Ο Ντιονίσιο τής είχε κλέψει την καρδιά. Για πρώτη της φορά ήταν ερωτευμένη και του υποσχέθηκε ότι πλέον οι δυο τους θα ήταν αχώριστοι.
«Ακόμα και στο γήπεδο;», τη ρώτησε εκείνος. «Ναι, αγάπη μου. Παντού», αποκρίθηκε εκείνη. Η αλήθεια ήταν ότι αρχές των 70s η Μαργαρίτα Λουένγκο δεν έκανε καθόλου κέφι να τρέχει στα… ποδόσφαιρα. Αφενός όμως το είχε υποσχεθεί, αφετέρου ήθελε να περνάει τις Κυριακές μαζί του. Κάθε δεύτερη βδομάδα επισκέπτονταν το Vicente Calderón και ήταν κάτι που δεν έχαναν για κανέναν λόγο.
Κάπως έτσι, ακόμα και χωρίς εκείνη να δίνει και τόση σημασία σε όλα όσα συνέβαιναν στον αγωνιστικό χώρο, τα χρόνια γλιστρούσαν μαζί με την μπάλα στο χορτάρι. Μία μέρα του Γενάρη του 1996 η Ατλέτικο υποδεχόταν την Αθλέτικ Μπιλμπάο. Όπως κάθε φορά, έτσι και τότε το ζευγάρι κατευθύνθηκε στο αγαπημένο του μπαρ για δύο χαμηλά ποτήρια κάνιας και μερικά τάπας.
Τη στιγμή που ήταν να πληρώσουν, η Μαργαρίτα είδε στην μπάρα ένα μάτσο γαρίφαλα και ζήτησε από τον μπάρμαν να της επιτρέψει να πάρει μαζί της τέσσερα από αυτά. «Μα γιατί τέσσερα;», τη ρώτησε. «Ένα για κάθε γκολ που θα βάλουμε σήμερα», του απάντησε και τα έβαλε στη χούφτα της.
Λίγο αργότερα, το τέλος του αγώνα θα έβρισκε τους «Rojiblancos» να έχουν εκπληρώσει την αυτόκλητη προφητεία. Σε αυτό το 4-1 μάλιστα ο ήρωας ήταν ο γνωστός-άγνωστος της σεζόν. Ο Μίλινκο Πάντιτς, εκτός από το γκολ που είχε σημειώσει, είχε κεράσει και δύο ακόμα από εκτελέσεις κόρνερ.
Και η Μαργαρίτα δεν είχε χάσει καμία φάση στο χορτάρι. Βλέπετε, αυτή η μεταγραφή που είχε έρθει από το πουθενά τής είχε κλέψει την καρδιά και την είχε κάνει να παρακολουθεί τα πάντα. Μετά όμως από τη συγκεκριμένη παράσταση, είχε ανάγκη να συμμετάσχει και η ίδια με κάποιον τρόπο. Και τον βρήκε, για να μπει για πάντα στην ιστορία του συλλόγου.
Την επόμενη εντός έδρας αγωνιστική η Μαργαρίτα το είχε πιστέψει. Αυτή τη φορά αγόρασε 12 λευκά και 12 κόκκινα γαρίφαλα, κατέβηκε χαμηλά στην εξέδρα και ζήτησε από ένα ball boy να τα τοποθετήσει στο ίδιο κόρνερ απ’ όπου σέρβιρε ο Πάντιτς. Η Ατλέτικο νίκησε ξανά και 15 ημέρες μετά το επανέλαβε. «Ντιονίσιο, έτσι θα δεις, θα πάρουμε και το Πρωτάθλημα», είπε στον άντρα της, ο οποίος όχι μόνο πείστηκε αλλά ήθελε κιόλας να πληρώνει εκείνος αυτή την εκπληκτική αγορά κάθε δύο Κυριακές.
Έπειτα από τέσσερεις αγώνες, ο Μίλινκο βρέθηκε στη γωνία με τα γαρίφαλα. Μόνο που τον ενοχλούσαν. Τα πήρε και τα πέταξε στην άκρη. Δύο βδομάδες μετά τα ξαναβρήκε εκεί. Μόνο που, όταν πήγε να τα πιάσει για να τα πετάξει και πάλι, διάβασε το σημείωμα που είχε αφήσει η Μαργαρίτα. «Μίλινκο, μην τα πετάς, αυτά βρίσκονται εκεί προς τιμήν σου. Σε αγαπώ».
Αμέσως μετά τη λήξη ζήτησε να του βρουν τη γυναίκα που είχε κάνει αυτή την περίεργη κίνηση και της χάρισε τη φανέλα του, για να λάβει μία τεράστια αγκαλιά, ένα ζεστό φιλί και μία υπόσχεση. «Κάθε φορά θα τα βλέπεις εκεί. Και στο τέλος που θα πάρουμε τον τίτλο, θα τα έχεις μαζί σου»!
Το τηλεφώνημα
Το καλοκαίρι του 1995 η προετοιμασία ήταν πολύ σκληρή. Ο Έμεριχ Γιένεϊ ήταν της παλιάς ρουμανικής σχολής και είχε λιώσει τους παίκτες του Πανιωνίου με τρεις προπονήσεις ημερησίως. Ήταν μεσημέρι και ο Μίλινκο προσπαθούσε να ξεκουραστεί κάπου ενδιάμεσα στα τρεξίματα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο δωμάτιό του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι άκουγε μια γνώριμή του φωνή που τον καλούσε από το Βελιγράδι.
«Μίλινκο, έχω δεχθεί πολύ σοβαρές προτάσεις και ετοιμάζομαι να πάω σε μεγάλη ομάδα. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να μου στείλεις άμεσα μία βιντεοκασέτα με τις καλύτερες στιγμές σου. Κάν’ το τώρα, μην περιμένεις καθόλου. Και μην πεις “ναι” σε καμία άλλη ομάδα. Περίμενέ με».
Ο Ράντομιρ Άντιτς ήταν βοηθός προπονητή στην Παρτιζάν, όταν ο Πάντιτς ξεκινούσε εκεί στα πρώτα βήματά του στο παιχνίδι και ήταν εξαρχής μεγάλος θαυμαστής του. Μάλιστα, ήθελε να τον πάρει μαζί του το 1989, όταν ανέλαβε τη Σαραγόσα. Μόνο που μέχρι το 1990 υπήρχε στη Γιουγκοσλαβία ένας περιοριστικός νόμος που όριζε ότι δεν μπορούσες να πας στο εξωτερικό πριν τα 28 έτη.
Μία βδομάδα αργότερα, η κασέτα έφευγε με προορισμό τη Μαδρίτη, μιας και ο Σέρβος προπονητής είχε μόλις δώσει τα χέρια με τον πιο εκκεντρικό Πρόεδρο στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Το επόμενο βήμα για τον Άντιτς, το πιο δύσκολο απ’ όλα, ήταν να πείσει τον Χεσούς Χιλ ότι αυτός που ήθελε ως μεταγραφή δώρο αγωνιζόταν σε μία άγνωστη ελληνική ομάδα. Η πρώτη αντίδρασή του ήταν κάθετα αρνητική. Ο Χιλ δεν ήθελε να ακούσει για κανέναν Πανιώνιο. Ήταν κάποιος που δεν ρωτούσε καν τους προπονητές, έκανε τις μεταγραφές μόνος του και είχε ήδη ψηλά στη λίστα του σπουδαίους αρτίστες για τη μεσαία γραμμή της ομάδας του.
Οι συνομιλίες με τους Έντσο Σίφο, Ρόμπερτ Προσινέτσκι, Σλάβισα Γιοκάνοβιτς ήταν προχωρημένες. «Mister, εγώ θέλω τον Πάντιτς», ήταν η παράδοξη εμμονή του Άντιτς και προς έκπληξη όλων ο Χιλ τού έκανε το χατίρι, πληρώνοντας το σημαντικό ποσό των 700.000 ευρώ (σε τωρινή τιμή, μόνο που τότε είχαν υπερδιπλάσια αξία). Ακόμα και ο μαδριλένικος Τύπος δεν μπορούσε να το πιστέψει και χλεύασε τη μεταγραφή.
Αυτό που συνέβαινε δεν είχε καμία ποδοσφαιρική λογική. Ένας 29χρονος που είχε αποτύχει στην πατρίδα του και αγωνιζόταν σε μικρομεσαία ομάδα ενός μικρού Πρωταθλήματος.
Πόσο μάλλον όταν η Ατλέτικο, η οποία ήταν ασανσέρ με υποβιβασμούς, πάλευε να εδραιωθεί στη La Liga, με αντιπάλους τη «Dream Team» του Γιόχαν Κρόιφ, τη Ρεάλ Μαδρίτης των Λάουντρουπ, Ζαμοράνο, Ρεδόνδο και την εκπληκτική «Super Depor» που είχε δημιουργηθεί στη Λα Κορούνια.
Αποτυχία
«Συνέβησαν όλα τόσο γρήγορα. Όταν τηλεφώνησα στον Πρόεδρο του Πανιωνίου, έβαλε τα κλάματα, ζητώντας μου να μην φύγω. Και στην προπόνηση ήρθαν οπαδοί και με παρακαλούσαν. Ήταν συγκινητικό. Αγαπούσα και εγώ την ομάδα και το είχα αποδείξει, όταν δεν έφυγα με τον υποβιβασμό μας. Τους εξήγησα ότι αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία της καριέρας μου. Είχα ξεκινήσει στην Παρτιζάν ως μεγάλο ταλέντο, αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να φτάσω εκεί που πίστευα. Και τώρα με καλούσε η Ατλέτικο Μαδρίτης. Και ήμουν 29 ετών. Δεν μπορούσα καν να το πιστέψω».
Η αλήθεια ήταν πως μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αποτύχει να δικαιώσει τις προσδοκίες. Τις δικές του και του ποδοσφαίρου γενικότερα. Το 1985 η Παρτιζάν είχε κάνει δικό της εκείνο το αδύνατο αγόρι με τις κοντές μπούκλες. Τον διεκδίκησε και ο Ερυθρός Αστέρας, αλλά ο Μίλινκο μισούσε τα ερυθρόλευκά τους. Μάλιστα, όταν πήγε στην Ατλέτικο, είπε πως δεν είχε φανταστεί ποτέ να φοράει φανέλα με αυτά τα χρώματα.
Το πρόβλημα του Σέρβου μέσου ήταν άλλο και δεν του είχε επιτρέψει μέχρι τότε να κάνει το κάτι παραπάνω. Ήταν αργός.
Και μπορεί ο ίδιος σε συνέντευξή του να υπερθεμάτιζε ότι, εάν έπαιζε στη σημερινή εποχή, θα κόστιζε πολλά εκατ. ευρώ, αλλά αυτό ίσως και να μην μπορούσε να συμβεί. Ο Πάντιτς είχε γρήγορο τρόπο σκέψης, μα του έλειπαν τα τρεξίματα, τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια. Επίσης, το κορμί του δεν ήταν τόσο γυμνασμένο, αθλητικό, δεν έμπαινε τόσο δυνατά στις μάχες. Είχε έναν πιο δαντελένιο τρόπο ενασχόλησης με το τόπι.
Πανιώνιος
Στον Πανιώνιο βρέθηκε το 1991. Έχοντας απογοητευτεί από τα χρόνια του στην Παρτιζάν, όπου συνήθως έβλεπε την πλάτη των Γκόραν Μπογκντάνοβιτς, Μπούντιμιρ Βούγιατσις, αποφάσισε να μεταναστεύσει. Άλλωστε, ποτέ δεν του άρεσε που στην πατρίδα του τον θεωρούσαν περισσότερο ως κεντρικό μέσο, ενώ εκείνος ήταν ο ορισμός του οργανωτή. Ένα “10άρι” παλιάς κοπής που του άρεσε να μοιράζει μακρινές μπαλιές ακριβείας, να κάνει κοφτές ντρίμπλες στους μικρούς χώρους και να ανακαλύπτει τις τρύπες για να περνάει την μπάλα στους επιθετικούς.
Αρχικά στη Νέα Σμύρνη και κατ’ επέκταση σε όλη την Ελλάδα μαγεύτηκαν. Ο τρόπος που λειτουργούσε στο γήπεδο θύμιζε κάτι από Μαραντόνα, αλλά χωρίς τα σλάλομ. Και, όταν η μπάλα στηνόταν για να εκτελέσει φάουλ, ήταν λες και δεν υπήρχε καν τείχος μπροστά του. Ίσως ο κορυφαίος ξένος εκτελεστής που πέρασε από τη χώρα μας, μέτρησε 11 γκολ φάουλ, σχεδόν όλα τους με προορισμό τα… παράθυρα.
Στον Πανιώνιο τον λάτρεψαν το 1992. Όταν υποβιβάστηκαν στη Β’ Εθνική, αλλά εκείνος επέλεξε να παραμείνει και να βοηθήσει στην άμεση επιστροφή. Έβαλε τότε 11 γκολ και τους έστεψε Πρωταθλητές.
Τη στιγμή που τον κάλεσε η Ατλέτικο, είχε αφήσει παρακαταθήκη 51 γκολ και αμέτρητων ασίστ σε 120 αγώνες. Ήταν κάτι το ονειρικό που οι «Κυανέρυθροι» δεν είχαν ξαναδεί με τη φανέλα τους και δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά έκτοτε.
Το απίστευτο σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι δεν τον έκανε δικό της καμία από τις μεγάλες ελληνικές ομάδες. Όλες τους έβλεπαν πιθανώς τα αρνητικά στοιχεία, τις αδυναμίες του και είχαν τη λογική ότι αυτά τα έκανε με τον Πανιώνιο. Πως δεν ήταν για παραπάνω. Ευτυχώς για εκείνον και την Ατλέτικο, ο Άντιτς μπορούσε να δει πιο μακριά…
Το μυθικό Νταμπλ
Την προηγούμενη χρονιά η Ατλέτικο πάλεψε μέχρι τέλους για τη σωτηρία της και τερμάτισε 14η, με έναν μόλις βαθμό παραπάνω από τα μπαράζ παραμονής. Εν όψει της νέας περιόδου ο Ιγκόρ Ντομπροβόλσκι, το μεγάλο αστέρι της, ζήτησε να φύγει έπειτα από μόλις ένα έτος παραμονής του εκεί. Η ομάδα ήταν κακή και ο Ρώσος μέσος είχε φιλοδοξίες.
Ο Χιλ είχε αποφασίσει να βάλει το χέρι στην τσέπη και κοιτούσε μεγάλα “10άρια”. Όταν επομένως ξέμεινε με τον Πάντιτς και μαζί του πήρε για το τέρμα τον Χόρχε Μολίνα από την Αλμπαθέτε και μαζί τον Σάντι από την ίδια ομάδα, ο Τύπος θεώρησε ότι οι «Rojiblancos» θα υποβιβαστούν. Τουλάχιστον, την ύστατη στιγμή κατέφθασαν ο πολύ καλός Βούλγαρος φορ, Λιούμποσλαβ Πένεφ, από τη Βαλένθια και ο εξτρέμ Λέο Μπιατζίνι από τη Νιούελς Ολντ Μπόις. Το ρόστερ γενικότερα θεωρήθηκε μέτριο προς ελλιπές και δεν υπήρχε καμία αισιοδοξία.
Ωστόσο, από το ξεκίνημα το κλίμα άλλαξε, δημιουργώντας κάτι που έμοιαζε με παραλήρημα στις εξέδρες του Calderón. Ο Μολίνα ήταν φανταστικός στην εστία και μπροστά του σχεδόν απροσπέλαστοι οι σέντερ μπακ, Σολοθάμπαλ, Σάντι, με τους πλάγιους μπακ, Χέλι και Τόνι. Βέβαια, για να φτάσει εκεί ο αντίπαλος, έπρεπε να περάσει από τα σκυλίσια τάκλιν του Ντιέγο Σιμεόνε και του ίσως πολυτιμότερου και πιο αθόρυβου παίκτη της 11άδας, του Χουάν Βιθκαΐνο.
Έχοντας αυτούς τους δύο πίσω του να κόβουν, ο Πάντιτς βρήκε την ποιότητα που αναζητούσε γύρω του, ώστε εκείνος να ράψει το παιχνίδι όπως πάντα ονειρευόταν. Κίκο και Χοσέ Λουίς Καμινέρο έκαναν αδιανόητα πράγματα στα πλάγια της επίθεσης, με τον Πένεφ να σκοράρει 22 φορές.
Κάπως έτσι η Ατλέτικο βρέθηκε να καλπάζει από την αρχή. Στις 12 πρώτες αγωνιστικές ήταν αήττητη με εννέα νίκες. Ηττήθηκε στο Santiago Bernabéu, με τη συμπολίτισσα Ρεάλ να τη νικάει και στα δύο ραντεβού τους. Το αντιστάθμισμα βέβαια ήταν οι δύο “τριάρες” επί της «Μπάρτσα».
Η τελική ευθεία της πιο μεγάλης σεζόν στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου (με 22 ομάδες) βρήκε την Ατλέτικο να κοντράρεται μόνο από τον σπουδαιότερο άνθρωπο που υπηρέτησε ποτέ τον σύλλογο. Ο Λουίς Αραγονές με τη δική του Βαλένθια τους κυνηγούσαν, αλλά τελικά έμειναν στο -4.
Οι «Rojiblancos» είχαν επιστρέψει στην κορυφή της χώρας έπειτα από 19 χρόνια, κατακτώντας παράλληλα το Νταμπλ, μιας και στον Τελικό είχαν επιβληθεί 1-0 της Μπαρτσελόνα, με τον Πάντιτς να σκοράρει το σημαντικότερο γκολ της καριέρας του.
Ήταν η εποχή του «χρυσού γκολ» στην παράταση. Το έβαλε με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο. Με το κεφάλι χάρισε στην ομάδα του το Κύπελλο στο 102′ και το πρώτο και μοναδικό Νταμπλ στην ιστορία της.
Τους περίμενε πλέον το Champions League. «Είναι το μοναδικό απωθημένο που έχω από την καριέρα μου. Πραγματικά πιστεύω ότι ήμασταν τόσο δυνατοί τότε, ώστε θα μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι τέλους. Κάναμε κάποια λάθη και ξεμείναμε στις λεπτομέρειες», θα αναπολήσει χρόνια αργότερα. Είναι η στιγμή του. Στα 30 του και αφού το έκανε στην Ισπανία, έχει έρθει η ώρα να δείξει τη μαγεία του και στην Ευρώπη.
Στους ομίλους θα σκοράρει τέσσερεις φορές και θα βάλει ένα αδιανόητο φάουλ, σχεδόν σαν κόρνερ, για το 1-2 στη Ντόρτμουντ. Θα αφήσουν τους Γερμανούς στη δεύτερη θέση, αν και στο τέλος της διαδρομής εκείνοι θα σηκώσουν την κούπα (3-1 τη Γιουβέντους).
Απέναντί τους στα νοκ άουτ βρίσκεται ο υπέροχος Άγιαξ του Φαν Χάαλ, ο οποίος έχει παίξει τους δύο προηγούμενους Τελικούς. Μετά το 1-1 στην Ολλανδία, θα ακολουθήσει ο δραματικός αποκλεισμός με 2-3 στην παράταση. Εκείνος θα σκοράρει και πάλι, θα φτάσει τα πέντε σε οκτώ ματς του τουρνουά, μα θα σταματήσουν εκεί.
Τα γαρίφαλα είναι παντοτινά
Το καλοκαίρι του 1998 έχει φτάσει η ώρα της συνειδητοποίησης. Δυστυχώς, οι μεγάλες στιγμές τον βρήκαν και μεγάλο ηλικιακά. Τα πιο όμορφα συνέβησαν καθυστερημένα και επομένως είχαν μικρή διάρκεια. «Τουλάχιστον πρόλαβα να το ζήσω», θα σκεφτεί φωναχτά και γεμάτος ευγνωμοσύνη.
Ένα πέρασμα από την Χαβρ και το ιδανικό κλείσιμο. Η διετία 1999-2001 στον Πανιώνιο. Είναι 35, χορτάτος, χαρούμενος και πρέπει να ολοκληρώσει το κεφάλαιο. Θα γυρίσει στη Μαδρίτη. Εκεί είναι η αγαπημένη του πόλη. Εκεί το βίωσε όλο στο έπακρον. Έκανε ακόμα και τους πιο δύσπιστους οπαδούς να πληρώνουν εισιτήριο για χάρη του. Για μία μαγική 40άρα, για μία ποδιά, για ένα φάουλ “μπανάνα”.
Ήθελε να πηγαίνει στο γήπεδο. Όπου εκείνος μπορεί να έλειπε από το χόρτο αλλά υπήρχε η ανάμνησή του ζωντανή κάθε δεύτερη Κυριακή. Φρόντιζε γι’ αυτό η Δόνα Μαργαρίτα. Ακόμα και όταν εκείνος έφυγε για τη Γαλλία, ακόμα και όταν αποσύρθηκε οριστικά, το μπουκέτο δεν έπαψε να τοποθετείται με ευλάβεια στο κόρνερ.
Η πιο κρίσιμη στιγμή ήταν όταν η ομάδα αποχαιρετούσε το Vicente Calderón για να μετακομίσει στο υπερσύγχρονο Wanda Metropolitano. Τι θα γινόταν πλέον με τα λουλούδια;
Η απάντηση δόθηκε από τη Μαργαρίτα στο πρώτο εντός έδρας ματς. Εμφανίστηκε, έστειλε ένα φιλί στην κάμερα και πήγε στη θέση της. Ακόμα και όταν εξαιτίας του κορωνοϊού δεν επιτρεπόταν να υπάρχει κόσμος, ο αρχηγός Κόκε τής έκανε βιντεοκλήση και τοποθέτησε ο ίδιος την ανθοδέσμη. Δύο ντουζίνες γαρίφαλα να συνδέουν δύο μακρινές εποχές, αναμνήσεις μίας ποδοσφαιρικής μαγείας και η παντοτινή υπενθύμιση ότι εκείνος όχι απλώς υπήρξε εκεί μα πως παραμένει παντοτινά.
Ακόμη και τώρα που ο γιατρός έχει απαγορεύσει στον Ντιονίσιο να πηγαίνει στο γήπεδο, επειδή έχει πρόβλημα με την καρδιά του, η Μαργαρίτα πηγαίνει μόνη της. «Τα λουλούδια στο κόρνερ δεν είναι απλώς μία παράδοση. Είναι το πνεύμα του Νταμπλ και η αγάπη για τον Μίλινκο Πάντιτς. Άλλωστε, για εκείνον τα τοποθέτησα πρώτη φορά και αυτόν έχω κάθε φορά στο μυαλό μου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: