Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βρέθηκα σ’ ένα προπονητικό καμπ στη Νότια Κορέα, αλλά ποτέ δε θα ξεχάσω την εμπειρία που έζησα και με ώθησε να καθορίσω τα «θέλω» στη ζωή μου.
Ήμουν μόλις 12 ετών, όταν ταξίδεψα στη χώρα, όπου γεννήθηκε το Ταεκβοντό, και, αν και στην αρχή το ταξίδι αυτό το είδα σαν ένα παιχνίδι και μια τεράστια πρόκληση, στην πορεία, οι 25 μέρες παραμονής στην πόλη Μπουσάν εξελίχθηκαν σε μάθημα ζωής.
Σε μια εμπειρία που, υπό άλλες συνθήκες, ίσως θα βίωνα μόνο στην ενήλικη ζωή μου.
Όταν ένας πιτσιρικάς, όπως ήμουν τότε, υποχρεούται να ζήσει, έστω και προσωρινά, μακριά από την οικογένειά του, σ΄ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό και σε μια χώρα που βρίσκεται σχεδόν στην άλλη άκρη της γης, εκ των πραγμάτων θα σκληραγωγηθεί.
Θα μάθει να είναι αυτόνομος. Να κάνει μόνος του ακόμα και τα πιο απλά πράγματα.
Ως λαός, οι Έλληνες δεν έχουμε τίποτα κοινό με τους Κορεάτες. Είμαστε σε όλα διαφορετικοί. Από την γλώσσα μέχρι το φαγητό, από την κουλτούρα μέχρι τη νοοτροπία. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ζούσα αυτή την κατάσταση σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μου, αν δεν προέκυπτε μέσα από την ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό, και ίσως να μην έμπαινα καν στη διαδικασία να σκεφτώ σ’ εκείνη την ηλικία πώς θα ήθελα να είναι το μέλλον μου.
Για μένα, το Ταεκβοντό ήταν τρόπος ζωής. Από την ηλικία των 4 ετών, όταν και άρχισα να ασχολούμαι με το άθλημα, μέχρι και σήμερα, έχοντας πάντα τη βοήθεια της οικογένειάς μου.
Ειδικά του πατέρα μου, ο οποίος κάθε μέρα έκανε 60 χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο, για να με “πηγαινοφέρνει” από το χωριό Αυλές, όπου βρίσκεται το σπίτι μας, στην Κοζάνη, όπου έκανα προπόνηση. Αν δεν ήταν αυτός και δεν είχα την στήριξη όλων των υπολοίπων, ίσως να μην είχα κάνει τίποτα απ’ όλα, όσα έχω πετύχει σήμερα με κόπο, δουλειά και αρκετή προσπάθεια.
Το ταξίδι στην Κορέα ήταν η ευκαιρία να κάνω ένα βήμα παρακάτω. Να ψάξω το άθλημα από τη “ρίζα” του. Να δω τον τρόπο, με τον οποίο μπορεί ένας αθλητής να προπονηθεί και να εξελιχθεί. Να μάθω να χρησιμοποιώ τη φαντασία μου σ’ έναν αγώνα.
Την πρώτη μέρα της παραμονής μας στη χώρα, πήγαμε σ’ ένα πανεπιστήμιο Ταεκβοντό, για να δούμε τον χώρο και τους αθλητές, με τους οποίους θα κάναμε προπόνηση. Να σημειώσω ότι στην Κορέα υπάρχει πληθώρα ειδικών πανεπιστημίων, τα οποία διδάσκουν μόνο την πολεμική τέχνη. Όταν διαπίστωσα ότι όλοι οι αθλητές ήταν ηλικίας άνω των 18 ετών, αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσε ένας δωδεκάχρονος, όπως εγώ, να τα “βγάλει πέρα” με ανθρώπους που είχαν σχεδόν τη διπλάσια από τη δική μου σωματοδομή! Κι όμως. Με τη βοήθεια των δασκάλων και των συναθλητών μου, στην πορεία τα κατάφερα.
Την πρώτη μέρα, βέβαια, “τρόμαξε το μάτι μου” στη θέα ενός περιστατικού που συνέβη μεταξύ δύο αθλητών, οι οποίοι έκαναν έναν αγώνα προπόνησης, χωρίς να φορούν τα προστατευτικά εξαρτήματα στα πόδια, τα χέρια, το κεφάλι και τον θώρακα. Όταν ο ένας έριξε ένα δυνατό χτύπημα με το πόδι στο πρόσωπο του άλλου και είδα την αντίδραση εκείνου που είχε χτυπηθεί, έμεινα άφωνος. Ήταν σχεδόν ατάραχος. «Τι γίνεται εδώ;», είπα από μέσα μου, συνειδητοποιώντας πως, ακόμα και την ώρα της προπόνησης, ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντι σου μέσα στο ταπί, δεν είναι φίλος σου, αλλά ο αντίπαλός σου!
Από εκείνο το ταξίδι και μετά, άρχισα να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Στον τρόπο, με τον οποίο σκεφτόμουν, αλλά και στον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζα το άθλημα.
Ένα από τα βασικά πράγματα που έχω μάθει μέσα από αυτό, είναι να έχω πειθαρχία. Και φυσικά, να πιστεύω στον εαυτό μου!
Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η φράση που με εκφράζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη και θα τη λέω ακόμα και στα παιδιά μου, είναι «Πίστευε στον εαυτό σου»! Ό,τι και να σου πουν οι άλλοι, ό,τι και να νομίζουν για σένα, αν εσύ πιστεύεις στον εαυτό σου, δεν μπορεί να σε αγγίξει τίποτα!
Στη ζωή μου, έχει τύχει πολλές φορές να βρεθώ αντιμέτωπος με ανθρώπους που θεώρησαν πως δεν είχα τη δυνατότητα να πετύχω σημαντικά πράγματα. Δεν τους άφησα ποτέ να με επηρεάσει η γνώμη τους! Είχα πίστη στον εαυτό μου. Ήξερα ποιος είμαι. Κι αυτό μου έφτανε!
Η πνευματική δύναμη σίγουρα δεν διδάσκεται. Ή την έχεις μέσα σου ή δεν την έχεις! Ωστόσο, μπορείς να τη “δουλέψεις”, ώστε να την ενισχύσεις. Προσωπικά, δε δίστασα να ζητήσω τη βοήθεια μιας ειδικού, όταν αισθάνθηκα την ανάγκη και την επιθυμία να δυναμώσω περισσότερο πνευματικά.
Όταν είσαι στην ηλικία των 12 ή 13 ετών, δεν μπορείς να κατανοήσεις πόσο σημαντική είναι η επίτευξη ενός στόχου. Ούτε πόσο μεγάλο επίτευγμα είναι η κατάκτηση ενός μεταλλίου ή η πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι στόχοι θέτονται σταδιακά. Από την στιγμή που θα καταλάβεις ποιες είναι οι δυνατότητές σου και τί μπορείς να πετύχεις. Το πρώτο πράγμα, στο οποίο στοχεύει κάθε αθλητής, είναι η κατάκτηση του Χρυσού μεταλλίου στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Αν πετύχει αυτό, τότε θα έχει κάνει μια καλή αρχή.
Για μένα, το σημείο “κλειδί” ήταν η πρώτη θέση στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Παίδων. Τότε, ήμουν 15 χρόνων. Όταν μερικούς μήνες αργότερα συμμετείχα και στην αντίστοιχη διοργάνωση των Ανδρών, όπου πήρα τη δεύτερη θέση, αποφάσισα οριστικά να κάνω πρωταθλητισμό.
Η κατάκτηση του Ασημένιου μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων το 2012 ήταν η απόδειξη ότι μπορούσα να πετύχω ακόμα περισσότερα πράγματα. Μέχρι που, επτά χρόνια αργότερα, ήρθε η μέγιστη -μέχρι σήμερα- διάκρισή μου. Η ανάδειξη σε δευτεραθλητή Κόσμου.
Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο ήταν που ένιωσα έντονα την επιθυμία να δουλέψω το μυαλό μου. Να ενισχύσω την πνευματική δύναμή μου. Μπορεί, πριν από εκείνο το μετάλλιο, να είχα σημειώσει κι άλλες επιτυχίες σε διεθνείς διοργανώσεις, αλλά η δεύτερη θέση στον Κόσμο -και μάλιστα σε επίπεδο Ανδρών- ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Όταν ένας αθλητής έχει σημειώσει μια τόσο μεγάλη επιτυχία, στην πορεία, θα κληθεί όχι μόνο να υπερασπιστεί τη θέση του, αλλά, παράλληλα, να αναζητήσει νέα κίνητρα, με τα οποία θα καταφέρει να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τις προσωπικές φιλοδοξίες του.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, αδυνατούσα να διαχειριστώ τα νέα δεδομένα. Ένιωθα ότι μου έλειπαν τα στοιχεία εκείνα που θα με βοηθούσαν τόσο στην εξέλιξη του τρόπου σκέψης μου, όσο και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αντιπάλων, οι οποίοι θα διεκδικούσαν στον αγωνιστικό χώρο αυτό που ήδη εγώ είχα κατακτήσει. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται από τον αντίπαλό του ένας Παγκόσμιος Πρωταθλητής ή ένας Ολυμπιονίκης και διαφορετικά ένας αθλητής που διεκδικεί την πρωτιά.
Αποφάσισα να ζητήσω τη βοήθεια της αθλητικής ψυχολόγου, κ. Δώρας Τζατζάκη.
Μπορεί, στην Ελλάδα, το συγκεκριμένο θέμα να είναι ταμπού στον χώρο του αθλητισμού και να αποφεύγεται δημόσια η συζήτησή του, στο εξωτερικό, όμως, αυτή η πρακτική είναι αρκετά διαδεδομένη. Σχεδόν όλοι οι αθλητές συμβουλεύονται αθλητικούς ψυχολόγους.
Ήταν κάτι που όφειλα να κάνω και εγώ για τον εαυτό μου. Ήθελα να πετύχω την αθλητική εξέλιξή μου και την αυτοσυγκέντρωσή μου στον επόμενο μεγάλο στόχο που είχα θέσει, μετά το Ασημένιο μετάλλιο στο Μάντσεστερ. Την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μου με την ψυχολόγο, συζητήσαμε πολύ για τον τρόπο σκέψης, την αντίδραση αλλά και τη διαχείριση των καταστάσεων που μπορούν να δημιουργήσουν έντονη πίεση. Όπως επίσης και πώς πρέπει να λειτουργώ ψυχολογικά απέναντι σ’ έναν αντίπαλό μου την ώρα του αγώνα.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο στόχος της συμμετοχής μου στους Αγώνες του Τόκιο τελικά δεν επιτεύχθηκε, η συμβολή και η βοήθεια της κ. Τζατζάκη στο ψυχολογικό κομμάτι της προετοιμασίας ήταν πολύ σημαντική. Αν, μάλιστα, γνώριζα νωρίτερα τα οφέλη που έχει ένας αθλητής, μέσα από αυτήν την πρακτική, σίγουρα θα την είχα εφαρμόσει νωρίτερα από το 2019. Πότε, όμως, δεν είναι αργά… Θα προέτρεπα κάθε αθλητή που το σκέφτεται, να το κάνει χωρίς να φοβηθεί! Ακόμα κι αν πρόκειται για παιδί. Ίσως ήρθε η ώρα να “ανοίξει” περισσότερο το μυαλό μας και να κάνουμε πράγματα, μέσα από τα οποία μπορούμε να βελτιωθούμε.
Για όλους τους αθλητές, το διάστημα της ολυμπιακής προετοιμασίας ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Ειδικά, μετά την πανδημία, η οποία επηρέασε τις ζωές όλων των ανθρώπων. Τα μέλη της προ-ολυμπιακής ομάδας του Ταεκβοντό λείπαμε σχεδόν τέσσερεις μήνες από τα σπίτια μας. Αν και είχαμε τη δυνατότητα να προπονούμαστε στην Ελλάδα, η κατάσταση στη χώρα, κυρίως μετά το δεύτερο lockdown, δεν βοηθούσε τους αθλητές να προετοιμαστούν, όπως έπρεπε.
Μπορεί το άθλημά μας να είναι ατομικό, στηρίζεται, όμως, στην επαφή με τον αντίπαλο. Άλλο είναι να έχεις απέναντί σου κάποιον που θα αντιδράσει στα χτυπήματα, κι άλλο να “βαράς” έναν ακίνητο στόχο. Προκειμένου, λοιπόν, να προετοιμαστούμε σωστά, υποχρεωθήκαμε να κάνουμε την προετοιμασία μας εκτός Ελλάδας. Πρώτα, στη Σερβία, όπου μείναμε περίπου 2.5 μήνες, και, στη συνέχεια, στη Μαγιόρκα, όπου περάσαμε την Μεγάλη Εβδομάδα. Σίγουρα, ήμασταν σε καλύτερη μοίρα από τους ανθρώπους που έμεναν “κλειδωμένοι” στην Ελλάδα, μιας και στις χώρες, όπου μείναμε, τα πράγματα ήταν λίγο πιο χαλαρά και πιο ελεύθερα. Αυτό δεν σήμαινε, όμως, πως δεν ήμασταν προβληματισμένοι από την γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε.
Στην Κοζάνη, η οποία ήταν από τις πρώτες πόλεις που βρέθηκαν στο “κόκκινο”, και όπου επί 6 μήνες δεν λειτουργούσε τίποτα, οι κάτοικοί της είχαν φτάσει στα όριά τους. Από κάποια στιγμή και μετά, άρχισαν να τριγυρνούν άσκοπα στους δρόμους, για να ανασάνουν και, τελικά, το αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται ο ένας πάνω στον άλλον, γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Ακόμα και το πάρκο της πόλης, το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, σπάνια συγκεντρώνει κόσμο, εκείνη την περίοδο, δεν είχε ούτε παγκάκι να καθίσεις.
Όταν γυρίζαμε για μερικές ημέρες στην Ελλάδα, προσπαθούσαμε να μένουμε ανεπηρέαστοι από όλα, όσα συνέβαιναν. Πνευματικά και αγωνιστικά.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, κάποιες φορές, συναντιόμασταν με τον Κωνσταντίνο Χαμαλίδη (ήταν κι αυτός μέλος της Ολυμπιακής ομάδας και μένει στη Βέροια) και κάναμε μαζί προπόνηση, για να μην χάνουμε πολύτιμο έδαφος. Και πάλι, όμως, οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για εμάς. Ωστόσο, όλοι προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και να παρουσιαστούμε πανέτοιμοι στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, από το αποτέλεσμα του οποίου κρινόταν και η πρόκριση στο Τόκιο. Τελικά, μόνο η Φανή (Τζέλη) τα κατάφερε. Εύχομαι ολόψυχα σ’ αυτήν και τον προπονητή της Εθνικής ομάδας, Θοδωρή Ζηνέλη, «Καλή επιτυχία»!
Προσωπικά, η απώλεια του εισιτηρίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο μού κόστισε και ίσως να χρειαστεί αρκετός χρόνος, μέχρι να το ξεπεράσω.
Όχι γιατί δεν αντέχω το βάρος μιας ήττας. Οι ήττες είναι κι αυτές μέσα στο πρόγραμμα. Απλώς, θεωρούσα πως αυτή η περίοδος ήταν η πιο κατάλληλη, για να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Είχα δύο εξαιρετικές χρονιές (2019, 2020), ήμουν στην κατάλληλη ηλικία και είχα προετοιμαστεί πολύ καλά. Τελικά, δεν τα κατάφερα. Δεν θα ψάξω να βρω δικαιολογίες… Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και σ’ αυτό θα μείνω, κοιτώντας μπροστά…
Το μόνο, το οποίο κάπως με προβληματίζει, είναι το μέλλον του ελληνικού Ερασιτεχνικού Αθλητισμού και ο τρόπος, με τον οποίον αντιμετωπίζονται οι αθλητές στη χώρα μας. Οι περισσότεροι έχουν ελάχιστη οικονομική στήριξη. Κάτι που στο παρελθόν έχει οδηγήσει πολλούς να εγκαταλείψουν τον πρωταθλητισμό. Οι Ομοσπονδίες, από την πλευρά τους, κάνουν ό,τι μπορούν. Η δική μας, τουλάχιστον, μας διέθεσε ό,τι χρειαζόμασταν, για να κάνουμε μια καλή προετοιμασία και να μην επηρεαστούμε από την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, λόγω του κορονοϊού. Το θέμα είναι τι κάνουν ή τι θα κάνουν οι άλλοι. Εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για το σύνολο του αθλητισμού.
Αν και ο Ερασιτεχνικός Αθλητισμός, ο οποίος αποτελείται από ανθρώπους που λειτουργούν με επαγγελματισμό, έχει φέρει στη χώρα μας πολύ περισσότερα μετάλλια και διακρίσεις από τον Επαγγελματικό, δεν στηρίζεται, όσο θα έπρεπε. Οι περισσότεροι αθλητές εξαρτώνται είτε από χορηγίες (που, δυστυχώς, δεν βρίσκονται εύκολα), είτε από τις οικογένειές τους. Κάποιες εξ αυτών μπορεί να στερούνται τα πάντα, για να στηρίξουν τα παιδιά τους.
Προσωπικά, είμαι τυχερός, γιατί ανήκω σε εκείνους που έχουν την στήριξη ενός χορηγού (Ελληνικά Πετρέλαια), ο οποίος κατανοεί την κατάσταση και, μελλοντικά, θα μου παρέχει και ό,τι χρειαστώ, για να συνεχίσω την προσπάθειά μου. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Όπως είμαι και στην ομάδα που με στήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ολυμπιακής προετοιμασίας. Τον προπονητή μου, Χρήστο Αλμασίδη, τον σύλλογό μου (Μακεδονική Δύναμη Κοζάνης), το ιατρικό τιμ (κυρίες Γκέσου και Τζατζάκη, κύριοι Καζάκος, Μπουντιούκος, Παπανίκος και Μεχτερίδης), αλλά και τα μέλη του προπονητικού τιμ (κύριοι Γκιλτίδης και Διάφας).
Τι γίνεται, όμως, με εκείνους τους αθλητές που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις του πρωταθλητισμού; Πόσοι από αυτούς θα μπορέσουν να αντέξουν στα επόμενα χρόνια, όταν ανοίξει ο επόμενος ολυμπιακός κύκλος; Αυτό είναι το θέμα. Κι εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας…
Ο Απόστολος Τεληκωστόγλου είναι πρωταθλητής του Ταεκβοντό και δευτεραθλητής Κόσμου.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: