Ένας κόσμος όχι όπως τον παρουσιάζουν οι κάμερες, οι διακρίσεις και οι ποδοσφαιρικοί τίτλοι αλλά όπως ανέκαθεν υπήρξε στην ολότητά του.
Ένας κόσμος γεμάτος πληγές, όνειρα, ανάγκη για αγκαλιές. Αγκαλιές για μεγάλους και για μικρούς ήρωες.
Όπως ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ τοποθέτησε τον «Μικρό Πρίγκιπά» του να κοιτάζει και να φροντίζει το μοναδικό τριαντάφυλλο σε έναν άγονο μικρό πλανήτη, με τον ίδιο τρόπο ο Χουάν Πάμπλο Σορίν έβλεπε στις μικρές, αθέατες στιγμές του παιχνιδιού και κυρίως της ζωής τις μεγάλες αξίες. Ένα τάκλιν που έσωζε την ομάδα, ένα τρέξιμο πίσω από χαμένη μπάλα, ένα χέρι στον ώμο ενός πεσμένου συμπαίκτη, η αλληλεγγύη εκτός γηπέδων στα παιδιά που είχαν ανάγκη.
Χωρίς φανταχτερές δηλώσεις ή αναρίθμητες επιτυχίες. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν η αόρατη ύφανση που ενώνει το παιχνίδι με τους ανθρώπους, η απόλαυση μέσα από την πίστη και τη σιωπηλή προσφορά. Γιατί στη δική του φιλοσοφία το… ουσιώδες είναι πάντα αόρατο στα μάτια. Και εκείνος επέλεξε να βλέπει βαθιά. Και το σημαντικότερο, να μην μένει ένας απλός παρατηρητής.
«Το φυτώριο του κόσμου»
Από τότε που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 σε ένα σοκάκι της Λα Μπόκα ένας δικός της άνθρωπος παρακολουθούσε την ομάδα με το φανταστικό όνομα «Cebollitas» («Cebollitas» τα κρεμμυδάκια) και ξεχώρισε εκείνο το οκτάχρονο αγόρι με την αφάνα, η Αρχεντίνος Τζούνιορς μπορεί να καμαρώνει για τις ακαδημίες της. Ο μπόμπιρας ήταν ο Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα και από μόνος του θα ήταν αρκετός για να ανυψώσει αυτές τις ακαδημίες για μία ζωή.
Ωστόσο, η φάμπρικα της Αρχεντίνος συνέχιζε να παράγει μύθους. Και έτσι κέρδισε επάξια έναν τιμητικό προσδιορισμό, μιας και άπαντες στην Αργεντινή, και όχι μόνο, αναφέρονται σε αυτήν ως «El semillero del mundo» («το φυτώριο του κόσμου»).

Ιούνιος 2006: Χουάν Πάμπλο Σορίν εναντίον Τιμ Κέιχιλ σε αναμέτρηση Αργεντινή – Αυστραλία στο Μουντιάλ της Γερμανίας / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ (GEPA).
Οι εκπρόσωποί της διαχρονικά ισχυρίζονται ότι ξεχωρίζουν, επειδή δίνουν έμφαση στην τεχνική κατάρτιση, την τακτική ευφυΐα, κυρίως στην καλλιέργεια του πάθους για το παιχνίδι. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δηλαδή που εκτός από τον «Ντιεγκίτο» μπορούσες να τα διακρίνεις στη μοναδικότητα του Χουάν Ρομάν Ρικέλμε ή του Φερνάντο Ρεδόντο, που στη σύγχρονη εποχή τα εκπροσωπεί ο Αλέξις Μακ Άλιστερ και που κάποτε τα υπηρέτησε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο ο Χουάν Πάμπλο Σορίν.
Μεγαλωμένος, όπως οι περισσότεροι Αργεντινοί της γενιάς του, στις λάσπες των δρόμων, δεν έπαψε ποτέ να κουβαλάει αυτές τις λάσπες στο παιχνίδι του.
Παρά το μικρό του μπόι (170 εκ.), βρήκε τον τρόπο να διαφεντεύει όλη την αριστερή πλευρά. Αυτό του άρεσε από το ξεκίνημά του, καθώς ήθελε να μοιάσει στον Αλμπέρτο Ταραντίνι. Και ικανοποίησε αυτή του την επιθυμία, αφήνοντας το ίδιο μακρύ σπαστό μαλλί και παίζοντας με το ίδιο πάθος μία επιθετική άμυνα που θα τον χαρακτήριζε σε όλη την καριέρα του.
Τελικά κατάφερε να τον φτάσει και μαζί με εκείνο το ίνδαλμά του, ο οποίος αναδείχθηκε Πρωταθλητής κόσμου το 1978, θεωρούνται οι δύο ισάξιοι δεύτεροι καλύτεροι πλάγιοι μπακ στην ιστορία της χώρας. Για τον πρώτο άλλωστε, τον Χαβιέρ Ζανέτι, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αντίπαλος.

Ιούνιος 2005: Χουάν Πάμπλο Σορίν εναντίον Σίνια στον ημιτελικό του Confederations Cup της Γερμανίας / Photo by: Eurokinissi (AP).
Κορυφές
Στην Αρχεντίνος, ομάδα στην οποία ξέρουν να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τα ταλέντα τους, τον πέταξαν στα βαθιά, πριν κλείσει καν τα 18. Και αμέσως τον τσίμπησαν και από την Εθνική U20. Ταξιδεύοντας μάλιστα στο Κατάρ για το Μουντιάλ του 1995, του φόρεσαν και το περιβραχιόνιο. Μία ομάδα που δεν συμπεριλαμβανόταν στα φαβορί και χωρίς μελλοντικά μεγάλα αστέρια (πέραν του Σορίν, μόνο ο Αριέλ Ιμπαγάσα ήταν εκείνος με σημαντική καριέρα), κατάφερε να κάνει την έκπληξη και να νικήσει 2-0 τη Βραζιλία στον Τελικό.
Ο Σορίν ως αρχηγός βρέθηκε με την κούπα στα χέρια και μαζί με το εισιτήριο για το Τορίνο. Ο Μαρσέλο Λίπι τού είχε τηλεφωνήσει αυτοπροσώπως. Σε εκείνη την πολύ ισχυρή Γιουβέντους, η οποία στο τέλος της σεζόν κατέκτησε το Champions League, δεν μπόρεσε όμως να βρει χώρο. Ο Τζανλούκα Πεσότο εκείνη την εποχή ήταν πραγματική μηχανή αξιοπιστίας και άφησε τον νεαρό Αργεντινό με μόλις δύο παρουσίες στο Πρωτάθλημα.
Το κάλεσμα της Ρίβερ Πλέιτ ήταν κάτι σαν βάλσαμο και δεν το σκέφτηκε δύο φορές. Αυτή η επιστροφή στην πατρίδα ήταν το ένα από τα δύο καλύτερα πράγματα που θα του συνέβαιναν σε συλλογικό επίπεδο.
Εκείνη η έκδοση της Ρίβερ ήταν ασυναγώνιστη. Σέλσο Αγιάλα, Ερνάν Ντίας, Ματίας Αλμέιδα, Αριέλ Ορτέγα, Ερνάν Κρέσπο και ο θρυλικός Έντσο Φραντσέσκολι δεν είχαν αντίπαλο εντός και εκτός συνόρων. Έως το 2000 που ο Σορίν θα αποχωρούσε για τη γειτονική Βραζιλία, θα μετρούσε τέσσερα Πρωταθλήματα, ένα Copa Libertadores (1996) και ένα Supercopa Sudamericana (1997).
Αμφισβήτηση και θαύμα
Στην Κρουζέιρο βρέθηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2000 και θα ακολουθούσαν ακόμα δύο σύντομα περάσματα, καθώς ενδιάμεσα θα προσπαθούσε ξανά να καθιερωθεί στην Ευρώπη. Καθώς αποχωρούσε από τη Λατινική Αμερική, κουβαλούσε μαζί του τρεις παρουσίες στην Αll Star 11άδα της χρονιάς στην ήπειρο (1996, 2000, 2001) και το βραβείο του κορυφαίου στο Brasileirão (2001).
Ο δανεισμός στη Λάτσιο θα συνοδευόταν και από την καταξίωση. Όχι όμως και από την επιβεβαίωση αυτής της καταξίωσης στα γήπεδα της Serie A. Για ακόμα μία φορά θα είναι περαστικός από το Campionato, αλλά ως έκπληξη θα ακολουθούσε ο δανεισμός του στην Μπαρτσελόνα το 2002-2003.

Απρίλιος 2003: Χουάν Πάμπλο Σορίν εναντίον Ρονάλντο σε αναμέτρηση Ρεάλ Μαδρίτης – Μπαρτσελόνα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Η σεζόν ήταν κακή για τον σύλλογο με τρεις προπονητές (Λουίς Φαν Χάαλ, Αντόνιο ντε λα Κρουθ, Ράντομιρ Άντιτς), με τους «Blaugrana» να τερματίζουν στην έκτη θέση και τον Σορίν να παίρνει τα μισά ματς, μιας και θα μοιραστεί τον χρόνο με τον Φρανκ Ντε Μπουρ. Εκεί θα παίξει για πρώτη φορά με τον Χουάν Ρομάν Ρικέλμε, μιας και στην Αρχεντίνος ο μαέστρος πάντα προπορευόταν ηλικιακά. Πλησίαζε ο καιρός που μαζί θα αναστάτωναν την Ευρώπη.
Ο Σορίν πλέον σε αυτό το διάστημα είχε ωριμάσει. Ο τρόπος που έπαιζε περιείχε έναν συνδυασμό μυαλωμένης έντασης.
Πάντα αγωνιζόταν με το ίδιο μοτίβο. Πάθος, καρδιά, προσωπικότητα. Παντού έβγαζε το ίδιο αποτέλεσμα. Σεβασμό.
Η αλήθεια είναι ότι ο Σορίν δεν ήταν ο πιο τεχνίτης ούτε ο πιο αθλητικός. Εμφανίστηκε όμως στο ποδόσφαιρο με τη μορφή του αυθεντικού πολεμιστή. Ήξερε να διαβάζει το παιχνίδι και είχε αίσθηση της σωστής στιγμής για να επιτεθεί ή να μαζευτεί. Μπορούσε να παίξει με έναν ελεγχόμενο ρυθμό, χωρίς βιασύνες, και κάθε του κίνηση είχε ψυχή. Χωρίς να επιτυγχάνει την τελειότητα, μπορούσε να κατακτήσει την ουσία. Σαν εκείνον τον μαχητή που παλεύει για το δικαίωμα να αντέξει μέχρι τέλους.
Ένας ακόμα μονοετής δανεισμός και το Κύπελλο Γαλλίας με την Παρί, μία μικρή επιστροφή στην Κρουζέιρο και η μεγάλη στιγμή έχει φτάσει. Ο Εμάνουελ Πελεγκρίνι δημιουργεί κάτι ιδιαίτερο στο Madrigal και του ζητάει να παίξει για εκείνον σε μία διαφορετική θέση. Ο Χιλιανός τεχνικός τον τοποθετεί στη μεσαία γραμμή, σε μία τριάδα μαζί με τον εκπληκτικό Μάρκος Σένα και τον Αλέσιο Τακινάρντι, έχοντας μπροστά τους ελεύθερο τον Ρικέλμε να κάνει τα δικά του και να τροφοδοτεί τους Ντιέγο Φορλάν, Χοσέ Μάρι.
Το πρώτο θαύμα είναι η τρίτη θέση στη La Liga και η παρθενική έξοδος στο Champions League. Και εκεί η επόμενη χρονιά θα κάνει τη Βιγιαρεάλ την ομάδα από την μικρότερη πόλη που θα φτάσει ποτέ στα ημιτελικά του θεσμού. Ας όψεται όμως το χαμένο πέναλτι στη ρεβάνς που δεν της επέτρεψε να διεκδικήσει το τρόπαιο του 2006.

Απρίλιος 2004: Χουάν Πάμπλο Σορίν εναντίον Χαβιέ Ζανέτι σε αναμέτρηση Βιγιαρεάλ – Ίντερ για τους προημιτελικούς του Champions League / Photo by: Eurokinissi (AFP).
Αγάπη για το εθνόσημο
Πλέον ο Σορίν έχει φτάσει 30 ετών και βρίσκεται στην πιο ουσιαστική στιγμή της καριέρας του. Τόσο πολύ μάλιστα ώστε ο Νέστορ Χοσέ Πέκερμαν, ο οποίος τον παίρνει στο δεύτερο Μουντιάλ του, του δίνει και το περιβραχιόνιο μίας ομάδας γεμάτης τρομερά αστέρια.
Δύο χρόνια νωρίτερα έχει ηττηθεί στον Τελικό του Copa America από τη Βραζιλία και το 2005 και πάλι από τη Βραζιλία σε εκείνον του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών. Στα γήπεδα της Γερμανίας όμως η «Albiceleste» συγκαταλέγεται στα φαβορί, για να αποκλειστεί από τη Γερμανία στα πέναλτι στα προημιτελικά.
«Μετά το Μουντιάλ είχα ένα είδος κατάθλιψης για μήνες. Η Εθνική (σ.σ. 75 συμμετοχές, 11 γκολ) ήταν πάντα για μένα κάτι το ανώτερο. Πάνω από κάθε ομάδα που έπαιξα και τότε το είχαμε πιστέψει. Μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι τέλους. Και ήξερα ότι εγώ δεν θα είχα άλλην ευκαιρία. Κοιτάζοντας πίσω, φορώντας το εθνόσημο, ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένος και πάντοτε μελαγχολώ, όταν το σκέφτομαι», θα πει, αρκετά χρόνια αφού σταματήσει την μπάλα.
Και οι συμπατριώτες του τον λάτρευαν. Επειδή δεν ήταν απλώς ένας πεισματάρης αμυντικός. Περισσότερο έμοιαζε να παίζει ως ένας αντάρτης με παιδικό χαμόγελο. Ένας ηγέτης που πάλευε να ενώσει, να προστατεύσει. Ο αρχηγός που σε έκανε να θες να τον ακολουθήσεις.
«Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο νίκες και τίτλοι. Είναι αλληλεγγύη, είναι αδελφοσύνη, είναι να προσφέρεις πίσω σε αυτούς που σε πίστεψαν», συνήθιζε να λέει, ενώ ο σπουδαίος Χόρχε Βαλδάνο συνηγορούσε: «Ο Χουάν αποτελούσε πάντα το παράδειγμα. Όχι μόνο για το πώς έπαιζε αλλά για το πώς φερόταν στους ανθρώπους γύρω του. Και ήταν ένας από αυτούς που έκαναν την ομάδα να έχει ψυχή, ακόμα κι όταν δεν της έβγαινε το παιχνίδι».
Τα «Μεγάλα Παιδιά»
Ένα όχι τόσο καλό πέρασμα από το Αμβούργο και το φινάλε με την Κρουζέιρο το 2009 δεν αποτέλεσαν το καλύτερο κλείσιμό του στα γήπεδα. Ωστόσο, ήδη τον απασχολούσαν περισσότερο άλλα ζητήματα. Παράλληλα με την αγάπη του για το παιχνίδι, ξεκίνησε από μικρή ηλικία να δείχνει την αγάπη του για τα παιδιά και όσους είχαν ανάγκη.

Ιούνιος 2006: Ο Χουάν Πάμπλο Σορίν με το περιβραχιόνιο της Εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ της Γερμανίας / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ (Firo).
Ο Σορίν αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της ζωής του στο να δημιουργήσει και να υποστηρίξει κοινωνικά προγράμματα. Δημιούργησε το Fundación Laureus Argentina, το οποίο χρησιμοποιεί τον αθλητισμό για να αλλάξει τη ζωή παιδιών σε υποβαθμισμένες περιοχές. Συμμετείχε σε προγράμματα της UNICEF και διάφορες εκστρατείες κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας. Στήριξε δράσεις για την ισότητα, την εκπαίδευση, την υποστήριξη μειονοτήτων και ανθρώπων με ειδικές ανάγκες.
Σε προσωπικό επίπεδο, επισκεπτόταν νοσοκομεία και σχολεία χωρίς δημοσιότητα, μοιράζοντας φανέλες, μπάλες, αλλά κυρίως χρόνο και ελπίδα. Μίλησε δημόσια υπέρ των δικαιωμάτων των τρανσέξουαλ, για την επιλογή του να είσαι ομοφυλόφιλος αθλητής και κάθε φορά αποδείκνυε ότι για εκείνον το ποδόσφαιρο ήταν μέσο. Όχι αυτοσκοπός.
Συν τω χρόνω, επικεντρώθηκε ακόμα περισσότερο σε αυτές τις δράσεις και έφτασε στο σημείο να κυκλοφορήσει το βιβλίο «Grandes Chicos» («Μεγάλα παιδιά»). Πρόκειται για μία υπέροχη πρωτοβουλία. Μία ανθολογία που συγκεντρώνει κείμενα και φωτογραφίες από διάσημους Αργεντινούς συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες, εστιάζοντας στις παιδικές τους αναμνήσεις. Στόχος του έργου είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων για την ανακαίνιση δύο σχολείων και ενός αγροτικού νοσοκομείου στην Πάμπα Ντε Λος Γκουανάκος, μία από τις πλέον απομακρυσμένες κοινότητες της Αργεντινής.
Το «Grandes Chicos» δεν είναι απλώς ένα βιβλίο αλλά ένα σύμβολο της της στάσης ζωής του. Ένα μανιφέστο ότι ο αθλητισμός μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Μέσα από αυτό απέδειξε ότι η αληθινή επιτυχία ενός αθλητή μετριέται όχι μόνο με τίτλους και διακρίσεις αλλά και με την ικανότητά του να προσφέρει πίσω στην κοινωνία.
Όπως έκανε και στα γήπεδα, βρήκε τρόπο για ένα κάλεσμα. Μία αφύπνιση τού να ζήσεις με πάθος, να αντισταθείς, να σταθείς όρθιος ακόμα κι όταν η λογική λέει να παραιτηθείς. Μία φωνή δυνατή και απαλή ταυτόχρονα. Φωνή που ψιθυρίζει ελπίδα.
Ένας ακόμα δικός του αγώνας στον οποίον δεν μετράει πάντα το σκορ. Άλλωστε, ο Χουάν Πάμπλο Σορίν έπαιζε πάντα για εκείνους που τον έβλεπαν από μια γειτονιά χωρίς όνομα, για εκείνους που ήθελαν να πιστέψουν πως η αξιοπρέπεια μπορεί να κερδίζει τις δυσκολίες. Έτρεξε στα άκρα, μάτωσε, έζησε το παιχνίδι σαν να ήταν πράξη αγάπης.
Και, όταν έβγαλε τη φανέλα για τελευταία φορά, έμεινε εκείνο που είναι πιο σπάνιο από τη συλλογή τροπαίων. Ένας άνθρωπος που μάζευε χαμόγελα. Που έπαιξε στη ζωή του όπως έπαιξε στο χορτάρι. Με πίστη, με τρέλα, με καρδιά.
Και που, ακολουθώντας το παράδειγμα του «Μικρού Πρίγκιπα», συνεχίζει να ποτίζει ευλαβικά το δικό του τριαντάφυλλο…

Photo by: Juan Pablo Sorin (IG).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χουάν Ρομάν Ρικέλμε: Ο τελευταίος σαμάνος
Το μεγαλείο της στιγμής του Φερνάντο Ρεδόνδο
Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν: Εκπληρώνοντας την προφητεία μιας τσιγγάνας