Τα ροδεσιανά ρίτζμπακς είναι τεράστια σκυλιά. Έχουν κοντό γυαλιστερό καφέ τρίχωμα, με μια εντυπωσιακή σκούρα γραμμή στη ράχη που είναι και το μόνο εκφοβιστικό στοιχείο στην εμφάνισή τους.
Στη Νότιο Αφρική, από την οποία προέρχονται, τα χρησιμοποιούσαν για το κυνήγι των λιονταριών, οι ντόπιοι τα απελευθέρωναν σε αγέλες και εκείνα εκτελούσαν την αποστολή. Στο ακέραιο.
Εξαιρετικά έξυπνα, με φαινομενικά ήρεμο αλλά πολύ δυναμικό χαρακτήρα. Δεν έχουν το ψυχρό βλέμμα του αργεντίνικου ντόγκο ούτε την επιθετικότητα του πίτμπουλ, τα ρίτζμπακς αποπνέουν μίξη φύλακα και κυνηγόσκυλου και, με εκείνα τα πλατιά αυτιά σαν δεμένα μαντήλια στο κεφάλι, εμπνέουν “επικοινωνία”. Εξυπνάδα, περιέργεια, χαρακτήρας.
Στο αδαές ανθρώπινο χέρι που πλησιάζει επιτρέπουν το χάδι και δεν υπάρχει τίποτα να προδίδει νευρικότητα ή κίνδυνο. Αρκεί να μην συνοδεύεται από άλλο σκυλί. Γιατί, αν το άλλο σκυλί γαβγίσει ή προκαλέσει το ρίτζμπακ, εκείνο απελευθερώνει την κόλαση.
Ο Ρενιέ με την Γκρέις Κέλλυ είχαν ένα τέτοιο σκυλί. Ο τραγουδιστής των Red Hot Chilli Peppers, ο Άντονι Κίντις, επίσης. Ο Νέλσον Μαντέλα, ο Πάτρικ Σουέιζι, ο Τιμ Τέμποου, η λίστα με τους διάσημους ιδιοκτήτες είναι πολύ μακριά. Και σταματάει στον άνθρωπο που είναι η επιτομή του ιδανικού αφεντικού για ρίτζμπακ, τον Γιάκομπ «Γιαπ» Σταμ.
Όλα έμοιαζαν απειλητικά στον Σταμ. Μικρά βουλωμένα μάτια, μακριά μύτη σαν λεπίδα κολλημένη ανάμεσα στα σωληνοειδή φρύδια, ψηλά ζυγωματικά σαν προφυλακτήρας, μυτερά αυτιά όπως του Νοσφεράτου, ξυρισμένο, εξογκωματικό τραπεζοειδές κρανίο. Διογκωμένες φλέβες στους κροτάφους που έμοιαζαν με ηλεκτρικά καλώδια και σκιαγραφούσαν μια παλλόμενη σύνδεση με τους μυς του σώματος και τη μονάδα ελέγχου θυμού στον εγκέφαλο πανέτοιμη να αναλάβει δράση.
Τα σπορ και ειδικά το ποδόσφαιρο, ανέκαθεν εξέπεμπαν μια αρρενωπότητα, στην ουσία οι οπαδοί λατρεύουν τη μαχητικότητα, την εκφοβιστική αύρα, την επιβολή του Alpha Male της ομάδας τους. Αυτό το πράγμα ήταν ο Σταμ.
Ανεπιτήδευτα αυτό. Είχε έναν παγωμένο αέρα να τον περιβάλλει, στον οποίο οι μαύροι κύκλοι και η ανατομία του προσώπου προσέθεταν μια νεκρική χροιά, κάτι το εντελώς απόκοσμο. Ανοιχτό, αναιμικό χρώμα στο δέρμα, σαν άνθρωπος που έμαθε να ζει στο αμυδρό φως, με τα φώτα και τις κουρτίνες στο σπίτι πάντοτε κλειστά.
Δεν χαμογελούσε, δεν μιλούσε ποτέ. Ήταν σαν βιβλική μορφή, ένας ποδοσφαιριστής προσγειωμένος στη σύγχρονη εποχή από το Μεσαίωνα, βγαλμένος από βιντεοπαιχνίδι. Πρωτόγονος, όχι άξεστος, αλλά με αυτή την αίσθηση ενός ανθρώπου που υποκρύπτει απίθανη βία μέσα του. Και με αυτούς τους ανθρώπους αλλάζεις πεζοδρόμιο, δεν μπλέκεις. Το δυστύχημα είναι ότι κάποιοι συνάδελφοί του ποδοσφαιριστές έμπλεξαν. Και το μετάνιωσαν.
Κατά καιρούς έχουν περάσει διάφορες τέτοιες φιγούρες από το ποδόσφαιρο. “Σκληροί”, αντιαθλητικοί, εκφοβιστικοί τύποι, οι οποίοι συνήθως αγωνίζονταν στην άμυνα ή τα χαφ. Φέρτε στο νου τους Ουρουγουανούς τις περασμένες δεκαετίες με τα τάκλιν στην καρωτίδα, τον Κλάουντιο Τζεντίλε να χτυπάει στο ψαχνό τον Ντιέγκο, τον απίθανο Βίνι Τζόουνς στην Premiership, τα αργεντίνικα ντέρμπι. Για να το φέρουμε στα μέτρα μας, θυμηθείτε την απίθανη μονομαχία του Πάμπλο με τον Νάτσο Γκαρσία σε ένα Άρης-ΠΑΟΚ πριν χρόνια στο Βικελίδης, το τάκλιν του «Ράμπο» Τάσου Μητρόπουλου που σήκωσε στον αέρα τον Αποστολάκη, τον Μανωλά να πνίγει τον λασπωμένο Νινιάδη, το μακαρίτη Πάπα Μπούπα Ντιόπ στην Τούμπα να αρπάζει το χέρι του Γκαρσία από το λαιμό του.Το κλασσικό «η μπάλα ή ο παίκτης» που λέγαμε κάποτε, όταν στο ποδόσφαιρο κόκκινη κάρτα έβγαινε μόνο στη θέα του αίματος ή του φορείου.
Όλα αυτά πολλαπλασιάστε τα και έχετε τον Σταμ. Ο γεννημένος το 1972 Ολλανδός μάλλον συμβιβαστικά έπαιξε ποδόσφαιρο. Δεν του ταίριαζε, δεν ήταν το καλύτερό του. Άλλωστε μέχρι τα 20 προτιμούσε να πίνει μπύρες στο μπαρ της γειτονιάς του παρά να προπονείται σκληρά και να ονειρεύεται μια μεγάλη καριέρα, μια μεταγραφή στο εξωτερικό, γυναίκες, λεφτά, φήμη.
Γιος ενός ξυλουργού από το Κάμπεν, μιας ξεχασμένης τότε κωμόπολης στα ανατολικά των Κάτω Χωρών, πιτσιρικάς ήθελε να γίνει ηλεκτρολόγος. Αυτό του άρεσε, αυτό του έκανε εντύπωση. Ο πατέρας στον ελεύθερο χρόνο έπαιζε δεξιός εξτρέμ στην τοπική ομάδα, ένας τίμιος ερασιτέχνης. Πήρε το μικρό μαζί, όταν έβαλε μπόι στην εφηβεία, τον “έψησε”. Του μικρού στο ποδόσφαιρο του άρεσε η αγωνιστική φόρτιση. Τόσο έντονη που στην αρχή της καριέρας του, όταν τα ματς κυλούσαν ήρεμα, έχανε την ταυτότητα και την αποτελεσματικότητά του, έθετε εαυτόν εκτός αγώνα.
Από τότε απέκτησε εκείνο το χαρακτηριστικό του “άδειου”, του στεγνού από οποιοδήποτε συναίσθημα, ανθρώπου. Κάθε του χειρονομία, από το ξεκίνημα της επαγγελματικής του καριέρας, ανέδυε αυτή τη ρομποτική αίσθηση. Είτε χτυπούσε το συμπαίκτη στον ώμο είτε έπεφτε για τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου, η εικόνα ήταν άδεια, σχεδόν απάνθρωπη.
Μονάχα όταν “παντρεύτηκε” με τον Νέστα για τρεις σεζόν, εκείνη η εικόνα απέκτησε νόημα. Γιατί η κομψότητα, το όραμα και η κατανόηση του παιχνιδιού καθώς και το εκλεπτυσμένο ποδόσφαιρο του Αλεσάντρο ήταν ο αντίποδας της έμφυτης και συντριπτικής βίας του Σταμ. Να τους χαζεύεις μαζί ήταν σαν αντήχηση ενός κομματιού death metal με μια σονάτα μουσικής δωματίου. Κρίμα που όλο αυτό έγινε στα στερνά του Ολλανδού.
Δεν είναι ωστόσο από τους πρώην ποδοσφαιριστές που εμμένουν σε επιτυχίες και τίτλους. Για έναν άνθρωπο που κατέκτησε το Τρεμπλ στην πρώτη του σεζόν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον, οι τίτλοι δεν είναι το μείζον. Πιο πολλή σημασία είχε αυτός ο υπόκωφος ηρωικός στωικισμός και οι άλλες ιστορίες που διαμόρφωσαν την καριέρα και την παρακαταθήκη του.
Ένας ανέκφραστος τύπος που άκουγε τους οπαδούς να τραγουδούν το όνομά του, ένας “νταής” του αγωνιστικού χώρου δίχως ιστορίες κι ερείσματα. Σιωπηρά υπερβολική, ανομολόγητα εκκωφαντική αδρεναλίνη. Ανείπωτος πόνος ταπείνωσης για τους αντιπάλους, απίθανη δομή αφήγησης όλων των highlights της διαδρομής του.
Η αρπαγή του δύσμοιρου Ντιέγκο Παρέντε από το λαιμό, όταν τόλμησε να απλώσει το πόδι στο μηρό του, το πνίξιμο στον Πατρίκ Βιεϊρά σε ένα αλησμόνητο Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ-Άρσεναλ, η εξαφάνιση του Γκρόνκιερ από το πλάνο στο επικότερο τζαρτζάρισμα όλων των εποχών, το “πρόσωπο με πρόσωπο” με τον Ζλάταν σε εκείνο το αξέχαστο Γιουβέντους-Μίλαν, η πρόσκρουση του Ζαμοράνο στο στέρνο του, σαν να επρόκειτο για μετωπική με τοίχο.
Απ’ αυτά τρεφόταν ο Σταμ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξε εξαιρετικός αμυντικός, ιδιαιτέρως υπό καθεστώς πίεσης για την ομάδα του. Με μια δική του, εντελώς ξεχωριστή ερμηνεία “ηρωικής βίας”, σχεδόν ρομαντική. Μέσα σε τόση εχθρότητα, σε τόση αδρεναλίνη, υποκρύπτεται ένα πολύ έντονο συναίσθημα, παραδόξως πολύ πιο ποιητικό και ήσυχο απ’ όσο φαίνεται. Ο Χάιντεγκερ ορίζει τη φαινομενολογία ως κάτι που ο εαυτός μας αφήνει να εκδηλώνεται.
Ο Σταμ επέδειξε έναν συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης της έννοιας του “αμύνεσθαι” στο ποδόσφαιρο, σύμφωνα με τον οποίον η ενέργεια, ο θυμός, η δύναμη και η ποίηση αναμειγνύονταν, δίνοντας ζωή σε ένα εκρηκτικό μείγμα.
Δεν ανήκει στο κλειστό club των κορυφαίων, δεν θα μπορούσε άλλωστε. Θα μείνει όμως στο θυμικό όσων αγαπούν το άθλημα ως το κεντρικό πρόσωπο ενός αρχέτυπου που υπογραμμίζει ότι μερικές φορές οι ήρωες του παραμυθιού δεν έχουν το λαμπερό και πεντακάθαρο πρόσωπο ενός ιππότη αλλά τη μορφή ενός γίγαντα που δεν φοβάται τίποτα και κανέναν. Και δεν νιώθει τίποτα. Ούτε καν τον ίδιο τον πόνο.
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κάτω Χωρών. Καλοκαίρι του 2000. Η οικοδέσποινα Ολλανδία αντιμετωπίζει την Τσεχία. Ο Σταμ αντιμετωπίζει τον κλώνο του σε παρουσιαστικό, τον γίγαντα της Πράγας, Γιαν Κόλερ. Ο ύψους 202 εκατοστών Τσέχος ήταν τόσο θηριώδης, ώστε, αντί να παίζει ποδόσφαιρο, θα μπορούσε να ξεριζώνει κορμούς δέντρων με γυμνά χέρια.
Όταν μοιράζονταν το πλάνο ήταν η μοναδική φορά που ο Γιαπ φάνταζε σχεδόν ανθρώπινος. Με τη διαφορά ότι ο Κόλερ είχε επίγνωση της φύσης του και προσπαθούσε να γίνει τρόπον τινά πιο “φιλικός”, πιο εμφανίσιμος και ευχάριστος στο μάτι.
Ο Γιαν πού και πού χαμογελούσε, έβγαζε συναίσθημα, προσπαθούσε να διαμαρτυρηθεί, να κινηθεί σαν “κανονικός” επιθετικός. Η απειλή ήταν λειτουργική, αγωνιζόταν μοναδικός προωθημένος και η αποστολή του ήταν να λειτουργεί ως φάρος για τους τρομερούς χαφ που έρχονταν από τις πίσω γραμμές. Η επιτομή της «κολώνας», για να μην πολυλογούμε.
Ο Σταμ από την άλλη, παρά την άρτια τεχνική και τακτική κατάρτιση, ήταν εμμονικός, μονομανής στο παιχνίδι του. Το ζήτημα ήταν ένα και μόνο, να κατακτηθεί η μπάλα. Εν αντιθέσει με το προφανές, ήταν και αστραπιαία γρήγορος, ειδικά στα πρώτα μέτρα. Τόσο που ολόκληρος Ρονάλντο («το Φαινόμενο») απορούσε πώς αυτός ο γιγαντιαίος τύπος μπορεί και ακολουθεί το ρυθμό του. Μείωνε πάντα τις αποστάσεις, απέφευγε τα τάκλιν, επιζητούσε την καλύτερη θέση και τον “εξοστρακισμό” του επιθετικού. Υπερβολικός σε όλα. Εκείνο το απόγευμα όμως στην Amsterdam Arena, ο Σταμ υπερέβαλε ακόμα και για δικά του στάνταρ.
68ο λεπτό, το ματς κολλημένο στο 0-0, στην κόψη του ξυραφιού. Ο Τσέχος τερματοφύλακας, Πάβελ Σέρνιτσεκ, εκτελεί δυνατά το βολέ, γεμίζει προφανώς με στόχο τον Κόλερ. Ο Σταμ πηδάει κυριολεκτικά στην πλάτη του Κόλερ, τόσο ψηλά που, για να βρει τη μπάλα, χαμηλώνει το μέτωπο.
Τα κρανία των δυο γιγάντων έρχονται σε επαφή. Ο Πιερλουίτζι Κολίνα σφυρίζει φάουλ. Όταν ψάχνει τους πρωταγωνιστές για να συστήσει «ηρεμία», βλέπει τον Κόλερ να απομακρύνεται μουρμουρίζοντας και παρατηρεί το αίμα να ρέει από το μάτι του Σταμ. Κάνει νόημα στον Ολλανδό να τσεκάρει τον τραυματισμό του, ο Γιαπ βάζει το χέρι στο πρόσωπο, συνειδητοποιεί ότι αιμορραγεί.
Όταν ο Κολίνα κάνει σήμα στους γιατρούς να μπουν στο γήπεδο για τις πρώτες βοήθειες, ο Σταμ μοιάζει με αρκούδα που λαβώθηκε από ηρεμιστική σφαίρα. Η αιμορραγία δεν σταματά, ο Κολίνα δίνει εντολή στον Σταμ να αποχωρήσει από τον αγωνιστικό χώρο, προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι.
Στον πάγκο της αποστολής της Ολλανδίας, ο επικεφαλής του ιατρικού τιμ, ένας τύπος με τη σωματική διάπλαση του Σταμ, ενημερώνει τον Κύρο Βασσάρα, ο οποίος είναι τέταρτος, ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να αποχωρήσει για λίγο στα αποδυτήρια για μερική αναισθησία, διότι χρειάζεται άμεσα ράμματα. Πριν ο Κύρος αρθρώσει λέξη, ο Σταμ έχει πλησιάσει το γιατρό και του λέει με απάθεια: «Κάνε τα ράμματα τώρα».
Δεν μιλάμε για δυο ράμματα της σειράς, δεν μιλάμε για μικροτραυματισμό. Χωρίς καν αλοιφή για τοπική αναισθησία, ο Σταμ στέκεται μπροστά στον πάγκο, ανέκφραστος, χωρίς καν σύσπαση στο πρόσωπο και ο γιατρός, τρέμοντας, του ράβει το φρύδι. Κρατάει τη λαβίδα και το χέρι του δεν στέκεται. Ο τηλεοπτικός σκηνοθέτης, παρά το γεγονός ότι το ματς έχει ξαναρχίσει, επιστρέφει δεύτερη και τρίτη φορά στον πάγκο των «Oranje».
Ο γιατρός με τη βελόνα, ο Σταμ ατρόμητος, ατσάλινος, ακούνητος, υπομένει. Για κάποια δευτερόλεπτα κινεί τους μυς και τα νεύρα του προσώπου και η πληγή ανοιγοκλείνει, η σχισμή είναι τόσο μεγάλη που θαρρείς χωράει ολόκληρο κέρμα. Ο γιατρός ράβει, τρέμοντας, κι ο Γιαπ μοιάζει με ανδροειδές που αναπαράγεται.
Όσο το νήμα περνάει το δέρμα, ένας δεύτερος από το ιατρικό επιτελείο καθαρίζει με ένα πανί την πληγή. Ο Σταμ ατάραχος. Στο γήπεδο ο Νέντβεντ σφαδάζει στο έδαφος σε εμβρυακή στάση μετά από μια κόντρα με τον Φρανκ Ντε Μπουρ. Η ψυχρότητα του Σταμ κάνει τις εκφράσεις πόνου του Πάβελ να φαίνονται επιεικώς άσεμνες. Το κοντράστ είναι απίθανο.
Όταν ο γιατρός στον πάγκο περνάει τη βελόνα για το τελευταίο ράμμα χιλιοστά από το μάτι του Γιαπ, η άκρη της λαβίδας χορεύει σαν εκκρεμές. Συνολικά είναι μια από τις πιο εμβληματικές αλλά και κωμικές σκηνές στην ιστορία. Για όλους, εκτός από τον Γιαπ που παραμένει ανέκφραστος, με το αίμα να έχει αφήσει μια κηλίδα στο μάγουλο, τόσο συμμετρική όσο η γραμμή στις ράχες των ρίτζμπακς.
«Τι απέγιναν οι Γκάρι Κούπερ; Αυτοί οι σιωπηλοί, σκληροί άντρες;», ρωτούσε την ψυχοθεραπεύτριά του ο Τόνι Σοπράνο στην ομώνυμη σειρά-έπος της εποχής της. «Ο Γκάρι Κούπερ δεν ήταν σε επαφή με τα συναισθήματά του. Έκανε απλώς αυτό που έπρεπε να γίνει».
Ο Τόνι Σοπράνο ήταν ένας γκάνγκστερ με ενοχές, είχε επίγνωση του γεγονότος πως εξέφραζε ένα πεπαλαιωμένο, απαράδεκτο, “δυσλειτουργικό” αρσενικό μοντέλο. Ακόμα κι αυτός όμως είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μια πολύ καλά θαμμένη ευαισθησία, μια βαθιά ευαλωτότητα, οι οποίες με κάποιον τρόπο διέρρευσαν στην επιφάνεια και τον έκαναν γοητευτικό. Πάντοτε κάτι υπάρχει πίσω από τη δύναμη και τη σιωπή.
Αντίθετα, πίσω από το πρόσωπο του Σταμ δεν υπήρχε τίποτα, ήταν σαν πορτραίτο της πρώιμης φλαμανδικής σχολής ζωγραφικής. Μια σουρεαλιστική ωμότητα σε απευθείας διασύνδεση με την καλβινιστική αρχή της ολικής διαφθοράς, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν έχει ευθύνες κι ελευθερίες, είναι στο έλεος του Θεού που τα έχει όλα προκαθορισμένα. Ο Σταμ στέκει αδιάφορος, υποταγμένος στη μοίρα του, παρατημένος στον εαυτό του.
Το χρονόμετρο δείχνει το 74ο λεπτό. Έχουν περάσει ήδη έξι λεπτά και ο Γιαπ κάνει κίνηση προς τον Βασσάρα για να ξαναμπεί. Ο τότε Ομοσπονδιακός τεχνικός των Ολλανδών, ο Φρανκ Ράικαρντ, κάνει ασυναίσθητα την κίνηση και τον πλησιάζει, γνέφει με το κεφάλι, σαν να αναρωτιέται αν είναι εντάξει με τον τραυματισμό. Βλέπει ότι ακόμα αιμορραγεί και ο γιατρός ανοίγει γάζες. Ο Φρανκ κάνει νόημα στον Κόντερμαν να επιστρέψει από το ζέσταμα και να μπει στη θέση του Γιαπ.
Όσα διαδραματίστηκαν τα προηγούμενα λεπτά ως μη γενόμενα, τόσα ράμματα για το τίποτα, για να μην ξαναμπεί στο ματς. Τόσο μάταια όσο μια καλλιτεχνική παράσταση μπροστά σε απαίδευτο κοινό. Η Ολλανδία θα κερδίσει το ματς με ένα πέναλτι στο τέλος, θα προκριθεί από τον όμιλο, θα αποκλείσει τη Γιουγκοσλαβία στα προημιτελικά με το χορταστικό 6-1 και θα αποκλειστεί από την Ιταλία στον ημιτελικό στη διαδικασία των πέναλτι.
Το πέναλτι του Σταμ έφυγε σχεδόν έξω από το γήπεδο, σούταρε τόσο δυνατά που η μπάλα χάθηκε από το πλάνο σε κλάσματα δευτερολέπτου. Άγνωστο τι πέρασε από το μυαλό του εκείνη τη στιγμή και εκτέλεσε το σημαντικότερο πέναλτι της καριέρας του με τέτοιον τρόπο. Ο φίλος και μεταφραστής του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Σαμ Πίλγκερ, κάποτε τον ρώτησε για εκείνο το σουτ. «Ποιο; Α, το πέναλτι με τους Ιταλούς. Μην ανησυχείς, δεν το σκέφτομαι καθόλου, δεν με ένοιαξε ποτέ», απάντησε ο Γιαπ. Μηδέν σφυγμοί, μηδέν συναίσθημα, καμία πίστη σε καμία θρησκεία.
Λέει ότι μεγάλωσε σε μια άθρησκη οικογένεια σε μια κωμόπολη Καθολικών και Προτεσταντών. Δεν καταλάβαινε κανέναν, δεν τον καταλάβαιναν κι αυτοί.
Μόνιμη επωδός σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη όπου έζησε ήταν ότι «φαίνεται ένα ευγενικό παιδί, σεμνός και ήσυχος οικογενειάρχης».
Σεμνός και ήσυχος. Σαν ροδεσιανός φύλακας χωρίς λιοντάρια για κυνήγι. Όσο τα χρόνια περνούν, όσο η κοινωνία εξελίσσεται, αυξάνονται και οι ευαισθησίες της. Από την άλλη, όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει, γερνάνε και οι ευαισθησίες του.
Τα ράμματα στο φρύδι του Σταμ δεν θα γεράσουν ποτέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Έντγκαρ Ντάβιντς: Προσοχή, (δεν χρειάζεται να) δαγκώνει
Ντένις Μπέργκαμπ: Poetry in Motion
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro