Στην Αλσατία, περίπου 20 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Στρασβούργου, μια ανάσα από τα σύνορα με τη Γερμανία, ξεπροβάλλει ένα μικρό γραφικό χωριό 3 χιλιάδων κατοίκων με «πρωσική» ονομασία. Το Ντούτλενχαϊμ.
Ο μηχανικός του χωριού, ο Αλφόνς Βενγκέρ, μόλις είχε κλείσει το συνεργείο ανταλλακτικών και νωρίς το απόγευμα κατηφόριζε για το μικρό μπιστρό στο κέντρο του χωριού.
Τυπικό γαλλικό μπιστρό, “La Croix D’or” τ’ όνομά του. Στα τραπέζια τρεις-τέσσερις παρέες ηλικιωμένων, από εκείνες τις στερεότυπες ψημένες μπαλαδόφατσες που πάντα ξέρουν καλύτερα από τον εκάστοτε προπονητή.
Ο Αλφόνς χαιρέτισε εγκάρδια, κάθισε ευγενικά για λίγα λεπτά μαζί τους να ακούσει τα παράπονά τους, να μάθει την οπτική του οπαδού που έχει λιώσει τα παντελόνια του στα τσιμέντα της κερκίδας, υποκρίθηκε ότι θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τις συμβουλές και τις νουθεσίες.
Η κομβική λεπτομέρεια της ιστορίας, είναι ότι ο πολυπράγμων Αλφόνς, εκτός από ιδιοκτήτης του μαγαζιού με τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και του μικρού μπιστρό, ήταν και ο προπονητής της τοπικής ομάδας.
Πάντοτε, όταν η κουβέντα πήγαινε να ξεφύγει, έγνεφε με τρόπο στο γιο του που βοηθούσε στο σέρβις για να «αναλάβει» τους «προπονητές του καφενείου».
Κάθε φορά με μια απίθανη δικαιολογία, πότε για μια δυσλειτουργία στην κουζίνα, πότε γιατί έπρεπε να κρατήσει το ταμείο, τη δύσκολη δουλειά την άφηνε στο γιο του, τον Αρσέν.
Του έκοβε άλλωστε του μικρού, από τα 6 τον έπαιρνε μαζί του στις προπονήσεις, τον έβαζε να παίζει, πιο πολύ τον είχε πλάι του στον πάγκο για να μαθαίνει ποδόσφαιρο.
Όχι το φανταχτερό, όχι το ποδόσφαιρο του σαλονιού. Το ποδόσφαιρο των μικρών κατηγοριών, εκείνο το αγνό και συνάμα άγριο που δεν μπορεί να το καταλάβει κανένας εάν δεν το ζήσει από μέσα.
Πιο πολύ κι από τις προπονήσεις, πιο πολύ κι απ’ το ίδιο το παιχνίδι, τον Αρσέν τον είχαν μαγέψει εκείνες οι ολιγόλεπτες κουβέντες με τις «μπαλαδόφατσες».
Ποτέ δεν του είχε μιλήσει έτσι ο πατέρας του, με τέτοια θέρμη, με τόση απολυτότητα για τη σωστή ενδεκάδα, τη σωστή διάταξη, το σωστό πλάνο για τη νίκη, τη σημασία που έχει ένα τακουνάκι, μια περιττή ενέργεια, μια δύσκολη τρίπλα στην ψυχοσύνθεση του θεατή.
Τα ήξεραν όλα εκείνοι οι τύποι, είχαν την απάντηση για κάθε ερώτηση, ακόμα και την πιο δύσκολη. Και ο Αρσέν άκουγε. Σπάνια απαντούσε, ακόμα πιο σπάνια φιλονικούσε. Άκουγε όμως και μάζευε σαν σφουγγάρι αυτή την ανόθευτη και τόσο στραβή, σε σημείο να γίνεται χρήσιμη, ποδοσφαιρική σοφία.
Ήταν 16 χρονών, ήδη ψηλό παιδί και έπαιζε μέσος. Η ομάδα είχε μείνει δίχως προπονητή γιατί δεν πήγαινε καλά και οι μεγαλύτεροι τον άκουγαν ευλαβικά να καταστρώνει το πλάνο με σοφία βετεράνου. Το είχε μέσα του, βγήκε φυσικά, ήταν κάτι σαν βίωμα.
Οι Έλληνες το αποκαλούμε μοίρα, πεπρωμένο. Το ισλάμ το αποκαλεί κισμέτ, ο βουδισμός κάρμα, οι Κινέζοι yuanfen, οι μυστικιστές του Μεσαίωνα wyrd, οι αγγλοσάξωνες fate, οι φυσικοί causal determinism. Οι Γάλλοι destin. Σε όλους και για όλους, η σταθερά είναι μια: ότι το πεπρωμένο δεν μπορούμε να το αποφύγουμε.
Και το πεπρωμένο του Αρσέν Βενγκέρ, του ψηλόλιγνου πιτσιρικά του μικρού μπιστρό στο γραφικό χωριό της Αλσατίας, ήταν να γίνει προπονητής.
Ολόκληρη η καριέρα του ποδοσφαιριστή Βενγκέρ, είναι σαν υποσημείωση μπροστά σε αυτά που πέτυχε με τη φόρμα του προπονητή, με εκείνο το φλεγματικό και άτσαλο (στα όρια του κωμικού) στυλ.
Με εκείνη τη γαλλική ποιητική αναίδεια, κατάφερε πολλά απ’ αυτά που άλλοι δεν αγγίζουν ποτέ. Και επί της ουσίας επινόησε το ρόλο του προπονητή – μάνατζερ – ποδοσφαιρικού και οικονομικού διευθυντή. Όλα σε ένα.
Γιατί ο Βενγκέρ από μικρός ήξερε τα σκοτεινά νερά που κολυμπάει και η μοίρα τού επέτρεψε να κάνει τις σωστές επιλογές. Ακόμα κι όταν δεν το ήξερε ή ήταν αναποφάσιστος. Ναι, γιατί πάντοτε έρχεται αυτό το “what if”, η υπόθεση εργασίας που χαράσσει νοητές και ασυνείδητες παράλληλες πραγματικότητες που κατατρέχουν την ανθρώπινη φύση.
Όλη μας η ύπαρξη είναι ένα αδιάκοπο παιχνίδι sliding doors, το ανθρώπινο μυαλό καλείται σχεδόν από το πρώτο κλάμα να επιλέξει ασυνείδητα μπροστά στο πρώτο «αν» που προϊόντος του χρόνου πολλαπλασιάζεται. Και για τον Βενγκέρ αυτή η αδιόρατη καρμική γραμμή πέρασε από την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ένας πολυπράγμων Αλσατός ingénieur με μεταπτυχιακό στα οικονομικά ξεκινούσε να χτίζει το μύθο του. Όχι σε κάποιο γραφείο πολυεθνικής, ούτε στον ευρύτερο επιστημονικό κλάδο. Στους πάγκους των γηπέδων. Στο «λαϊκό» ποδόσφαιρο, το παιχνίδι που έμαθε στο «Χρυσό Σταυρό» του Ντούτλενχαϊμ.
Μετά το αγροτικό του στη Νανσί, ο Ρενιέ του είχε αναθέσει την ομάδα του Πριγκιπάτου. Με εντολή να φτιάξει κάτι δικό του, όπως το σκέπτεται εκείνος. Ανέλαβε το 1987 και είχε ήδη προλάβει από την επόμενη σεζόν να χρίσει την «αντιποδοσφαιρική» Μονακό πρωταθλήτρια Γαλλίας.
Ποδόσφαιρο μοντέρνο, ελεύθερο, ντελικάτο, τεχνικό. Φαινομενικά άναρχο, αλλά στην ουσία τακτικό και νεωτεριστικό. Με την ίδια «ανέραστη» ομάδα έφτασε να κατακτήσει και ένα κύπελλο το 1991 σε εκείνον το συγκλονιστικό τελικό του Παρισιού με το γκολ του Πασί στην εκπνοή.
Θεωρείτο και ήταν το next big thing στους πάγκους του γαλλικού πρωταθλήματος, μιας λίγκας που ρημαζόταν από τον τυφώνα Ταπί και πάλευε να ξανασταθεί στα πόδια της.
Οι εγχώριοι τίτλοι είχαν κατακτηθεί, απέμενε η διάκριση στην Ευρώπη για την ομάδα του Πρίγκιπα Ρενιέ και το αγαπημένο χόμπι του Αλβέρτου.
Ο Βενγκέρ, έχοντας αποκτήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, είχε πλέον και λόγο στις μεταγραφές. Σε μια εποχή που τα ποσά δεν είχαν ξεφύγει, έφερε στο Μόντε Κάρλο τον μεγάλο Γιούργκεν Κλίνσμαν για να αναπληρώσει το δυσθεώρητο κενό του Ζορζ Γουεά.
Τα κατ’ αντιστοιχία 7 εκατομμύρια της εποχής είναι τα ίδια χρήματα με τα οποία πήγε ο Γεωργάτος στην Ίντερ, έξι χρόνια αργότερα, για να υπάρχει συναίσθηση μεγεθών.
Η δική του Μονακό συγκαταλέγεται δικαίως στα φαβορί και του γαλλικού πρωταθλήματος, αλλά και του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Όχι με κλεφτοπόλεμο, όχι με αναμονή και «πούλμαν».
Ποδόσφαιρο ασορτί στον τόπο. Ντελικάτο, επιθετικό, βασισμένο στις αρετές και το ταλέντο των ποδοσφαιριστών.
Αυτή ήταν η κατ’ εξοχήν αρετή του Αρσέν. Ότι καταλάβαινε πως τα φώτα ανήκουν στον ποδοσφαιριστή και το κοινό τρέφεται και ικανοποιείται μονάχα με μεγάλους παίκτες.
Ήταν χάρμα ιδέσθαι εκείνη η Μονακό. Τζοργκαέφ, Κλίνσμαν, Φοφανά, Μπρούνο Ροντρίγκεζ, Ρεβεγέ, Πέρεζ, Ντιμπ. Και πίσω τους δυο βράχοι: ο Εμανουέλ Πετί και ο ζωντανός θρύλος του γαλλικού ποδοσφαίρου, ο Ζαν Τιγκανά.
Ο Βενγκέρ διάγει τον πέμπτο χρόνο του στο Louis II, έχει την αμέριστη στήριξη του Ρενιέ, χτίζει κάτι πρωτοπόρο και μοναδικό, βασιζόμενος σε ένα αμάλγαμα ταλέντου, νιότης και εμπειρίας. Θα τον αποκλείσει ο Ολυμπιακός των «πέτρινων χρόνων» σε μια τρελή δυάδα αγώνων σε Πριγκιπάτο και Καραϊσκάκη.
Έφυγε από την Ελλάδα εκνευρισμένος, με παράπονα για τη διαιτησία και την πρώτη μαύρη κηλίδα στην καριέρα του στον πάγκο της Μονακό. Η αδυναμία να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο και στα ευρωπαϊκά κύπελλα, έφεραν τους τίτλους τέλους.
Σε εκείνο το σημείο η πόρτα του χωροχρόνου άνοιξε. Ο Κόκκαλης που είχε εντυπωσιαστεί από το ποδόσφαιρο του Αλσατού του χτύπησε την πόρτα. Ο άνεργος Βενγκέρ το σκέφτηκε και το συζήτησε σοβαρά.
Ήρθε δυο φορές στην Ελλάδα, ξεναγήθηκε στις εγκαταστάσεις, μίλησε με τον φιλόδοξο Πρόεδρο του Ολυμπιακού της «νέας εποχής» και άκουσε μια διόλου ευκαταφρόνητη πρόταση ύψους 170 εκατομμυρίων δραχμών κατ’ έτος.
Πιθανότατα εάν δεν γινόταν η περιήγηση στο (άθλιο τότε) προπονητικό κέντρο του Ρέντη, να είχε απαντήσει καταφατικά.
Κερασάκι στην τούρτα ότι εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός είχε αποκλειστεί από την υποβιβασμένη στη Ligue 2 Μαρσέιγ και η εικόνα που αντίκρυσε στο Ρέντη ήταν λαϊκά δικαστήρια, αυγά στα κεφάλια των ποδοσφαιριστών και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή του.
Οι λεπτομέρειες καθορίζουν τη μοίρα, κάνουν το προδιαγεγραμμένο να παρεκκλίνει, χαράσσουν παράλληλες πραγματικότητες. Ο Αρσέν δεν απάντησε ποτέ στον Κόκκαλη, πνιγμένος από τους δισταγμούς του, και συμφώνησε να μεταναστεύσει στην Ιαπωνία και τη Ναγκόγια, την ομάδα στην πόλη της ΤΟΥΟΤΑ.
Εκεί απέκτησε την αύρα sensei, εκεί από «μηχανικός» έγινε «καθηγητής», εκεί πήρε όσα η οξυδέρκειά του μπορούσε να απορροφήσει για να αποδεχθεί την πρόκληση της Premiership για την Άρσεναλ.
Και κάπως έτσι, ο Βενγκέρ μεγαλούργησε στην Άρσεναλ, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να προπονεί τον Ολυμπιακό και να έχει χαθεί στις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η ιστορία θα είχε γραφτεί αλλιώς, μπορεί ο Ολυμπιακός να μην χτυπούσε την πόρτα του Μπάγεβιτς ποτέ, τα πράγματα θα ήταν παντελώς διαφορετικά. Ουδείς μπορεί να σκεφτεί τι θα συνέβαινε εάν όλες αυτές οι υποθετικές προτάσεις γίνονταν πραγματικότητα.
Έμεινε στο Highbury (και στο Emirates) 22 ολόκληρα χρόνια, συνέδεσε το όνομά του με κάθε τι που αφορά τη σύγχρονη ιστορία των gunners. Η ιστορία έχει καταγράψει γεγονότα, στατιστικά στοιχεία, τρόπαια, higlights μιας καριέρας που όμοιά της δεν υπάρχει για Γάλλο προπονητή.
Έκανε και τρελά, αλλόκοτα πράγματα. Επέβαλε στη ζωή καλτ βρετανικών φιγούρων όπως ο Τόνι Άνταμς, το… μπρόκολο στο διαιτολόγιο, έπεισε τους rednecks να απαρνηθούν μπίρα, αλκοόλ, ακόμα και τις παραδοσιακές αγγλικές σέντρες.
Ακόμα αναπολούν το τολμηρό, το ρευστό και εκπληκτικό του ποδόσφαιρο, με κύριους εκφραστές τον Βιεϊρά, τον Μπέργκαμπ, τον κορυφαίο Τιτί Ανρί.
Η επανάσταση του Αρσέν βασίστηκε στη φιλοσοφία, την τέχνη, την αγάπη για το τεχνικό ποδόσφαιρο. Έγινε παιδαγωγός, καθοδηγητής, ηγέτης. Όχι μόνο σε αγωνιστικό επίπεδο, σε κάθε ικμάδα του club. Το όραμά του δεν περιορίστηκε στο χορτάρι, πήγε το σύλλογο πέρα από το αήττητο πρωτάθλημα, πέρα από τα στενά όρια της ποδοσφαιρικής πραγμάτωσης.
Έκανε και λάθη. Ορισμένα κωμικά και ασυγχώρητα για το επίπεδο και την εμπειρία του. Τα κίνητρά του όμως, πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν ανιδιοτελή.
Σε κάποιο σημείο πιθανότατα θεώρησε ότι το κοινό της Άρσεναλ τον είχε μάθει τόσο καλά που αντιλαμβανόταν την αρμονία σκέψης και συναισθήματος, μπορούσε να δει το ρεαλισμό πίσω από την πρόσκαιρη επιτυχία.
Η Άρσεναλ απέπνεε μια παράταιρη ζεστασιά για απρόσωπο και μεγάλο club, πολύ σπάνια σε ένα ανταγωνιστικό, υψηλού επιπέδου σύγχρονο περιβάλλον. Και ακόμα και στις μαύρες μέρες, εκείνες του μόνιμου “Wenger out” των οπαδών, το χειρίστηκε σαν κύριος.
Δεν πρόσβαλε ποτέ, δεν εγκατέλειψε την αξιοπρέπειά του, δεν έβγαλε κακά στοιχεία του χαρακτήρα του. Ήξερε ότι η κληρονομιά και η υστεροφημία του είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα και συνέχιζε πεισματικά να υπηρετεί τις ιδέες του. Όχι δογματικά, ούτε μονοθεματικά.
Το μεγάλο προσόν του Αρσέν ήταν ότι είχε την παρρησία να μεταλλάσσεται.
Έφυγε από την Άρσεναλ και αν ρωτήσεις οποιονδήποτε, είναι ο μοναδικός προπονητής της. Είναι αδιανόητο επίτευγμα. Λείπουν το αλλόκοτο χαμόγελο, η αδυναμία να κουμπώσει το φερμουάρ του μπουφάν, τα ξινισμένα μούτρα, οι «γαλλικές» τοποθετήσεις, η αδυναμία να παρακολουθήσει τα mind games του Ζοσέ.
Είναι τεράστια υπόθεση να μην αφήνουμε πίσω μόνο νούμερα και κουκίδες, να αντιμετωπίζεται ακόμα και το λάθος με νοσταλγία και χαμόγελο. Στο τελικό ταμείο, στην έξοδο από το μεγάλο πάρτι ενός ποδοσφαίρου που έχει αλλάξει πια πάρα πολύ, οι πόρτες του Αρσέν Βενγκέρ ανοιγόκλεισαν σωστά.
Δεν πρόλαβε να διαλέξει τη σωστή και να μπει και σε εκείνη που οδηγούσε στην κορυφή του Τσάμπιονς Λιγκ. Το άγγιξε, κατ’ εμέ το εδικαιούτο, όχι στον τελικό του Παρισιού, όσο σε έναν ιδεατό τελικό που δεν έγινε ποτέ.
Εκεί που οι παίκτες θα είχαν την υποχρέωση να σκοράρουν μόνο με εσωτερικό φάλτσο κι ας αστοχούσαν.
Για να γκρινιάζουν μετά όλοι στο μπιστρό κι ο Αρσέν να χαμογελάει.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro