Ο τελικός στο Μαρακανά έχει τελειώσει.
Η Γερμανία έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, έχουν ολοκληρωθεί η απονομή, ο γύρος του θριάμβου και όλα τα τελετουργικά και η καγκελάριος, Αγκέλα Μέρκελ, κατεβαίνει στα αποδυτήρια να συγχαρεί από κοντά τους θριαμβευτές.
Όλοι σπεύδουν να ζήσουν τη στιγμή, το κλίμα είναι -παντελώς φυσιολογικά- εκείνο της απόλυτης ευθυμίας/ευφορίας και ο φακός απαθανατίζει. Όλοι συγκεντρωμένοι γύρω από την καγκελάριο, με τα μετάλλια στο στήθος, με το Παγκόσμιο Κύπελλο μπροστά της, να το κρατούν ο Μεζούτ Οζίλ και ο Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ.
Όλοι τραγουδούν, όλοι γιορτάζουν, όλοι συμμετέχουν. Άλλος με μια μπύρα στο χέρι, άλλος φωνάζοντας συνθήματα, όλοι με το χαμόγελο στα χείλη. Όλοι. Εκτός από μια φιγούρα που κάθεται σε έναν πάγκο σε τελευταίο πλάνο και λύνει τα κορδόνια από τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Τον Τόνι Κρόος.
Δεν ξέρω, αν επρόκειτο για συνήθεια ή επιλογή.
Ο Κρόος από μικρός είχε αυτή τη συνήθεια σαν “υποχρέωση” στο μυαλό και το θυμικό του. Από την εφηβεία στο Gymnasium (πρότυπο σχολείο, για τους μαθητές, οι οποίοι ξεχώριζαν) όταν την ώρα του μαθήματος της φυσικής αγωγής τον υποχρέωναν να βγάζει τα παπούτσια του, διότι η διαφορά με τα υπόλοιπα παιδιά ήταν χαώδης.
Ήταν ένα αμίλητο, σίγουρα ξεχωριστό παιδί, με πολύ υψηλό δείκτη ευφυίας, αλλά και τρομερή αδυναμία συγκέντρωσης προσοχής. Βαριόταν. Πολύ και εύκολα. Ίσως γι’ αυτό έκανε τόσες απουσίες, ίσως πάλι γιατί είχε τον νου του μονάχα στο ποδόσφαιρο.
Η φαμίλια του είχε μετακομίσει στο Ροστόκ, ακριβώς για να βοηθηθεί το “παιδί-θαύμα” των ακαδημιών. Η Χάνσα είχε φημισμένες ακαδημίες και στο πρόγραμμα του συλλόγου ήθελε να εντάξει, εκτός από τον Τόνι, και τον αδελφό του, τον Φέλιξ. Στην πορεία έκαναν πρόταση και στον πατέρα, τον Ρόλαντ. του πρόσφεραν τη θέση του προπονητή στην Κ17.
Ο Ρόλαντ ήταν πρώην επαγγελματίας παλαιστής, ένας άνθρωπος που μεγάλωσε πέριξ και εντός του αθλητισμού σε πολλές του εκφράσεις. Μετά τη λήξη της καριέρας του στην πάλη, ασχολήθηκε κι εκείνος με τις ακαδημίες και ξεκίνησε τη σχολή προπονητών ποδοσφαίρου.
Επί σειρά ετών ήταν προπονητής στις ακαδημίες της Γκράισφβαλντ στο Μέκλενμπουργκ της Πομερανίας, ένα από τα πιο βόρεια σημεία της Ανατολικής Γερμανίας που “βλέπει” βαλτική. Μετακόμισε στο Ροστόκ για τη Χάνσα και έμεινε 14 ολόκληρα χρόνια. Προπονούσε τα παιδιά της περιοχής. πάνω απ’ όλα ήταν κοντά στη διαμόρφωση των γιων του.
Ο μικρότερος, ο Φέλιξ, έκανε μια σεβαστή καριέρα, πέρασε και από τα μικρά εθνικά κλιμάκια, έπαιξε στη Βέρντερ, την Ουνιόν στο Βερολίνο, την Μπράουνσβαϊγκ.
Για τον κατά έναν χρόνο μεγαλύτερο Τόνι, όλα ήταν αλλιώς.
Άλλη πάστα, άλλος χαρακτήρας, άλλος ποδοσφαιριστής.
Πριν καν ενηλικιωθεί, θεωρείτο και ήταν το χρυσό παιδί του γερμανικού ποδοσφαίρου. Επί σειρά ετών ήταν η καρδιά της μηχανής δύο ποδοσφαιρικών Τιτάνων της Ευρώπης, των Μπάγερν και Ρεάλ. Σε εθνικό επίπεδο, από τις μικρές εθνικές ομάδες, ήταν ξανά το σημείο αναφοράς.
Όταν πήγε στη Μαδρίτη το 2014, είχε ήδη τη φήμη του μοναδικού μέσου στην ιστορία που δεν κάνει λάθος πάσες, έφερε το βάρος του “αψεγάδιαστου” ποδοσφαιριστή. Του το είχαν πει. ακόμα και τότε, ανέκφραστος απάντησε ότι «αυτά ισχύουν μονάχα, όταν θεωρείσαι νεαποκτηθείς. σε λίγο καιρό, θα με θεωρείτε έναν νορμάλ παίκτη».
Δεν είχε επιλογές ο Κρόος. Από τα 16 έπρεπε να μεγαλώσει αμέσως. Δεν είχε καν τον χρόνο να σκεφτεί, αν του ταιριάζει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής: «Ήμουν ήδη επαγγελματίας από το Λύκειο, δεν μου δόθηκε καν ο χρόνος να αποφασίσω τι επάγγελμα ήθελα να ακολουθήσω, δεν εξετάστηκε καν το ενδεχόμενο να διαπρέψω κάπου αλλού».
Έφυγε από το Ροστόκ κάνοντας μια διαδρομή 800 χιλιομέτρων μέχρι τη Βαυαρία. Η μάνα του ήταν μόνη που δεν ήθελε να φύγει. Όπως κάθε μάνα, ήθελε την οικογένεια μαζί, τα παιδιά υπό την προστασία και τη θαλπωρή της.
Η Μπίργκιτ είχε περάσει από τον επαγγελματικό αθλητισμό, ήταν πρωταθλήτρια του μπάντμιντον, για ένα διάστημα η καλύτερη του σπορ στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Ήξερε και τις συνθήκες και το τίμημα του πρωταθλητισμού. γνώριζε τι επρόκειτο να βρει μπροστά του το παιδί της.
Τον πρώτο καιρό, όταν ο Τόνι έπαιζε στη Μπάγερν, η μάνα του εξακολουθούσε να στρώνει τραπέζι για τέσσερεις, κοιτούσε το άδειο πιάτο και έβαζε τα κλάματα. Διαφωνούσε με την απόφαση να επικεντρωθούν όλα και όλοι στο ποδόσφαιρο. Σύζυγος προπονητής, γιοι ποδοσφαιριστές. Ίδια βεβαρημένα προγράμματα, ίδιες αγωνίες, ίδια προβλήματα, ίδιοι κίνδυνοι.
Η Μπίργκιτ κράτησε τις ισορροπίες με τον Φέλιξ. Δεν ήταν εύκολο να συγκρίνεται με τον αδελφό του. για κανέναν δεν θα ήταν εύκολο. Το “Παγκόσμιο Κύπελλο” του μικρού ήταν το διάστημα της παρουσίας του στη Βρέμη, η μοναδική φορά κατά την οποία έπαιξε σε τοπ επίπεδο, και η άνοδος στην πρώτη κατηγορία με την Ουνιόν Βερολίνου.
Κάθε άνθρωπος, κάθε επαγγελματίας, κάνει κτήμα και μεγαλοποιεί τον κόσμο του. Ισχύει, ίσως, ό,τι είχε πει ο Κρόος: «μετά από λίγο καιρό, όλα φαίνονται νορμάλ».
Κάποτε τον ρώτησαν, ελαφρώς προβοκατόρικα, για τον αδερφό του. Απάντησε -κλασικά ανέκφραστος και απολύτως σοβαρά– ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να ανταλλάξουν καριέρες. Στο μυαλό του, η επιτυχία ορίζεται από τον δρόμο, τον οποίο καλείσαι να διαβείς, και όχι από την εικόνα και την αίσθηση, τις οποίες έχουν οι πολλοί.
Είναι φιλοσοφία ζωής, καταδεικνύει και μια μορφή ζεν αυτογνωσίας η διαπίστωση. Ο Κρόος έζησε μια προδιαγεγραμμένη καριέρα, μια ζωή ανάμεσα στους καλύτερους, παίζοντας στο υψηλότατο επίπεδο, προπονούμενος στις καλύτερες εγκαταστάσεις, έχοντας στη διάθεσή του τους καλύτερους προπονητές.
Ήταν 17 χρονών, όταν έπαιξε στην πρώτη ομάδα της Μπάγερν. Όχι «συμμετείχε στην αποστολή» ή «πήρε λεπτά συμμετοχής» στις καθυστερήσεις. Έπαιξε και έγινε ο νεαρότερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του κλαμπ στη Μπουντεσλίγκα.
Δεν το γιόρτασε, δεν “τρελάθηκε”, δεν άλλαξε συμπεριφορά ούτε κατ’ ελάχιστον. Ο Μίροσλαβ Κλόζε που τότε ήταν το αστέρι της επίθεσης των Βαυαρών, τον πλησίασε στα αποδυτήρια, τον “μέτρησε” και του είπε ότι θα γίνει πάρα πολύ μεγάλος παίκτης. Όχι επειδή είχε προλάβει να του δώσει δυο ασίστ στα είκοσι λεπτά που τον έβαλε ο Χίτσφελντ, αλλά για τη συμπεριφορά και την “αποστασιοποίησή” του από τα πράγματα. «Ένα πράγμα έχω να σου πω μικρέ: ή θα γίνεις παγκόσμιο αστέρι ή εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από ποδόσφαιρο».
Δεν μιλάμε για καμία Μπάγερν σε παρακμή το 2007. Ήταν μια μηχανή που μόλις ενέτασσε τη νέα γενιά στο ήδη έμπειρο ρόστερ της. Σβαϊνστάιγκερ, Λαμ, Ριμπερί, “έμπαιναν στο κόλπο” δίπλα σε μύθους όπως ο Λούσιο, ο Ζε Ρομπέρτο, ο ίδιος ο Κλόζε, ο τιτάνιος Όλιβερ Καν.
Χρόνο και “χώρο” από τη nouvelle vague σε εκείνη την ομάδα είχε βρει μονάχα ο 17χρονος Κρόος. Μόνο αυτός αισθανόταν και ήταν έτοιμος. Η Μπάγερν κατέκτησε περπατώντας Πρωτάθλημα και Κύπελλο, ο Κρόος ήταν το μεγάλο μυστικό για τα 39 (!) γκολ του Λούκα Τόνι στη σεζόν.
Αυτή η σεζόν, η παρθενική του Κρόος στο ποδόσφαιρο που μετράει, σήμανε και το τέλος του Ρόλαντ στην καριέρα του. Ο Τόνι επέλεξε δικό του γυμναστή, δεν ζήτησε καν από τον πατέρα του να γίνει ο μάνατζέρ του, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Στην οικογένεια δεν υπήρχαν ποτέ συναισθηματισμοί και ο Τόνι ούτως ή άλλως δεν είχε μάθει, δεν είχε “προγραμματιστεί” να λειτουργεί συναισθηματικά. Εκείνον τον καιρό, όταν η μάνα του έκλαιγε, εκείνος της απαντούσε στο τηλέφωνο: «θα σου περάσει, ο χρόνος τα γιατρεύει όλα».
Μοιάζει κυνικό, κενό, ακόμα και σκληρό, πολλοί άνθρωποι ωστόσο λειτουργούν έτσι, όταν είναι προσηλωμένοι στον στόχο. Άγνωστο πότε και εάν θα “βρουν” στην πορεία τις επιλογές τους, πολύ πρώιμο και -ίσως και- επικίνδυνο το ψυχογράφημα του λαβυρίνθου του μυαλού τους.
Στα έργα του σπουδαίου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, συχνά υπάρχει ένα αντικείμενο, ένα φόντο, με σκοπό να “σβήνει” τον ορίζοντα, σα να θέτει όρια στο πεπρωμένο. Όποιος το παρατηρεί, μένει προσηλωμένος στις σκέψεις του, ταξιδεύει πέρα από τη μελαγχολία, την εσωστρέφεια και τον λυρισμό του Γερμανού ζωγράφου.
Είναι σαν “σημάδι” που δίνει τον αχνό, αισιόδοξο τόνο ενός μυστηριώδους και συναρπαστικού ταξιδιού πέρα από τα στενά σύνορα, αυτό, το οποίο μάθαμε να προσδιορίζουμε ως ρομαντισμό.
Ο Φρίντριχ γεννήθηκε κι αυτός στο Γκράιφσβαλντ, όπως και ο Κρόος. Εκείνη την εποχή, το έδαφος ανήκε στη Σουηδική Πομερανία, αλλά η Βαλτική Θάλασσα ήταν η ίδια. βρισκόταν εκεί ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ Κεντρικής Ευρώπης και Σκανδιναβίας.
Μεταίχμιο.
Ο Κρόος γεννήθηκε 4 Ιανουαρίου του 1990, το Γκράιφσβαλντ ήταν ακόμα πόλη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εν αναμονή της ιστορικής επανένωσης με τη Δυτική. Στο μεταίχμιο.
Σε μια νοητή ένωση χρόνου και χώρου, η απόλυτη σύγχρονη πληρότητα τού ποδοσφαιριστή Κρόος, συνοψίζεται στην κομψότητα και την απίθανη ικανότητά του να βρίσκεται στο μεταίχμιο της μεσαίας γραμμής. Είναι η θέση που του άρεσε περισσότερο απ’ όλες από τα μαθητικά του χρόνια, επειδή του έδινε τη δυνατότητα να βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης και να μετέχει όσο το δυνατόν περισσότερο στο παιχνίδι.
Προσπάθησαν να τον πείσουν να παίξει πιο μπροστά, να κάνει το “δεκάρι”, τον “τρεκουαρτίστα”. Για ένα διάστημα τον έπεισαν κιόλας στη Βέρντερ, εκμεταλλευόμενοι τον θαυμασμό του για τον Γιοάν Μικού, τον Γάλλο διεθνή επιτελικό μέσο.
Ο Τόνι, όμως, είχε δική του θεώρηση για το ποδόσφαιρο, δική του ερμηνεία για τον ορίζοντα και τον “ρομαντισμό” της μεσαίας γραμμής. Ήθελε να φαίνεται ένας ποδοσφαιριστής του μέσου όρου. Άλλωστε, τον βοηθούσαν και τα φυσικά προσόντα και η συμπεριφορά του στον αγωνιστικό χώρο.
Δεν ήταν πολύ ψηλός, δεν ήταν πολύ γρήγορος, δεν ήταν πολύ σκληρός ή πολύ τεχνίτης. Ήταν “στον μέσο όρο”.
Τα πραγματικά του εφόδια τα είχε καλά κρυμμένα στον ορίζοντα του καμβά του. Το ταλέντο του ήταν και είναι πολύ ιδιαίτερο, σχεδόν κρυμμένο, σα να θέλει να το διαφυλάξει από τους υπόλοιπους ή να το απευθύνει μονάχα σ’ εκείνους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον το κάνει εκείνος.
Όπως έχει πει και ο Ματίας Ζάμερ, ο τελευταίος Γερμανός που κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα», ο Κρόος δεν μπορεί να κρίνεται μόνο ως ποδοσφαιριστής. Δεν “ποσοτικοποιούνται” τα κριτήρια, όταν μιλάμε για κάτι σαν πνευματικό καθοδηγητή εντός αγωνιστικού χώρου.
Ο Κρόος έχει την ευθύνη να τα βλέπει όλα, πριν τους υπόλοιπους. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ταλέντο του, η ικανότητα να “διαβάζει” όχι μόνο τις φάσεις αλλά και την ψυχοσύνθεση του παιχνιδιού.
Μοιάζει και πιθανόν είναι αδόκιμο, αλλά επί της ουσίας ο Κρόος “ψυχογραφεί” το παιχνίδι, ενόσω εξελίσσεται, αναλύοντας ομαδικές και ατομικές συμπεριφορές συμπαικτών και αντιπάλων.
«Είναι απίθανο πόσο σε ηρεμεί, τον κοιτάζεις και φαίνεται σα να παίζει σε αργή κίνηση, παρόλο που το παιχνίδι μπορεί να έχει φρενήρη ρυθμό» είπε κάποτε ο Λούκα Μόντριτς, επί σειρά ετών συνοδοιπόρος του στη μεσαία γραμμή.
Ο Κρόος δεν φαίνεται ποτέ “νευρικός”, δεν δείχνει να ανεβάζει ποτέ παλμούς, δεν φεύγει από τα “κουτάκια” του αγώνα, όπως τα έχει τοποθετήσει αυτός στο μυαλό του. Δεν έχει άγχος, δεν μεταδίδει άγχος, δεν εκπέμπει άγχος. Είτε πρόκειται για φιλικό αγώνα είτε για Τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Όσο ήταν μικρός, είχε κατηγορηθεί για αυτή του την προσέγγιση στο παιχνίδι. Το κοινό, οι προπονητές, οι συμπαίκτες, θέλουν ένταση, εκρήξεις, κορυφώσεις. Ο Κρόος πάντοτε έπαιζε στο μεταίχμιο της ιδιοφυΐας με τον λήθαργο. Έτσι είχε χαρακτηρίσει το παιχνίδι του ο προπονητής του στη Μπάγερν, Γιούργκεν Κλίνσμαν, το 2008: «lethargisch».
Ο «Κλίνσι» είναι, ίσως, ο μοναδικός άνθρωπος, με τον οποίο ήρθε σε ρήξη ο Κρόος σε όλη του την καριέρα. Τόσο πολύ που ο Κλίνσμαν εισηγήθηκε τον δεκαοκτάμηνο δανεισμό του στη Λεβερκούζεν στο μέσον της σεζόν. «Κάνεις λάθος και θα το καταλάβεις αργότερα». Αυτές ήταν οι μοναδικές ατάκες του Κρόος επί του θέματος.
Πήγε στη Λεβερκούζεν με κίνητρο να αποδείξει όχι ότι αξίζει, αλλά ότι είχε άδικο ο Κλίνσμαν. Είχε μια έξοχη παρουσία, μοίραζε αφειδώς ασίστ, προσαρμόστηκε στις ανάγκες τις ομάδας αγωνιζόμενος και ως “εσωτερικός” μέσος, άσχετα αν πάντοτε κατέληγε στο κέντρο να διευθύνει τα πάντα.
Ντεμπούτο στην Εθνική έκανε στα 20, στην έδρα της Μπάγερν, τη μοναδική σεζόν, κατά την οποία έπαιξε δανεικός στη Λεβερκούζεν. Και, μάλιστα, ήταν ένα ματς κόντρα στην Αργεντινή, την ίδια ομάδα, την οποία κέρδισε η Γερμανία στον Τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βραζιλίας και έφτασε στον πολυπόθητο τίτλο. Πλέον είχαν πειστεί και όσοι είχαν αμυδρές αμφιβολίες.
Επιστρέφοντας στο Μόναχο, ο Ρουμενίγκε τον κάλεσε αμέσως στα γραφεία και έκανε επέκταση στο συμβόλαιό του. «Έκανα λάθος και υπέγραψα» (!) εξηγεί ο Κρόος στο ντοκιμαντέρ του το 2019. «Στη Μπάγερν δεν είχαν πραγματικά αναγνωρίσει το μέγεθος της σημασίας να ηγούμαι της μεσαίας γραμμής». Λόγια σκληρά, σχεδόν “πολιτικού” χαρακτήρα.
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν βρήκε το feeling με την Μπάγερν. Τον υπολόγιζαν, όχι όμως στα μεγέθη, στα οποία ήθελε ο ίδιος. Ολόκληρος ο οργανισμός δεν τον αντιμετώπισε ποτέ σαν κάτι ξεχωριστό, δεν φρόντισε να καταλάβει την κοσμοθεωρία του και την εντελώς δική του θεώρηση των ποδοσφαιρικών πραγμάτων.
Δεν βοήθησε και ο ίδιος να “δεθεί” με τον οργανισμό. Στον Τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ του 2012, επέλεξε να μην εκτελέσει πέναλτι, παρόλο που του ζητήθηκε. Του το κράτησαν, πιθανόν και δικαίως. Ο Πρόεδρος της Μπάγερν, Ούλι Χένες, ο οποίος από τέτοιες καταστάσεις ξέρει καλά, έχοντας χάσει το κρίσιμο πέναλτι στον Τελικό του Euro του 1976, του το κρατάει ακόμα.
Σε όλη τη “δεύτερη” θητεία στη Μπάγερν, υπήρχε αυτός ο προβληματισμός τού «ταιριάζει-δεν ταιριάζει» στη φιλοσοφία της Μπάγερν. Όχι τόσο ποδοσφαιρικά, όσο ως γενικότερη ένταξη στον οργανισμό. Πήρε τρόπαια, συμμετείχε στις μεγάλες νίκες, ολοκληρώθηκε ως ποδοσφαιριστής, αλλά κάτι έλειπε.
Φάνηκε να το βρίσκει με τον μοναδικό προπονητή, ο οποίος τον κατάλαβε στην ολότητά του, τον Γκουαρντιόλα. Με την καίρια επισήμανση ότι ούτε ο Γκουαρντιόλα έγινε ποτέ αποδεκτός από αυτό που λέμε οργανισμός και φιλοσοφία Μπάγερν!
Ο Πεπ τον καθιέρωσε στην καρδιά της μεσαίας γραμμής, φροντίζοντας να έχει έναν πιο αμυντικογενή δίπλα του, για να έχει ο Τόνι την απόλυτη ελευθερία εμπνεύσεων και κινήσεων. Τότε, έγινε ο απόλυτος, ο καθαρός, ο πιο ψύχραιμος μέσος, τον οποίον είδαμε ποτέ να πατάει χορτάρι.
Ήταν 25 χρονών και συμπεριφερόταν σαν βετεράνος, σαν την πιο παλιά καραβάνα ανάμεσα σε “γερουσιαστές” και μεγαθήρια. Αθόρυβος και “χειρουργικός” στον αγωνιστικό χώρο, σαν αφανής ήρωας προεκλογικής καμπάνιας. Κομβικής σημασίας για το αποτέλεσμα, αλλά μακριά από τα φώτα κατ’ επιλογήν.
Ίδια συμπεριφορά τηρεί και στην ιδιωτική του ζωή. Μια “μηχανική εσωστρέφεια”, σαν είναι τέτοιο το καλούπι του, παρόλο που δεν υπήρχε ανάλογο οικογενειακό πρότυπο, όπως διαβεβαιώνει η μητέρα του.
Ο μοναδικός άνθρωπος που τον περιγράφει ως «συναισθηματικό» είναι η γυναίκα του, η Τζέσικα.
Τον γνωρίζει πολλά χρόνια η Τζες, εκείνος ήταν 18 κι εκείνη 20. Αλλά και η σύζυγος δεν είναι αυτό, το οποίο αποκαλούμε «τυπική σύζυγος ποδοσφαιριστή». Δεν είχαν ξαναδεί στη Μαδρίτη “WAG” επί τέσσερα χρόνια να μην εμφανίζεται στο κέντρο, να απέχει από αυτό που λέμε «κοσμική ζωή».
Το σπίτι, η ιδιωτικότητα του Κρόος, είναι η ασπίδα του, η τάφρος γύρω από το κάστρο με το τρεχούμενο νερό, το οποίο τον ανανεώνει.
«Επιστρέφει από τους αγώνες -από οποιονδήποτε αγώνα- και τον αφήνει στην εξώπορτα. Για τη δουλειά του δεν θα μιλήσει ποτέ, είναι σα να πατάει διακόπτη». Τα λόγια της Τζέσικα καταδεικνύουν μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του Κρόος, της προσέγγισής του στην πραγματικότητα ενός ποδοσφαιριστή-σταρ, στο υψηλότερο των επιπέδων.
Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «σχετικός άπολις», δεν έχει πολιτεία, ιθαγένεια, υπηκοότητα. Έχει χτίσει στον νου του ένα σπίτι, μια “πατρίδα”, η οποία είναι μόνο η οικογένειά του, η Τζέσικα και τα τρία τους παιδιά.
Από το 2015 έχει ιδρύσει αθόρυβα και την «Toni Kroos Stiftung», μια οργάνωση που βοηθάει μικρά παιδιά που υποφέρουν από βαρείες ασθένειες. Το έκανε, γιατί αισθάνεται τυχερός και ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στην κοινωνία ένα κομμάτι από αυτά, τα οποία του χαρίστηκαν απλόχερα.
Ανανέωσε με τη Ρεάλ Μαδρίτης προσδιορίζοντας ο ίδιος τη λήξη της συνεργασίας. Υπολόγισε ακόμα και το χρονικό σημείο, οπότε θα σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν πολύ νωρίς, καθώς οι ποδοσφαιριστές άνω των 30 πάντοτε προσπαθούν να επιμηκύνουν την καριέρα τους εξασφαλίζοντας “τιμητικά” ή πλουσιοπάροχα συμβόλαια σε άλλες αγορές.
Δεν έχει τέτοιους προβληματισμούς ο Κρόος, δεν θα μπορούσε να έχει, όταν στο παλμαρέ του φιγουράρει η κατάκτηση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, τεσσάρων (!) Τσάμπιονς Λιγκ και ισάριθμων Πρωταθλημάτων.
Είναι -αθόρυβα- ο πιο επιτυχημένος Γερμανός όλων των εποχών, έχει κατακτήσει τα πάντα και δεν τον ενδιαφέρουν καν τα προσωπικά ρεκόρ.
Δεν έχει καν την επιθυμία να μείνει στον χώρο, δεν είναι στα σχέδιά του να γίνει προπονητής.
Ναι, το έχει σκεφτεί και το έχει εξωτερικεύσει ακόμα και αυτό. Δεν αντέχει τους ίδιους ρυθμούς ζωής, δεν θεωρεί τα ταξίδια, την προπόνηση και τις αλλαγές περιβάλλοντος “κανονικότητα”.
Όλοι κυνηγούν τα φώτα, κάνουν όνειρα για μια καριέρα σαν τη δική του και με κάθε τρόπο προσπαθούν να την πλησιάσουν, να την κάνουν να διαρκέσει για πάντα.
Ο Κρόος γνωρίζει ότι στην κορυφή φτάνει ένας ποδοσφαιριστής μόνο με πολλή και σκληρή δουλειά. Τον ενοχλεί, όταν το κοινό, τα Media, ο κόσμος του ποδοσφαίρου, κρίνουν μόνο με βάση την επίδοση στον αγωνιστικό χώρο και αφήνουν κατά μέρος ή συγχωρούν τον άνθρωπο.
Είναι περίπου βέβαιο ότι πολλούς από τους συμπαίκτες του σχεδόν τους οικτίρει για τις επιλογές εκτός γηπέδου. Για την επίδειξη πλούτου, τις στυλιστικές επιλογές, τον κόσμο και τις γυναίκες που τους περιβάλλουν. Όλη του η πολιτεία, όλη του η διαδρομή προσδιορίζεται από αυτές τις αντιφάσεις, αυτό το αόρατο “ασυμβίβαστο” κόσμου και πράξεων.
Πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν τέτοιοι άνθρωποι, σχεδόν αδύνατον να γίνει αντιληπτό προς τα πού γέρνει η συμπεριφορά τους, πότε είναι δομημένη και θεμελιωμένη στάση ζωής και πότε εκ του ασφαλούς προσέγγιση.
Εάν ο Κρόος έχει πράγματι βρει αυτή την πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ ποδοσφαιριστή και ανθρώπου, είναι ο πρώτος που κατόρθωσε να ζει μονίμως στο μεταίχμιο, έχοντας επίγνωση τού τι ήταν, τι είναι και τι πρόκειται να γίνει, πρώτα ως ποδοσφαιριστής και κατόπιν ως άνθρωπος.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro