοιπόν τελικά την αγόρασε η Χάμαρμπι, την έκανε Β’ ομάδα και όλα τα παιδιά της ακαδημίας συνέχισαν στη Φρέι, λογικό, οπότε επέλεξα να πάω στη Φινλανδία και την Α’ Εθνική.
Ωστόσο, θεωρώ ότι ήταν λανθασμένη η επιλογή μου, απλώς δελεάστηκα από το δεδομένο ότι η Βάασαν έπαιζε στην Α’ Εθνική εκείνη τη χρονιά και είχε παίξει και στα προκριματικά του Europa League.
Όταν πήγα, απογοητεύτηκα, είχα κάνει και λάθος που δεν είχε έρθει μαζί μου η σύζυγός μου, καθώς το συμβόλαιό μου ήταν μόνο για πέντε μήνες, οπότε ήμουν μόνος μου, ήταν και η πόλη μικρή, στη Βόρεια Φινλανδία, επίσης μετά τις 17:00 δεν κυκλοφορούσε τίποτα έξω, δεν έβρισκες κανέναν, δεν μιλούσα με κανέναν, ήταν όλα κλειστά, με επηρέασαν πολύ και το σκοτάδι και τα χιόνια.
Και μέσα σε όλα, ήρθε πάλι ένας τραυματισμός που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την περίοδο εκείνη για εμένα.
Ένας ποδοσφαιριστής, εάν δεν πηγαίνει καλά στο ποδόσφαιρο, δεν θα μπορέσει να περάσει καλά και εκτός γηπέδου.
Στη Βάασαν οι υποδομές ήταν φανταστικές, το team πολύ καλό, παίζαμε πολύ ωραίο ποδόσφαιρο, οι όποιες δυσκολίες ήταν δικές μου και αφορούσαν στον τραυματισμό μου και το γεγονός ότι ήμουν μακριά από τη γυναίκα μου.
Ουσιαστικά κάπου εκεί σήμανε και το τέλος του ποδοσφαίρου για εμένα.
Είναι Ιανουάριος του 2020, πάω πίσω στη Στοκχόλμη, είμαι χωρίς ομάδα, είναι να γυρίσω στην Ακρόπολις, αλλά μου έρχεται μια πρόταση για τη Β’ Εθνική Βελγίου, να κάνω δοκιμαστικό σε μια μικρή ομάδα.
Έρχεται ο κορωνοϊός, κλείνουν τα πάντα, είμαι χωρίς ομάδα, δεν κινείται τίποτα στην αγορά, πέρασα πάρα πολύ δύσκολα, πήρα 15 κιλά σε τέσσερεις μήνες, ήμουν όλη μέρα σε έναν καναπέ, δεν έβγαινα, δεν έκανα τίποτα, με είχε πάρει πολύ από κάτω.
Τον Μάιο άρχισα να συνέρχομαι, διότι έμεινε έγκυος η γυναίκα μου και τότε άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου.
Πήγα λοιπόν σε μια ομάδα Γ’ Εθνικής στη Στοκχόλμη, την Χάνινγκε, έτσι για να ασχολούμαι, δεν είχα πλέον το κίνητρο που είχα πριν, αλλά ήθελα να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου για να προχωρήσω παραπάνω.
Έπαιξα καλά εκείνη τη χρονιά, αλλά εν τέλει επέλεξα να φύγουμε από το εξωτερικό, για να μπορέσω να τελειώσω το Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, καθώς ήμουν πλέον 29.
Η Σουηδία μού έμαθε πάρα πολλά πράγματα, εκεί είναι ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, άλλαξε όμως και ο τρόπος που βλέπω εγώ τη ζωή.
Έδωσα βάση στη γυναίκα μου και τα παιδιά μας, τελείωσα τις σπουδές μου, ενώ παράλληλα ξεκίνησα να παίζω σε ομάδες Γ’ Εθνικής για να συντηρούμαι οικονομικά, έπαιξα στον Φωστήρα και στο Μαρκό.
Το ποδόσφαιρο το σταμάτησα με βαριά καρδιά, απλώς με όλα αυτά που πέρασα δεν είχα την υπομονή να πιέσω τον εαυτό μου να φτάσω στο επίπεδο που πραγματικά μπορούσα, είχα πολλά πισωγυρίσματα με τους τραυματισμούς. Όταν βλέπω ποδόσφαιρο, ακόμη αναρωτιέμαι γιατί να μην παίζω, το ‘χω παράπονο, το άφησα ανολοκλήρωτο, αν και δεν είμαι άτομο που του μένουν απωθημένα, πιστεύω πως όλα για κάποιον λόγο γίνονται.
Στον Φωστήρα ξεκίνησα να παίζω, αλλά αμοιβές δεν υπήρχαν, μόνο ασυνέπεια.
Ευτυχώς, στο Μαρκό ο κύριος Παναγάκος ήταν συνεπέστατος, η βοήθεια που μου έδωσε αποτέλεσε μεγάλο στήριγμα για την οικογένειά μου. το Μαρκό είναι ομάδα-υπόδειγμα, πληρωνόμασταν όλοι στην ώρα μας και όλα λειτουργούσαν ρολόι, τέτοιοι άνθρωποι κάνουν πολύ καλό στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο ρόλος του ατζέντη
Κάπου εκεί αποφάσισα να γυρίσω στη Σουηδία μόνιμα και να σταματήσω οριστικά να παίζω.
Δεν κρύβω βέβαια ότι σκέφτομαι ακόμη να παίξω ποδόσφαιρο σε κάτι φίλους που έχουν ομάδες σε χαμηλές κατηγορίες, ώστε να κινούμαι και να χάσω κάποια κιλά!
Πλέον είμαι μάνατζερ παικτών, το μανατζεριλίκι το είχα μέσα μου, από τότε που έφερνα παίκτες και προπονητή στην Ακρόπολις και προσπαθούσα να χτίσω την ομάδα.
Ουσιαστικά, είχα το μικρόβιο να βελτιώνω τις καταστάσεις, να δίνω οδηγίες πώς λειτουργεί μια κανονική ομάδα κτλ και, εφόσον τα είχα καταφέρει παρά τις δυσκολίες, ήθελα να το κάνω και επαγγελματικά, να βοηθήσω πολλά παιδιά να μην κάνουν τα λάθη που έκανα εγώ, για τα οποία προφανώς δεν μου φταίει κανείς, ήταν θέμα επιλογών.
Στην εταιρεία Drangold Agency, συνεργάζομαι με τον Κωνσταντίνο Διαμαντόπουλο, τον Ζήση Βρύζα, τον Δημήτρη Μίχο και εκπροσωπούμε πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, όπως ο Βαγιαννίδης, ο Μανδάς, ο Μαντσίνι.
Από την πλευρά μου, προσπαθώ να εμπλουτίσω το πελατολόγιο της εταιρείας, φέρνοντας και παιδιά από τη Σουηδία.
Είναι πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη, διότι αυτό το επάγγελμα είναι σαν ένας πολύ μεγάλος και πολύπλοκος αλγόριθμος που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, εξαρτάται από πολλά πράγματα και ο ατζέντης πλέον δεν πρέπει να αντιμετωπίζει έναν ποδοσφαιριστή ως ένα προϊόν.
Εγώ προσωπικά θα ήθελα να εξελίξω αυτή τη δουλειά, να παρέχω πλήρη υποστήριξη και μέσω της τεχνογνωσίας που έχω λόγω των σπουδών μου, να δώσω τα εφόδια σε ένα παιδί για να εξελιχθεί στο εξωτερικό, να του δείξω τον σωστό δρόμο για να πετύχει γενικότερα.
Αν μπορώ να βοηθήσω πολλούς ποδοσφαιριστές, χαρά μου, προσπαθώ όμως να αναλαμβάνω περιορισμένο αριθμό, γιατί θέλω να είμαι 100% από πάνω τους, πρέπει να τους κατευθύνεις πώς να μιλάνε, πώς να συμπεριφέρονται, πώς να είναι μες στο γήπεδο, όλη την εικόνα τους, πράγμα δύσκολο στη διαχείρισή του.
Αλλά αυτή είναι και εν τέλει η πρόκληση αυτής της δουλειάς, να καθοδηγήσεις με επιτυχία τα νέα παιδιά.
Αυτό είναι κάτι που χτίζεται, δεν έχω πολύ χρόνο στον χώρο, αλλά θα ήθελα να πάρω ένα παιδί πχ από ένα χωριό, έτσι όπως ήμουν κι εγώ, και να το φτάσω σε μια ομάδα του εξωτερικού, στην οποία θα διαπρέψει, και κάποια στιγμή να βρεθεί και στην Εθνική Ελλάδος.
Έτσι, ίσως ανακουφιζόμουν λίγο, για όλα αυτά που δεν κατάφερα εγώ στην καριέρα μου, ενώ θα μπορούσα να τα έχω πετύχει…
Ο Κώστας Σταυροθανασόπουλος είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Βασίλης Ρόβας: Έκανα πολλά λάθη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σάββας Μούργος: Λόνδινο, Ρότερνταμ και Σέρρες