Καλοκαίρι 2005. Μετά από μια πολύ καλή χρονιά με τον Απόλλωνα, είμαι με την Εθνική ομάδα Νέων στη Βόρεια Ιρλανδία, για το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Εκείνες τις ημέρες, είχε έρθει η πρώτη κρούση σε μένα και έφτασα να έχω συμφωνήσει σε όλα με τον Ολυμπιακό. Ο μάνατζέρ μου με τον κύριο Λούβαρη τα είχαν βρει. Σε όλα. Στα οικονομικά τα δικά μου, στη χρονική διάρκεια του συμβολαίου, στα πάντα.
Δυο μέρες πριν γυρίσουμε Θεσσαλονίκη, με πήρε ο μάνατζέρ μου και μου είπε «Ξέρεις, υπάρχει ενδιαφέρον και από τον ΠΑΟΚ, επίσημο, χειροπιαστό».
Μέχρι τότε υπήρχε, αλλά στα λόγια. Ήξερα ότι με θέλει ο ΠΑΟΚ, όμως κίνηση, ερώτηση, πρόταση, κουβέντα δεν είχε γίνει. Σε εκείνες τις ηλικίες, όταν πηγαίνεις καλά, σε θέλουν πολλοί. Αλλά είναι άλλο το «Σε θέλει» μια ομάδα, άλλο το «Ενδιαφέρεται» και άλλο το «Κάνει πρόταση, επίσημα». Τότε, εγώ ξεχώριζα, ήμουν και αρχηγός της ομάδας και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα τα είχαμε πάει καλά. Όταν ο μάνατζέρ μου μου τηλεφώνησε και μου είπε για τον ΠΑΟΚ, μου εξήγησε πως δεν ήταν ένα απλό ενδιαφέρον, αλλά ήταν επίσημο.
Η πρώτη κουβέντα που του είπα, ήταν «Τι; Το σκέφτεσαι; Προχώρα»!
Με το που γύρισα στη Θεσσαλονίκη, την επόμενη μέρα, καθίσαμε στο τραπέζι με τον κύριο Γούμενο. Σε κάποια φάση, πήγε να χαλάσει η μεταγραφή, όχι από μένα αλλά από τις απαιτήσεις της Καλαμαριάς. Τότε, μου τηλεφώνησε ο Ηλίας Δαμήλος, ο τότε Πρόεδρος του Απόλλωνα, και με ρώτησε «Έχεις πρόβλημα να κάνεις έναν χρόνο ακόμα και να φύγεις μετά»; Εγώ, τότε, είχα ξεσηκωθεί. Το είχα πάρει απόφαση ότι θα έκανα τη μετακόμιση, θα άλλαζα… γειτονιά. «Όχι, Ηλία. Θέλω να φύγω. Είναι η ώρα», απάντησα. Και έτσι και έγινε.
Από εκείνο το καλοκαίρι, μου έχει μείνει η αγάπη του κόσμου. Η τρέλα που είχε για μένα. Εγώ, τότε, έπαιζα στην Καλαμαριά, Α’ Εθνική. Με ήξεραν κάποιοι, αλλά από τη μια μέρα στην άλλη όλοι μιλούσαν για μένα, διότι με ήθελε η -για μένα- μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας. Και το να σε αναγνωρίζουν οι πάντες στην πόλη σου, είναι κάτι πρωτόγνωρο. Είναι κάτι που, αν τα μυαλά σου παίρνουν εύκολα αέρα, μπορεί να σου κάνει κακό.
Η διαχείριση της αναγνωρισιμότητας είναι θέμα ανατροφής, θέμα παιδείας. Είναι διαχειρίσιμο, αρκεί να έχεις πάρει πράγματα από το σπίτι σου, την οικογένειά σου. Εμένα μου άρεσε η αναγνωρισιμότητα, αλλά δεν “καβάλησα ποτέ το καλάμι”. Ό,τι έκανα και πριν, έκανα και μετά. Και οι φίλοι μου αλλά και άγνωστοι -πιστεύω ότι- το ξέρουν, το είδαν. Ξέρεις, όταν γίνεσαι γνωστός, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, όλο και κάποιος θα βγει και θα πει «Κοίτα τον. Αυτός καβάλησε καλάμι», και θα το πει, έχοντας πιαστεί από κάτι. Αυτό δε νομίζω να έδωσα το δικαίωμα σε κάποιον να το πει. Σε αυτό το κομμάτι, η διαχείριση ήταν σωστή. Και αυτό οφείλεται στην οικογένεια.
Στον ΠΑΟΚ πέρασα τέσσερα χρόνια. Αν υπάρχει μια χρονιά που δεν πήγε καλά, ήταν η τελευταία, ενώ εγώ ένιωθα πως ήταν η καλύτερή μου. Ένιωθα πως σωματικά, από άποψη προπονήσεων από άποψη εμπειρίας, ήμουν στην καλύτερή μου κατάσταση, όμως δεν έπαιξα… Ο προπονητής με πίστευε, μίλησε για μένα πολλές φορές στις συνεντεύξεις Τύπου, με εκθείαζε, αλλά δεν έπαιζα. Είναι λίγο οξύμωρο όλο αυτό, αλλά έτσι έγινε. Ήταν η χρονιά με τις λιγότερες συμμετοχές. Τις προηγούμενες, είχα κάνει 20-25 συμμετοχές και, την τελευταία, έκανα μόνο 7, αν θυμάμαι καλά.
Στα πρώτα χρόνια στον ΠΑΟΚ, το βάρος είχε πέσει σε εμάς, τα νέα παιδιά. Ήμασταν μια παρέα παιδιών και ο κόσμος περίμενε από εμάς να σηκώσουμε το βάρος, πράγμα που δεν γίνεται ποτέ, σε καμιά ομάδα. Δεν μπορούν νέα παιδιά να σηκώσουν το βάρος. Το μόνο που θα καταφέρει μια ομάδα, αν το επιχειρήσει αυτό, είναι να “κάψει” αυτά τα παιδιά. Μόνο ο Άγιαξ τα κάνει αυτά. Τα προσπαθεί τουλάχιστον. Αλλά, και εκεί, μια ομάδα με πέντε εικοσάριδες έχει και παίκτες έμπειρους που είναι προσωπικότητες, στηρίγματα.
Στις δυο πρώτες χρονιές μου στον ΠΑΟΚ, αν πάρεις τους ξένους που ήρθαν, δεν μπορείς να πεις πως ξεχώριζαν. Την πρώτη χρονιά που εγώ ήμουν αμυντικό χαφ, είχαμε τον Ζεγκάρα. Μπορείς να τον συγκρίνεις με τον Σορλέν και τον Ίβιτς, οι οποίοι ήρθαν λίγα χρόνια μετά; Μιλάμε για τη νύχτα με τη μέρα.
Τον Ιανουάριο του 2008, μου έγινε πρόταση για τρία χρόνια, με μειωμένες αποδοχές. Και για δέκα χρόνια να μου έλεγαν να ανανεώσω, θα υπέγραφα, αλλά με πείραξαν οι μειωμένες αποδοχές. Εγώ αυτό που τους είπα, ήταν το εξής: «Αφήστε τα χρήματα. Εγώ θέλω να μείνω, αλλά θέλω να παίζω. Για να δούμε, τελικά. Αξίζω; Δεν αξίζω; Αν αξίζω, να μείνω. Αν δεν αξίζω, θα το βουλώσω και θα φύγω». Δεν έγινε αυτό. Δεν έπαιζα. Πάει, έγινε, προχωρήσαμε.
Με πείραξε, γιατί τότε είχαν βγάλει κάποιοι προς τα έξω πως εγώ είχα συμφωνήσει με τον Άρη, κάτι που είχε στρέψει μερίδα του κόσμου εναντίον μου.
Τότε ήταν που πήγα στον Ηρακλή, αν και ήμουν πολύ κοντά στην ΑΕΚ. Είχα μιλήσει αρκετές φορές με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Με ήθελε, μου το είχε πει προσωπικά, αλλά στο τέλος με ακύρωσε. Είχαμε συμφωνήσει, αλλά η ΑΕΚ τότε προχώρησε και ολοκλήρωσε την απόκτηση του Μάκου. Δεν μπορούσαν να πάρουν και άλλο αμυντικό χαφ. Είχα κάποιες καλές προτάσεις από Ατρόμητο και Πανιώνιο.
Στον Ηρακλή βρέθηκα και από σπόντα, διότι υπήρχε μέσα στη προηγούμενη σεζόν τραυματισμός παίκτη που έπαιζε στη θέση μου. Έπαιξε ρόλο και η φιλία μου με τον Αντώνη Ρέμο. Τον Αντώνη τον είχα γνωρίσει σε συναυλία που είχε κάνει σε μπιτς μπαρ ενός φίλου. Εκείνη την εποχή, είχαμε και πολλούς κοινούς γνωστούς και έτσι είχε γίνει το “πάντρεμα”. Η σχέση που υπήρχε, έγινε ακόμα πιο στενή, από τη στιγμή που πήγα στον Ηρακλή, και μετά τα τσουγκρίσαμε, λόγω του χρέους.
Στον Ηρακλή, είχαμε καλή ομάδα και καλά αποδυτήρια. Ήμασταν μια φουρνιά Ελλήνων που ήμασταν οικογένεια. Και η ομάδα αγωνιστικά δεν έπεσε ποτέ. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε στο γήπεδο, το κάναμε, άσχετα αν κάποιοι κατόρθωσαν να διαλύσουν την ομάδα. Πέρασα ωραία χρόνια.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής, σε ΠΑΟΚ και Ηρακλή, μου έρχεται στο μυαλό η παροιμία που λέει «Ο νέος αν ήξερε και ο γέρος αν μπορούσε». Υπάρχουν καταστάσεις, στιγμές, στις οποίες τώρα ξέρω τι θα έκανα, αλλά τότε δεν ήξερα. Άλλες φορές, φταις εσύ και, άλλες φορές, φταίνε άλλοι. Δεν γίνεται μόνο το ένα ή μόνο το άλλο.
Υπήρχαν φορές, στις οποίες έκανα λάθος επιλογές, και γι’ αυτό η καριέρα μου δεν ήταν αυτή που θα ήθελα, αυτή που περίμεναν, αυτή που, τέλος πάντων, έβλεπαν πολλοί σε μένα, με βάση το ξεκίνημά μου. Ξεκίνησα δυναμικά, αλλά δεν εκπλήρωσα τον στόχο.
Υπάρχουν άτομα που λένε ότι δεν μπορούν να φύγουν από το ποδόσφαιρο. Δεν μπορούν; Δεν θέλουν; Δεν ξέρω, αλλά αυτό λένε. Εγώ αυτό δεν το είχα, ίσως λόγω των καταστάσεων που έζησα προς το τέλος. Το ποδόσφαιρο με απομάκρυνε, διότι δεν το βλέπω τόσο ρομαντικά, όσο το έβλεπα κάποτε. Είμαι από τους λίγους που έκοψαν τη μπάλα στα 28.
Στην ουσία, τότε σταμάτησα. Όταν έπεσε ο Πανθρακικός (και εκεί είχα περιπέτειες και πάλευα να διασφαλίσω τα χρήματά μου) και δεν είχα κάτι να με κρατήσει, δεν είχα πρόταση από ομάδα Α’ Εθνικής, στην ουσία, σταμάτησα. Δεν το “τράβηξα από τα μαλλιά”. Δεν μπορούσα να βρεθώ στο επίπεδο, όπου ήθελα, δεν άξιζε οικονομικά να παίξω κάπου αλλού. Είχα πρόταση από τον ΟΦΗ που ήταν στη Β’ Εθνική. Τότε, όμως, είχα μόλις γίνει πατέρας και, με νεογέννητο παιδί, τα ζύγισα και αποφάσισα πως δεν θέλω να μετακομίσω στην Κρήτη. Πήρα τις αποφάσεις μου.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου στις χαμηλές κατηγορίες είναι δύσκολος. Αν είναι να πας κάπου με συμβόλαιο 800 ευρώ, να μην τα παίρνεις και να έρχεται ο Πρόεδρος και να σου λέει «Ρίχνω την ομάδα» και να γράφονται όλα στο χιόνι, ε, τι να κάνεις; Τι να παίζεις; Τι είναι αυτό; Επάγγελμα;
Η Β’ Εθνική είναι επαγγελματική στα λόγια. Είναι επαγγελματική μόνο για τους ποδοσφαιριστές. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Δουλεύεις και δίνεις αγώνα, όχι για να παίξεις, αλλά για να πληρωθείς. Να σου χρωστάνε 10-15.000 που τα δούλεψες, και να δίνεις αγώνα, για να τα πάρεις. Και έχεις και αυτό το κράτος μπουρδέλο, με εισαγωγικά ή χωρίς, το οποίο έβγαλε νόμο, για να σε προστατεύσει και να μπορείς να κινηθείς εναντίον των φυσικών προσώπων, και εμείς κυνηγούσαμε τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν υπογράψει πουθενά. Tα λεφτά χαθήκανε…
Υπάρχουν υγιείς ομάδες και έχουν φτάσει να είναι η εξαίρεση.
Αν ήταν να συνεχίσω να ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, θα έκανα κάτι που αφορά στα παιδιά. Να βοηθήσω σε αυτόν τον τομέα, με όσα έχω μάθει.
Δεν έχω την υπομονή να γίνω προπονητής. Ή την διπλωματία. Ό,τι βλέπω, το λέω, και αυτό δεν θα με βοηθούσε. Για να γίνεις προπονητής θέλει πολλά. Δεν θα μπορούσα να το κάνω. Με ξέρω. Δεν το ‘χω.
Πλέον είμαι δημόσιος υπάλληλος, στον δήμο Θερμαϊκού. Είχαμε μοριοδοτηθεί, λόγω της πορείας της Εθνικής Νέων, είχαμε κάνει τα χαρτιά μας, το 2009, και, τώρα, έγινε η πρόσληψη.
Πλέον, έχω έναν άλλον τρόπο ζωής…
Ο Στέλιος Ηλιάδης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
Photo Credits: Βασίλης Βερβερίδης
* Η φωτογράφιση έγινε στο Moments Espresso Bar.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!