Δεν είναι εύκολο να τον περιγράψεις, αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή η περιγραφή αυτή εξελίσσεται στην πιο εύκολη του κόσμου.
Αρκεί να τον είχες δει, να τον θυμάσαι. Τα όσα λεπτά κυλούν στα tribute videos δεν μπορούν να σταθούν ικανά να δώσουν την πλήρη εικόνα. Οπότε αναλαμβάνει η ανάμνηση. Αυτή που οδηγεί σε μία πλήρη και οριστική επιστροφή στην αθωότητα μίας υπέροχης ποδοσφαιρικής ζωής.
Για την αφήγηση της ιστορίας του Αλεσάντρο Κοστακούρτα θα χρειαστούν ορισμένοι παραλληλισμοί. Όχι απαραίτητα συμβολικοί μα περισσότερο ουσιαστικοί. Όπως δηλαδή συνέβαινε, κάθε φορά που εκείνος γλιστρούσε… απαλά στο χορτάρι.
Αυτή την πορεία του ενός τετάρτου του αιώνα στα γήπεδα θα μπορούσε να την είχε σκηνοθετήσει ο Τζουζέπε Τορνατόρε. Θα χρειαζόταν απλώς να πράξει όσα και στο αριστούργημά του. Άλλωστε, στο «Σινεμά ο Παράδεισος» δεν είναι η ταινία αυτή καθ’ αυτήν που γίνεται οσκαρική αλλά το μοντάζ. Πλάνο το πλάνο, καθηλώνει, από ένα εκπληκτικό χέρι που φρόντισε να ενώσει νοσταλγικά κάθε σκηνή με την επόμενη.
Στα μυθιστορήματα θα αναλάμβανε την καταγραφή ο Τζον Λε Καρρέ. Ο Αλεσάντρο θα μπορούσε να είναι ο Τζορτζ Σμάιλι των βιβλίων του. Εκεί, ο ήσυχος, διακριτικός, ήρωας δεν χρειάζεται να σηκώσει τον τόνο της φωνής του για να ελέγξει ένα δωμάτιο γεμάτο χάος και να μετατρέψει μία χαμένη τάξη σε ασφάλεια.
Ο Κοστακούρτα υπήρξε αντίστοιχα ο συγκρατημένος μα απόλυτα κομψός τύπος, ο οποίος, αν και δεν αναζήτησε ποτέ την προσοχή, κέρδισε επάξια την καταγραφή του στην ιστορία του αθλήματος ως ένας θαυμαστός σιωπηλός χορευτής της άμυνας.

Ιούνιος 1998: Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα με τη φανέλα της Εθνικής Ιταλίας στο Μουντιάλ της Γαλλίας / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο «Billy»
Στο μικρό Τρεβίλιο, κοντά στο Μπέργκαμο, η ζωή κυλούσε ήσυχα. Κάθε τι που γεννήθηκε εκεί έμαθε να αναπνέει με ηρεμία, υπομονετικά. Ο μικρός Αλεσάντρο γαλουχήθηκε και ακολούθησε αυτήν την κοσμογονία των χαμηλών τόνων. Δεν ήταν παιδί-θαύμα. Δεν προκάλεσε φρενίτιδα στα τμήματα υποδομής και ήταν εξαιρετικά αδύνατος για την ηλικία του. «Δεν έπαιζα ποδόσφαιρο για να ξεχωρίσω, αλλά γιατί μου άρεσε να διαβάζω τον αγώνα. Τις φάσεις, τις κινήσεις των συμπαικτών και των αντιπάλων».
Αυτό από μόνο του όμως αρκούσε ώστε να τον κάνει διαφορετικό και η Μίλαν τον εντόπισε εύκολα. Μόλις στα 13 του, το 1979, μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας, στο θαυμαστό Milanello.
Τότε δεν το ήξερε, αλλά με εξαίρεση έναν μονοετή δανεισμό στη Μόντσα το 1986-1987 αυτό έμελλε να γίνει το σπίτι του για τα επόμενα 28 χρόνια. Μία ζωή ολάκερη.
Όταν τελείωνε τις προπονήσεις, άφηνε την ασπρόμαυρη μπάλα και έπιανε την πορτοκαλί. Τρελαινόταν για το μπάσκετ και ήταν αρκετά καλός. Όποτε είχε την ευκαιρία, πήγαινε να δει από κοντά την Ολίμπια Μιλάνο. Ήταν ομαδάρα εκείνα τα χρόνια των ’80s και Πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1987 και το 1988. «Είχα τρέλα με όλους. Με τον Ντίνο Μενεγκίν, τον Μπομπ Μάκαντου, τον Μάικ Μπράουν. Μα πιο πολύ χάζευα να βλέπω τον Μάικ Νταντόνι. Και έκανα πως του μοιάζω. Περισσότερο σε εκείνον παρά σε κάποιον ποδοσφαιριστή».
Αυτή η αγάπη του για τη… σπυριάρα οδήγησε και τους συμπαίκτες του να τον αποκαλέσουν «Billy», από τον χορηγό στη φανέλα. Παρατσούκλι που θα του έμενε σε όλη την καριέρα του. Ασχέτως εάν στη συνέχεια θα γινόταν πιο γνωστός ως «il professore» («ο καθηγητής»).

Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα με τη φανέλα της Μόντσα (καθιστός, στο μέσον).
Με τον Σάκι και τους Ολλανδούς
Το καλοκαίρι που ο Κοστακούρτα περνούσε το κατώφλι της ακαδημίας, οι «Rossoneri» μόλις είχαν κατακτήσει το Scuedetto, έχοντας στον πάγκο τον Σουηδό θρύλο του club, Νιλς Λίντχολμ. Ωστόσο, εκεί θα ξεκινούσε ίσως η πιο σκοτεινή περίοδος στην ιστορία του συλλόγου. Από Πρωταθλητές βρέθηκαν το επόμενο καλοκαίρι υποβιβασμένοι εξαιτίας της συμμετοχής τους στο διαβόητο σκάνδαλο των στημένων αγώνων, «Totonero». Έναν χρόνο αργότερα, η Μίλαν επέστρεψε στη Serie A, για να υποβιβαστεί ξανά το 1982, αυτή τη φορά επειδή ήταν χάλια αγωνιστικά.
Ο Αλεσάντρο επέστρεψε από τον δανεισμό του στη Μόντσα το 1987 και πήρε μία μόλις συμμετοχή σε έναν αγώνα Κυπέλλου.
Λίγους μήνες νωρίτερα όμως, ο σύλλογος είχε περάσει στα χέρια ενός καναλάρχη. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα άλλαζε για πάντα την πορεία των «Rossoneri».
Άμεσα ο νέος ιδιοκτήτης ξεκίνησε τη στρατολόγηση. Πρώτα έκανε την έκπληξη και έδωσε το 1987 την μπαγκέτα σε έναν 41χρονο προπονητή χωρίς περγαμηνές, ο οποίος προερχόταν μόνο από μία διετία στην Πάρμα. Ωστόσο, ο Αρίγκο Σάκι θα τον δικαίωνε και μαζί θα έθεταν τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας από τις πιο εμβληματικές ομάδες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Η προίκα που ο Μπερλουσκόνι θα έδινε στον Σάκι θα ήταν εκπληκτική. Μάρκο Φαν Μπάστεν και Ρουντ Γκούλιτ μαζί με τον Κάρλο Αντσελότι θα έφερναν μαγεία και στιβαρότητα, με τον Κοστακούρτα να παίρνει τις έξι πρώτες του συμμετοχές στη Serie A, μιας και ακόμη ο προπονητής του εμπιστευόταν τον πιο έμπειρο Φίλιπο Γκάλι. Το τέλος της σεζόν θα έβρισκε και πάλι τη Μίλαν στην κορυφή της Ιταλίας και την αμέσως επόμενη χρονιά ο νεαρός σέντερ μπακ θα έπαιρνε τη θέση του ως βασικός στο πλευρό του Φράνκο Μπαρέζι.
Οι «Rossoneri», οι οποίοι είχαν συμπληρώσει την ολλανδική αγία τους τριάδα με τον Φρανκ Ράικαρντ, θα έφταναν στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Με εξαίρεση τον υπέροχο και λίγο καιρό αργότερα Πρωταθλητή Ευρώπης, Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος τους ζόρισε στα προημιτελικά, οι Μιλανέζοι θα ήταν καταιγιστικοί στην Ευρώπη, διαλύοντας στα ημιτελικά τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ειδικά το 5-0 στο San Siro θα παρέμενε ένα παντοτινό διδακτορικό ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου. Το ίδιο και το 4-0 επί της Στεάουα Βουκουρεστίου στο Camp Nou, όπου ο Αλεσάντρο θα σήκωνε το μεγάλο τρόπαιο ως βασικός.

Ο Αλέσάντρο Κοστακούρτα (στο κέντρο) με το τρόπαιο του Πρωταθλητή Ευρώπης για το 1989 μετά την επικράτηση της Μίλαν επί της Στεάουα με 4-0.
«Ήρεμα, είμαι εδώ»
Ο νεαρός αμυντικός ήταν τυχερός. Πέτυχε την εποχή που ο Μπαρέζι τού έκανε δωρεάν μαθήματα για το πώς παίζεται η θέση σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ ο κολλητός από την ακαδημία, Πάολο Μαλντίνι, μπορεί να ήταν ακόμη άγουρος, αλλά έδειχνε ήδη ότι ήταν ένα παιδί χωρίς ταβάνι. Μαζί τους ο σκληρός Μάουρο Τασότι με το ακατάπαυστο τρέξιμο στα δεξιά. Το format μίας απροσπέλαστης τετράδας, με τον ίδιο και τον Μαλντίνι να προσδίδουν χάρη και στιλ.
Ο Αλεσάντρο μπήκε ατρόμητα στην εξίσωση, παρά το ότι δεν ήταν ο πιο δυνατός ούτε ο πιο γρήγορος. Ήταν ίσως όμως ο πιο έξυπνος. Ήξερε πώς να κλείσει τους χώρους, πώς να οδηγήσει τον αντίπαλο εκεί που ήθελε. Πότε να περιμένει και πότε να πέσει με ορμή. Και δεν φώναζε ποτέ. Μιλούσε με τα μάτια. Με ένα βλέμμα που έλεγε «ήρεμα, είμαι εδώ». Και άπαντες γύρω του έμαθαν αμέσως να εμπιστεύονται αυτή του τη ματιά.
«Κάπως λειτουργούσε από μόνο του όλο αυτό. Κατανοούσα πού να σταθώ και πότε να κινηθώ. Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι μυαλού και το δικό μου αναγνώριζε άμεσα τα ζητήματα. Κατανοούσα ότι η σιωπή στο γήπεδο λέει περισσότερα από τις κραυγές. Εκεί έβρισκα την αλήθεια του παιχνιδιού».
Ο Κοστακούρτα ήταν παρών στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή. Με το σώμα ήρεμο και το μυαλό του πάντα δύο βήματα μπροστά. Και σε αντίθεση με το υπέροχο αμυντικό ιταλικό σινάφι του, εκείνος δεν ενθουσιαζόταν με τα εντυπωσιακά τάκλιν.
Παρά την αναμφισβήτητη ικανότητά του να κερδίζει τις μπάλες, είχε ακριβώς την ίδια πεποίθηση με τον Μαλντίνι, πως το τάκλιν ήταν το υποπροϊόν ενός λάθους και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μόνο ως απελπισμένο μέτρο. Προτιμούσε λοιπόν να τα αποφεύγει, γιατί πολύ απλά φρόντιζε να σταθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη χρειαστεί να ρίξει κανέναν. Άλλωστε στη δική του φιλοσοφία: «Το καλύτερο τάκλιν είναι αυτό που δεν χρειάζεται να κάνεις»!
«Sacchi’s Five»
Αυτή η τρομερή αμυντική σύνθεση μαζί με τον πορτιέρο Τζοβάνι Γκάλι ονομάστηκε «Sacchi’s Five».
Στις προπονήσεις του Σάκι, μία επιθετική ομάδα 10 παικτών είχε την αποστολή να σκοράρει ένα γκολ μέσα σε 15 λεπτά ενάντια σε αυτούς τους πέντε.
Αν οι επιθετικοί έχαναν τη μπάλα, έπρεπε να ξαναρχίσουν την άσκηση 10 μέτρα μέσα στο δικό τους μισό. Απέναντι σε αυτό που ήταν ίσως η μεγαλύτερη επιθετική δεκάδα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή, τους Ολλανδούς ή τον βιρτουόζο Ρομπέρτο Ντοναντόνι, μάθαιναν να αντεπεξέρχονται σε αριθμητικό μειονέκτημα. Μέσω αυτής της επαναλαμβανόμενης διαδικασίας, ο Κοστακούρτα και η «πεντάδα» κατέκτησαν την εμπιστοσύνη που επεδείκνυαν και στους αγώνες.

Ρομπέρτο Ντοναντόνι, Κάρλο Αντσελότι, Πάολο Μαλντίνι και Αλεσάντρο Κοστακούρτα σε αποστολή της Μίλαν.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ο Κοστακούρτα θα έχει πανηγυρίσει έναν τίτλο Serie A, δύο Πρωταθλητριών, ισάριθμα Ευρωπαϊκά Super Cup και άλλα τόσα Διηπειρωτικά Κύπελλα. Ίσως η πιο αξιοσημείωτη από αυτές τις επιτυχίες να ήταν η συνολική νίκη 1-0 στο Ευρωπαϊκό Super Cup του 1989 απέναντι στο ξεκίνημα της “Dream Team” του Γιόχαν Κρόιφ, κάτι σαν πρελούδιο για όσα θα συνέβαιναν πέντε χρόνια αργότερα. Απέναντι σε εκείνη την ομαδάρα η άμυνα της Μίλαν κατόρθωσε να μην δεχτεί γκολ.
Με τον Δον Φάμπιο
Το 1991 ο Σάκι αποχώρησε, μα οι «Rossoneri» συνέχισαν εκκωφαντικά, με τον Φάμπιο Καπέλο όχι απλώς να συνεχίζει το σπουδαίο έργο του προκατόχου του αλλά να προσθέτει σε αυτό ξεχωριστά μαγικά στοιχεία.
Ο Κοστακούρτα ήταν ήδη ένας εκ των κορυφαίων σέντερ μπακ στον κόσμο, αν και θα έπρεπε να φτάσει 28 ετών ώστε να αγωνιστεί για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση με την Εθνική. Μέχρι όμως να φτάσει στον Τελικό του Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994 (ήταν τιμωρημένος στο μεγάλο ραντεβού με τη Βραζιλία), υπό τις οδηγίες του Δον Φάμπιο θα κατακτούσε τρία διαδοχικά Scudetti (1992-1994), με ειδική μνεία σε εκείνο του 1994, όταν η Μίλαν έφτασε στο φινάλε με μόλις 15 γκολ παθητικό. Σε εκείνη τη μυθική σεζόν θα συμμετείχε αρχοντικά και στην παράσταση του ΟΑΚΑ. Σε ένα μοναδικό show, σε μία εμφατική υποταγή με 4-0 της «Μπάρτσα» του Κρόιφ , η οποία ήταν το αδιαμφισβήτητο φαβορί.
Ο Καπέλο αποχώρησε το 1996 και μαζί του, όπως συμβαίνει σχεδόν νομοτελειακά σε αυτά τα μεγάλα επιτεύγματα, η κυκλική φύση του ποδοσφαίρου έριξε επίπεδο την ομάδα και σε αυτό συντέλεσε επίσης το τέλος της καριέρας του θρυλικού Μπαρέζι όπως και του Τασότι. Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν εύκολα για το club και τον ίδιο. Είχαν καλομάθει τους τίτλους και αντί αυτών βρέθηκαν με χαμένους εγχώριους Τελικούς και για διαδοχικές σεζόν (1997, 1998) εκτός Ευρώπης.
Η έλευση του Αλμπέρτο Τζακερόνι θα φέρει μία περίεργη αλλαγή, αλλά εκείνος θα προσαρμοστεί ιδανικά. Για πρώτη του φορά, στα 32 του θα βρεθεί σε άμυνα τριών και θα πάρει θέση στο κέντρο της. Με αυτόν τον παράδοξο τρόπο για Μίλαν θα επιστρέψει στην κορυφή με τον τίτλο του 1999, τον 16ο του club και έκτο δικό του, αλλά και πάλι θα ακολουθήσουν δύσκολα χρόνια. Τουλάχιστον έως ότου να αναλάβει ο πρώην συμπαίκτης του, Κάρλο Αντσελότι. Μαζί του θα παίξει το πιο ώριμο ποδόσφαιρό του και θα μπορέσει να το κάνει ακόμα και σε μεγάλη για το άθλημα ηλικία.

Οκτώβριος 1994: Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, Φράνκο Μπαρέζι, Ρομπέρτο Ντοναντόνι και Αλεσάντρο Κοστακούρτα με τη φανέλα της Μίλαν / Photo by: INTIME.
Με τον Καρλέτο
Πλέον είναι εκείνος ο “Μπαρέζι”, έχοντας δίπλα του πιο νέους μα σπουδαίους στόπερ. Στη νέα -και τελευταία μέχρι σήμερα- εποχή κυριαρχίας των «Rossoneri», θα είναι πάντοτε ο υπαρχηγός του τεράστιου Πάολο και θα συγχρονίζει τους Αλεσάντρο Νέστα και Γιάαπ Σταμ. Ο Κοστακούρτα σε αυτή την ωριμότητα είναι ξεκάθαρα ο αντίπαλος που κάθε μεγάλος επιθετικός σέβεται. Όχι γιατί θα τον σταματήσει με βία αλλά γιατί δεν θα τον αφήσει να αναπνεύσει. Θα τον αφήσει να σβήσει σιωπηλά.
Έχει περάσει σε άλλο επίπεδο διανοητικής ετοιμότητας. Ακόμα και εάν το κορμί, καθώς μεγαλώνει, ακολουθεί τους νόμους της βαρύτητας, εκείνος δουλεύει με ένστικτο και με σχέδιο. Ένας σκακιστής με καρδιά πολεμιστή. Στην εποχή του, όταν οι προβολείς έπεφταν αλλού, εκείνος έφτιαχνε το υπόβαθρο. Όπως έκανε πάντα. Τότε που ήταν η αμυντική σταθερά δίπλα στον Μπαρέζι.
Και εάν ο Μαλντίνι είχε την αύρα του αρχηγού, ο Νέστα τη λάμψη του ταλέντου, ο Κοστακούρτα ήταν ο συνδετικός κρίκος, η ραχοκοκαλιά, που έδενε τα πάντα μεταξύ τους.
Με τον Καρλέτο στο τιμόνι, πήρε κι ο ίδιος παράταση αγωνιστικής ζωής. Πέραν της συνεισφοράς του στο παιχνίδι, θα γινόταν ο «καθηγητής» όλων, καθώς θα βοηθούσε στην εισαγωγή μιας νέας γενιάς θρύλων της Μίλαν, οδηγώντας τον σύλλογο μπροστά με τους Καφού, Ζέεντορφ, Γκατούζο, Πίρλο, Ιντζάγκι, Κακά, Σεβτσένκο.
Θα πάρει και έβδομο Scudetto (2004) και ακόμα δύο Champions League (2003, 2007), φτάνοντας τον τρομερό αριθμό των πέντε κατακτήσεων. Το τελευταίο αποδείχθηκε και το ιδανικό κύκνειο άσμα, καθώς θα ολοκληρώσει μία μοναδική εικοσαετία με την ερυθρόμαυρη φανέλα. Τη στιγμή της αποχώρησής του, γίνεται μάλιστα ο γηραιότερος παίκτης που πάτησε σε γήπεδο της Serie A (41 ετών).

Νοέμβριος 2006: Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα στην τελευταία του σεζόν με τη φανέλα της Μίλαν κόντρα στον Ζούλιο Σέζαρ της ΑΕΚ / Photo by: INTIME.
Σεβασμός…
Πιθανώς, όταν γίνεται η ερώτηση για το πιο στερεοτυπικό ανθολόγιο των Ιταλών αμυντικών, ορισμένοι να μην τον συμπεριλάβουν αυτόματα στα ονόματα που θα σκεφτούν. Τούτο όμως οφείλεται ακριβώς σε αυτή του την αθόρυβη συνεισφορά. Εάν βέβαια ρωτήσεις έναν tifosi της Μίλαν, θα στον τοποθετήσει πολύ ψηλά.
Όποιος τον παρατηρούσε προσεκτικά να παίζει ένιωθε πως το ποδόσφαιρο αποκτούσε βάθος. Δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι δύναμης και ταχύτητας αλλά μια τέχνη ελέγχου, υπομονής και ισορροπίας. Σαν να παρακολουθείς κάποιον να ρυθμίζει έναν περίπλοκο μηχανισμό με απόλυτη ακρίβεια, χωρίς να κάνει φασαρία.
Η παρουσία του ήταν καθησυχαστική. Ήξερες ότι η άμυνα βρισκόταν στα πόδια κάποιου που δεν θα χάσει τη συγκέντρωσή του, που δεν θα προδοθεί από τον εγωισμό του. Που παίζει πάντα για την ομάδα, ποτέ για την προσωπική του δόξα.
Όπως όταν κάπου μετά τα 40 του έβαλε το τελευταίο του γκολ. Ένα πέναλτι που οι συμπαίκτες του θέλησαν να του κάνουν δώρο. Και τότε χαμογέλασε με αμηχανία. Όπως πάντα. Σαν να έλεγε «δεν ήταν δικό μου αυτό». Κι όμως, ίσως αυτό ήταν το πιο δικό του. Εκείνη η σιωπή του.
Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα δεν είχε το χάρισμα του σταριλικιού. Είχε κάτι πιο σπάνιο. Tην απόλυτη αρμονία με τον εαυτό του. Ποτέ δεν προσπάθησε να είναι κάτι που δεν ήταν. Και ίσως γι’ αυτό όσοι τον θυμούνται συνοδεύουν την ανάμνηση με ένα αίσθημα σεβασμού που δεν φωνάζει, αλλά μένει.
Γιατί στο τέλος, όταν σβήσουν τα φώτα, μένουν μόνο τα απαλά χνάρια όσων περπάτησαν σιωπηλά αλλά με ακρίβεια…

Μάιος 2014: Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα σε ηλικία 48 ετών / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
Φράνκο Μπαρέζι, ο τελευταίος μεγάλος