Γεννήθηκα στην Πειραϊκή, στην Καλλίπολη, το μοναδικό αγόρι σε μία οικογένεια με έξι παιδιά.
Ήταν εύκολο, γιατί μπορούσα να την… κοπανήσω, αφού οι γονείς ασχολούνταν περισσότερο με τα πέντε κορίτσια.
Γυρνούσα και ήξερα πως η τιμωρία ήταν δεδομένη, γιατί τότε δεν σε άφηναν εύκολα να παίξεις έξω. Αν και όλοι έξω ήμασταν!
Το μπάσκετ έγινε μεν η ζωή μου, όμως μικρός έπαιζα μόνο ποδόσφαιρο. Έλεγαν, μάλιστα, ότι είμαι το ταλέντο του Πειραιά και άρχισα να παίζω στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού.
Στον Άγιο Νείλο, κοντά πέντε στενά από το σπίτι, έμενε ο Γιώργος Δεληκάρης. Πηγαίναμε και τον βλέπαμε στου «Καμπά», κάτω από το κλειστό του «Σαλπέα», όπου ήταν μία μεγάλη αλάνα που έκανε προπόνηση ο Αργοναύτης και περιμέναμε όλοι οι πιτσιρικάδες να τελειώσουν για να παίξουμε και εμείς.
Ο Δεληκάρης άνηκε στον Αργοναύτη, εκεί ερχόταν και ο Άνθιμος Καψής, που έπαιζε στο Κερατσίνι. Βλέπαμε τον Δεληκάρη και λέγαμε ότι όλη η ζωή μας είναι εκεί.
Ακόμη και όταν πήγα στον Φοίνικα Πειραιά, για να δοκιμάσω στο μπάσκετ, στο γήπεδο αρχικά παίζαμε ποδόσφαιρο πέντε εναντίον πέντε, από το 1965.
Μέχρι το 1972 έπαιζα ποδόσφαιρο, με τιμωρίες πάντα από τον πατέρα, γιατί επικρατούσε η εντύπωση ότι με το ποδόσφαιρο άφηνες τα μαθήματα πίσω. Με δοκίμασε ο Πανιώνιος, όμως έκανα δελτίο στον Ολυμπιακό, αλλά μόνο για λίγο.
Μάλλον επειδή… πλαστογράφησα την υπογραφή του πατέρα μου, ο οποίος δεν με άφηνε να παίξω. Βρέθηκα τιμωρία για άλλη μια φορά. Εκείνη τη φορά, όμως… μία εβδομάδα στο υπόγειο!
Στη Β΄ Γυμνασίου ήμουν αλάνι. Μαζί με τον αδελφικό φίλο και γείτονα, ένα από τους μετέπειτα καλύτερους πολίστες της Ευρώπης, τον Αντώνη Αρώνη, κάναμε όλο αταξίες!
Στο σχολείο, πάντως, στο Πρότυπο Ζάννειο Πειραματικό Γυμνάσιο, οι γυμναστές με δοκίμαζαν σε όλα. Ποδόσφαιρο, στίβο, μπάσκετ, μέχρι και… ενόργανη.
Συμμαθητής μας ήταν ο Γιώργος Κατσαφάδος, ανιψιός του σέντερ του Ολυμπιακού, Μάκη Κατσαφάδου και μας έκανε πλάκα… «Έλα, ρε, ποδόσφαιρο παίζετε;». Δειλά-δειλά, μετά το ποδόσφαιρο, αρχίσαμε να παίζουμε και μπάσκετ.
Μου άρεσε, κόλλησα και κάθε μέρα, στις 7 το πρωί, ήμουν εκεί, μία ώρα πριν από το κουδούνι και παίζαμε με τον γυμναστή μας, τον Γιάννη Μπανάκα, που γύμναζε και την ομάδα ποδοσφαίρου του Παναθηναϊκού, αλλά ήταν και εκπληκτικός μπασκετμπολίστας!
Δυο τετράγωνα απόσταση έμενε ο κολλητός συμμαθητής μου, κάναμε κοπάνα από τα αγγλικά για να πάμε να χαζέψουμε αγώνες μπάσκετ του Φοίνικα, στην Πειραϊκή. Στον Φοίνικα ήταν προπονητής ο σπουδαίος παίκτης του Ολυμπιακού, Θόδωρος Βαμβακούσης.
Υπήρχαν αγώνες που οι αντίπαλοι έρχονταν με πούλμαν, αλλά έφευγαν με το λεωφορείο της γραμμής, γιατί το πούλμαν κατέληγε σπασμένο! Τρίτωνας, Τυφώνας, Παγκράτι με τον Αντώνη Λάνθιμο (πατέρα του σκηνοθέτη, Γιώργου Λάνθιμου), Αρίωνας, Γλυφάδα, Παλαιό Φάληρο ήταν αντίπαλοι σε ματς με πολλή ένταση.
Θυμάμαι κάποια Solex, τα μοτοποδήλατα της εποχής, (των διαιτητών Μπισιώτη και Μουζακιώτη) το ένα κρεμασμένο στο δέντρο και το άλλο πεταμένο στη θάλασσα! Πολύ ξύλο…
Απέναντι μου ακριβώς έμενε ο μετέπειτα κουμπάρος μου, Αντώνης Λιβανός, που έπαιζε οργανωμένα μπάσκετ στον Φοίνικα.
Σε ανοικτά γήπεδα, με βροχή, με επτά μποφόρ, σούταραν από το κέντρο και τα έβαζαν! Ο Αντώνης σκόραρε σε κάθε ματς 40 πόντους και με πήρε μαζί του, το 1972 , ελπίζοντας να βρω ένα μέρος να ξεδίνω… Ήταν η πρώτη φορά που ο Φοίνικας δημιούργησε τμήμα «μίνι».
Ήμουν τυχερός γιατί έπεσα στο μεταίχμιο του μπάσκετ, από τους μαθουσάλες, τους «Κολοκοτρωναίους» που λέγαμε. Η γενιά μας έπαιξε και μαζί τους αλλά και με την επόμενη φουρνιά.
Παίζαμε με παπούτσια «Ελβιέλα», σε άσφαλτο… γλιστρούσες, μάτωνες, αλλά συνέχιζες να παίζεις, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Στο ιστορικό ανοικτό γήπεδο της Πειραϊκής -δίπλα ακριβώς στο κύμα- τα φώτα κρέμονταν με… καλώδιο από τις τέσσερις κολώνες!!! Με μία πάσα αιφνιδιασμού έσπαγαν οι λάμπες, μαζεύαμε τα γυαλιά, βάζοντας τα γέλια, και συνεχίζαμε την προπόνηση.
Όλη μέρα εκεί, τελείωνε το μπάσκετ, μετά ποδόσφαιρο και μετά… βουτιά στη θάλασσα! Η ζωή μας όλη.
Έκανα έξι μήνες προπόνηση με το παιδικό, με προώθησαν αμέσως στο εφηβικό (τότε δεν υπήρχαν πολλά παιδιά) και το 1973, σε ηλικία 13 ετών, με έβαλαν και στην πρώτη ομάδα, στη Β΄ Κέντρου.
Εκείνη τη χρονιά έφυγε ο Βαμβακούσης και ήρθε κόουτς ο Γιάννης Μαργέτης, προπονητής επίσης της Γεωργίας Τρίμη, η οποία είχε πετύχει πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος, ως αθλήτρια του Πανιωνίου.
Δεν χαμπάριαζε από μεγάλους και σε ένα εκτός έδρας ματς, ο ένας παίκτης μας ήταν στην Ιταλία για σπουδές, ο Λιβανός ήταν στα Γιάννενα για να δώσει μάθημα στο Φυσικομαθηματικό, και με πήρε στη δεκάδα.
Παίζαμε με τον Πανελευσινιακό, σε ένα ανοικτό γήπεδο πίσω από αυτό του ποδοσφαίρου.
Ο κόσμος έχει ανέβει στις εξέδρες και πετούσε πέτρες. Διαιτητής ήταν ο μετέπειτα γνωστός ρέφερι, Θόδωρος Βιδάλης, ο οποίος σφύριξε φάουλ υπέρ μου στα πέντε δευτερόλεπτα για τη λήξη, με ισόπαλο σκορ… Ο Βιδάλης ήρθε δίπλα μου και μου είπε «δεν πιστεύω να φοβάσαι, μικρέ;». Του απαντώ «εγώ;». Πέτυχα τις βολές, νικήσαμε και φύγαμε!
Με είχαν διαλέξει στην Προ-Εθνική Παίδων, στην οποία πήγα στο βοηθητικό στο Στάδιο Καραϊσκάκη και «τους έριχνα δύο γήπεδα» σε ταχύτητα και τεχνική. Ο Μαργέτης μάς μάθαινε τα πάντα, μέχρι και αριστερό λέι απ (τότε, κάτι σπουδαίο) για δεξιόχειρες.
Από τα 20 άτομα της προεπιλογής, θα επέλεγαν δέκα από την Αθήνα και άλλα τόσα από τη Θεσσαλονίκη, για το Βαλκανικό πρωτάθλημα.
Προπονητές ήταν ο Βαγγέλης Νικητόπουλος και ο Απόστολος Κόντος.
Ήρθαν με ένα ντοσιέ. Θυμάμαι την ιστορία και την έχω πει στον Κόντο, ο οποίος στη συνέχεια διετέλεσε τρεις φορές προπονητής στον Μίλωνα και ήμουν και παίκτης του και βοηθός του στην Α2.
Τα δέκα άτομα που επρόκειτο να επιλέξουν ήταν ήδη… έτοιμα. Από αυτή τη φουρνιά ήταν ο Λάκης Περτέσης και ο Λιβέρης Ανδρίτσος.
Το έχω σαν παράπονο, γιατί την παραμονή της τελικής επιλογής είχαμε κερδίσει ένα μεγάλο όνομα για το Κύπελλο Ελλάδας, τη Νηαρ Ηστ μέσα στον Φοίνικα και μου έκαναν πλάκα όλα τα παιδιά… Τα είχα πάει περίφημα. Όταν είπα στον Κόντο την ιστορία, μου απάντησε:«Πώς τα θυμάσαι όλα αυτά ρε μπαγάσα;».
Στη συνέχεια προπονητής του Φοίνικα ανέλαβε ο Γιάννης Νάνος, μέχρι το 1977, που έδωσα εξετάσεις για τη Γυμναστική Ακαδημία.
Ο Νάνος έπαιζε τότε στον Εθνικό Πειραιώς με προπονητή τον Μιχάλη Γιαννουζάκο, παίκτη της ΑΕΚ. Τότε, πολλοί αθλητές ήταν κόουτς σε ομάδες.
Άρχισαν τα μπαράζ για την Α΄ Εθνική, με Μαρούσι (των Δαρίβα-Φωσσέ), Απόλλωνα Πατρών (με Πετρόπουλο-Ζούρα), Εθνικό (των Μπρούστα-Κροκόδειλου) και Ιωνικό Νικαίας (με Γιαννάκη-Μπολάτογλου-Μπενετάτο), που είχε προπονητή τον Χρήστο Ιορδανίδη, που ήταν και στις εθνικές ομάδες.
Αρχίσαμε να βλέπουμε ομάδες σε πιο υψηλό επίπεδο, βγαίναμε σιγά σιγά από το καβούκι μας.Το πρόγραμμα ήταν ήδη έτοιμο! Πηγαίναμε και βλέπαμε Εθνικό και μετά τον Γιαννουζάκο, με την ΑΕΚ.
Τότε τα ματς ήταν στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, μιας και δεν υπήρχε άλλο κλειστό, εκτός από την Αμερικανική Βάση, και κάθε Σαββατοκύριακο διεξάγονταν εκεί τρία-τέσσερα παιχνίδια.
Ήταν έδρα του Πανελλήνιου, του Σπόρτιγκ και της ΑΕΚ. Εκεί άρχισε το σαράκι της διάκρισης να μας «τρώει»…
Εκείνη την εποχή ήμασταν τοπικοί ήρωες, γιατί στα ματς των μικρών είχαμε 1.000 άτομα στην «εξέδρα», στα βράχια, και έκλεινε ο παραλιακός δρόμος!
Η γειτονιά, τότε, είχε άλλη δυναμική, όπως έγινε στην πορεία με την επαρχία. Οι αγώνες μας ήταν το γεγονός της Κυριακής, μετά την Εκκλησία. Στις 10.00π.μ. το παιδικό, στις 11.30 το εφηβικό, με γεμάτα τα γήπεδα.
Υπήρχαν και πολλοί άλλοι σύλλογοι που ιδρύθηκαν από παράγοντες ίδιων ομάδων, όπως συνέβη και με τον Πορφύρα, από μέλη του Φοίνικα και με τον Θεμιστοκλή, από τον Εθνικό.
Στις εφηβικές μέρες μου δεν υπήρχαν τόσο όνειρα για καριέρα. Είχαμε μέσα μας την τρέλα του αθλητισμού… Να παίξουμε, να το χαρούμε.
Ο γονείς δεν ήξεραν τίποτα για τις διαδικασίες.
Εμείς ήμασταν «βλέποντας και κάνοντας». Παρακολουθούσαμε στίβο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στις ασπρόμαυρες μικρές τηλεοράσεις και την επόμενη μέρα, βρίσκαμε ένα σχοινί, το κρατούσαν δύο άτομα και οι υπόλοιποι κάναμε άλμα εις ύψος.
Ανοίγαμε κεφάλια αλλά δεν το λέγαμε στους γονείς μας. Ο αθλητισμός ήταν τότε στα σπάργανα.
Τότε, με μία μπάλα παίζαμε 30 άτομα, με ένα κορδόνι παίζαμε βόλεϊ και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, ευτυχισμένοι. Στην κατασκήνωση, στο Μεγάλο Πεύκο, δίχως ρεύμα και μόνο με ένα μπουκάλι νερό πάνω μας, σκάβαμε και κάναμε μήκος.
Στο σπίτι βάζαμε τσιμέντο σε τενεκέδες «Φυτίνη», τους οποίους κλέβαμε από τα μπακάλικα, και τους ενώναμε με μία σωλήνα για να κάνουμε βάρη!
Στη Γυμναστική Ακαδημία μάς έδειχναν σε βίντεο Τζούλιους Έρβινγκ και Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ και τρελαινόμασταν!
Στον Φοίνικα Πειραιά επιβεβαιώθηκε το «τρώγοντας έρχεται η όρεξη». Ήρθε το 1977 ο Κίμων Αγάθος, ο οποίος προτιμούσε τα απλά πράγματα και άλλαξαν τα πάντα.
Αν αυτοί οι απίστευτοι άνθρωποι είχαν τις δυνατότητες τότε να είναι επιστημονικά καταρτισμένοι όπως σήμερα, θα ήταν καταπληκτικοί κόουτς.
Ο Φοίνικας ανέβηκε τρεις κατηγορίες σε τρεις χρονιές, πολύ πριν το πετύχουν ο Παπάγου ή οι Αμπελόκηποι και από Γ΄ Κέντρου φτάσαμε στη Β΄ Εθνική, τη σημερινή Α2, το 1978! Ήταν η πρώτη «μικρή» ομάδα που «έσπασε» τα σύνορα της γειτονιάς. Μιλούσαν όλοι για εμάς.
Εκτός από τη γειτονιά, τότε και η φανέλα σήμαινε κάτι άλλο, αν και οι ομάδες δεν σου επέτρεπαν εύκολα να αποχωρήσεις. Υπήρχε ο όρος να μένεις σε έναν σύλλογο για 12 χρόνια, εκτός αν άλλη ομάδα πρόσφερε χρήματα.
Το 1977 ήρθε ο Ολυμπιακός και με ζήτησε από τον Φοίνικα, ψάχνοντας έναν δεύτερο γκαρντ, πίσω από τον Πολ Μελίνι.
Τα δύο σωματεία είχαν σχέσεις και δεσμούς, αφού το συμβούλιο του Φοίνικα ήταν στο λιμάνι, όμως δεν με παραχώρησαν. Δεν μου είπαν ποτέ, τότε, για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού.
Ήμασταν, όμως μία παρέα, διασκεδάζαμε και συνεχίζαμε.
Μας παραχωρούσαν το Παπαστράτειο για προπόνηση, αλλά μόνο στις 2 το μεσημέρι. Έφευγα από την ΕΑΣΑ για να προλάβω την προπόνηση.
Υπήρχε τότε αυτή η απίστευτη μυρωδιά από τα χυτήρια, τα εργοστάσια, και δεν γινόταν να μπούμε πιο αργά διότι είχαν, δικαιωματικά, προπονήσεις ο Εθνικός και ο Ολυμπιακός, που ήταν σε μεγαλύτερες κατηγορίες ..
Τη σεζόν 1977-78 στην Α΄ ΕΣΚΑ , με ομαδάρες της εποχής, όπως Πειραϊκός, Αιγάλεω, Τρίτωνας, Τυφώνας, την τελευταία αγωνιστική ισοβαθμήσαμε στην 2ηθέση με το Παλαιό Φάληρο, με πρώτο τον Μίλωνα.
Το θρυλικό μπαράζ αναβλήθηκε για έναν μήνα, καθώς προπονητής του Φαλήρου ήταν ο Στιβ Γιατζόλου, που ήταν στην Ολλανδία με την Εθνική για το τσάλεντζ ράουντ.
Στο διάστημα αυτό, αποχώρησε ο Αγάθος και ήρθε για το μπαράζ ο Μάκης Ποτόσογλου για να βοηθήσει, ενώ ήταν κόουτς του Πειραϊκού. Το μεγαλείο του αθλητισμού! Τότε έτσι λειτουργούσαν οι ομάδες. Πρώτα ήταν η γειτονιά, πρώτα ήταν οι παρέες. Τώρα αυτά είναι αδιανόητα…
Σήμερα βλέπεις παίκτες στο ΝΒΑ, αντίπαλοι σε Τελικούς, να κάνουν τα καλοκαίρια προπόνηση μαζί. Έχουν αλλάξει πολλά.
Τις γιορτές το Παπαστράτειο ήταν κλειστό και έπαιρνα τηλέφωνο τους συμπαίκτες μου και με ένα μπουκάλι γάλα στο χέρι τρέχαμε μέσα στο χιονόνερο από τον Φοίνικα ως τη λέσχη του Ολυμπιακού και την Πλατεία Αλεξάνδρας.
Ερχόταν ο έφορός μας, ο Τάκης Καρυδάκης, από τους παλαίμαχους παράγοντες του Φοίνικα -και συνδετικός κρίκος της ΧΑΝ Νικαίας των Βύρωνα Κρίθαρη, Στέλιου Αμερικάνου και Δαμιανού Χατζηκόκκινου- και μας ακολουθούσε στο τρέξιμο.
«Αποκλείεται να μην ανεβεί αυτή η ομάδα», φώναζε ο Καρυδάκης, ο οποίος ήταν σαν δεύτερος πατέρας μας.
Στο μπαράζ με το Παλαιό Φάληρο, το 1979, στο κλειστό του Σπόρτιγκ, ο Μάκης Ποτόσογλου έβαλε τις βάσεις για αρχές άμυνας.
Πέντε λεπτά πριν από το τέλος χάναμε με 15 πόντους διαφορά, αλλά νικήσαμε με 66-65!
Συνεχίσαμε στα μπαράζ της επαρχίας, στην Πάτρα, με Ρόδο, Ε.Α Πατρών και ΑΓΣ Ιωαννίνων με τον μετέπειτα φόργουορντ του Άρη και πρωταθλητή Ευρώπης το 1987, Νίκο Φιλίππου.
Ήμουν στο νοσοκομείο με υπερκόπωση. Στο πρώτο ματς δεν έπαιξα και χάσαμε από τα Γιάννενα. Έμεινα πάλι εκτός με τη Ρόδο, αλλά νικήσαμε εύκολα και πήγαμε στον «τελικό» με την ΕΑΠ.
Αγωνίστηκα, και με αυτή τη νίκη, αν και μας είχαν ξεγραμμένους, ανεβήκαμε στη Β΄ Εθνική!
Στη Β΄ Εθνική, δίχως μετεγγραφές και με κόουτς τον Θύμιο Φιλίππου, σχεδόν μεγαλουργήσαμε και τερματίσαμε 4οι, νικώντας και τον Έσπερο Καλλιθέας του Λιβέρη Ανδρίτσου, ο οποίος ανέβηκε τότε στην Α΄ Εθνική.
Αντιμετωπίσαμε Περιστέρι, Παγκράτι, Ηλυσιακό. Ομαδάρες με απίστευτα ρόστερ! Στο Περιστέρι έπαιζαν ο νυν πρόεδρος Φίλιππος Κώτσης, οι Σβεντζούρης, Παύλος Αραποστάθης και ο Γιώργος Αγιασωτέλης, που στην πορεία έπαιξε στην ΑΕΚ. Ο Αργύρης Πεδουλάκης ήταν ακόμη μικρός.
Εμείς στη Β΄ Εθνική ταξιδεύαμε σε Γιάννενα και Πάτρα οδικώς, αυθημερόν και ζητήσαμε να αναβαθμιστεί λίγο η ομάδα.
Δεν μιλούσαμε για χρήματα ή οδοιπορικά, αλλά για μία πορτοκαλάδα, μία διανυκτέρευση. Κάποιοι παράγοντες μάς είπαν χαρακτηριστικά πως «δεν γίνεται να στερηθεί το παιδί μου το παστίτσιο του για εσάς». Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση…
Τη δεύτερη σεζόν στη Β΄ Εθνική (1980-81) κάναμε μία αξιοπρεπέστατη σεζόν, αλλά πέσαμε κατηγορία. Τότε, κάποιοι, σκεφτήκαμε για πρώτη φορά να φύγουμε από τον Φοίνικα.
Αυτή η απίστευτη μπασκετική παρέα που σημάδεψε την ζωή μας άρχισε να σπάει… Δεν χάθηκε όμως ποτέ.
Ακόμα και σήμερα είναι οι φίλοι μας, η περιουσία μας. Βλεπόμαστε αρκετά συχνά και θυμόμαστε αυτά τα όμορφα, τα καλύτερα μας χρόνια.
Αναμνήσεις μαζί με τους Αντώνη Λιβανό, Κώστα Καμπάση, Μίμη Παναγόπουλο, Βαγγέλη Θεοδοσίου, Γιάννη Ροδίτη, Μιχάλη Συριανό, Γιάννη Ευθυμίου, Ηλία Γκιάκο, Στάθη Δακουτρό, Βασίλη Σκουρλή, Σωτήρη Αναγνώστου, Λάμπρο Φύκαρη, Άρη Βράκα.
Το καλοκαίρι του 1981 ήταν η εποχή των μετακινήσεων, των μετεγγραφών.
Ο Ανδρέας Πολέμης, αγαπημένος αντίπαλος, φίλος και συμμαθητής με τον οποίο ξεκινήσαμε μαζί την πορεία μας στο άθλημα, πήρε μετεγγραφή από τον Πορφύρα (Α΄ Κέντρου) στον Σπόρτιγκ, αντί 500.000 δραχμών.
Ήμασταν και οι δύο τα ταλέντα της Πειραϊκής. Μάλιστα, έπαιζε και εκείνος ποδόσφαιρο.
Στη δεύτερη χρονιά μας στη Β΄ Εθνική αντιμετωπίσαμε τον Πανιώνιο, ο οποίος είχε υποβιβαστεί για πρώτη φορά.
Ομάδα με Κώστα Μίσσα, Μάκη Δενδρινό, τους Μίλτο Λαζαρίδη, Φωτεινό και προπονητή τον καθηγητή μας στην Γυμναστική Ακαδημία, Λάκη Αναστασιάδη.
Έφορος στον Πανιώνιο ήταν ο Παύλος Κορκίδης και ο μακαρίτης ο Ανδρέας Βαρίκας.
Στο κλειστό της Αρτάκης είχα σκοράρει 36 πόντους, αλλά ο Μίσσας είχε πετύχει 44! Ο Κώστας με κυνηγούσε σε όλο το γήπεδο και του φώναζα «δεν πρόκειται να μου πάρεις τη μπάλα»! Μετά το ματς έρχεται ο Κορκίδης και μου λέει ότι «σε θέλουμε στην ομάδα μας».
Τότε δεν με ενδιέφερε μία μετεγγραφή, αλλά μόνο το παιχνίδι. Μου άρεσε το μπάσκετ και μου αρκούσε να παίζω. Γι’ αυτό και αγωνίστηκα μόνο σε τρεις ομάδες.
Περίμενα τον Πανιώνιο, αλλά το καλοκαίρι μού τηλεφώνησε ο Κορκίδης και μου ζήτησε συγγνώμη, επειδή είχαν αποφασίσει να προωθήσουν μερικά παιδιά από το εφηβικό, όπως τον Θανάση Κωνσταντώνη, ενώ είχαν αποκτήσει και τον Φωσσέ από το Μαρούσι.
Ο Κορκίδης με ρώτησε αν θέλω να μιλήσει στον Μίλωνα, στον οποίο, με αντίπαλο κόουτς τον Κώστα Μουρούζη, είχα πετύχει 30 πόντους.
Συμπαίκτης μου στον Φοίνικα ήταν και ο Μίμης Παναγόπουλος, ο «αγαπημένος Νονός μας», που αργότερα ασχολήθηκε με χώρους διασκέδασης και εστίασης στον Πειραιά και όχι μόνο.
Εκείνος είχε τη βλέψη, την τρέλα, να φύγει και στο τμήμα του στη Γυμναστική Ακαδημία είχε συμφοιτητή τον Κώστα Μπατή, που τότε αγωνιζόταν στον Μίλωνα. Ο Μπατής τού είχε πει ότι θα τον πάρει μαζί του, όμως δεν είχε γίνει κάτι μέχρι την τελευταία ημέρα των μετεγγραφών.
Εγώ, στον κόσμο μου… Αφού δεν θα πήγαινα στον Πανιώνιο, θα έμενα στην Καλλίπολη και θα έπαιζα πάλι στον Φοίνικα.
Μου τηλεφωνεί ο Παναγόπουλος και επειδή είχε χαλάσει η μοτοσικλέτα του, μου ζήτησε να τον πάω στα γραφεία του Μίλωνα.
Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν απ’ έξω 50 άτομα και ο πρόεδρος, ο Τέλης Κουταλάκης, τρελαμένος… Είχαν κλείσει τον Μάκη Κατσαφάδο.
Εγώ περίμενα τον Μίμη. Βγαίνει ο Κουταλάκης και όταν με είδε με ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ;». Όταν του είπα τον λόγο που ήμουν εκεί, μου απάντησε «εσένα σε δίνει ο Φοίνικας;»…
«Πού να ξέρω, πρόεδρε;», ήταν η δική μου απόκριση.
Κλείδωσε τα γραφεία, τους έδιωξε όλους και κατέβηκε στις 8:00 το βράδυ στο λιμάνι, λέγοντάς μου ότι «έχουμε φυλάξει μία θυρίδα για μία τελευταία μετεγγραφή».
Έφτασα στο λιμάνι στις 10:00μ.μ. για να κλείσουμε και περιμένω έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα, στο Ναυτιλιακό γραφείο του Συμιακού.
Βγαίνει έξαλλος ο Κουταλάκης και μου λέει: «Δεν σε δίνουν»…
Από τη στιγμή που ο Πολέμης είχε κοστολογηθεί στις 500.000 δραχμές, ο Φοίνικας ήθελε τα ίδια χρήματα για μένα.
Αρχικά είχαν ζητήσει 450.000. Πολλά λεφτά για την εποχή. Εγώ θα λάμβανα 150.000, ως πριμ μετεγγραφής.
Βγαίνουν από τα γραφεία όλοι τσαντισμένοι, για να φύγουν και αρχίζω και φωνάζω: «Πού πάτε; Γυρίστε πίσω»!
Μπήκαμε πάλι μέσα και χάρισα 50.000 από το δικό μου μπόνους για να τα λάβει ο Φοίνικας και να κλείσει η υπόθεση. Είχα τρελαθεί και ήθελα να φύγω.
Με τις 500.000 δραχμές ο Φοίνικας έφτιαξε όλο το γήπεδο βάζοντας τα κάγκελα που υπάρχουν ακόμη στο γήπεδό του, διότι όταν παίζαμε οι μπάλες έπεφταν συνεχώς στη θάλασσα!
Εκείνα τα 100 χιλιάρικα δεν τα πήρα ποτέ από τον Μίλωνα, γιατί μου έδιναν πέντε-πέντε χιλιάδες, όποτε είχαν, και δεν φτάσαμε ποτέ στο συνολικό ποσό…Το μόνο που ζήτησα ήταν να πάρω 10.000 για να φύγω για διακοπές στη Σάμο.
Η δεκαετία μου στον Μίλωνα, με πρώτο προπονητή τον Κώστα Μουρούζη, μία από τις σπουδαιότερες μορφές του ελληνικού μπάσκετ, μόλις είχε αρχίσει.
Τελικά έφυγε και ο Παναγόπουλος, ο οποίος αντί για τον Μίλωνα, βρέθηκε είκοσι μέρες μετά στην ΑΕΚ, η οποία είχε έδρα στο κλειστό του Ιωνικού Νέας Φιλαδέλφειας, με προπονητή τον Ντέβελι.
Από το 1986 μού έστελνε κασέτες από την Αμερική ο οικογενειακός φίλος και παλαίμαχος γκαρντ του Ολυμπιακού, Τζίμης Μανιάτης, σε εποχές που ακόμη και για δέκα χρόνια αργότερα δεν είχαμε εικόνα από την Αμερική.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 βρίσκαμε περίπτερα που είχαν ξένο Τύπο και αγόραζα το YearBook του Sports Illustrated, με τους 100 καλύτερους σε ΝΒΑ, κολέγια, γυμνάσια και… δημοτικά! Έτσι άρχισα να βλέπω πώς λειτουργεί, κανονικά, το μπάσκετ.
Με τα πρώτα προπονητικά χρήματα που κέρδισα, αγόρασα ειδικό βίντεο (NTSC), που δεχόταν κασέτες από τις Η.Π.Α., διαφορετικές από τις VHS και τις Pal/Secam.
Η ιστορία του Μάικλ Τζόρνταν έγινε γνωστή από το ντοκιμαντέρ «Fly With Me» και τΟ είχα δει πριν από 25 χρόνια.
Πάντως, το ντοκιμαντέρ «The Last Dance», για τους Σικάγο Μπουλς και τον Μάικλ Τζόρνταν δεν με συγκίνησε ακριβώς, γιατί πολλά πράγματα τα γνώριζα.
Ωστόσο, η προβολή του κάνει καλό στον κόσμο γιατί κατανοεί την ουσία του αθλητισμού, του κάθε αθλήματος. Σου δείχνει από πού ξεκινάνε όλα, πού είναι το «κύτταρο» των σπορ.
Στην αγωνιστική μου καριέρα ήμουν πολύ τυχερός με τους προπονητές που συνάντησα, αφού εκτός του Μουρούζη, στον Μίλωνα είχα και τον «Πατριάρχη» Φαίδωνα Ματθαίου!
Θυμάμαι ότι στον Φαίδωνα δάνεισα τέσσερα Sports Illustrated-YearBooks, δεν μου τα επέστρεψε ποτέ και δεν του τα ζήτησα και ποτέ.
Ίσως εγώ να είμαι πολύ μικρός για να μιλήσω για αυτά τα «ιερά τέρατα» του μπάσκετ, τον Ματθαίου, τον Μουρούζη, τον Νίκο Τσοσκούνογλου, τον Μπογατσιώτη, τον Λάκη Τσάβα, τον Αλέκο Κοντοβουνήσιο, τους οποίους εκτιμώ άλλα και «ζηλεύω».
Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, θα έκανα ακριβώς τα ίδια, εκτός από δύο καταστάσεις, που θα τις σκεφτόμουν ακόμα και σήμερα…
Το ένα ήταν η απόρριψη πρότασης για σπουδές στην Αμερική, αμέσως μόλις τελείωσα τη Γυμναστική Ακαδημία, το 1981. Το άλλο, στο πρώτο έτος, το 1977, όταν ο Νίκος Τσοσκούνογλου έψαχνε αθλητές για την Χωροφυλακή, για τη θέση του πλέι μέικερ.
Δεν το σκέφτηκα, γιατί εκεί θα χρειαζόταν να κάνω πέντε χρόνια στη σχολή, ενώ σαν προστάτης, έκανα μόνο έναν χρόνο στον στρατό.
Ίσως να είχα φτιάξει τη ζωή μου αλλιώς, γνωρίζοντας από κοντά τους ήρωες μας, τους μέντορες μας στην Εθνική Ενόπλων, όπως ο Βασίλης Γκούμας, ο Χαϊκάλης, ο Τσοσκούνογλου, που έκαναν το μπάσκετ κομμάτι της ζωής τους. Αυτοί είναι η βάση, η ιστορία του αθλήματος.
Στον Μίλωνα συνάντησα τον Κώστα Μουρούζη, ο οποίος δεν είχε ενεργήσει για τη μετεγγραφή και μάλλον με γνώριζε λίγο.
Καταπληκτικός κόουτς, σε μία ομάδα με Αχιλλέα Μέντζο, Μάκη Κατσαφάδο, Χάρη Παπάζογλου, Πέτρο Πουλίδη , Νίκο Σαραντάκο, Δημήτρη Αποσκίτη, στην οποία βρέθηκα άμεσα βασικός πλέι μέικερ.
Αργότερα, σε μια τυχαία συνάντηση στον «Απότσο», στην Αθήνα, με αγκάλιασε και μου εκμυστηρεύτηκε πολλά… Όμορφος άνθρωπος, με μεγάλη ιστορία.
Τη σεζόν 1981-82 τελειώσαμε τον πρώτο γύρο με τρεις ήττες, αλλά όχι τόσο καλά για το δυναμικό της ομάδας.
Χάσαμε από τον Τρίτωνα και από τον πρωτοπόρο Έσπερο του Ματθαίου, μέσα στο Αρτάκης, με 5 πόντους διαφορά και από Περιστέρι του Χριστόφορου, μέσα στον Μίλωνα…
Εκεί ακριβώς υπήρξε μεγάλη ένταση μεταξύ διοίκησης και τεχνικού τιμ και εμφανίστηκε ο Γιάννης Σγουρός γεμάτος αυτοπεποίθηση, ζητώντας να του δώσουν την πρώτη ομάδα.
Ο Σγουρός, ήταν μεν αντίπαλος μου την προηγούμενη σεζόν, όμως όταν μετακόμισα στον Μίλωνα είχε σταματήσει να αγωνίζεται και ήταν προπονητής παιδικού και εφηβικού.
Όταν, δε, ήμασταν αντίπαλοι, ο Γιάννης μού τραβούσε τις φανέλες και με κλωτσούσε! Όταν συναντηθήκαμε, τα χνώτα μας ταίριαξαν. Αλάνι από τον Πειραιά εγώ, από τη Θεσσαλονίκη εκείνος και γίναμε «ένα».
Πριν από αυτό το ματς του Εσπέρου στο Αρτάκης, στις γιορτές των Χριστουγέννων ταξιδέψαμε στα Σκόπια, για ένα τουρνουά των παιδικό-εφηβικών, που οργάνωσε ο Σγουρός. Με πήραν και μένα γιατί.. μικροέδειχνα!
Εκεί καταλάβαμε πώς λειτουργεί το μπάσκετ στη Γιουγκοσλαβία, Αγώνες με Ραμποντνίτσκι και MTS Σκοπίων, οι οποίες ήταν τότε στην Α2 της χώρας. Απίστευτη εμπειρία, τρομερές πλάκες.
Πρωινή προπόνηση και αγώνα το απόγευμα, με καλεσμένο τον πιτσιρικά τότε ρεπόρτερ Δημήτρη Καρύδα, να μην προλαβαίνει τα δρώμενα!
Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε ξεχωριστή προπόνηση των κοντών και των ψηλών και πάθαμε πλάκα…
Επιστρέψαμε και με κόουτς τον Σγουρό κάναμε έναν δεύτερο γύρο αήττητοι, νικώντας εκτός έδρας το Περιστέρι και τον Έσπερο με 28 πόντους!
Καλύψαμε την ήττα με πέντε πόντους, όμως τότε δεν υπήρχε διαφορά πόντων και αφού ισοβαθμήσαμε στην πρώτη θέση, θα παίζαμε την άνοδο σε αγώνα μπαράζ, πάλι στο κλειστό του Σπόρτιγκ.
Αν νικούσαμε θα άλλαζε όλη η καριέρα μου, με μία άνοδο στην Α΄ Εθνική.
Στο ιστορικό μπαράζ με τον Έσπερο, στο κατάμεστο Σπόρτιγκ, για 38,5 λεπτά ήμασταν μπροστά, όταν ξαφνικά άναψαν καπνογόνα και ντουμάνιασε το γήπεδο!
Έπειτα από διακοπή περίπου 45 λεπτών, θα αρχίζαμε και πάλι. Κάποιοι γνωστοί μου άκουσαν στις ειδήσεις ότι «ο Μίλωνας προηγείται με τέσσερις πόντους διαφορά και κατά πάσα πιθανότητα προβιβάζεται στην Α΄ Εθνική». Δεν έγινε, όμως, κάτι τέτοιο…
Δεν ήταν τότε διαφορές, χωρίς τρίποντο, που καλύπτονταν εύκολα. Επιπλέον, στο Σπόρτιγκ δεν έμπαινε εύκολα «γκολ», αφού χτυπούσε η μπάλα στη στεφάνη και έφτανε ως το κέντρο και πρώτοι ριμπάουντερ ήταν οι κοντοί!
Αρχίζει και πάλι το ματς και ο αντίπαλος, αλλά πια πολύ καλός φίλος μου, Βασίλης Απτόσογλου, μας «κολλάει» τρία σουτ από το κέντρο.
Έχουμε σταματήσει τον Μπακίρογλου, τον συχωρεμένο τον Καρυπίδη, τον Φουστάνο, τον Πανάγο και τον Ανδρίτσο, αλλά χάνουμε με τρεις πόντους διαφορά. Στο πρώτο ημίχρονο είχα 14 πόντους, αλλά στο δεύτερο πέτυχα μόλις έναν…
Από το γήπεδο έφυγα τα μεσάνυχτα. Είχα κάνει μπάνιο και για δύο ώρες δεν έλεγα να φύγω από τα αποδυτήρια.
Έπειτα από αυτό το παιχνίδι, ο Μίλωνας έπεσε σε μία δύνη, η οποία στιγμάτισε πολλούς… Στην πορεία έγιναν λάθη από τη διοίκηση, από τα οποία έπρεπε να μάθουμε όλοι.
Ο Σγουρός αποχώρησε από τον πάγκο, με τη σκέψη να αναλάβει την ομάδα διοικητικά και να την αναμορφώσει. Νέος κόουτς ο Νίκος Ζωγράφος και για έναν γύρο ο Φαίδων Ματθαίου…
Η μαγεία της προπονητικής! «Έρωτας», μακάρι να ήταν ο πατέρας μου, «μακάρι να ήσουν ο γιος μου», όπως έλεγε. Μέχρι και την αγαπημένη του Alfa Romeo μού έδωσε να οδηγήσω σε ταξίδι επιστροφής από Γιάννενα, μέχρι τη Ναύπακτο!
Όταν έφυγε από εμάς, πήγε στον ΠΑΟΚ και το 1984 κατέκτησε το Κύπελλο κόντρα στον Άρη στον «τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών»!
Ήταν το καλοκαίρι που έφυγα για να πάω φαντάρος. Ακόμη και στον στρατό η τρέλα για το μπάσκετ δεν μειώθηκε. Ήμουν στην Κω και έπαιρνα άδειες για να έρχομαι να παίξω και να φύγω.
Ο τότε έφορος, Μιχάλης Σακελλαρίδης, με βοηθούσε με τις άδειες και κοιμόμουν στις μοκέτες στα καράβια, για να παίξω Κυριακή και Δευτέρα πρωί να είμαι στην αναφορά!
Προπονητής του Μίλωνα ήταν τότε ο διεθνής φόργουορντ, Ντέιβιντ Στεργάκος, που με ρωτούσε «πού σε έχουν κρυμμένο;».
Ερχόμουν, σκόραρα 20 πόντους χωρίς προπόνηση και έφευγα. Βέβαια, στην Κω «όργωνα» τα βουνά και σε όλες τις ασκήσεις και πορείες ήμουν μέσα! Ήταν η δική μου προπόνηση.
Ωραία χρόνια, αλλά και μία μεταβατική περίοδος δύο-τριών ετών για τον σύλλογο.
Θα ήταν ιδανικό να είχε μείνει ο Ματθαίου, διότι κάθε προπόνηση μαζί του ήταν ένα μάθημα. Εύχομαι να είχα βίντεο, για να το δείχνω στα νέα παιδιά.
Όταν απολύθηκα από τον στρατό, το 1985, βρήκα ως κόουτς τον Νίκο Τσοσκούνογλου. Ένα ξεχωριστό και μοναδικό κεφάλαιο…
Η συνεργασία μου μαζί του ήταν σαν να ανοίγεις μία πόρτα και να βλέπεις μπροστά σου ένα απέραντο, πανέμορφο τοπίο. Ο Νίκος μου έδωσε τα «κλειδιά» της ομάδας, παίζοντας δύο χρόνια το καλύτερο μπάσκετ της ζωής μου.
Πολλά ματς, πολλές πλάκες, ατελείωτες προπονήσεις, «επικές» οι ατάκες του! Κάθε μέρα και μια έκπληξη.
Πήγαινες στην προπόνηση και είχες την κάψα να δεις τι θα γίνει… Δεν έχανες στιγμή. Νερό δεν έπινες, γιατί θα λεγόταν κάτι και θα το έχανες!
Το ματς που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν το 1987, όταν «κόψαμε» την άνοδο του Παγκρατίου στην Α1, στο τέλος της σεζόν.
Στον πρώτο γύρο, χωρίς τους δυο ψηλούς μας τον Λανέ και τον Βαγιακάκο, ο Τσοσκούνογλου ήταν σκεπτικός στον πάγκο, στο ζέσταμα, γιατί δεν είχε λύσεις για το δίδυμο Τζαλαλή-Καρατζά, φόβητρο τότε στην Α2.
Ο δεύτερος έπαιζε και στην Εθνική, και κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ στο ΣΕΦ.
Μικρός, στο «Παπαστράτειο του Ολυμπιακού και του Φαίδωνα», παρακολουθούσα πολύ τον Μελίνι, τι έκανε, πώς κινούνταν, τους μορφασμούς του, όλα…
Όταν είχα κόουτς τον «Πατριάρχη», το 1983, μου εξιστορούσε ότι ο Μελίνι πήγαινε και του έλεγε ακόμη και όταν έλειπαν ψηλοί: «Κόουτς, ποιον θες να μαρκάρω; Εγώ είμαι εδώ!».
Το ίδιο είπα στον «Τσου» πριν αρχίσει το ματς με το Παγκράτι: «Κόουτς, εγώ είμαι εδώ. Θα τους κερδίσουμε». Και το πετύχαμε.
Νικήσαμε στην παράταση, με τον Τζίμη Γιαννόπουλο, αδερφό του Αλέξη που έπαιξε σε ΑΕΚ και Ολυμπιακό, να σκοράρει 31 πόντους και εμένα να προσθέτω 26.
Ο Τζίμης Γιαννόπουλος ήταν παικταράς και ψυχάρα! Ταιριάζαμε γιατί ήμασταν από το ίδιο «μέταλλο».
Αδικήθηκε, αλλά όταν πείσμωνε, έπαιρνε ανάποδες και δεν έλεγχε το μυαλό του, τα κρατούσε μέσα του και τον «πολέμησαν».
Είναι τώρα οδοντίατρος και ένα από τα καλύτερα παιδιά που γνώρισα στο μπάσκετ.
Στο τέλος του πρώτου αγώνα με το Παγκράτι έγιναν μικροεπεισόδια στα αποδυτήρια και ο Σαράντης Παπαχριστόπουλος -συμπαίκτης μας- φώναζε στον Ντίνο Καλαμπάκο, αντίπαλο αλλά και καλό φίλο, και στους άλλους παίκτες του Παγκρατίου ότι «ο κοντός θα σας νικήσει και στην έδρα σας»!
Τότε το Παγκράτι δεν αγωνιζόταν στο Μετς, αλλά στην Καισαριανή, που ήταν «τίγκα» σε κόσμο, και με το ένα καλάθι κολλημένο στον τοίχο του κυλικείου. «Κόλαση» στο γήπεδο, μια ώρα πριν, με την κερκίδα να «βράζει» .
Ήμασταν αδιάφοροι, όμως το παίξαμε στα ίσια το ματς και με καλάθι που δεχτήκαμε στα πέντε δευτερόλεπτα, μείναμε πίσω με δύο πόντους…
Πήρα τη μπάλα χέρι με χέρι από τον Τζίμη Γιαννόπουλο, από την τελική γραμμή, έκανα τρεις ντρίμπλες και όπως σηκώθηκα για τρίποντο, ο Γούμενος μού χτύπησε το χέρι, στα 1.6 ΄΄.
Διαιτητής ήταν ο Σταύρος Δουβής, ο οποίος έδωσε τις τρεις βολές και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε.
Ο Τσοσκούνογλου ζήτησε τάιμ άουτ και άρχισε να λέει: «Αν μπει μία βολή»… «Και τις τρεις θα τις βάλω», του λέω.
«Αν μπουν δύο βολές», συνεχίζει ο κόουτς, πριν τον διακόψω πάλι: «Ρε και τις τρεις θα τις βάλω!». Μου απαντά «φύγε και άσε με να μιλήσω στην ομάδα» και άρχισα να περπατώ μόνος προς τη γραμμή των βολών, ενώ το γήπεδο ούρλιαζε.
Ήμουν προκλητικός παίκτης, με τους αντιπάλους μου. Όχι με κουβέντες, αλλά με μορφασμούς.
Πολλοί αντίπαλοι έγιναν αργότερα οι καλύτεροι φίλοι μου. Με αυτούς που τσακωνόμουν στο γήπεδο, βρισκόμουν μετά στα μπαράκια, στις διακοπές μας …
Μετά το φάουλ που κέρδισα, στάθηκα στη γραμμή για την πρώτη βολή και πριν σουτάρω περνά από μπροστά μου ο Γούμενος, αλλά πετυχαίνω τις δύο πρώτες.
Μερικοί οπαδοί πήγαν από πίσω και άρχισαν να κουνούν τον τοίχο. «Σούταρε», μου λέει ο Δουβής. Σούταρα, σκόραρα, ακούστηκε η κόρνα της λήξης… Νικήσαμε, χαμός!
Μετά τον αγώνα, ενώ οι συμπαίκτες μου έφυγαν για να διασκεδάσουν, κάθισα αρκετή ώρα στα ντους για να φύγει το τρέμουλο από το κορμί μου. Αν και εκείνο το βράδυ απ’ ό,τι θυμάμαι δεν κοιμήθηκα ούλε λεπτό από την υπερένταση.
Κάποια στιγμή, ανοίγει την πόρτα των αποδυτηρίων, στο γήπεδο σκοτάδι.
Μπαίνει ο γενικός διευθυντής της ασφάλειας και μου λέει: «Πάμε ρε μεγάλε να βγούμε, για να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας».
Του απαντώ «γιατί με περιμένετε;», πριν μου εξηγήσει πως απ’ έξω είναι 30 οπαδοί του Παγκρατίου.
«Μακριά μου, δεν θα με ακουμπήσουν», του τονίζω. Πήρα την τσάντα μου, πήγα στη μετέπειτα σύζυγό μου Ντίνα, που με περίμενε έξω και είχε πανηγυρίσει τις εύστοχες βολές, της έδωσα ένα φιλί και περπάτησα.
«Κοίτα ρε την κοντούρα που μας κέρδισε», φώναξε ένας. «Έτσι είναι η ζωή όπως και το μπάσκετ, καλή άνοδο του χρόνου…», αποκρίθηκα και κανένας δεν με πείραξε.
Το Παγκράτι ανέβηκε τελικά την επόμενη σεζόν, με κόουτς τον Μάκη Δενδρινό.
Το 1991, σε διακοπές στην Ύδρα με φίλους, ήμασταν στην παραλία κάτω από το κανόνι, στα βραχάκια.
Ένας σερβιτόρος του δημοτικού κυλικείου μάς έφερε μπύρες και του είπα ότι έκανε λάθος, γιατί δεν είχαμε παραγγείλει.
Μου εξήγησε πως είναι κερασμένες από μία παρέα από πάνω και όταν πήγα, συνάντησα δύο άγνωστους.
Όταν τους ρώτησα τι συμβαίνει και αν γνωριζόμαστε, ο ένας μου είπε: «Δεν μας θυμάσαι; Σε περιμέναμε έξω από το γήπεδο στο ματς με το Παγκράτι… Για πάρτη σου οι μπύρες!»
Τι άλλο να ζητήσεις από τον αθλητισμό; Πληρώνεται με χρήματα κάτι τέτοιο;
Μετά τον Νίκο Τσοσκούνογλου ήρθε πάλι μία ερμαφρόδιτη κατάσταση στον Μίλωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παίξαμε καλό μπάσκετ.
Ήμασταν στην Α2, ήρθε ο Απόστολος Κόντος και με μόνο επτά βασικούς παίκτες στο ρόστερ, αφού οι υπόλοιποι ήταν έφηβοι. Ο Κόντος έβγαζε το περιβόητο μπουφάν της Converse που λάτρευε και έπαιζε μαζί μας, για να συμπληρώνεται το προπονητικό διπλό!
Ακόμη κι έτσι, με καλές ομάδες όπως το Περιστέρι και ο Σπόρτιγκ, τερματίσαμε στην 5η θέση. Η επαρχία τότε άρχιζε να δείχνει τα δόντια της… Κομοτηνή, Δράμα, Βέροια.
Τη διετία 1988-1990, την τεχνική ηγεσία του Μίλωνα ανέλαβε ο Χάρης Παπάζογλου.
Η ομάδα ξεκίνησε με αξιώσεις και με ένα πολύ αξιόλογο ρόστερ, αλλά σώθηκε στο παρά πέντε, σε ματς με τη ΜΕΝΤ στη Θεσσαλονίκη και με το καλάθι του Νίκου Πουλάκη, στα 0,6΄΄ για τη λήξη, πάλι με διαιτητή τον Σταύρο Δουβή.
Τότε είχαμε ένα περίεργο «σύνδρομο». Ενώ «οργιάζαμε» στα φιλικά, νικώντας ομάδες της Α1, στο πρωτάθλημα «αγκομαχούσαμε» για ένα εύκολο παιγνίδι. Δεν μας έβγαινε τίποτα.
Κάναμε και κάποιες σούπερ εμφανίσεις, όπως μέσα στον Παπάγο, που είχε κόουτς τον Περικλή Ταυρόπουλο, ο οποίος έστειλε πάνω μου τον πιτσιρικά τότε, Γιώργο Σιγάλα.
Πρέπει να του έβαλα 25 πόντους. Γύριζα στον Περικλή και του έλεγα «φέρε άλλο, φέρε άλλον!»….
Η ομάδα υποβιβάστηκε την επόμενη σεζόν στη Β΄ Εθνική, όμως εγώ παρέμεινα για να μην διαλυθεί.
Προωθήθηκε ο Κώστας Οικονομάκης και οι Νούσης, Καφούσης. Προπονητής ανέλαβε ο Νίκος Παύλου.
Βγήκε, βεβαίως, από αυτή τη διαδικασία ο Γιάννης Σιούτης, που έπαιξε στον Παναθηναϊκό, στον Άρη και στην Εθνική και τον οποίο είχαμε για τρία χρόνια στις υποδομές, υπό την καθοδήγηση μας.
Ήταν τότε η πρώτη φορά που είχα συμφωνήσει με τον Γιάννη Σγουρό να λάβω δύο εκατομμύρια δραχμές, ενώ για χρόνια δεν έπαιρνα περισσότερα από 500.000 ετησίως.
Πήρα έναν μισθό 200.000, για έναν μήνα, και όλη τη χρονιά δεν πληρώθηκα, αλλά δεν γκρίνιαξα κιόλας, γιατί το γυαλί ήδη είχε ραγίσει. Ωστόσο, στο τέλος της σεζόν ήρθε ο Πειραϊκός, που ήταν στην Α2 και είχε προπονητή τον Μάκη Ποτόσογλου και με ζήτησε.
Ο Μίλωνας δεχόταν να με παραχωρήσει, δίχως όμως να μου καταβάλλει τα χρωστούμενα!
Στην πορεία μου στον Μίλωνα γνώρισα τους Μέντζο, Παπάζογλου, Σγουρό, Κατσαφάδο, Πουλίδη, Γιαννόπουλο, Αποσκίτη, Οικονομάκη, Λανέ, Βαγιακάκο, Σαφρανιώτη, Τσαουσίδη, Ρόκενμπουργκ, Γκόρο, Κουκή, Αγιασωτέλη, Μοτσενίγο, Πολυχρονάκη, Βλασίδη, Καπάτο… Ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι απλώς μπασκετικό.
Το 1991 γύρισα μία νέα σελίδα, στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στην Α2.
Μαζί με μία ανερχόμενη φουρνιά του εφηβικού, με δουλειά του Μάκαρου Ποτοσογλου και του Κώστα Σορώτου, και με προσθήκες παιδιών από επαρχία, έφτιαξαν ένα τρομερό σύνολο.
Εκεί συνάντησα τον Κώστα Γκαγκαουδάκη, τον Άρη Μαραλέτο, τους Κυριάκο Τσόπορη, Τάσο Κατσώρη, Σπύρο Λαγάνη, Γιώργο Χατζηδάκη και τον Άγγελο Ποπώνα, έναν αγαθό γίγαντα. Όλοι ταλεντάρες!
Η ομάδα είχε λάβει ως αντάλλαγμα για τη μετεγγραφή του Σταύρου Ελληνιάδη στον Ολυμπιακό τον Δήμο Οικονομάκο και τον Βασίλη Ντάκουλα, που μόλις είχε αναρρώσει από έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό.
Η κατηγορία ήταν σκληρή. Ιωνικός, Απόλλων Πατρών, Φίλιππος Θεσσαλονίκης και εμείς ήμασταν 7οι και απογοητευμένοι.
Έπειτα από ένα κεφάλαιο δέκα ετών στον Μίλωνα, βρέθηκα σε ένα νέο περιβάλλον, όπου δεν αγωνιζόμουν πολύ. Ο Γκαγκαουδάκης έπαιζε στις μικρές εθνικές και ήταν λογικό να προωθείται.
Σε ένα ματς με τον Έσπερο στον δεύτερο γύρο, στο Παπαστράτειο και με αντίπαλο τον Αχιλλέα Δεμέναγα και τον Δέδε, ο Γκαγκαουδάκης χτύπησε με το κεφάλι στο παρκέ, αλλά ο άτιμος συνέχισε το ματς…
Στα αποδυτήρια, στο τέλος, ήρθε ο Κώστας και μας μοίραζε θερμαντική για να ζεσταθούμε για τη συνέχεια. Είχε πάθει διάσειση και δεν είχε καταλάβει πως το παιχνίδι είχε τελειώσει!
Εγώ έπαιζα λίγο τότε, παρότι στα φιλικά με Ολυμπιακό και με την Εθνική Εφήβων του Νίκου Μπουντούρη είχα παίξει καλά.
Ο Γκαγκαουδάκης χρειάστηκε να μείνει εκτός για ενάμιση μήνα και όταν ο Ποτόσογλου μού είπε πως θα παίξω, θυμάμαι ότι .. δαγκώθηκα, έδειξα έκπληξη και του εξήγησα ότι για άλλη μια φορά είμαι εδώ. Εξάλλου, με τον Μάκη υπήρχε μια άλλη σχέση και επικοινωνία, άσχετα αν δεν με χρησιμοποιούσε πολύ. Ήταν ο προπονητής της μεγαλύτερης ανόδου μου, τι μπορούσα να του πω;
Ήμασταν η μοναδική ομάδα που είχε κάτι «τρελές» ήττες, όπως για παράδειγμα από τον ουραγό ΠΑΟΔ.
Χωρίς τον Γκαγκαουδάκη, ταξιδέψαμε μεσοβδόμαδα να παίξουμε στην Θεσσαλονίκη με τον Δημόκριτο, ο οποίος ήταν αήττητος στην έδρα του.
Πήγαμε οκτώ παίκτες, γιατί κάποια από τα νέα παιδιά ήταν μαθητές και δεν μπορούσαν να χάσουν το σχολείο τους.
Σκόραρα 21 πόντους, νικήσαμε, φέραμε τούμπα το πρωτάθλημα και στο αεροδρόμιο μας περίμεναν 20 φίλαθλοι με ανθοδέσμες!
Ήταν η σεζόν με τις απεργίες -τότε παλεύαμε για ένα καλύτερο επαγγελματικό μπάσκετ- και είχαμε και έναν αγώνα λιγότερο.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν αγωνίζονταν οι Έλληνες παίκτες, εκτός από τον φίλο μου τον Άλμπερτ Μάλαχ, που μας είχε εξηγήσει ότι θα συνεχίσει να παίζει.
Στην Α1 συμμετείχαν μόνο ξένοι και έφηβοι και στην Α2 οι εφηβικές ομάδες. Πριν από κάθε τζαμπ-μπολ βάζαμε τους πάγκους στο κέντρο, για διαμαρτυρία…
Ο Πειραϊκός όμως είχε πολύ καλό εφηβικό και νίκησε εκτός έδρας Πανελλήνιο και Πρωτέα και όλα άλλαξαν.
Ο ιστορικός αρχηγός της ομάδας και πρόεδρος του τμήματος, Πέτρος Καπαγέρωφ, και ο «άρρωστος» οπαδός και παράγοντας του Πειραϊκού, Παναγιώτης Χούσος, μας ρώτησαν αν μπορούμε να πετύχουμε το απόλυτο στα επτά εναπομείναντα ματς. Το πετύχαμε και ανέβηκε η ομάδα στην Α1, το 1992!
Νικήσαμε αρχικά τον πρωτοπόρο Απόλλωνα Πατρών στο Παπαστράτειο και για το πρωτάθλημα και για το Κύπελλο.
Περάσαμε από τα Πατήσια επί του Σπόρτιγκ και επέστρεψε και ο Γκαγκαουδάκης στο ντέρμπι στη Νίκαια με τοn Ιωνικό του Χατζησμάλλη.
Τελευταίο παιχνίδι ήταν στην Κομοτηνή και έπρεπε απλά να κερδίσουμε. Στην Κομοτηνή έπαιζε η μισή ομάδα του Πειραϊκού, από έφηβους που σπούδαζαν στη Γυμναστική Ακαδημία.
Τα «δικά μας παιδιά» δεν είχαν πολλή όρεξη για άμυνα, όμως οι υπόλοιποι ντόπιοι «σκύλιασαν» να μας κερδίσουν…
Στην ιδέα της ανόδου και όσο το ματς δεν ξεκαθάριζε, το άγχος κυρίευε τις κινήσεις μας. Τα πόδια μας άρχισαν να βαραίνουν. Αλλά εγώ ήμουν ήρεμος.
Έκανε δύο πάσες έβαλα ένα καλάθι, απλά πράγματα, και στο τέλος «καθαρίσαμε» τον αγώνα και ανεβήκαμε στην Α1.
Το να μην συνεχίσει to 1991 ο Μάκης Ποτόσογλου στον πάγκο του Πειραϊκού στη μεγάλη κατηγορία ήταν μεγάλη αδικία, για έναν άνθρωπο που είχε ανεβάσει την ομάδα.
Δεν ψάχνω το ποιος φταίει, αλλά αυτή η ομάδα, έτσι όπως ήταν στημένη, ήταν για μεγάλα πράγματα …
Εγώ φυσικά δεν συνέχισα, αν και είχα πρόταση να παραμείνω και να παίξω στην Α1, Έτσι έμεινε ένα ανεκπλήρωτο όνειρο.
Έπρεπε να διαλέξω ακολουθώντας το επαγγελματικό κομμάτι του μπάσκετ ή τη διδασκαλία.
Από το 1978 ήμουν καθηγητής Φυσικής Αγωγής σε σχολεία και δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω πρωινές προπονήσεις… Φυσικά και επέλεξα να συνεχίσω στην εκπαίδευση.
Δεν μπορούσα, ωστόσο, να παρατήσω έτσι εύκολα το άθλημα που αγαπώ. Επέστρεψα και αγωνίστηκα για δύο χρόνια εκεί που ξεκίνησα, στον Φοίνικα, στην Καλλίπολη.
Έπαιξα μία σεζόν με τον Τάκη Μαντζώρο, έναν κύριο και «κόσμημα» του χώρου μας και το χάρηκα πολύ.
Τελευταίο παιχνίδι μου ήταν την επόμενη χρονιά στο μπαράζ παραμονής με την ΕΦΟΑ, στο κλειστό της Ιφιγένειας στην Καλλιθέα, όπου πέτυχα 22 πόντους και κερδίσαμε.
Αγωνίστηκα 22 χρόνια, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει, πλέον.
Και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια, όταν παράλληλα έπρεπε να εργάζεσαι και πολύ συχνά να κοουτσάρεις και τμήματα υποδομής. Ήταν ένα δίλημμα που αντιμετώπισα πολλές φορές, με αποκορύφωμα το 1992 με τον Πειραϊκό.
Ήταν 22 δύσκολα, αλλά και υπέροχα χρόνια, με σπουδαίους συμπαίκτες και αντίστοιχους αντιπάλους.
Όπως ο Βασίλης Γκούμας στα μπαράζ τύπου πλέι άουτ του 1986, με τον Μίλωνα, κόντρα σε ΑΕΚ, Ηλυσιακό και Σπόρτιγκ για την αναδιάρθρωση των κατηγοριών και τη δημιουργία της Α1 και Α2 …
Αν είχαμε κερδίσει τον Ηλυσιακό, θα ανεβαίναμε εμείς και η ΑΕΚ, που θα είχε σώσει την κατηγορία.
Δεν τα καταφέραμε, όμως είχα την τιμή να παίξω αντίπαλος με τον Γκούμα και τον Καστρινάκη και θα θυμάμαι πάντα μία φωνή η οποία δεν υπάρχει πλέον και άνηκε στον παλαίμαχο παίκτη και προπονητή, Άρη Ραφτόπουλο, που φώναζε από την κερκίδα πως «όποιος βάζει καλάθι μπροστά σε αυτούς τους δύο, είναι παικταράς!».
Δεν θα ξεχάσω και μερικά φιλικά με τον Πανιώνιο, που ήμασταν σαν την «γάτα με το ποντίκι» με τον Τάκη Κορωναίο, ο οποίος δεν ήθελε να χάνει ούτε στο τάβλι ούτε στο τένις, που παίζουμε πλέον μαζί!
Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια, και δεν το λέω σαν απλό κλισέ. Ήταν η ζωή μας, όλα εκείνα τα λίγα που μας έκαναν ευτυχισμένους.
Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια, μέχρι τα επόμενα, γιατί υπήρχε και συνέχεια…
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Γεωργία Παναγοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Κουτσούρης: «Ακολουθώντας Τα Όνειρά Τους»
Ανδρέας Κουτσούρης: «Πέρα Από Τα Όρια»